Ο γιδογάμης και οι ζωντανοί νεκροί – Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη #06

Οι σειρήνες ούρλιαζαν σαν τρελές. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν σειρήνες στο νησί. Κατηφορίσαμε προσεχτικά τα βράχια και βρεθήκαμε στην παραλία. Τα σάπια πλάσματα άρχισαν να ακούγονται ξωπίσω μας. Δίχως κουβέντα μπήκαμε μέσα στο νερό και κολυμπήσαμε προς τα βαθιά. Οι νεκροζώντανοι άρχισαν να γκρεμίζονται ένας-ένας από τα βράχια πάνω στα βότσαλα της παραλίας. Τα κόκκαλα τους έσπαγαν, μα αυτό δεν τους εμπόδιζε να σηκωθούν ξανά και να συρθούν προς το μέρος μας. Στο νερό ευτυχώς σταματούσαν. Έδειχναν να το φοβούνται.

“Ζόμπι! Ξεκάθαρα ζόμπι!” είπε η Ερασμία και έγνεψα καταφατικά. Είχαμε δει αρκετές ταινίες τρόμου στη ζωή μας για να αναρωτιόμαστε. “Τι διάολο συμβαίνει σε τούτη τη χώρα; Δεν μας έφταναν οι πανδημίες, οι κρίσεις και όλες οι μαλακίες της ανθρωπότητας, τώρα θα έχουμε και την αποκάλυψη των ζόμπι. Ας κολυμπήσουμε μέχρι την επόμενη παραλία που είναι οργανωμένη. Μπορεί εκεί να βρούμε βοήθεια ή έστω ένα γαμημένο μέσο για να πάμε με ασφάλεια στο σπίτι.” Κολυμπάγαμε χαλαρά για να μην εξαντληθούμε. Βγάλαμε τα ρούχα γιατί μας δυσκόλευαν. Κρατήσαμε τα βρεγμένα κινητά μας μέσα στα μαγιό και τα κλειδιά του σπιτιού τα πέρασα δαχτυλίδι στον παράμεσο με τον κρίκο του μπρελόκ.

Οι σειρήνες σίγησαν επιτέλους. Μας είχαν γαμήσει τ’ αυτιά τόση ώρα. Ακούγαμε κακό χαμό από μακριά, πυροβολισμούς, οχήματα, ουρλιαχτά. Ξάφνου ένα τζιπάκι ξέφυγε από το δρόμο και βούτηξε στη θάλασσα καμιά εικοσαριά μέτρα μπροστά μας. Το είδαμε να πετιέται ανάμεσα στα πεύκα με τρία πλάσματα γαντζωμένα πάνω του. Δεν είχε βουλιάξει ακόμα και ο οδηγός ούρλιαζε στα Αγγλικά για βοήθεια. Είχε και μια γυναίκα δίπλα του. Κίνησα κατά ‘κεί. “ΠΟΥ ΠΑΣ;;;” μου φώναξε η Ερασμία πίσω μου. “Να βοηθήσω! Δεν ξέρω πως… αλλά αν αυτοί οι δύο ήμασταν εμείς;;” “Θα ήμασταν νεκροί…” Το ένα πλάσμα ξέσκιζε το λαιμό του οδηγού με τα δόντια του. Πίδακας το αίμα! Το άλλο είχε χώσει το σάπιο χέρι του μέσα στο στόμα της γυναίκας και το είχε βγάλει απ’ το λαιμό της. Μου ήρθε να κάνω εμετό και έκανα. Η Ερασμία με τράβηξε από το χέρι. “Μη κοιτάς άλλο. Κολύμπα. Μην κοιτάς.” Το τζιπάκι βούλιαζε και τα πλάσματα όρμισαν στην παραλία. Σε μισό λεπτό οι επιβάτες του τζιπ αναδύθηκαν με σπασμούς στην επιφάνια και βγήκαν προς τα έξω. Είχαν γίνει… ζόμπι. Ακριβώς όπως στις ταινίες! Τώρα στεκόμασταν και κοιτάγαμε με το στόμα ανοιχτό. Τίποτα δεν μας φαινόταν περίεργο πια.

