Αρχείο κατηγορίας Πεζά

Θαυμαστός σάπιος κόσμος – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #07

Ο καιρός κυλούσε ήρεμα και σάπια μετά την αποκάλυψη των ζωντανών νεκρών. Δεν είχαμε εντοπίσει σημάδια ζωής στη γειτονιά και δεν είχαμε ιδέα τι γινόταν παραέξω ή στον υπόλοιπο κόσμο. Κανένας νεκροζώντανος δεν είχε πηδήξει πάνω από τα κάγκελα της αυλής και αυτό ήταν καλό. Παρ’ όλα αυτά είχαμε οχυρώσει τη βεράντα με κοτετσόσυρμα για να μπορούμε να αράζουμε ήσυχοι έξω. Ρεύμα δεν υπήρχε. Έχει και τα θετικά του το τέλος του κόσμου. Δεν έχεις να πληρώνεις λογαριασμούς. Ευτυχώς, νερό είχαμε άφθονο και πόσιμο απ’ το πηγάδι αλλά έπρεπε να το σηκώνουμε χειροκίνητα με μια αυτοσχέδια τροχαλία της κακιάς ώρας. Όσο για εφόδια… είχαμε ρημάξει το μικρό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς.

Η πρώτη μας έξοδος ήταν θεαματική. Φόρεσε η Ερασμία το κράνος της μηχανής μου που στο κεφάλι της φαινόταν τεράστιο και εγώ φόρεσα μάσκα θαλάσσης. Από πάνω έβαλα ένα δερμάτινο μπουφάν που με έκανε να ιδρώνω μέχρι αηδίας. Στο σπίτι είχα αρκετές χαρτόκουτες από συσκευασίες που τις κράταγα για προσάναμμα. Φτιάξαμε λοιπόν κάτι σαν πανοπλία για την Ερασμία με χαρτόνι και κολλητική ταινία. Γαμηθήκαμε στα γέλια όταν τα φόρεσε όλα αυτά αλλά ήταν προστατευμένη και στον κορμό και στα άκρα. Τύλιξα και εγώ στα πόδια χαρτόνια με ταινία. Για «όπλα» διαθέταμε μια πιρούνα με γερό ξύλινο στειλιάρι και ένα παλιό τσεκούρι. Ήμασταν πραγματικά σκέτο τσίρκο. Σαν καρναβάλι με τις πιο ηλίθιες, αυτοσχέδιες στολές.

Ήταν νωρίς το πρωί και έξω φαινόταν καθαρό το τοπίο. Αποφασίσαμε να μην πάρουμε το αμάξι με το οποίο είχαμε έρθει για να μην τραβήξουμε την προσοχή τους με το θόρυβο της μηχανής. Δυο λεπτά με τα πόδια ήταν ούτως ή άλλως. Πηδήξαμε τα κάγκελα και τρέξαμε μέχρι τη γωνία. Ένας νεκροζώντανος μπάρμπας καθόταν στο καφενείο και απλά μας κοιτούσε με το βλέμμα καρφωμένο. Κάποιες συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Μπροστά μας, στα δέκα μέτρα βρισκόταν ένας σάπιος, καραφλός τουρίστας, λιγάκι μεγαλόσωμος. Αποφασισμένος εγώ, κρατάω σφιχτά το τσεκούρι στο δεξί μου χέρι, κάνω δυο-τρία βήματα και εκτοξεύω με όλη μου τη δύναμη το τσεκούρι κατά πάνω του! Αρχίδια. Δεν τον πέτυχα και η εξαδέλφη γαμήθηκε στα γέλια. Σηκώθηκε και ο μπάρμπας από το καφενείο τώρα και άρχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος μας. “Δώσε μου την πιρούνα!” της είπα. “Για να την εκτοξεύσεις και αυτή;” είπε γελώντας και μου την έδωσε. Αυτή τη φορά πήρα φόρα κρατώντας την πιρούνα μπροστά, όρμισα στον τουρίστα καρφώνοντας τον στην κοιλιά και τον σώριασα κάτω. Έπειτα πήρα το τσεκούρι από την άσφαλτο, το σήκωσα ψηλά και του το κατέβασα στο κεφάλι κομματιάζοντας το. Όλο αυτό το αίμα μου έφερε αναγούλα. Ξέρασα. Η Ερασμία έτρεξε κοντά μου. “Ήρωα μου!” είπε γελώντας, τράβηξε την πιρούνα από τα σωθικά του τουρίστα, πλησίασε τον μπάρμπα στα δύο μέτρα και εκεί που ετοιμάστηκε να τον καρφώσει, ο μπάρμπας παραπάτησε και σωριάστηκε πίσω ανάσκελα. Πριν προλάβει να σηκωθεί του έχωσε αργά την πιρούνα στο κεφάλι τρυπώντας του τα μάτια.

Φτάσαμε χωρίς άλλες συναντήσεις. Η τζαμαρία ήταν πλέον θρύψαλα και μπήκαμε μέσα όπου επικρατούσε ησυχία. Τα ψηλά παραθυράκια στους τοίχους φώτιζαν επαρκώς το εσωτερικό. Εξετάσαμε τους διαδρόμους και φαινόταν καθαροί. Πήραμε δυο καρότσια και αρχίσαμε να τα γεμίζουμε. Μπαταρίες, σερβιέτες, κωλόχαρτα, γκοφρέτες, σκολάτες, μπάρες δημητριακών, πατατάκια, σκατάκια, κονσέρβες κάθε λογής, γατοτροφές, μακαρόνια, ρύζια, εντομοκτόνα, φιδάκια για τα κουνούπια…. Φτάσαμε στην κάβα και πήραμε τα ακριβότερα κρασιά. Είχαμε γεμίσει και τα δύο καρότσια με είδη πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης ανάγκης. Τα δέσαμε με σπάγκο το ένα δίπλα στο άλλο γιατί έπρεπε να κουβαλήσουμε και τρίτο καρότσι. Ψωνίσαμε δυο μάτια κουζίνας για υγραέριο, καθώς και δυο μεγάλες μπουκάλες και αρκετά γκαζάκια.

Στην επιστροφή ανέλαβα να σέρνω το διπλό καρότσι και η Ερασμία το μονό. Ο θόρυβος ήταν πολύς με αποτέλεσμα να μαζέψουμε από πίσω μας καμιά δεκαριά σάπιους. Η είσοδος της αυλής ήταν κλεισμένη με το σύρμα και δεν θα είχαμε αρκετό χρόνο για να μπούμε με ασφάλεια πριν μας φτάσουν. Έπρεπε να τους αντιμετωπίσουμε με κάποιο τρόπο. Η Ερασμία τότε ξετρύπωσε απ’ το καρότσι ένα εντομοκτόνο και ένα πακέτο αναπτήρες. “Θα τους κάνουμε φλαμπέ” είπε ανοίγοντας τη συσκευασία. “Είσαι σίγουρη; Και αν γίνει καμιά μαλακία;” “Μην είσαι χέστης!” είπε και πλησίασε τον πρώτο. Στο αριστερό κρατούσε το Τέζα και πιο μπροστά με το δεξί τον αναπτήρα. Τον άναψε και άρχισε να ψεκάζει. Μια γαλαζωπή φωτιά άρχισε να πετάγεται που έφτανε το μισό μέτρο. Το ζόμπι έδειξε τρομοκρατημένο μπροστά στη φωτιά και ακόμα περισσότερο όταν άρπαξε φωτιά. Πήρα την πιρούνα και το κάρφωσα στην κοιλιά. Σπαρταρούσε στην άσφαλτο τυλιγμένο στις φλόγες. Τα άλλα φοβήθηκαν και άρχισαν να απομακρύνονται. Η Ερασμία τα πήρε από πίσω και έβαλε φωτιά σε δύο ακόμα. Έδειχνε να το απολαμβάνει.

Φτάσαμε σπίτι, βάλαμε μέσα τα καρότσια και ασφαλίσαμε την είσοδο. “Καλά τα καταφέραμε!” είπαμε και αγκαλιαστήκαμε. Τα νιαουριτά του γάτου μας διέκοψαν. Λες και ήξερε ο Μαύρος πως του πήραμε ένα σκασμό λαχταριστές τροφές. Η ζωή έμοιαζε υπέροχη! Ψωνίσαμε ένα σκασμό πράγματα, είχαμε ο ένας τον άλλο και έναν υπέροχο γάτο. Του βάλαμε να φάει και πριν τακτοποιήσουμε τα πράγματα, βάλαμε μπαταρίες σε ένα παλιό ραδιοφωνάκι που είχα. Δεν πιάσαμε κανένα σταθμό. Δεν ήταν καλό αυτό αλλά δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή. Στο διάολο ο πολιτισμός λοιπόν. Μπροστά στο άγχος της επιβίωσης, στον τρόμο που νιώθαμε κάθε φορά που ανοίγαμε λογαριασμό ή μέναμε χωρίς δουλειά και τέλειωναν τα λεφτά στα μέσα του μήνα… τούτη η σαπίλα έμοιαζε με παράδεισο.

Το απόγευμα αράξαμε στη βεράντα, φάγαμε μακαρόνια με τόνο και ελιές και ήπιαμε απ’ το καλό το κρασί. Ο γάτος γουργούριζε στα πόδια μας και εμείς κάναμε σχέδια για καινούρια έπιπλα κήπου.

Υάκινθος Ζαβολαίμης

Ο γιδογάμης και οι ζωντανοί νεκροί – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #06

Οι σειρήνες ούρλιαζαν σαν τρελές. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν σειρήνες στο νησί. Κατηφορίσαμε προσεχτικά τα βράχια και βρεθήκαμε στην παραλία. Τα σάπια πλάσματα άρχισαν να ακούγονται ξωπίσω μας. Δίχως κουβέντα μπήκαμε μέσα στο νερό και κολυμπήσαμε προς τα βαθιά. Οι νεκροζώντανοι άρχισαν να γκρεμίζονται ένας-ένας από τα βράχια πάνω στα βότσαλα της παραλίας. Τα κόκκαλα τους έσπαγαν, μα αυτό δεν τους εμπόδιζε να σηκωθούν ξανά και να συρθούν προς το μέρος μας. Στο νερό ευτυχώς σταματούσαν. Έδειχναν να το φοβούνται.

“Ζόμπι! Ξεκάθαρα ζόμπι!” είπε η Ερασμία και έγνεψα καταφατικά. Είχαμε δει αρκετές ταινίες τρόμου στη ζωή μας για να αναρωτιόμαστε. “Τι διάολο συμβαίνει σε τούτη τη χώρα; Δεν μας έφταναν οι πανδημίες, οι κρίσεις και όλες οι μαλακίες της ανθρωπότητας, τώρα θα έχουμε και την αποκάλυψη των ζόμπι. Ας κολυμπήσουμε μέχρι την επόμενη παραλία που είναι οργανωμένη. Μπορεί εκεί να βρούμε βοήθεια ή έστω ένα γαμημένο μέσο για να πάμε με ασφάλεια στο σπίτι.” Κολυμπάγαμε χαλαρά για να μην εξαντληθούμε. Βγάλαμε τα ρούχα γιατί μας δυσκόλευαν. Κρατήσαμε τα βρεγμένα κινητά μας μέσα στα μαγιό και τα κλειδιά του σπιτιού τα πέρασα δαχτυλίδι στον παράμεσο με τον κρίκο του μπρελόκ.

Οι σειρήνες σίγησαν επιτέλους. Μας είχαν γαμήσει τ’ αυτιά τόση ώρα. Ακούγαμε κακό χαμό από μακριά, πυροβολισμούς, οχήματα, ουρλιαχτά. Ξάφνου ένα τζιπάκι ξέφυγε από το δρόμο και βούτηξε στη θάλασσα καμιά εικοσαριά μέτρα μπροστά μας. Το είδαμε να πετιέται ανάμεσα στα πεύκα με τρία πλάσματα γαντζωμένα πάνω του. Δεν είχε βουλιάξει ακόμα και ο οδηγός ούρλιαζε στα Αγγλικά για βοήθεια. Είχε και μια γυναίκα δίπλα του. Κίνησα κατά ‘κεί. “ΠΟΥ ΠΑΣ;;;” μου φώναξε η Ερασμία πίσω μου. “Να βοηθήσω! Δεν ξέρω πως… αλλά αν αυτοί οι δύο ήμασταν εμείς;;” “Θα ήμασταν νεκροί…” Το ένα πλάσμα ξέσκιζε το λαιμό του οδηγού με τα δόντια του. Πίδακας το αίμα! Το άλλο είχε χώσει το σάπιο χέρι του μέσα στο στόμα της γυναίκας και το είχε βγάλει απ’ το λαιμό της. Μου ήρθε να κάνω εμετό και έκανα. Η Ερασμία με τράβηξε από το χέρι. “Μη κοιτάς άλλο. Κολύμπα. Μην κοιτάς.” Το τζιπάκι βούλιαζε και τα πλάσματα όρμισαν στην παραλία. Σε μισό λεπτό οι επιβάτες του τζιπ αναδύθηκαν με σπασμούς στην επιφάνια και βγήκαν προς τα έξω. Είχαν γίνει… ζόμπι. Ακριβώς όπως στις ταινίες! Τώρα στεκόμασταν και κοιτάγαμε με το στόμα ανοιχτό. Τίποτα δεν μας φαινόταν περίεργο πια.

Ένα πυροσβεστικό φάνηκε στο δρόμο. Δύο πυροσβέστες κατέβηκαν και όρμισαν στα πλάσματα κρατώντας τσεκούρια. Εκείνα μόλις τους είδαν επιτέθηκαν και αυτά. Το πρώτο έφαγε μια τσεκουριά στο στήθος και ξαπλώθηκε κάτω. Ο άλλος πυροσβέστης βγήκε μπροστά και κράδαινε το τσεκούρι του στα ζόμπι, την ώρα που ο σύντροφος του προσπαθούσε να ξεσφηνώσει το δικό του από το σάπιο θώρακα. Κοντοστάθηκαν για μια στιγμή τα άλλα τέσσερα και ούρλιαξαν στους πυροσβέστες. Το τσεκούρι ξεκόλλησε τελικά μαζί με κομμάτια σάρκας και σπασμένα πλευρά… μα τότε ο σάπιος καριόλης που ήταν ξάπλα, πετάχτηκε και δάγκωσε το πόδι του επίδοξου φονιά του. Ούρλιαξε και του κατέβασε το τσεκούρι στο κεφάλι κομματιάζοντας το. Όρμισαν τότε και τα άλλα τέσσερα. Η μάχη χάθηκε γρήγορα…

Φτάσαμε στην επόμενη παραλία. Η αμμουδιά ήταν ποτισμένη στο αίμα και γεμάτη από σάπιους. Κάποιοι το σκάγανε εκείνη την ώρα με μια μηχανοκίνητη βάρκα. Τους φωνάξαμε για βοήθεια μα δεν γύρισαν καν να μας κοιτάξουν οι γαμημένοι. Αυτό το νησί ήταν πάντα γεμάτο κωλάνθρωπους. Αμόρφωτα ζώα. Στο διάολο να πάνε! Κολυμπήσαμε μέχρι τα θαλάσσια ποδήλατα. Δεν υπήρχε κάτι καλύτερο. Ανεβήκαμε σε ένα κίτρινο που διέθετε και τσουλήθρα και κάναμε γρήγορα πετάλι προς τα μέσα. Θα μας μάζευε το λιμενικό υποθέσαμε.

Αρχίδια. Δεν φάνηκε κανείς μέχρι το λιμάνι. Ακουγόταν μόνο πυροβολισμοί και ουρλιαχτά. Μέχρι το απόγευμα ήμασταν στη θάλασσα. Δεν ακουγόταν πια ούτε αυτοκίνητα, ούτε μηχανάκια, τίποτα. Είχαμε σταμπάρει ένα αμάξι με ανοιχτή την πόρτα. Ένα κόκκινο λάντα που ο οδηγός του είχε φαγωθεί σχεδόν ολόκληρος. Σχέδιο δεν υπήρχε. Μόλις ήταν καθαρό το πεδίο, θα βγαίναμε προς τα έξω ελπίζοντας πως τα κλειδιά θα ήταν ακόμα πάνω, θα το παίρναμε και θα πηγαίναμε σπίτι. Ο γάτος μου… Ο γάτος μου ήταν έξω. Ανησύχησα για αυτόν τον μαύρο. Ήλπιζα αυτά τα τέρατα να τρώγανε μόνο ανθρώπους.

Το πεδίο καθαρό. Βγήκαμε λοιπόν και τρέξαμε στο λάντα. Ο οδηγός του, ένας μπάρμπας, μη αναγνωρίσιμος πια, βρισκόταν στο δρόμο φαγωμένος άσχημα αλλά κουνιόταν ακόμα το γυμνό από κρέας σαγόνι του. Μπήκαμε στο αμάξι. “Θα οδηγήσω εγώ” είπε η Ερασμία και δεν έφερα αντίρρηση. Στη διαδρομή, μόνο σάπιοι. Παντού σάπιοι. Υποθέσαμε πως οι ζωντανοί θα είχαν οχυρωθεί στα σπίτια ή όπου διάολο μπορούσαν. Φτάσαμε. Έξω από το σπίτι βρισκόταν τρεις απ’ αυτούς στο δρόμο. “ΚΡΑΤΗΣΟΥ!” είπε η Ερασμία, γκάζωσε και έπεσε πάνω τους κομματιάζοντας τους. Τρέξαμε προς το σπίτι. Η καγκελόπορτα ήταν κλειστή ευτυχώς. Άνοιξα και μπήκαμε στην αυλή. Ο Μαύρος μας περίμενε νιαουρίζοντας σα να μας βρίζει. “ΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΓΡΗΓΟΡΑ!” είπα και έτρεξα να βρω πως διάολο θα ασφάλιζα την είσοδο της αυλής. Είχα στο αποθηκάκι του κήπου σύρμα. Τύλιξα χωρίς τσιγγουνιές την καγκελόπορτα με τα υπόλοιπα κάγκελά μέχρι που τέλειωσε το σύρμα. Το έστριψα καλά και έτρεξα προς τα μέσα. Κλείδωσα διπλά και έβαλα το σύρτη. Η Ερασμία είχε κλείσει όλα τα πατζούρια. Σκοτάδια. Δεν είχαμε ρεύμα. Άναψα ένα κερί και πέσαμε στο πάτωμα μουσκεμένοι από τον ιδρώτα, φορώντας μόνο τα μαγιό μας. Κοιταχτήκαμε. Ήταν τόσο όμορφη και τόσο ταλαιπωρημένη. Μας είχε κάψει για τα καλά ο ήλιος. Της χάιδεψα το πρόσωπο και μετά της έπιασα το χέρι. Μου το έσφιξε. Το μόνο που ήθελα σήμερα, ήταν να έριχνα κανέναν πούτσο ακόμα στην Ερασμία μέσα στη θάλασσα, να αράζαμε και μετά να την πήγαινα να τρώγαμε στο ταβερνάκι. Αντ΄ αυτού… γαμήθηκε το σύμπαν.

Σηκώθηκα γιατί ο γάτος μου πεινούσε και διαμαρτυρόταν έντονα. “Τι δουλειά έκανε η γυναίκα σου είπαμε;” Δεν απάντησα. Πήγα και έψαξα στο πατάρι να βρω μια κούτα με πράγματα της δουλειάς της. Τα είχα μαζέψει όλα σε μια χαρτόκουτα. Είχα ξεχάσει να τη δώσω στον μαλάκα που είχε έρθει από το εργαστήριο μετά το θάνατο της. Μου είχαν ζητήσει τα πάντα και πολύ επιτακτικά θυμάμαι. Έβαλα την κούτα πάνω στο τραπέζι και αρχίσαμε να ψάχνουμε για κάτι που να μας έλυνε τις απορίες. Βαρετά νομικά έγγραφα, φάκελοι με το σήμα της ομπρέλας πάνω, εξετάσεις, έρευνες για τον καρκίνο και αρρώστιες με περίεργα ονόματα και έγγραφα για έρευνες και πειράματα… σε νεκρούς ανθρώπους.

Αναρωτηθήκαμε πως διάολο τους δόθηκε άδεια για κάτι τέτοιο από τον Δήμο. Και αφού έκλεισε, το κτίριο φυλασσόταν κανονικά και οι σειρήνες… οι σειρήνες που ήχησαν αμέσως μετά το ατύχημα. Κάπως συνδεόταν όλα αυτά. Όλα αυτά τα ήξεραν οι αρχές του νησιού και όχι μόνο τα έκρυβαν, αλλά είχαν πάρει και μέτρα προστασίας. Ήξεραν τι διάολο θα γινόταν αν ξέφευγαν αυτά τα πλάσματα. Ήξεραν! Θα τους τα είχαν σκάσει χοντρά. Αυτή η εταιρία με την ομπρέλα -ή ό,τι διάολο ήταν- τα είχε βρει με τις αρχές του νησιού μια χαρά!

Στον τελευταίο φάκελο ανακαλύψαμε πως δεν ήταν τα λεφτά αλλά κάτι άλλο. Κρατούσαν τον δήμαρχο απ’ τα αρχίδια. Τον εκβίαζαν με κάτι φοβερό. Είχα ακούσει τα κουτσομπολιά αλλά νόμιζα πως ήταν όλα παπαριές. Λέγανε πως ο δήμαρχος γαμούσε αμνοερίφια. Τον λέγανε γιδογάμη, κτηνοβάτη και τέτοια πίσω από την πλάτη του. Αλλά δεν υπήρχαν αποδείξεις μέχρι… που τον πιάσανε στα πράσα. Ο φάκελος περιείχε φωτογραφίες με τον δήμαρχο του νησιού να γαμάει μια γίδα. Ήταν πολλές φωτογραφίες. Είχε ξεκωλιάσει το δύστυχο ζώο και στην τελευταία φωτογραφία, τελείωνε μέσα στο στόμα της γίδας, κρατώντας τη σφιχτά απ’ τα κέρατα. Ήταν η σειρά της Ερασμίας να ξεράσει.

Ένα τέτοιο σκάνδαλο θα μπορούσε να ρίξει ακόμα και την κυβέρνηση. Ο δήμαρχος υπήρξε βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος για αρκετά χρόνια και στα γεράματα του είχαν δώσει ένα δήμο για να παίζει. “Τώρα θα κρύβεται σε κάποιο υπόγειο καταφύγιο και θα γαμάει τη γίδα του ήσυχος και ωραίος!” είπε η Ερασμία και γελάσαμε. “Και τώρα τι κάνουμε; Πεινάω.” είπε. “Έχω κάτι κονσέρβες φλόκο-καλαμάρι στο ντουλάπι.” “Άλλοι αδειάζουν τα φλόκια τους στις γίδες και άλλοι στα καλαμάρια! Χαχαχα!!” “Ο καθένας με τα γούστα του…”

Συνεχίζεται…

Υάκινθος Ζαβολαίμης

H ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΡΟΥΦΑΕΙ ΚΑΥΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #05

Η μέρα που θα ερχόταν η Ερασμία είχε φτάσει. Κατέβηκα νωρίτερα στο καφενείο του Λάμπη, παράγγειλα φραπέ και χάζευα τη θάλασσα περιμένοντας την παντόφλα να φανεί. Μπροστά περνάγανε μιλιούνια τουριστών. Οι περισσότεροι πήγαιναν ή γυρνούσαν από κάποια παραλία. Χάζευα τις τουρίστριες με τα μαγιουδάκια τους και τα κόκκινα από τον ήλιο κορμιά τους. Είχα υπνωτιστεί από τα εισαγόμενα κωλομέρια όταν ένιωσα ένα χτύπημα στην πλάτη. “Καλώς τα δέχτηκες!” μου είπε ο Λάμπης δείχνοντας μου την παντόφλα…

Κατέβηκα στην προβλήτα. Πολύς κόσμος. Κακός χαμός! Καταφτάνει ένα ταχύπλοο που προσπερνάει την παντόφλα και έρχεται να δέσει στο λάθος σημείο. Πάνω του έξι νέοι, ωραίοι, με επιτυχημένους γονείς! Θέλανε να δέσουνε εκεί που θα έδενε η παντόφλα. Είναι ηλίθιοι. Νομίζουν πως ολόκληρο το νησί τους ανήκει επειδή έχει λεφτά ο μπαμπάς και η μαμά… και ίσως να είναι έτσι. Ο λιμενικός τους έκανε νόημα να φύγουν από εκεί και τους έδειχνε που σκατά να πάνε να δέσουν αλλά πρέπει να ήταν τόσο βλαμμένοι που δεν καταλάβαιναν Χριστό. Μια κορασίδα που περίμενε την παντόφλα με τις φίλες της, αποφάσισε να τις παρατήσει, να πλησιάσει τα καπιταλιστικά εξαμβλώματα και να το παίξει λιγάκι μοιραία μπας και παίξει φορτωτική και κάνει την τύχη της. Οι νεαροί την είδαν και την κάλεσαν στο ταχύπλοο για παρτούζα, βιασμό, φόνο ή ό,τι άλλο προκύψει. Ο λιμενικός την κατάλαβε τη δουλειά και της έκανε νόημα να την κάνει γιατί δεν είχε όρεξη να τη βρει πνιγμένη μεσοπέλαγα. Τι πιο σύνηθες για τούτο τον τόπο. Τα καρκινώματα φύγανε κάνοντας κωλοδάχτυλα στο λιμενικό. Εκείνος με δεμένα χέρια -γιατί ποιος ξέρει ποιον διάολο θα είχανε για πατέρα- απομακρύνθηκε βρίζοντας… “Γαμώ τον κώλο που σας ξέρασε πουτανοπιάσματα!”

Η παντόφλα έδεσε με μια μικρή καθυστέρηση και μέσα στο τσούρμο των τουριστών, ξεπρόβαλε η όμορφη ξαδέρφη μου με μια μεγάλη μαύρη τσάντα με ροδάκια. Ο αέρας φύσαγε τα καστανά, σγουρά μαλλιά της προς τα πίσω και το χαμόγελο της ζέστανε τη σκοροφαγωμένη ψυχή μου. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. “Πόσο μου έλειψες…” είπαμε ταυτόχρονα. “Πιάσε κόκκινο!” είπε και ψάχναμε σαν παιδιά να βρούμε κόκκινο αλλά μάταια. “Το βρακί μου είναι κόκκινο” μου ψιθύρισε στο αυτί “θα το διαπιστώσεις σε λιγάκι.” Τη φόρτωσα στο μηχανάκι μαζί με τη βαλίτσα και σπίτι ολοταχώς.