Ένα πυροσβεστικό φάνηκε στο δρόμο. Δύο πυροσβέστες κατέβηκαν και όρμισαν στα πλάσματα κρατώντας τσεκούρια. Εκείνα μόλις τους είδαν επιτέθηκαν και αυτά. Το πρώτο έφαγε μια τσεκουριά στο στήθος και ξαπλώθηκε κάτω. Ο άλλος πυροσβέστης βγήκε μπροστά και κράδαινε το τσεκούρι του στα ζόμπι, την ώρα που ο σύντροφος του προσπαθούσε να ξεσφηνώσει το δικό του από το σάπιο θώρακα. Κοντοστάθηκαν για μια στιγμή τα άλλα τέσσερα και ούρλιαξαν στους πυροσβέστες. Το τσεκούρι ξεκόλλησε τελικά μαζί με κομμάτια σάρκας και σπασμένα πλευρά… μα τότε ο σάπιος καριόλης που ήταν ξάπλα, πετάχτηκε και δάγκωσε το πόδι του επίδοξου φονιά του. Ούρλιαξε και του κατέβασε το τσεκούρι στο κεφάλι κομματιάζοντας το. Όρμισαν τότε και τα άλλα τέσσερα. Η μάχη χάθηκε γρήγορα…

Φτάσαμε στην επόμενη παραλία. Η αμμουδιά ήταν ποτισμένη στο αίμα και γεμάτη από σάπιους. Κάποιοι το σκάγανε εκείνη την ώρα με μια μηχανοκίνητη βάρκα. Τους φωνάξαμε για βοήθεια μα δεν γύρισαν καν να μας κοιτάξουν οι γαμημένοι. Αυτό το νησί ήταν πάντα γεμάτο κωλάνθρωπους. Αμόρφωτα ζώα. Στο διάολο να πάνε! Κολυμπήσαμε μέχρι τα θαλάσσια ποδήλατα. Δεν υπήρχε κάτι καλύτερο. Ανεβήκαμε σε ένα κίτρινο που διέθετε και τσουλήθρα και κάναμε γρήγορα πετάλι προς τα μέσα. Θα μας μάζευε το λιμενικό υποθέσαμε.

Αρχίδια. Δεν φάνηκε κανείς μέχρι το λιμάνι. Ακουγόταν μόνο πυροβολισμοί και ουρλιαχτά. Μέχρι το απόγευμα ήμασταν στη θάλασσα. Δεν ακουγόταν πια ούτε αυτοκίνητα, ούτε μηχανάκια, τίποτα. Είχαμε σταμπάρει ένα αμάξι με ανοιχτή την πόρτα. Ένα κόκκινο λάντα που ο οδηγός του είχε φαγωθεί σχεδόν ολόκληρος. Σχέδιο δεν υπήρχε. Μόλις ήταν καθαρό το πεδίο, θα βγαίναμε προς τα έξω ελπίζοντας πως τα κλειδιά θα ήταν ακόμα πάνω, θα το παίρναμε και θα πηγαίναμε σπίτι. Ο γάτος μου… Ο γάτος μου ήταν έξω. Ανησύχησα για αυτόν τον μαύρο. Ήλπιζα αυτά τα τέρατα να τρώγανε μόνο ανθρώπους.

Το πεδίο καθαρό. Βγήκαμε λοιπόν και τρέξαμε στο λάντα. Ο οδηγός του, ένας μπάρμπας, μη αναγνωρίσιμος πια, βρισκόταν στο δρόμο φαγωμένος άσχημα αλλά κουνιόταν ακόμα το γυμνό από κρέας σαγόνι του. Μπήκαμε στο αμάξι. “Θα οδηγήσω εγώ” είπε η Ερασμία και δεν έφερα αντίρρηση. Στη διαδρομή, μόνο σάπιοι. Παντού σάπιοι. Υποθέσαμε πως οι ζωντανοί θα είχαν οχυρωθεί στα σπίτια ή όπου διάολο μπορούσαν. Φτάσαμε. Έξω από το σπίτι βρισκόταν τρεις απ’ αυτούς στο δρόμο. “ΚΡΑΤΗΣΟΥ!” είπε η Ερασμία, γκάζωσε και έπεσε πάνω τους κομματιάζοντας τους. Τρέξαμε προς το σπίτι. Η καγκελόπορτα ήταν κλειστή ευτυχώς. Άνοιξα και μπήκαμε στην αυλή. Ο Μαύρος μας περίμενε νιαουρίζοντας σα να μας βρίζει. “ΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΓΡΗΓΟΡΑ!” είπα και έτρεξα να βρω πως διάολο θα ασφάλιζα την είσοδο της αυλής. Είχα στο αποθηκάκι του κήπου σύρμα. Τύλιξα χωρίς τσιγγουνιές την καγκελόπορτα με τα υπόλοιπα κάγκελά μέχρι που τέλειωσε το σύρμα. Το έστριψα καλά και έτρεξα προς τα μέσα. Κλείδωσα διπλά και έβαλα το σύρτη. Η Ερασμία είχε κλείσει όλα τα πατζούρια. Σκοτάδια. Δεν είχαμε ρεύμα. Άναψα ένα κερί και πέσαμε στο πάτωμα μουσκεμένοι από τον ιδρώτα, φορώντας μόνο τα μαγιό μας. Κοιταχτήκαμε. Ήταν τόσο όμορφη και τόσο ταλαιπωρημένη. Μας είχε κάψει για τα καλά ο ήλιος. Της χάιδεψα το πρόσωπο και μετά της έπιασα το χέρι. Μου το έσφιξε. Το μόνο που ήθελα σήμερα, ήταν να έριχνα κανέναν πούτσο ακόμα στην Ερασμία μέσα στη θάλασσα, να αράζαμε και μετά να την πήγαινα να τρώγαμε στο ταβερνάκι. Αντ΄ αυτού… γαμήθηκε το σύμπαν.