Μετά από ένα γαμήσι καλωσορίσματος, φάνηκε και ο Μαύρος. Η Ερασμία ενθουσιάστηκε με το γάτο μου και σηκώθηκε γυμνή να τον χαϊδέψει και να του κάνει χαρές. Εκείνος τριβόταν πάνω στα πόδια της νιαουρίζοντας χαρούμενος. “Άκου τον πως γουργουρίζει τον Μαύρο!” και πράγματι ακουγόταν μέχρι το κρεβάτι. “Είναι μουνάκιας σαν τον πατέρα του!” είπε γελώντας και όρμισε ξανά στο κρεβάτι. Μου τον πήρε στο στόμα αλλά μόλις είχα χύσει. Τον ρούφαγε, τον έγλυφε με φιλότιμο και σε ένα λεπτό ήταν αρκετά σκληρός για ένα δεύτερο γύρο.

Μετά από αυτό δεν μπορούσα να της αρνηθώ τη θάλασσα. Δεν θα μπορούσα να της αρνηθώ και πολλά ούτως ή άλλως. Είπαμε να πάμε σε μια πιο μακρινή παραλία για μπάνιο, μπας και έχει λιγότερο κόσμο γιατί το νησί είχε βουλιάξει και φέτος. Ανεβήκαμε στο μηχανάκι φορτωμένοι με ομπρέλα, πετσέτες, μπύρες και κάτι να τσιμπήσουμε και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο μηχανάκια, αυτοκίνητα, γαμημένα φορτηγά, βοθρατζίδικα, νερουλάδικα και ταλαίπωρα άλογα που σέρνανε άμαξες μες τον καύσωνα γαμώ τις παραδόσεις τους γαμώ!

Ανηφόρα μπροστά μας, ο δρόμος στενός και ένας ποδηλάτης μπροστά με το κολάν του, το κράνος του… αθληταράς. Στον κώλο είχε τη φίρμα από κάποια τράπεζα χορηγό. Κράτησα λίγη απόσταση γιατί ήταν πριν από στροφή και δεν έβλεπα να προσπεράσω. Δεν μου άρεσε να κολλάω από πίσω σαν μαλάκας. Γύρισε και με κοίταξε καθώς έφτανε στην κορφή της ανηφόρας και σαν να μου έγνεψε κάτι σαν ευχαριστώ. Πάω μετά να τον προσπεράσω στην ευθεία που κατηφόριζε ο δρόμος και εκείνος άρχισε να τρέχει διαολεμένα και να μου κλείνει το δρόμο. Γκάζωσα το μηχανάκι και ο μαλάκας που έπιανε εξήντα στην κατηφόρα χώθηκε ξανά μπροστά μου. Έκοψα για να μην σκοτωθούμε. “ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ ΓΑΜΗΜΕΝΕ ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ!!!” ούρλιαξε η Ερασμία. Έδωσα τέρμα γκάζι και τον προσπέρασα από δεξιά. “ΕΙΣΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ!!” του φώναξα καθώς φτάναμε στην επόμενη στροφή που ήταν απότομη. Έκοψα αρκετά και μετά από λίγα μέτρα βλέπω τον μαλάκα από πίσω μας να μας έχει κολλήσει και να μας βρίζει. Έτρεχε σαν διάολος. “Κόψε!” μου λέει αποφασιστικά η ξαδέλφη και την ώρα που μας προσπερνούσε ο γαμημένος από τα αριστερά βρίζοντας, του σκάει μία η Ερασμία με την ομπρέλα στο στόμα και τον σωριάζει στην άσφαλτο μετά από μερικές τούμπες. Το ποδήλατο συνέχισε μόνο του λίγα μέτρα και κατέληξε στο χαντάκι. “ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ΑΡΧΙΔΙ;;;” φώναξε και γελώντας με διαβολική ικανοποίηση, με έσφιξε και μου είπε “Θα αργήσει να ξανακάνει ποδήλατο.” “Λες να ήταν τίποτα πρωταθλητής;” “Στη μαλακία!”

“Εδώ δούλευε η γυναίκα μου.” είπα δείχνοντας ψηλά στο λόφο ένα έρημο κτήριο που έμοιαζε με μεγάλη αποθήκη. “Ομπρέλες έφτιαχναν;” “Η ομπρέλα ήταν απλά το σήμα. Ήταν κάτι σαν μικροβιολογικό εργαστήριο αλλά ποτέ δεν μου έλεγε περισσότερα. Ίσως φταίω και εγώ που δεν τη ρωτούσα για τη δουλειά της. Πάντως για τα λεφτά που έπαιρνε, σίγουρα δεν έφτιαχνε ομπρέλες. Έκλεισε πριν έξι χρόνια. Λίγο καιρό μετά το θάνατο της Χριστίνας.” “Πάμε να δούμε τι έχει μέσα. Έλα! Τρελαίνομαι για εγκαταλελειμμένα κτήρια. Θα ανακαλύψουμε και τι δουλειά έκανε η γυναίκα σου. Πάμε και μετά τη ρίχνουμε τη βουτιά μας.”

Αφήσαμε το μηχανάκι και τα πράγματα κρυμμένα στα πεύκα γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν υπάρχει φύλακας σε αυτά τα μέρη ή κάποιος μαλάκας που περνάει μία στο τόσο μήπως δει κάτι ύποπτο. Η καγκελόπορτα στην αρχή της ανηφόρας ήταν σκουριασμένη μα το λουκέτο και η αλυσίδα καινούρια. “Αγάπη” είπα “μη πάθουμε κανέναν τέτανο με τις λόγχες.” “Γιατί δεν λες πως φοβάσαι μη σου χωθεί η λόγχη στον κώλο; Χαχαχαχα!!” “Θα βρούμε άνοιγμα από το συρματόπλεγμα αν κάνουμε το γύρω.” “Μήπως θες να με αποπλανήσεις Υάκινθε; Χαχαχα! Θες να με πας στις ερημιές για να μου χώσεις στον κώλο την κρεάτινη λόγχη σου;; Χαχαχαχα!!” Γέλαγε σαν χαζό άλλα καύλωσα στην ιδέα και ας είχαμε ρίξει δύο γαμήσια πριν.

Δεν βρήκαμε άνοιγμα στο συρματόπλεγμα αλλά σκαρφαλώσαμε από πάνω με τη βοήθεια ενός δέντρου. Το κτήριο απ’ έξω φαινόταν εντελώς έρημο αλλά από μέσα κάποιοι ήχοι δεν μου άρεσαν καθόλου. Μπορεί να ήταν πρεζάκια, σατανιστές, ο φύλακας… “Δεν πάμε να φύγουμε μη βρούμε κανένα μπελά εδώ που ήρθαμε;” “Είσαι λιγάκι χέστης ξαδερφούλη.” Πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ… ποδοβολητά και γαβγίσματα επιβεβαίωσαν τους φόβους μου και δυο ροτβάιλερ φάνηκαν απ’ τη γωνία να τρέχουν κατά πάνω μας. Τρέξαμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Στην πίσω μεριά φάνηκε ένα κτίσμα πιο χαμηλό, κολλημένο πάνω στο κεντρικό. Την βοήθησα να ανέβει, σχεδόν την εκτόξευσα στην οροφή του και σκαρφάλωσα έπειτα δεν ξέρω και εγώ πως…

Τα σκυλιά το βουλώσανε μετά από λίγα λεπτά μα ήταν κολλημένα από κάτω και μας περιμένανε. Ο ήλιος έκαιγε. Κανείς φύλακας δεν βγήκε από μέσα. Τουλάχιστον αν υπήρχε φύλακας, θα του εξηγούσαμε… θα μας βοηθούσε να φύγουμε με κάποιο τρόπο χωρίς να μας κατασπαράξουν αυτά τα κτήνη. Δυστυχώς για εμάς τα κινητά στην πίσω μεριά του νησιού δεν είχαν καθόλου σήμα. Τουλάχιστον από αυτό το κτίσμα μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε στο κεντρικό με λίγο κόπο. Τα καταφέραμε με λίγες γρατσουνιές. Στην ταράτσα υπήρχε ένα δώμα με μια μεταλλική πόρτα. Είχε ένα παραθυράκι πολύ μικρό πάνω της. “Αν το κλειδί ήταν από πίσω…” σκέφτηκα και έβγαλα τη μπλούζα μου. Την τύλιξα γύρω από τον αγκώνα μου και με μια δυνατή αγκωνιά, έσπασα το τζάμι. Πέρασα το χέρι μου από μέσα προσεχτικά. Δεν υπήρχε κλειδί αλλά ψηλαφώντας βρήκα έναν σύρτη. Τον τράβηξα και η πόρτα άνοιξε.

Μπήκαμε και κατεβήκαμε κάτι μεταλλικές σκάλες για να βρεθούμε σε ένα μεγάλο πλατύ διάδρομο γεμάτο ποντικοκούραδα. Στο βάθος η είσοδος και δεξιά και αριστερά δωμάτια. Άδεια δωμάτια. Τα ψάξαμε ένα-ένα. Ούτε πάγκοι, ούτε έπιπλα, γραφεία… μια καρέκλα έστω. Κάποια στιγμή άκουσα έναν περίεργο ήχο από το τέλος του διαδρόμου. “Το ακούς και εσύ;” με ρώτησε η Ερασμία. Έγνεψα καταφατικά και ακολουθήσαμε τον ήχο. Ερχόταν από ένα δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου… από το πάτωμα. Κάτω από ένα μεγάλο γκρίζο, χοντρό μουσαμά που κάτι έκρυβε. Τον σηκώσαμε για να ανακαλύψουμε μια καταπακτή. Στην άκρη είχε έναν κρίκο και έναν μεγάλο σύρτη. Τράβηξα το σύρτη και μαζί με την Ερασμία καταφέραμε με δυσκολία να ανοίξουμε τη βαριά καταπακτή. Αντικρίσαμε μια σκάλα μαρμάρινη. Ανάψαμε τους φακούς των κινητών τηλεφώνων μας και κατεβήκαμε τα σκαλιά για να βρεθούμε σε ένα απέραντο εργαστήριο που βρισκόταν σε πλήρη εγκατάλειψη. Βρώμα και δυσωδία. Αρχίσαμε να εξερευνούμε το χώρο. Υπολογιστές, πάγκοι γεμάτοι με μηχανήματα, δοκιμαστικούς σωλήνες, μαλακίες, σημειώσεις… Πλησίασα έναν πάγκο γιατί κάτι κινούταν πάνω του… κάτι… σάπιο. Ένας σαπισμένος, ανθρώπινος καρπός που κούναγε τα δάχτυλα του!

Φώναξα την Ερασμία μα δεν αντέδρασε. Έριξα το φως πάνω της. Είχε παγώσει και αυτή μπροστά σε έναν άλλο πάγκο. Πλησίασα. Ήταν ένα ανθρώπινο κρανίο καλυμμένο το μισό με σάπιο κρέας. Του έλειπε το κάτω μέρος του σαγονιού. Τότε… άνοιξε τα μάτια του! Τα κάρφωσε πάνω μας! “Τι στο διάολο έκανε η γυναίκα σου σε αυτό το μέρος;;” ρώτησε. “Δεν ξέρω… τι σκατά συνέβη εδώ μέσα… Πάμε να φύγουμε.” της είπα μα εκείνη προχώρησε προς το βάθος που βρισκόταν κάτι κλειστά δωμάτια με χοντρές τζαμαρίες. Πλησίασα και εγώ. Φωτίσαμε με το φακό μέσα στο πρώτο δωμάτιο να δούμε τι υπάρχει εκεί μέσα για να αντικρίσουμε την απόλυτη φρίκη. Πεσμένα στο πάτωμα ήταν σώματα, ανθρώπινα. Σαπισμένα, ανθρώπινα σώματα που σερνόταν πάνω στα σκατά τους. Δεν μας έβγαινε μιλιά. Εκείνα, μόλις είδαν το φως, προσπάθησαν να σηκωθούν. Πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά εκεί μέσα. Στο ένα πλάσμα αποκολλήθηκε το γόνατο από το υπόλοιπο κουφάρι και σωριάστηκε στο πάτωμα. Είχαμε παγώσει αλλά η φρίκη ποτέ δεν είναι αρκετή. Ακούστηκε θόρυβος και απ’ τα διπλανά δωμάτια. Πρέπει να ήταν γεμάτα από δαύτα. “Αρκετά νομίζω. Ας φύγουμε.” ψέλλισε η Ερασμία και τότε ένας διακόπτης ακούστηκε και στραβωθήκαμε από τα φώτα που άνοιξαν. Ο φύλακας!

Με μισόκλειστα μάτια είδαμε έναν άντρα να μας στοχεύει με ένα περίστροφο. Ήταν ψηλός, καραφλός, γεροδεμένος τριαντάρης… ήταν ο γιος της μακαρίτισσας της Πετρούλας που είχε το μανάβικο στην πάνω γειτονιά. “Που ‘σαι ρε Νικολάρα;” του λέω σηκώνοντας με αργές κινήσεις τα τρεμάμενα χέρια μου. “Εμείς… βασικά… φεύγαμε.” Πυροβόλησε ο καριόλης! Ο καριόλης πυροβόλησε προς το μέρος μου αλλά έτρεμα τόσο απ’ τον φόβο μου που με έναν σπασμό απέφυγα τη σφαίρα που πέρασε ξυστά απ’ το κεφάλι μου και καρφώθηκε στο τζάμι. Το τζάμι ράγισε. Τα πλάσματα θέριεψαν. Η Ερασμία άρχισε να τρέχει σκυφτή πίσω από έναν πάγκο. Πυροβόλησε προς το μέρος της. Δεν την πέτυχε. “H ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΡΟΥΦΑΕΙ ΚΑΥΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!!!” του φώναξα με όλη μου τη δύναμη και άρχισε να πυροβολάει προς το μέρος μου. “Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΓΙΑ!!” ούρλιαζε. Έπεσα πίσω από έναν πάγκο και άρχισα να σέρνομαι την ώρα που πυροβόλαγε εδώ και εκεί. “ΨΩΛΟΡΟΥΦΗΧΤΡΑ ΗΤΑΝΕ Η ΜΑΝΟΥΛΑ ΣΟΥ ΝΙΚΟΛΑΡΑ!!” του φώναξε η Ερασμία από την άλλη πλευρά. Άδειασε το γεμιστήρα μα δεν μας πέτυχε.

Ένας θόρυβος μας έκανε να χεστούμε… Οι τζαμαρίες έσπαγαν η μία μετά την άλλη και τα πλάσματα ξεχύθηκαν έξω και όρμησαν στο μαλακοκαύλη την ώρα που άλλαζε γεμιστήρα. Ούρλιαζε καθώς του ξέσκιζαν τις σάρκες με τα δόντια τους ενώ εμείς τρέξαμε προς τις σκάλες και πεταχτήκαμε έξω. Αμέσως πήγαμε να κλείσουμε την καταπακτή αλλά σάπια χέρια ξεπρόβαλαν από το άνοιγμα… Ήταν μάταιο. Τρέξαμε στο διάδρομο. Η πόρτα ήταν κλειστή. Τα σκυλιά απ’ έξω γάβγιζαν τρελαμένα. Τρέξαμε ξέπνοοι προς τις μεταλλικές σκάλες. Στην κορυφή κοιτάξαμε πίσω. Άλλα πλάσματα σερνόταν στο πάτωμα μη μπορώντας να ανέβουν τα σκαλιά και άλλα ανέβαιναν με αργούς ρυθμούς. Βγήκαμε από το δώμα και έβαλα το σύρτη. Τα βρωμόσκυλα γάβγιζαν έξω από την είσοδο και δεν μας είχαν πάρει χαμπάρι. Ήταν και ένα αγροτικό παρκαρισμένο. Του Νικολάρα θα ‘ταν. Κατεβήκαμε ήσυχα αλλά με γρήγορες κινήσεις, πηδήξαμε τα σύρματα και τρέξαμε προς το μηχανάκι… μα το μηχανάκι δεν ήταν εκεί. “ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!” φώναξα και τότε ακούστηκαν οι σειρήνες.

Συνεχίζεται…

Υάκινθος Ζαβολαίμης

Οι καμπάνες, ο μαύρος, η μπουλντόζα, και ο Τζίμης ο Πάνθηρας – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #04

Οι καμπάνες… Οι γαμημένες οι καμπάνες… Είναι εφτά παρά πέντε το πρωί. Εφτά παρά πέντε το πρωί, γαμώ την Παναγία, το Χριστό και τους Άγιους Ανάργυρους! Εφτά παρά πέντε και ο τράγος ψωλοβροντάει! Σου λέει… να ξυπνήσουνε, να πιούνε καφέ, να χέσουνε και να ‘ρθούνε στο ιερό μου κατάστημα. Και δεν φτάνει αυτό. Τα μεγάφωνο μετά στο τέρμα να ακούνε και οι άπιστοι της γειτονιάς. Γαμημένοι χριστιανοταλιμπάν. Και είχε μέρες να βαρέσει τις καμπάνες ο γαμημένος κωλόγερος και χάρηκα. Νόμιζα πως είχε ψοφήσει.

Έφτιαξα έναν φραπέ και άνοιξα το ραδιόφωνο. Δεύτερο πρόγραμμα και ο μαλάκας να τραγουδάει πως θέλει να βρεθούμε σε μαγικά νησιά… Από την άλλη στενοχωριόμουν στη σκέψη πως κανείς δεν θα ήθελε να βρεθεί μαζί του σε μαγικά νησιά. Το επόμενο ήταν ένα κλαψομούνικο έντεχνο που δεν θυμάμαι καν τι διάολο έλεγε και το τελευταίο που άκουσα πριν το κλείσω για να πάω τουαλέτα, επαναλάμβανε συνεχώς “νερό στη βάρκα, νερό στη βάρκα, νερό στη βάρκα…” Χίλιες φορές να ακούω σε επανάληψη το Καλοκαιρινό της Μόνικα.

Έστειλα στο viber καλημέρα στην Ερασμία και εκείνη μου έκανε βίντεο-κλήση. Ήμουν σαν κώλος. Εκείνη σκέτη καύλα. Θα πήγαινε στην κουμπάρα της στο Βόλο και θα ερχόταν μετά να περάσει τον Αύγουστο μαζί μου. “Αν με θες φυσικά…” είπε και σήκωσε λίγο το μπλουζάκι που φορούσε γελώντας. Χάζεψα τα βυζάκια της και μετά από λίγο κλείσαμε. Τράβηξα μια πρωινή και ντύθηκα να πάω μέχρι το καφενείο του φίλου μου του Λάμπη κάτω στο λιμάνι. Όταν με έπιαναν οι κοινωνικότητες μου, πήγαινα εκεί με τους μπαρμπάδες που ψάχνανε διαθέσιμα αφτιά για τις ιστορίες τους. Την ώρα που έβαλα μπρος τη μηχανή, ένα γατί, χοντρό και μαύρο με πλησίασε νιαουρίζοντας άγρια λες και με έβριζε. “Τι θέλεις ρε μαλάκα;” του είπα και εκείνο μου απάντησε στη γλώσσα του κάτι ακατάληπτες βρισιές και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου. “Θα σου φέρω κονσέρβα μαύρε, αρκεί να μη μου φέρεις και τους φίλους σου μαζί γιατί δεν βγαίνω.” Μου έγνεψε καταφατικά λες και καταλάβαινε τι διάολο του έλεγα, πέρασε ανάμεσα στα κάγκελα και μπήκε στην αυλή. Ήταν σαν ένας χοντρός πάνθηρας σε μικρογραφία. Πάνθηρας… Μου ήρθαν τότε στο μυαλό οι ιστορίες που μας λέγανε όταν ήμασταν μικρά για τον θρυλικό Τζίμη τον Πάνθηρα…

Λίγο παρακάτω, την ώρα που οδηγούσα και σκεφτόμουνα Αυγουστιάτικα γαμήσια, πετάγεται από ένα δρομάκι κατηφορικό κάθετα στο δρόμο μου μια γαμημένη, μικρή μπουλντόζα δίχως οδηγό και σκάει πάνω στην μάντρα στα δεξιά του δρόμου, γκρεμίζοντας τη. Για λίγα μέτρα θα με είχε κάνει κομμάτια. Σταμάτησα μπροστά στο σύννεφο σκόνης να δω τη ζημιά. Ένας νεαρός έφτασε ξέπνοος. “Αφού δεν θρηνήσαμε θύματα, όλα καλά” του είπα μα δεν έλαβα απάντηση. Τραβούσε τα κατσαρά μαλλιά του και άρχισε να βλαστημάει Θεούς και Δαίμονες. “Καλά ξεμπερδέματα.” Έβαλα μπρος και συνέχισα το δρόμο μου. Θα με είχε σκοτώσει ο μαλάκας. Θα μπορούσα να του κάνω μήνυση για την παραλίγο δολοφονία μου ή έστω για ψυχική οδύνη. Αν δεν με είχε καθυστερήσει ο γάτος… ποιος ξέρεις αν θα ζούσα τώρα. Αυτός ο γάτος μου έσωσε τη ζωή.

Άφησα το μηχανάκι σε έναν ίσκιο και σε μισό λεπτό έφτασα στο καφενείο. Χαιρέτησα την ομήγυρη και τον Λάμπη που εκείνη την ώρα κοιτούσε σε ένα ξεχαρβαλωμένο λάπτοπ τα νούμερα στο κίνο. Μέγας παίχτης… Παράγγειλα φραπέ και μου τον έφτιαξε χωρίς να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την οθόνη. Ταυτόχρονα λέγαμε τα νέα μας. Αν έβγαζε το κεφάλι του και το τοποθετούσε μπροστά στην οθόνη για να πάει το υπόλοιπο σώμα να κατουρήσει, δεν θα μου φαινόταν παράλογο.

Έκατσα σε ένα τραπεζάκι έξω και χάζευα τη θάλασσα, έναν παππού που έπαιζε τάβλι με το εγγόνι του, το τροφαντό κωλαράκι μιας κοπέλας που κατέβαινε προς το λιμάνι. Ένας μπάρμπας παραμυθάς, στο διπλανό τραπέζι με καλημέρισε και αφού τον καλημέρισα και εγώ, τον ρώτησα για τον Τζίμη τον Πάνθηρα. “Εγώ θα σου πω…” απάντησε με χαμόγελο, τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ το φλιτζάνι του καφέ του και ξεκίνησε.



Όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του τον Τζίμη τον πάνθηρα. Οι ιστορίες του έγιναν παραμύθια για να κοιμίζουν τα μικράκια του χωριού του, τότε που η τηλεόραση βρισκόταν μοναχά στο καφενείο του Γιώργη. Οι λωλοί και αρκετοί από τους γηραιότερους του χωριού, συνομιλούσαν με τους παρουσιαστές των ειδήσεων και τους σταρ των ταινιών. Πολλές φορές αν η κουβέντα με την τηλεόραση ερχότανε στα πολιτικά, ξέσπαγε καβγάς και έμπαινε στη μέση ο Γιώργης για να μην την τσακίσουν. Τα παιδάκια τότε, θεωρούσαν τον Τζίμη τον Πάνθηρα ίδιο με τους μεγάλους ασπρόμαυρους σταρ των ταινιών. Βέβαια το συγχωριανό τους τον έβαζαν πιο ψηλά.

Στον πόλεμο λένε, ο Τζίμης έτρεφε ολόκληρο το χωριό του. Πιτσιρίκι, με ένα κοντό τριμμένο παντελόνι που ξεκούμπωνε από πίσω για να χέζει, τιράντες και ένα ξεσκισμένο πουλόβερ… Τρύπωνε στις αποθήκες του οχτρού και φορτωνόταν σα μουλάρι, να ‘χουν να φάνε τα ορφανά, να ‘χουν να φάνε κι οι γέροι. Κάποτε λένε πριν προλάβει να το σκάσει από την αποθήκη, πλακώνουν οι ναζί και τον πετυχαίνουν στο σπασμένο το παράθυρο να βγαίνει… τρία φορτηγά γεμάτα και ένα άρμα μάχης. Ο Τζιμάκος χώθηκε πίσω στην αποθήκη ανάμεσα στις μπύρες και τα αλλαντικά. Έμπαιναν δέκα-δέκα στην αποθήκη και ο πιτσιρικάς τους ξεπάστρευε σαν πάνθηρας… ορμούσε και τους ξέσκιζε τα Γερμανικά λαρύγγια τους με ένα κονσερβοκούτι. Έμεινε στο τέλος ο διοικητής μέσα στο τανκ του και αποφάσισε να ισοπεδώσει την αποθήκη με δέκα βλήματα, φοβούμενος πως εκεί μέσα βρισκόταν μιλιούνια ανταρτών. Υπάρχει και βιβλίο που έγραψε ο κωλογερμαναράς μετά τον πόλεμο και τα γράφει αυτά λέξη προς λέξη.

Άλλοι λένε πως ο Τζίμης, νεαρός ακόμα, εποχές που τα άλλα παιδιά λιαζότανε στο ποτάμι, εκείνος δούλευε σκληρά στα χωράφια. Το σώμα του θύμιζε αθλητή της πάλης. Τα κορίτσια του χωριού τον χάζευαν κρυμμένες, να κατεβάζει το τσαπί με το ρωμαλέο κορμί του να γυαλίζει λουσμένο στον ιδρώτα και τις γκάστρωνε μονάχα με ένα βλέμμα. Ένα πρωινό του Νοέμβρη ακούστηκαν φωνές απ’ το ποτάμι. Η Βασιλική, η πιο όμορφη του χωριού, έπεσε να πνιγεί. Είχε ερωτευτεί τον Στέργιο, το μεγαλύτερο κάθαρμα του χωριού. Κόσμος μαζεύτηκε μα κανείς δεν ήξερε κολύμπι και τα νερά αγριεμένα. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στο γεφύρι και την έκλαιγε, μέχρι που μια φωνή ακούστηκε “ΑΝΟΙΧΤΕ ΔΡΟΜΟ” θαρρείς και βγήκε από το στόμα… πάνθηρα! Ήταν ο Τζίμης που έβγαλε όλα του τα ρούχα και ολόγυμνος, με μια ψωλή σαν παλαμάρι, όρμησε ανάμεσα στο χαζεμένο πλήθος και βούτηξε στο ποτάμι σαν άγριο ζώο για να σώσει την κόρη και την έσωσε. Το έκανε λένε να φαίνεται τόσο εύκολο, ώστε οι ρεζιλεμένοι εχθροί του, αφήνιασαν και τον έπνιξαν ζωντανό. Την επομένη η Βασιλική, έβαλε στη λεμονάδα της δηλητήριο και φαρμακώθηκε.