Σηκώθηκα γιατί ο γάτος μου πεινούσε και διαμαρτυρόταν έντονα. “Τι δουλειά έκανε η γυναίκα σου είπαμε;” Δεν απάντησα. Πήγα και έψαξα στο πατάρι να βρω μια κούτα με πράγματα της δουλειάς της. Τα είχα μαζέψει όλα σε μια χαρτόκουτα. Είχα ξεχάσει να τη δώσω στον μαλάκα που είχε έρθει από το εργαστήριο μετά το θάνατο της. Μου είχαν ζητήσει τα πάντα και πολύ επιτακτικά θυμάμαι. Έβαλα την κούτα πάνω στο τραπέζι και αρχίσαμε να ψάχνουμε για κάτι που να μας έλυνε τις απορίες. Βαρετά νομικά έγγραφα, φάκελοι με το σήμα της ομπρέλας πάνω, εξετάσεις, έρευνες για τον καρκίνο και αρρώστιες με περίεργα ονόματα και έγγραφα για έρευνες και πειράματα… σε νεκρούς ανθρώπους.

Αναρωτηθήκαμε πως διάολο τους δόθηκε άδεια για κάτι τέτοιο από τον Δήμο. Και αφού έκλεισε, το κτίριο φυλασσόταν κανονικά και οι σειρήνες… οι σειρήνες που ήχησαν αμέσως μετά το ατύχημα. Κάπως συνδεόταν όλα αυτά. Όλα αυτά τα ήξεραν οι αρχές του νησιού και όχι μόνο τα έκρυβαν, αλλά είχαν πάρει και μέτρα προστασίας. Ήξεραν τι διάολο θα γινόταν αν ξέφευγαν αυτά τα πλάσματα. Ήξεραν! Θα τους τα είχαν σκάσει χοντρά. Αυτή η εταιρία με την ομπρέλα -ή ό,τι διάολο ήταν- τα είχε βρει με τις αρχές του νησιού μια χαρά!

Στον τελευταίο φάκελο ανακαλύψαμε πως δεν ήταν τα λεφτά αλλά κάτι άλλο. Κρατούσαν τον δήμαρχο απ’ τα αρχίδια. Τον εκβίαζαν με κάτι φοβερό. Είχα ακούσει τα κουτσομπολιά αλλά νόμιζα πως ήταν όλα παπαριές. Λέγανε πως ο δήμαρχος γαμούσε αμνοερίφια. Τον λέγανε γιδογάμη, κτηνοβάτη και τέτοια πίσω από την πλάτη του. Αλλά δεν υπήρχαν αποδείξεις μέχρι… που τον πιάσανε στα πράσα. Ο φάκελος περιείχε φωτογραφίες με τον δήμαρχο του νησιού να γαμάει μια γίδα. Ήταν πολλές φωτογραφίες. Είχε ξεκωλιάσει το δύστυχο ζώο και στην τελευταία φωτογραφία, τελείωνε μέσα στο στόμα της γίδας, κρατώντας τη σφιχτά απ’ τα κέρατα. Ήταν η σειρά της Ερασμίας να ξεράσει.

Ένα τέτοιο σκάνδαλο θα μπορούσε να ρίξει ακόμα και την κυβέρνηση. Ο δήμαρχος υπήρξε βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος για αρκετά χρόνια και στα γεράματα του είχαν δώσει ένα δήμο για να παίζει. “Τώρα θα κρύβεται σε κάποιο υπόγειο καταφύγιο και θα γαμάει τη γίδα του ήσυχος και ωραίος!” είπε η Ερασμία και γελάσαμε. “Και τώρα τι κάνουμε; Πεινάω.” είπε. “Έχω κάτι κονσέρβες φλόκο-καλαμάρι στο ντουλάπι.” “Άλλοι αδειάζουν τα φλόκια τους στις γίδες και άλλοι στα καλαμάρια! Χαχαχα!!” “Ο καθένας με τα γούστα του…”

Συνεχίζεται…

Υάκινθος Ζαβολαίμης

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.