Λέγανε, λέγανε και τι δε λέγανε, μα η αλήθεια είναι τούτη… Η μακαρίτισσα η μάνα μου τον ήξερε τον Τζίμη. Ήτανε στο ίδιο δημοτικό. Εκείνος έκατσε μονάχα δυο τάξεις. Η γιαγιά μου τις έκανε όλες. Δύσκολα χρόνια. Ιταλοί, Γερμανοί, δεξιοί και δεν συμμαζεύεται. Ο πατέρας του Πάνθηρα πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας. Ήρωας μεγάλος αλλά κομμουνιστής… Σάπισε στη φυλακή. Κανείς δεν ύμνησε τους ηρωισμούς του, κανείς δεν έγραψε τους άθλους του. Μάνα δεν είχε. Ήταν φυματική και πέθανε ένα χρόνο μετά τη γέννα. Ο Τζιμάκος μεγάλωσε μόνος του σαν αγρίμι… έτσι του κόλλησαν και το παρατσούκλι “πάνθηρας”. Χαμαλίκι για ένα κομμάτι ψωμί, και λιώμα όλη μέρα στην καλύβα του με κρασί, τσίπουρο και ό,τι άλλο έβρισκε να πιει… Ένα βράδυ, η καλύβα του έπιασε φωτιά. Άλλοι είπαν πως κάηκε στο κρεβάτι του και άλλοι άρχισαν να του πλέκουν ιστορίες… μύθους! Να βγει και ένας Ηρακλής από αυτόν τον κωλότοπο… ένας Ηρακλής που μετά από κάθε του άθλο, τον κατασπάραζαν τα μαύρα κοράκια με τα γαμψά τους τα νύχια.



Στο γυρισμό για το σπίτι, σταμάτησα στο μαγαζί με τις ζωοτροφές να πάρω για τον γάτο τροφή. Του ψώνισα και κονσέρβα και κροκέτες. Ήμουν σίγουρος πως αυτός ο μαύρος θα ήταν σπίτι και θα με περίμενε. Μόλις έφτασα, άφησα το μηχανάκι κάτω απ’ το ίσκιο της πικροδάφνης και ο γάτος εμφανίστηκε μέσα από τα κάγκελα της αυλής νιαουρίζοντας. Μπήκα στο σπίτι και έψαχνα να του βρω ένα μπολάκι και εκείνος με ακολούθησε εξερευνώντας διεξοδικά το χώρο. Ήθελε να δει αν τον ικανοποιεί το νέο του σπίτι. Τον έβγαλα φωτογραφία και τον έστειλα στην Ερασμία την ώρα που χλαπάκιαζε ευχαριστημένος. “Ποιος είναι αυτός ο μαύρος; Είναι κούκλος! Θα τον κρατήσουμε;” Ο πληθυντικός με ξάφνιασε ευχάριστα. Χαμογέλασε το μέσα μου. “Είναι ο Μαύρος, είναι κούκλος και ναι θα τον κρατήσουμε!”

Υάκινθος Ζαβολαίμης

Στην ξαδέρφη και στη θεια πέντε πόντους πιο βαθιά – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #03

Egon Schiele – Pair embracing, 1917 (public domain)

Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη

Της είπα να περιμένει στη γωνία για να πεταχτώ να πάρω τσιγάρα απ’ το περίπτερο. “Αφού το έχεις κόψει…” μου είπε πονηρεμένη. “Από μνήμη καλά πάμε… Θες εσύ κάτι;” Έκανε πως σκέφτεται “Μπααα…” μου απάντησε και μόλις έφτασα στο περίπτερο μου φώναξε “ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΑ ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΙΣ!” Έγινα κόκκινος και εκείνη κλασικά… έσκασε στα γέλια. Αυτό το γέλιο της μου είχε λείψει είναι η αλήθεια… Πήγα στο ψυγείο και πήρα δυο μπύρες. “Προφυλακτικά να βάλω Υάκινθε;” ρώτησε ο μπάρμπα-Θόδωρας ο περιπτεράς. Διάολε! Έγινα ακόμα πιο κόκκινος! Του έγνεψα καταφατικά. “Ρε μπαγάσα, η ξαδέρφη σου δεν είναι αυτή;” “Ποια;” “Εγώ δεν κρίνω και στα οικογενειακά των άλλων δεν μπαίνω. Είναι όμορφη πολύ. Τη θυμάμαι από μικρή.” “Ρε μπάρμπα, άσε τα σάπια. Μια πλάκα έκανε η Ερασμία… Έχω γνωρίσει κάποια…” Με κοίταξε με νόημα… “Που τα πουλάς αυτά ρε μπαγάσα; Αν είχες γνωρίσει κάποια, δεν θα το είχα μάθει εγώ πρώτα; Σε αυτόν τον τόπο, κουκιά μετρημένα είμαστε. Ξέρω ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει και ποιος τον παίρνει. Άντε, πάρε τούτα εδώ με το επιβραδυντικό γιατί έχεις και καιρό να… και μη ξεχνάς την παροιμία!” “Ποια παροιμία;” ρώτησα καθώς έβγαλα να πληρώσω. “Στην ξαδέρφη και στη θεια, πέντε πόντους πιο βαθιά.”


Λες και σε όλες τις άλλες, αφήνουμε πέντε πόντους απ’ έξω. “Καλέ, πως κοκκίνισες πάλι έτσι;;;” μου είπε η Ερασμία που γελούσε με τα ντροπιασμένα μούτρα μου. “Χέσε με Ερασμία. Βούκινο θα γίνουμε.” “Και τι; Ντρέπεσαι για μένα;” “Είμαστε ξαδέρφια μωρέ. Πως προέκυψε όλο τούτο;” “Μη ρωτάς εμένα. Εσένα σου τρέχανε τα σάλια όταν με είδες με το μαγιό. Και όσο για το ξαδέρφη… ξέρεις τι λένε… Στην ξαδέρφη και στη θεια…” σκάσαμε στα γέλια μαζί αυτή τη φορά. Της έκανα κάτι σαν αγκαλιά περπατώντας και σε λίγο ήμασταν σπίτι.


Βρεθήκαμε στο κρεβάτι να χαζολογάμε φορώντας ακόμα τα μαγιό μας. Ήταν λίγο αμήχανο στην αρχή. Είπα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση αυτή τη φορά. Της κατέβασα το μαγιουδάκι και βάλθηκα να γλύφω το αλμυρό μουνάκι της. Εκείνη έσφιξε με τα μπούτια της το κεφάλι μου και με το χέρι της χάιδευε τα λιγοστά μαλλιά μου. “Πείνασες μωρό μου;” Μωρό μου; Ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η προσφώνηση… “Φάε όλο το φαΐ σου!” είπε και άρχισε να γελάει σα βλαμμένο. “Άσε τα μωρά ξαδερφούλα και μη με κάνεις να γελάω!” “Γιατί, τι θα μου κάνεις αν σε κάνω να γελάς ξαδερφούλη;” με ρώτησε χαϊδεύοντας με την πατούσα της το τριχωτό μου στήθος. “Ξέρω και ‘γώ… Θα σε γαμήσω υποθέτω.” “Άντε έλα να το χώσεις στην ξαδερφούλα!” και άρχισε να γελάει σαν χαζό πάλι. Έλεος! Γδύθηκα αλλά το καυλί μου δεν ανταποκρινόταν με τόσα γέλια. “Επειδή πάει καιρός για μένα, ας το πάρουμε λίγο στο χαλαρό και απ’ την αρχή να βρούμε το ρυθμό μας. Κάτσε να βάλω και λίγη μουσική.” “Σταματάω. Σταματάω. Μη μου αγχώνεσαι. Δυνάμωσε και λίγο το κλιματιστικό για να μη μου γίνεις πάλι κόκκινος-κόκκινος.” Έβαλα στον υπολογιστή μια λίστα με Tom Waits και ξεκίνησε να παίζει το I hope that I don’t fall in love with you. Πήγα μπροστά απ’ το κρεβάτι και εκείνη χωρίς να μιλήσει τον πήρε στο στόμα της έτσι πεσμένο όπως ήταν και άρχισε να τον ρουφάει κοιτώντας με στα μάτια. Αυτά τα μάτια της… Καύλωσα σε δευτερόλεπτα και τότε τον έβγαλε από το στόμα της και άρχισε να τον παίζει και να τον γλύφει. Το κουτί με τα προφυλακτικά ήταν στο κομοδίνο. “Άντε, βάλε καπότα και έλα να γαμήσεις λίγο μουνάκι. Αν μου τον χώσεις ξεκάποτο θεωρείται αιμομιξία!”

Έβγαλα ένα προφυλακτικό, άνοιξα το περιτύλιγμα και προσπάθησα να το φορέσω. Είχα να φορέσω προφυλακτικό πάνω από δέκα χρόνια. Η Ερασμία σηκώθηκε να αλλάξει τραγούδι την ώρα που εμένα μου έπεφτε το προφυλακτικό στο πάτωμα. Βλαστήμησα κάποιον ξεχασμένο Άγιο και έβγαλα ένα δεύτερο. Αυτή τη φορά το έβαλα με επιτυχία. Το τραγούδι ήταν ο Εφιάλτης των Εκτός Ελέγχου. Εγώ της τα είχα μάθει αυτά όταν ήταν στο Λύκειο ακόμα. “Ωραίος ο Θωμάς για τα προκαταρτικά αλλά προτιμώ κάτι πιο δυνατό για το κυρίως πιάτο…” Ξάπλωσε ανάσκελα με ανοιχτά τα πόδια και μπήκα μέσα της αμέσως. Φώναξε από πόνο. “Εεε! Και για μένα πάει καιρός…” μου είπε. Άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με το μαλακό και μετά από δυο λεπτά άρχισα το σφυροκόπημα. Τα νύχια της είχαν χωθεί στα κωλομέρια μου και τα βογγητά της θα είχαν καυλώσει ολόκληρο το καφενείο απέναντι απ’ το σπίτι αν είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα. Δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ τα δικά μου. Ανέβηκε από πάνω μου. Τον έπιασε και τον έβαλε μέσα της και άρχισε να κουνιέται πάνω-κάτω παίζοντας ταυτόχρονα το μουνάκι της. Σε κάποια φάση κατάλαβα ότι το προφυλακτικό είχε σπάσει. Της το είπα αλλά μου φώναξε να σκάσω και μου έκλεισε το στόμα. Τελειώσαμε μαζί μετά από κάνα δίλεπτο. Οι φωνές της ακούστηκαν σίγουρα σε όλη τη γειτονιά αυτή τη φορά.


Ξάπλωσε για λίγο πάνω μου ενώ ήμουν ακόμα σκληρός μέσα της. “Τη γάμησες καλά την ξαδερφούλα.” Κατάλαβε πως ανάσαινα λίγο ζόρικα και ξάπλωσε δίπλα μου. Ήμουν ακόμα μισοκαυλωμένος. Το είδε και άρχισε να τον χαϊδεύει και να μου λέει βρομόλογα στο αφτί. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε με γλώσσα. Σηκώθηκα στα γόνατα και στάθηκα μπροστά στα ανοιγμένα πόδια της. Το σπέρμα μου κύλαγε απ’ το μουνάκι της στο σεντόνι. Άρχισα να τρίβω τον πούτσο μου στα μουνόχειλα της και μετά κατέβηκα προς τα κάτω. Τον έτριβα στην κωλοτρυπίδα της και με κοιτούσε στα μάτια πονηρά χωρίς να πει κάτι. Μόνο χαμογελούσε και ήταν τόσο όμορφη πανάθεμα με. Άρχισα να τον παίζω ενώ το κεφάλι έσπρωχνε την υγρή από το σπέρμα οπή της και σιγά σιγά, γλίστρησε το κεφάλι μέσα. Έβγαλε ένα πνιχτό βογγητό πόνου και καύλας. Άρχισα να της γαμάω τον κώλο με αργές κινήσεις χωρίς να το βάζω όλο μέσα. Εκείνη έχωσε στο μουνί της δυο δάχτυλα και εγώ που είχα τρελαθεί από την καύλα τον έσπρωξα πέντε πόντους πιο βαθιά και έχυσα ξανά.


Κοιμηθήκαμε γυμνοί και όταν ξυπνήσαμε κοιταχτήκαμε με το ίδιο βλέμμα σαν να μην πιστεύαμε τι είχαμε κάνει. Ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλο απ’ την αρχή με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί. Με τρόπους απαγορευμένους. Κάναμε ντουζάκι και πήγαμε έξω να τσιμπήσουμε σε μια ταβέρνα που μας πήγαιναν οι γονείς μας όταν ήμασταν μικρά το Καλοκαίρι. Ήμουν σαράντα πέντε χρονών. Το πρωί ένιωθα γέρος με το ένα ποδάρι στον τάφο και λίγες ώρες μετά… Αυτή η γυναίκα με ανέστησε απ’ τους νεκρούς. Μου έδωσε ξανά ζωή. Το γαμήσι θα μου πείτε αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ήταν… όλα της.


Το βράδυ πήγαμε θερινό σινεμά και έπειτα γυρίσαμε στο σπίτι. Η ταινία ήταν αδιάφορη αλλά δεν μας ένοιαξε. Σαν να ήταν το πρώτο μας ραντεβού. Ήπιαμε μερικές μπύρες στη δροσιά της βεράντας και κουβεντιάζαμε με τις ώρες… Εκείνη ξαπλωμένη σε μια ξεχαρβαλωμένη ξαπλώστρα και εγώ στην καρέκλα μου απέναντι της. Δεν θέλαμε να τελειώσει εκείνη η νύχτα. Ο Θεός θα είχε τσαντιστεί πολύ μαζί μας για την αιμομιξία. Ίσως όμως η ένωση μας να ήταν το ελιξίριο της ζωής. Ένα απαγορευμένο φρούτο που τρώγοντας το επιστρέφεις στην Εδέμ. Εκείνο το βράδυ δεν γαμηθήκαμε ξανά αλλά κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι με ένα “σ’ αγαπώ” στο στόμα. Στην αρχή ψιθυριστό μα ύστερα αρχίσαμε να το φωνάζουμε, να το γελάμε, να το κομπάζουμε. “Σ’ ΑΓΑΠΩΩΩ!”


Το πρωί της Κυριακής ξυπνήσαμε και οι δύο καυλωμένοι και γαμηθήκαμε σαν τα κορμιά μας να γνωρίζονται αιώνια. Σαν να ήμασταν ένα κομμάτι κρέας που το κόψανε στα δύο και το πέταξαν στη Γη. Σαν να μου έχει θολώσει η καύλα το μυαλό και να υπερβάλω σαν ξεμωραμένος… Περάσαμε τη μέρα στο σπίτι. Μου μαγείρεψε μια ωραία μακαρονάδα με κύμα, ήπιαμε λευκό κρασί, γαμηθήκαμε άλλες δυο φορές ενδιάμεσα και έφτασε η καταραμένη η ώρα του αποχωρισμού. Την κατέβασα στο λιμάνι για να πάρει την παντόφλα της επιστροφής. Στο δρόμο δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Βουλιάξαμε σε μια μελαγχολία, σαν τα παιδιά λίγο πριν το τέλος του Καλοκαιριού…


“Και τώρα τι κάνουμε;” με ρώτησε σαν φτάσαμε στην προβλήτα και περιμέναμε την παντόφλα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα το πρόσωπο της σκοτεινιασμένο. Την αγκάλιασα σφιχτά. “Θες να τα φτιάξουμε;” τη ρώτησα και πνίγηκε από το γέλιο. “Σοβαρά το λέω…” “Ναι. Θέλω.” Με φίλησε στο στόμα με μάτια δακρυσμένα και ανέβηκε στην παντόφλα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Δεν άντεχα να δω το πλοίο να φεύγει. Κατευθύνθηκα προς το μηχανάκι. Τότε άκουσα τη φωνή της… “ΥΑΚΙΝΘΕ!! Σ’ ΑΓΑΠΩ!!” φώναξε με όλη της τη δύναμη από το κατάστρωμα. Παραδόξως δεν έγινα κόκκινος. “ΚΑΙ ‘ΓΩΩΩΩ!!” φώναξα χωρίς να με νοιάζει κανείς και τίποτα. Μονάχα η Ερασμία, το κορίτσι μου, η αγάπη μου.

Στην επιστροφή άρχισα να κλαίω πάνω στο μηχανάκι. Δεν θυμάμαι από πότε έχω να κλάψω έτσι. Σκέψεις… η μια έφερνε την άλλη. Από ένα νοίκι ζω και δεν θα έφτανε και για τους δυο μας με τίποτα όσο φτηνά και αν μπορούσαμε να τη βγάλουμε εδώ. Από την άλλη εκείνη δασκάλα… Θα μπορούσε να πάρει μετάθεση να διδάσκει τα παιδιά των ιθαγενών γράμματα. Το σπιτάκι μου το έχω. Μικρό αλλά για δυο άτομα ό,τι πρέπει. Μετά τους έρωτες έρχονται τα πρακτικά ζητήματα. Ξάφνου μπροστά μου εμφανίζεται μια κοπέλα, καμιά εικοσαριά χρονών, πάνω στο ποδήλατο και φορούσε μονάχα το μαγιό της. Ζέστη… Καμάρωσα για λίγο το σφιχτό, ιδρωμένο της κωλαράκι που έσταζε καθώς την προσπερνούσα και σκέφτηκα… “Σαν τον κώλο της ξαδέρφης μου… κανένας!”


Υάκινθος Ζαβολαίμης

Η ξαδέλφη και η θάλασσα – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #02


Πρώτο μπάνιο για φέτος. Δεν μου αρέσει η θάλασσα… Βασικά δεν μου αρέσει ο δρόμος μέχρι τη θάλασσα, η ζέστη έξω από τη θάλασσα, μα κυρίως… οι άνθρωποι στη θάλασσα. Ήρθε όμως η ξαδέρφη μου η Ερασμία για Σαββατοκύριακο στο νησί και μου τα ‘πρηξε να την πάρω στη θάλασσα όπως τότε… Την συμπαθούσα την Ερασμία από μικρή. Πρώτη μου ξαδέρφη από το σόι της μάνας μου και πολύ ξύπνιο παιδί. Της έριχνα πέντε χρόνια. Τώρα, εκείνη σαράντα, εγώ σαράντα πέντε και πηγαίναμε στη θάλασσα όπως και τότε που ήμασταν μικράκια. Δυο βήματα μεν αλλά μέχρι να φτάσουμε είχα χάσει τρία κιλά ιδρώτα.


Για καλή μας τύχη δεν είχε πολύ κόσμο. Περάσαμε δυο τρεις οικογένειες. Τα μούλικα τους ουρλιάζανε λες και τα σφάζανε. Κάποιοι παίζανε ρακέτες. Ένας μπάρμπας με την κυρά του και το ραδιοφωνάκι στο αφτί να παίζει κλαρίνα. Ο Χριστός και η Παναγία… Εμείς πήγαμε και αράξαμε στην άκρη της παραλίας δίπλα σε κάτι βράχια. Στρώσαμε όμορφα τις ψάθες μας, έχωσα την ομπρέλα στην άμμο και αράξαμε. Είχε πέσει βουβαμάρα για λίγο. Είχα έξι χρόνια να τη δω. Από την κηδεία της Χριστίνας. Χτύπησε το τηλέφωνο την Παρασκευή και μου είπε “Ξάδερφε ετοιμάσου, αύριο έρχομαι.” Αναγνώρισα αμέσως εκείνη την κοριτσίστικη φωνή που δεν μπορούσε να την αλλάξει ο χρόνος. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τα Καλοκαίρια εκείνα των παιδικών μας χρόνων. Με είχε πιάσει μια νοσταλγία. Περνάνε τα χρόνια. Εγώ ένιωθα ήδη γέρος αλλά εκείνη δεν άλλαξε καθόλου…

Η Ερασμία γύρισε μπρούμυτα. Τότε παρατήρησα ότι το μαύρο μαγιουδάκι που φορούσε, κάλυπτε ελάχιστα τον αψεγάδιαστο της κώλο. Έπειτα έλυσε το σουτιέν της για να μην της κάνει γραμμή όπως μου είπε. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από αυτά τα θεσπέσια, μαυρισμένα κωλομέρια. Δεν ξέρω αν φταίει που είχα καιρό να γαμήσω… ένιωθα την πούτσα μου να σαλεύει μέσα στο μαγιό. Μου ζήτησε να την αλείψω με αντηλιακό. Ανάθεμα με, πώς να πω όχι… Άρχισα να της αλείφω την πλάτη. Έκανα στην άκρη τις καστανές της μπούκλες και καθώς την άλειφα, διαπίστωσα πως είχα καυλώσει άσχημα. Προσπαθούσα να το κρύψω με μια ανορθόδοξη στάση σώματος. Τότε μου ζήτησε να της βάλω και πιο χαμηλά… “Χριστέ δείξε έλεος!” είπα από μέσα μου. Της έβαλα αντηλιακό στα κωλομέρια και άρχισα να τα αλείφω μαλακά-μαλακά. “Στα πόδια εννοούσα βρε” είπε γελώντας “αλλά αφού έβαλες που έβαλες, άλειψε τον καλά. Κρίμα να καεί…” Είχα γίνει κατακόκκινος και τότε γύρισε το κεφάλι προς τα εμένα και μου λέει με νάζι “Καλέ πως έγινες έτσι; Με ντρέπεσαι; Την ξαδερφούλα σου; Τη μικρή σου την ξαδερφούλα…” Και τότε κοίταξε και πιο κάτω και είδε τις καύλες μου… “Άπαπα καημενούλη… Με την ξαδέρφη σου βρε τέτοια πράματα;; Θα σε κάψει ο Θεούλης! Άντε, πήγαινε να πέσεις στη θάλασσα μπας και σου πέσει.” Πήγα και ευτυχώς ο κόσμος ήταν μακριά μας και κανείς δεν μπόρεσε να δει το “αντίσκηνο” μου. Μονάχα η Ερασμία που χαζογελούσε πίσω μου.


Βούτηξα αμέσως και άρχισα να κολυμπάω. Πήγα μέχρι τα βαθιά, κολύμπησα λίγο και μετά γύρισα στα ρηχά και άραξα σαν τη γριά κοιτώντας το πέλαγος. Εκείνη την ώρα βούτηξε μέσα και η Ερασμία. Έκανε μακροβούτι και ύστερα γύρισε προς τα μένα έχοντας τα μάτια και τη μύτη έξω απ’ το νερό. Έφτασε στα πόδια μου και έβγαλε τα χέρια της έξω κάνοντας πως είναι δαγκάνες από καβούρι “κλακ, κλακ, κλακ” και άρχισε να μου τσιμπάει τις γάμπες. Αρχίσαμε να γελάμε. Ήξερε πως γαργαλιέμαι. “Θυμάσαι;” μου λέει “Εγώ ήμουν πάντα το καβούρι και εσύ έκανες τον καρχαρία! Δεν πιστεύω κύριε καρχαρία να είστε ακόμα καυλωμένος;;;” είπε γελώντας. “Άντε μωρέ, δεν ντρέπεσαι να με πειράζεις γέρο άνθρωπο…” Ήρθε δίπλα μου. “Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν ξανάφτιαξες τη ζωή σου μετά την Χριστίνα…”


Πάνω στην κουβέντα διαπίστωσα πως είχε κατεβάσει το πάνω μέρος του μαγιό της και τα βυζάκια της τα έβλεπε ο ήλιος… και όχι μόνο ο ήλιος αλλά και ο ανώμαλος ξάδελφος της. Το κατάλαβε και γέλασε κοιτώντας με πονηρά. Άπλωσε το χέρι της προσποιούμενη πάλι το καβούρι… “Για να δω…” Τον γράπωσε. “Εγώ φταίω που μου τα πέταξες όλα έξω;;;” “Ω, καημενούλη…” Έχωσε το χέρι μέσα από το μαγιό μου και χάιδεψε στην αρχή το κεφάλι τρυφερά και μετά άρχισε να μου τον παίζει κοιτώντας αδιάφορα τη θάλασσα. Εγώ τη χάζευα και μου τρέχανε τα σάλια… μεταφορικά αλλά κυρίως κυριολεκτικά. “Κοίτα μπροστά θα καρφωθούμε! Πες μου μονάχα όταν τελειώνεις.” Κοίταξα μπροστά το πέλαγος. Για πρώτη φορά έμοιαζε τόσο όμορφο. Άδειασε το μυαλό μου από κάθε σκέψη. Μονάχα η Ερασμία ήταν μέσα στο κεφάλι μου, γύρω μου, παντού. Έκλεισα τα μάτια. Πάνω-κάτω το χέρι και καθώς η ένταση ανέβαινε κόντευα να χύσω. Της το ψιθύρισα και γύρισε και με κοίταξε στα μάτια καθώς τον έσφιγγε περισσότερο και πάνω-κάτω χάθηκα στα καστανά της μάτια, στο παιχνιδιάρικο χαμόγελο, το πρόσωπο της πλησίασε στο δικό μου, τα χείλη της ίσα που άγγιξαν τα δικά μου και το σπέρμα μου εκτοξεύτηκε από την ψωλή μου για να ταΐσει τα ψαράκια του γιαλού. “Έχουμε γίνει θέαμα” μου είπε και πράγματι κάποιοι μας κοίταζαν, κάποιοι φεύγανε με τα μούλικα τους βλαστημώντας… αλλά στα αρχίδια μας. Η ζωή ήταν ωραία, η Ερασμία σκέτη καύλα και τα ψαράκια χορτασμένα.

συνεχίζεται…

Υάκινθος Ζαβολαίμης

Το Καφενείο – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #01


Γιατί δεν με αφήνουν να κοιμηθώ τα γαμημένα τα μεσημέρια; Κάθονται στο καφενείο απέναντι απ’ το σπίτι και πίνουν τις μπύρες τους, εργάτες, χωριάτες και λοιποί φτωχοδιάβολοι μέσα στον διαολεμένο καύσωνα! Σπίτια δεν έχουν; Ο ήλιος να τους ψήνει και αυτοί να φωνάζουν τα όσα ασήμαντα λένε μπας και η ανούσια ύπαρξη τους αποκτήσει κάποιο νόημα. Πόσες φορές σκέφτηκα να κάψω αυτό το άθλιο καφενείο αλλά με προβλημάτιζαν οι νομικές συνέπειες.


Χθες το μεσημέρι τα πράγματα ξέφυγαν. Φωνές, φασαρία, κακό. Σηκώθηκα με το σώβρακο και βγήκα στη βεράντα να δω τι διάολο γινόταν. Φώναζε ένας εργάτης στον καφενετζή «ΘΑ ΜΟΥ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ; ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΘΑ ΜΟΥ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΩΛΟ;» Ένας χωριάτης προκαλούσε τον καφενετζή «Για να σε δούμε πως γαμάς! Για να σε δούμε!» Σπάει ένα μπουκάλι μπύρας ο καφενετζής και ουρλιάζει «ΚΑΝΟΝΙΣΤΕ ΝΑ ΜΕ ΒΑΛΕΤΕ ΦΥΛΑΚΗ ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ!» «ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΑΜΑΤΑ!!» Φώναξε η κόρη του και έτρεξε να τον σταματήσει. Έτρεξα και εγώ μέσα σπίτι να φορέσω μια βερμούδα για να πάω να δω από κοντά το θέαμα. Κι άλλα μπουκάλια σπάγανε κι άλλες φωνές «ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΘΑ ΜΕ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΡΕ; ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΠΥΡΑ;» Πόση χαρά μέσα μου μετά από καιρό! Θα σφαχτούνε και ύστερα θα το κλείσουν το μπουρδέλο και θα απολαμβάνω ξανά τον μεσημεριανό μου ύπνο. «Σε ευχαριστώ Θεέ μεγαλοδύναμε που εισάκουσες τις κατάρες μου!»


Πετάχτηκα έξω -προσπαθώντας να κρύψω το χαμόγελο μου- δήθεν για να βοηθήσω. Δεν χρειάστηκε. Πολύς κόσμος γύρω, τουρίστες, ιθαγενείς… παιδάκια που έτρεχαν μακριά κλαίγοντας. Κατάφερα με δυσκολία να βρω μια καλή θέση για να αντικρίσω αυτό το ανίερο θέαμα… Στα μπρούμυτα πεσμένος ο εργάτης να σκούζει ξεβράκωτος με τα πόδια ανοιχτά και τον καφενετζή από πάνω του να του τον καρφώνει με μανία φωνάζοντας «ΝΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ! ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΘΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΓΑΜΗΣΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ!! ΘΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΣΚΙΣΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ!! ΒΕΡΕΣΕ ΤΕΛΟΣ!!» Η κόρη του ξέρναγε παραδίπλα τα άντερα της. Κανείς από τους θαμώνες δεν έκανε κάτι για να τον σταματήσει. Δεν τους αφορούσε και φοβόντουσαν μήπως γαμούσε και όποιον προσπαθούσε να τον εμποδίσει. Μια γριά κάλεσε τους μπάτσους. Έφτασαν την ώρα που έχυνε ο καφενετζής. Σηκώθηκε με την ψωλή του να κρέμεται βρωμερή και τα χέρια του ψηλά. Ο κόσμος άρχισε να σπάει μόλις τον βάλανε στο περιπολικό. Για τον εργάτη με τον σπασμένο κώλο δεν νοιάστηκε κανείς και εγώ μπήκα σπίτι ξέγνοιαστος για να συνεχίσω τον μεσημεριανό μου ύπνο.

Υάκινθος Ζαβολαίμης

«Στο Μπαρ του Μικέ» …του Γιώργου Μικάλεφ

*Ακατάλληλον για άτομα κάτω των 18 ετών

img781

Τη γνώρισα στο Μπαρ του Μικέ. Θα ‘ταν κοντά 40. Κοκκινομάλλα με τα πιασίματα της και με τα όλα της. Με είχε καρφώσει κάνα δύο φορές με το βλέμμα της αλλά εγώ… αλλού γι’ αλλού. Ήμουν με τα ρεμάλια τους φίλους μου και τα πίναμε φορ ολντ τάιμς σέικ που λένε. Είχαμε πιει τον κώλο μας. Μπύρες, υποβρύχια… κέρνα σφηνάκια ο ένας… κέρνα φαρμάκια ο άλλος. Κάποια στιγμή το κατούρημα δεν μπορούσε να αναβληθεί για κανένα λόγο και αναγκάστηκα να πάω στην τρισάθλια τουαλέτα να αδειάσω την κύστη μου. Ωραίος τύπος με καθαρά ποτά… αλλά ήταν βρωμιάρης ο γέρο-Μικές.

Έπλυνα τα χέρια μου πριν γιατί με τόσα που είχα πιάσει εκεί μέσα… Ακόμα κατούραγα όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα. «Άλλος» είπα, μα ένα χέρι μου είχε αρπάξει ήδη τον πούτσο… «Τι στο Διάολο» φώναξα και ένα δεύτερο χέρι με γύρισε προς την πόρτα καθώς τα τελευταία ούρα πότιζαν το βρωμερό τοίχο και το στενόμαυρο φόρεμα της κοκκινομάλλας. Δεν φάνηκε να την πειράζει αφού δίχως να χάσει στιγμή, η γλώσσα της εξερευνούσε τη στοματική μου κοιλότητα και τα χέρια της ζούλαγαν τ’ αρχίδια μου. Ήταν πιο τύφλα από μένα και πραγματικά δεν με ένοιαζε καθόλου. Σήκωσα το φόρεμα και της χούφτωσα την κωλάρα κολλώντας το κορμί της πάνω μου. Έκανα να της κατεβάσω το βρακί μα δεν με άφησε. «Όχι εδώ καυλιάρη μου… Αν θες μουνάκι, πάμε σπίτι μου, σπίτι σου ή και κάπου αλλού». Η φωνή της και όλη της η ύπαρξη μύριζε λαϊκατζαρία δευτέρας διαλογής, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Είχε σίγουρα αυτό που ήθελα και μάλλον είχα αυτό που ήθελε. Παστρικά πράγματα. Ξηγήθηκα βιαστικά στην παρέα μου αφήνοντας και κάνα φράγκο για τα ποτά και βγήκαμε έξω στο κρύο με την Εύα. Έτσι μου συστήθηκε.

Μου είπε που μένει και αποφασίσαμε από κοινού να πάμε στο δικό της σπίτι που ήταν και πιο κοντά. Ψιχάλιζε. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να καβαλήσει τη βέσπα μου και ήμουν σίγουρος πως δεν περίμενε να έχω παραπάνω από δυο ρόδες. Ήμουν λιώμα και οδηγούσα αργά, να μην την πάρω στο λαιμό μου. Η Εύα με κρατούσα σφιχτά και μου τον έπαιζε πάνω απ’ το παντελόνι καθώς εγώ προσπαθούσα να φτάσουμε αρτιμελείς στο σπίτι της.

Δεν θυμάμαι καν αν άφησα το κλειδί πάνω στη μηχανή. Είχαμε γίνει μούσκεμα. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και χωρίς να το καταλάβω βρεθήκαμε γυμνοί στο κρεβάτι της με το ραδιόφωνο να παίζει κάτι άγνωστα σε μένα άσματα… «το ουίσκι δεν με πιάνει, φέρτε βενζίνη να με τρελάνει». Δυο άδεια ποτήρια στο μοναδικό κομοδίνο, μια θερμάστρα να μας ζεσταίνει και το στόμα της να μου ρουφάει τον πούτσο με λαχτάρα. Κόντευα να τελειώσω και αποφάσισα να αλλάξουμε ρόλους. Της άνοιξα τα πόδια και άρχισα να τη γλύφω. Το μουνάκι της ήταν όμορφο  και φρεσκοξυρισμένο αν εξαιρέσεις μερικές άσπρες τρίχες σαν αγκαθάκια που ξεπηδούσαν εδώ και εκεί… αυτές οι μικρές πινελιές που οδηγούν στην τελειότητα. Μετά από κάνα πεντάλεπτο σπατουλαρίσματος, τη γύρισα στα τέσσερα και μπήκα πανηγυρικά μέσα της. Χειροκροτήματα; Κανείς. Τα κατάφερα μετά από ένα σχεδόν χρόνο απραξίας και κανείς να ζητωκραυγάσει την επιτυχία μου. Μπαινόβγαινα δυνατά κρατώντας σφιχτά τα μεγάλα, υπέροχα κωλομέρια. Εκείνη βόγκαγε δυνατά, χωρίς να τη νοιάζουν οι γείτονες που εμένα έτσι και αλλιώς με άφηναν αδιάφορο.

Μετά από ένα πεντάλεπτο σφυροκόπημα ανάμεσα στα κωλομέρια της, αποφάσισα να ανέβω λίγο πιο ψηλά… τον έβγαλα μουσκεμένο απ’ τα υγρά της και ελαφρώς χαλαρωμένο και άρχισα να σπρώχνω την πίσω τρύπα της κοκκινομάλλας. Δεν διαμαρτυρήθηκε πέρα από δυο-τρία επιφωνήματα και ο πούτσος μου  σκλήρυνε γρήγορα και βυθίστηκε σιγά σιγά μέσα στην Θεϊκά σμιλεμένη κωλάρα της Εύας υπό τον ήχο της φανταστικής εξέδρας… «άξιος ρε μαλάκα! Άξιος!» Ήθελα να χύσω εκεί μέσα και θα τελείωνα πολύ γρήγορα και ας ήμουν λιώμα απ’ τα ξύδια. Έκλεισα τα μάτια μου και έσπρωχνα με περισσή μανία μέχρι που… κάτι σαν να μου τον έπιανε και να τον τράβαγε προς τα μέσα. Τι σκατά; Προσπάθησα να τραβηχτώ έξω μα δεν γινόταν. Σαν κάτι να με τραβούσε στο εσωτερικό εκείνης της τρύπας. Ξαφνικά όλα άρχισαν να μεγεθύνονται. Η Εύα άρχισε να μεταμορφώνονται σε κάτι σαν… γίγαντας;;; Κατάφερα να ελευθερωθώ μα ήμουν παγιδευμένος μες το δωμάτιο  ανάμεσα στις υπερμεγέθεις γάμπες. Η πόρτα ήταν από την άλλη.  Μπροστά μου η τεράστια κωλάρα! Σοβάδες, λαμπατέρ, ράφια να πέφτουν! Τότε, η πίσω οπή της Εύας άνοιξε και πετάχτηκε από μέσα ένα λιγδιασμένο χέρι έτοιμο να με πιάσει. Οι τοίχοι έπεφταν!! Θα πεθάνω εδώ μέσα, σκέφτηκα και μια φωνή μέσα απ’ τον κώλο φώναξε… «γρήγορα πιάσε το χέρι μου αν θες να ζήσεις!» Δεν είχα άλλη επιλογή.

«Με λένε Ιωνά» είπε ο γέρος που το χέρι του με είχε τράβηξε μέσα στη σπηλιά, σώζοντας μου έτσι τη ζωή. Μύριζε σκατά εκεί μέσα και πώς να μην μυρίζει… «Και εσύ σοδομίτης;» με ρώτησε. Έγνευσα θετικά. «Και τώρα» είπα… «τη γαμήσαμε». «Μην απελπίζεσαι» μου λέει. Θα βγούμε σύντομα».

Και πράγματι… ούτε προφήτης να ήταν. Τα ξύδια προκάλεσαν στην Εύα μια διάρροια κοψιματικής φύσεως. Το παχύ έντερο πλημμύρησε από δαύτη σε κλάσματα δευτερολέπτου, η είσοδος της σπηλιάς άρχισε να ανοίγει και η διάρροια με παρέσερνε προς τα έξω. Καθώς έβγαινα με φόρα από το σκότος, ο Ιωνάς μου φώναξε μέσα απ’ τον κώλο δίνοντας πραγματικά μάχη για να κρατηθεί εκεί μέσα: «Σώσε τον εαυτό σου! Εγώ  θα κατέβω Νινευή». Το ύψος ήταν απίστευτο… θαρρείς και έπεφτα για αιώνες. Έχασα τις αισθήσεις μου…

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Το αριστερό μου χέρι ήταν στο γύψο, ενώ πονούσα σε όλο μου το κορμί. Θεέ μου… είχα πιει πολύ. Θα έπεσα με τη μηχανή καθώς φεύγαμε απ’ του Μικέ! Η Εύα! «Που είναι η Εύα;» φώναξα με όση δύναμη είχα. Απάντηση καμία. Ανασηκώθηκα. Κανείς γύρω μου. Έκανα μια προσπάθεια να σταθώ στα πόδια μου. Ήμουν γυμνός. Γρατσουνιές και μώλωπες όπου και να κοιτάξω πάνω μου. Τα διπλανά κρεβάτια ξέστρωτα, με σεντόνια πεσμένα καταγής. Λες και την έκαναν όλοι ξαφνικά.  Έφτασα ξυπόλητος μέχρι το παράθυρο στηριζόμενος από τη μαλακία που κρατούσε τον ορό.

Από κάτω κάποια αμάξια στραπατσαρισμένα και δυο αναποδογυρισμένα. Θα ήταν από ατυχήματα σκέφτηκα… Μα τι διάολο; Στο νοσοκομείο τα φέρνουν και τα τσακισμένα οχήματα; Κοίταξα λίγο πιο πέρα και το δρόμο έκλειναν πεσμένα δέντρα. Άκουσα ένα ουρλιαχτό πίσω μου. Χέστηκα πάνω μου! Γύρισα απότομα και είδα… τον Ιωνά από την σπηλιά της Εύας. Ήταν γεμάτος σκατά και σερνόταν ξεψυχισμένος προς το μέρος μου.

«Δ…εν τα κα…τάφερα… μακρύς ο δρό…μος για τη Νι…νευή ».  Πήγα κοντά του… γούρλωσε τα μάτια «ΠΙΣΩ ΣΟΥ!!!» ούρλιαξε! Σπασμένα γυαλιά πέφτουν στο πάτωμα, τσιμέντα γκρεμίζονται και ένα τεράστιο χέρι με γράπωσε και  με τράβηξε έξω. Ήταν η Εύα. Θα πρέπει να ήταν πάνω από 20 μέτρα, ολόγυμνη και με κρατούσε σφιχτά στο ύψος του προσώπου της. Τα θεόρατα μάτια της με κοιτούσαν. Όχι με μίσος. Με αγάπη. Ήταν πανέμορφη. Δεν ήξερα τι να πω… αλλά και να ήξερα, δεν θα μου έβγαινε φωνή.

Ήχος από ελικόπτερα… Μας την πέσανε! «ΠΑΡΑΔΩΣΟΥ ΛΟΙΠΟΝ!!!» φώναξε κάποιος στρατιωτικός με τηλεβόα «ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ, ΜΩΡΗ ΚΩΛΟΥ!!!» Πώς μιλάει έτσι στην Εύα μου ο μπάσταρδος; Εκείνη τα πήρε στο κρανίο και όρμησε καταπάνω τους. Τα τέσσερα στρατιωτικά ελικόπτερα οπισθοχώρησαν ανοίγοντας ταυτόχρονα πυρ. Είμαι νεκρός σκέφτηκα. «ΜΗΝ ΠΡΟΒΑΛΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!! ΘΑ ΠΛΗΓΩΘΕΙΣ ΜΑΡΗ!!» ο τηλεβόας προειδοποιούσε μα η Εύα δεν καταλάβαινε. Με έχωσε ανάμεσα στα στήθια της και όρμισε στα ελικόπτερα «ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ, ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΙ!!!» φώναξε και κατέβασε με μια γροθιά το ένα ελικόπτερο. Εκείνο έπεσε  στην είσοδο του νοσοκομείου και εξερράγη! Το χέρι του μωρού μου είχε πληγωθεί από τους έλικες και αιμορραγούσε. Πήδηξε στον αέρα θεόρατη και γυμνή και καθώς προσγειώθηκε με τις πατούσες της, προκάλεσε σεισμό στην περιοχή! Τα ελικόπτερα την κοπάνησαν.

Με έβγαλε από τα στήθια της και με τοποθέτησε στην ταράτσα του μισογκρεμισμένου πια νοσοκομείου. «Τα περάσαμε ωραία, λίγες ώρες μ…» πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, ένα βλήμα την χτύπησε στο γιγαντιαίο δεξί μαστό και μετά κι άλλο από αριστερά κι άλλο… Καταιγισμός! Ήρθαν τα τανκ, ο στρατός κι επέστρεψαν τα ελικόπτερα. Άρχισαν να κοσκινίζουν την Εύα δίχως έλεος οι μπάσταρδοι! Ούρλιαζα να σταματήσουν, έκανα νοήματα, κοπανιόμουν ώσπου ένα κομμάτι κρέατος αποκολλήθηκε βίαια από τον κώλο της Εύας εξαιτίας μιας οβίδας και με καταπλάκωσε. Όλα μαύρισαν.

Συνήλθα δυο μήνες αργότερα. Μου είπαν πως ήμουν τόσο καιρό σε καταστολή και ότι με είχαν μεταφέρει σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Με συμβούλευσαν να μην πλησιάσω το παράθυρο γιατί ο δρόμος απέναντι είχε κατακλυστεί από δημοσιογράφους. Η είδηση της γιγαντιαίας Εύας έφτασε σε όλον τον κόσμο. Ήδη είχαν ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας για την Εύα και παράλληλα είχαν βγει δεκάδες πορνό παρωδίες για τον κολοσσιαίο κώλο της. Φυσικά και το τέλος της ήταν φρικτό… Έριξαν πάνω της όλα τα ληγμένα πυρομαχικά του Ελληνικού στρατού.  Η καημένη η Εύα… Δεν της άξιζε τέτοιο τέλος.

Όταν συνήλθα από τα τραύματα μου, πήγα στο μπαρ του Μικέ. Σαν να μη πέρασε μια μέρα. Μονάχα που οι θαμώνες μου επιφύλαξαν υποδοχή ήρωα. Χεσμένη την είχαν την Εύα. Μια μπεκροκανάτα λιγότερη. Κάθισα στο μπαρ και παράγγειλα ένα ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα.

Γιώργος Μικάλεφ

 

*Παραμύθια ενός βιβλίου που κάποια στιγμή θα γραφτεί.

all rights reserved και τέτοια

img782

Σάουντρακ:

Στου Μικέ το Μπαρ

Σπίτι σου, σπίτι μου ή και κάπου αλλού

Το ουίσκι δεν με πιάνει

Παραδώσου λοιπόν

Ασφαλώς και δεν πρέπει

Το κορίτσι του μπαρ

Η Δαιμονική Μόρα: Μια Διαφορετική Εμπειρία

*και στο κολοράδιο

Η Μόρα είναι μια μοχθηρή μορφή μιας ηλικιωμένης γυναίκας που εμφανίζεται συνήθως κατά τη διάρκεια του ύπνου σαν όνειρο και σπέρνει τον τρόμο. Με τη δαιμονική αυτή μορφή συνδέουν συνήθως το φαινόμενο της υπνικής παράλυσης καθώς οι μαρτυρίες των εμπειριών αυτών είναι πάρα πολλές. Ο άνθρωπος ξυπνάει (ή νομίζει πως έχει ξυπνήσει), ανοίγει τα μάτια του αλλά δεν μπορεί να κουνήσει ούτε το δάχτυλο του ή να βγάλει άχνα. Αυτό συνοδεύεται τις περισσότερες φορές με κάποια σκιά που θαρρείς και σε πλακώνει ή ακόμα και με κάποιο δαιμονικό, σκιερό πρόσωπο ή χεσιματική φωνή που θέλει να σου ρουφήξει την ψυχή. Η εμπειρία είναι σίγουρα μυστηριακή και αρκετά επώδυνη. Κάποιοι προσεύχονται για να φύγει και πιστεύουν πως έτσι τα καταφέρνουν… αλλά οι επιστήμονες έχουν πάντα την εξήγηση. Η Μόρα οφείλεται σε μια ανώμαλη μετάβαση από τον ύπνο στον ξύπνιο και τέτοια.

Η δική μου εμπειρία με την Μόρα ήταν αρκετά διαφορετική. Τη νύχτα που με επισκέφθηκε η έρπουσα σκιά, βρισκόμουν στις αγκαλιές του Μορφέα, βλέποντας ένα άκρως ερωτικό όνειρο, από αυτά που δεν θες να ξυπνήσεις ποτέ και τα θυμάσαι για καιρό. Τρία κορίτσια λέει, προσπαθούσαν να με πνίξουν με τα τεράστια στήθια τους, την ώρα που κάποια μου τον έπαιρνε στο στόμα με ταλέντο πιστοποιημένο, iso 10.000 και βάλε. Η στύση μου ήταν απερίγραπτη και εκεί που κόντευα να τελειώσω μες το στόμα της άγνωστης πεοθηλάστριας, ο ήχος του κινητού μου τηλεφώνου με ξύπνησε ξενερώνοντας με άγρια.

Ανοίγω τα μάτια μου, μα οι κοπέλες με τα τεράστια στήθια ήταν ακόμα μπροστά μου!! Έκανα να αρπάξω ένα στήθος αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ξαφνικά άρχισαν να εξαφανίζονται σιγά σιγά μέχρι που χάθηκαν εντελώς και ένα κρύο αεράκι έκανε το κορμί μου να ανατριχιάσει. Πάει το όνειρο. Μα… η πίπα συνεχιζόταν χωρίς διάλειμμα και είχε γίνει ακόμα πιο ζουμερή. Έφερα το βλέμμα προς τα κάτω και πάγωσα. Μια σκιώδης ηλικιωμένη γυναίκα, θαρρείς και ήταν διακοσίων χρονών μου έπαιρνε το καλλίτερο τσιμπούκι ever. Ανατρίχιασα ακόμα περισσότερο αλλά η καύλα δεν περιγραφόταν με λέξεις. Ένιωσα και ένα βάρος στο στήθος, μα τίποτα δεν με ένοιαζε. Ήθελα να φωνάξω από ηδονή αλλά δεν μου έβγαινε μιλιά. Σπατουλάριζε την ψωλή μου με τη δαιμονική της μακρουλή γλώσσα, καθώς μου χάιδευε στοργικά τα παπάρια. Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως όταν χαθεί, πάρει τον πούτσο μου μαζί της στον άλλο κόσμο… αλλά δεν με ένοιαζε. Ας έχυνα τώρα και ας ήταν και η τελευταία μου φορά.

mora

Η γλώσσα της είχε πάρει φωτιά. Με κοιτούσε με τα άψυχα μάτια της και την κοιτούσα και εγώ. Ένιωσα αγάπη, έρωτα, καύλα να ξεχειλίζει το κορμί μου και έχυσα σαν να είχα να χύσω χρόνια. Το σπέρμα εκτοξευόταν σε μεγάλες ποσότητες, λες και άδειαζε η ψυχή μου! Διαπερνούσε τη σκιά με υπερβολική ταχύτητα, για να προσγειωθεί στα σεντόνια και στο πάτωμα, ενώ εκείνη συνέχισε να μου τον γλείφει για ένα λεπτό ακόμα. Μπόρεσα να μιλήσω… «Σ’ αγαπώ» της είπα. Ένα δάκρυ τότε κύλησε στο σκιερό της μάγουλο και προσγειώθηκε στο σεντόνι μου. Η σκιά άρχισε να εξαφανίζεται και χάθηκε.

Μπόρεσα να κουνηθώ. Σηκώθηκα λιγάκι και έβαλα τα κλάματα. Τι τσιμπούκι ήταν αυτό…! Με στοιχειώνει μέχρι σήμερα, επισκιάζοντας όλες τις ερωτικές σχέσεις που είχα. Μόρα γύρνα ξανά.

Γιώργος Σάπιος

 

Η Συνωμοσία Των Αντικοινωνικών Κατσαπλιάδων Της Φωτιάς… Ξαναχτυπά!!!

Αστυνομικό Δελτίο*

20180919_153915

Νεκρός και άσχημα μακελεμένος, βρέθηκε πασίγνωστος δημοσιογράφος τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης, στην Παλλήνη. Το σώμα του είχε κακοποιηθεί βάναυσα. Οι δράστες αντικατέστησαν τον πρωκτό, με το στόμα του θύματος ενώ ήταν ακόμα ζωντανός!!! Το αποτέλεσμα ξετρέλανε μικρούς και μεγάλους!!! Οι άνθρωποι του πνεύματος στο τουίτερ, έδωσαν ρεσιτάλ ξεκαρδίσματος. Το τελειωτικό χτύπημα στην μνήμη του άτυχου δημοσιογράφου, ήταν η κυνική και άκρως απέριττη ανάληψη ευθύνης από τους μακελάρηδες,  η οποία έφτασε σε χαρτί τουαλέτας στα γραφεία της εφημερίδας Το Κολόχαρτον:

 

Σκοτώνουμε και μύγες
Μας ζάλισαν τ’ αρχίδια




Συνωμοσία Των Αντικοινωνικών Κατσαπλιάδων Της Φωτιάς


Οι συγγενείς του θύματος βρίσκονται μπροστά σε ένα μεγάλο, επίπονο δίλημμα. Αν θα κηδεύσουν τον άνθρωπο τους με πρωκτό αντί στόματος ή αν θα πρέπει να τον υποβάλουν πρώτα σε πολύωρη πλαστική επέμβαση αποκατάστασης, με την παρουσία ειδικών πρωκτολόγων από το εξωτερικό. Κουράγιο στους ανθρώπους και ζωή σε μας!

 

*απόσπασμα μυθιστορήματος το οποίο δεν έχει γραφτεί ακόμα. Ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις… εντελώς τυχαία.

Γιώργος Μικάλεφ