Ο καιρός κυλούσε ήρεμα και σάπια μετά την αποκάλυψη των ζωντανών νεκρών. Δεν είχαμε εντοπίσει σημάδια ζωής στη γειτονιά και δεν είχαμε ιδέα τι γινόταν παραέξω ή στον υπόλοιπο κόσμο. Κανένας νεκροζώντανος δεν είχε πηδήξει πάνω από τα κάγκελα της αυλής και αυτό ήταν καλό. Παρ’ όλα αυτά είχαμε οχυρώσει τη βεράντα με κοτετσόσυρμα για να μπορούμε να αράζουμε ήσυχοι έξω. Ρεύμα δεν υπήρχε. Έχει και τα θετικά του το τέλος του κόσμου. Δεν έχεις να πληρώνεις λογαριασμούς. Ευτυχώς, νερό είχαμε άφθονο και πόσιμο απ’ το πηγάδι αλλά έπρεπε να το σηκώνουμε χειροκίνητα με μια αυτοσχέδια τροχαλία της κακιάς ώρας. Όσο για εφόδια… είχαμε ρημάξει το μικρό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς.
Η πρώτη μας έξοδος ήταν θεαματική. Φόρεσε η Ερασμία το κράνος της μηχανής μου που στο κεφάλι της φαινόταν τεράστιο και εγώ φόρεσα μάσκα θαλάσσης. Από πάνω έβαλα ένα δερμάτινο μπουφάν που με έκανε να ιδρώνω μέχρι αηδίας. Στο σπίτι είχα αρκετές χαρτόκουτες από συσκευασίες που τις κράταγα για προσάναμμα. Φτιάξαμε λοιπόν κάτι σαν πανοπλία για την Ερασμία με χαρτόνι και κολλητική ταινία. Γαμηθήκαμε στα γέλια όταν τα φόρεσε όλα αυτά αλλά ήταν προστατευμένη και στον κορμό και στα άκρα. Τύλιξα και εγώ στα πόδια χαρτόνια με ταινία. Για «όπλα» διαθέταμε μια πιρούνα με γερό ξύλινο στειλιάρι και ένα παλιό τσεκούρι. Ήμασταν πραγματικά σκέτο τσίρκο. Σαν καρναβάλι με τις πιο ηλίθιες, αυτοσχέδιες στολές.
Ήταν νωρίς το πρωί και έξω φαινόταν καθαρό το τοπίο. Αποφασίσαμε να μην πάρουμε το αμάξι με το οποίο είχαμε έρθει για να μην τραβήξουμε την προσοχή τους με το θόρυβο της μηχανής. Δυο λεπτά με τα πόδια ήταν ούτως ή άλλως. Πηδήξαμε τα κάγκελα και τρέξαμε μέχρι τη γωνία. Ένας νεκροζώντανος μπάρμπας καθόταν στο καφενείο και απλά μας κοιτούσε με το βλέμμα καρφωμένο. Κάποιες συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Μπροστά μας, στα δέκα μέτρα βρισκόταν ένας σάπιος, καραφλός τουρίστας, λιγάκι μεγαλόσωμος. Αποφασισμένος εγώ, κρατάω σφιχτά το τσεκούρι στο δεξί μου χέρι, κάνω δυο-τρία βήματα και εκτοξεύω με όλη μου τη δύναμη το τσεκούρι κατά πάνω του! Αρχίδια. Δεν τον πέτυχα και η εξαδέλφη γαμήθηκε στα γέλια. Σηκώθηκε και ο μπάρμπας από το καφενείο τώρα και άρχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος μας. “Δώσε μου την πιρούνα!” της είπα. “Για να την εκτοξεύσεις και αυτή;” είπε γελώντας και μου την έδωσε. Αυτή τη φορά πήρα φόρα κρατώντας την πιρούνα μπροστά, όρμισα στον τουρίστα καρφώνοντας τον στην κοιλιά και τον σώριασα κάτω. Έπειτα πήρα το τσεκούρι από την άσφαλτο, το σήκωσα ψηλά και του το κατέβασα στο κεφάλι κομματιάζοντας το. Όλο αυτό το αίμα μου έφερε αναγούλα. Ξέρασα. Η Ερασμία έτρεξε κοντά μου. “Ήρωα μου!” είπε γελώντας, τράβηξε την πιρούνα από τα σωθικά του τουρίστα, πλησίασε τον μπάρμπα στα δύο μέτρα και εκεί που ετοιμάστηκε να τον καρφώσει, ο μπάρμπας παραπάτησε και σωριάστηκε πίσω ανάσκελα. Πριν προλάβει να σηκωθεί του έχωσε αργά την πιρούνα στο κεφάλι τρυπώντας του τα μάτια.
Φτάσαμε χωρίς άλλες συναντήσεις. Η τζαμαρία ήταν πλέον θρύψαλα και μπήκαμε μέσα όπου επικρατούσε ησυχία. Τα ψηλά παραθυράκια στους τοίχους φώτιζαν επαρκώς το εσωτερικό. Εξετάσαμε τους διαδρόμους και φαινόταν καθαροί. Πήραμε δυο καρότσια και αρχίσαμε να τα γεμίζουμε. Μπαταρίες, σερβιέτες, κωλόχαρτα, γκοφρέτες, σκολάτες, μπάρες δημητριακών, πατατάκια, σκατάκια, κονσέρβες κάθε λογής, γατοτροφές, μακαρόνια, ρύζια, εντομοκτόνα, φιδάκια για τα κουνούπια…. Φτάσαμε στην κάβα και πήραμε τα ακριβότερα κρασιά. Είχαμε γεμίσει και τα δύο καρότσια με είδη πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης ανάγκης. Τα δέσαμε με σπάγκο το ένα δίπλα στο άλλο γιατί έπρεπε να κουβαλήσουμε και τρίτο καρότσι. Ψωνίσαμε δυο μάτια κουζίνας για υγραέριο, καθώς και δυο μεγάλες μπουκάλες και αρκετά γκαζάκια.
Στην επιστροφή ανέλαβα να σέρνω το διπλό καρότσι και η Ερασμία το μονό. Ο θόρυβος ήταν πολύς με αποτέλεσμα να μαζέψουμε από πίσω μας καμιά δεκαριά σάπιους. Η είσοδος της αυλής ήταν κλεισμένη με το σύρμα και δεν θα είχαμε αρκετό χρόνο για να μπούμε με ασφάλεια πριν μας φτάσουν. Έπρεπε να τους αντιμετωπίσουμε με κάποιο τρόπο. Η Ερασμία τότε ξετρύπωσε απ’ το καρότσι ένα εντομοκτόνο και ένα πακέτο αναπτήρες. “Θα τους κάνουμε φλαμπέ” είπε ανοίγοντας τη συσκευασία. “Είσαι σίγουρη; Και αν γίνει καμιά μαλακία;” “Μην είσαι χέστης!” είπε και πλησίασε τον πρώτο. Στο αριστερό κρατούσε το Τέζα και πιο μπροστά με το δεξί τον αναπτήρα. Τον άναψε και άρχισε να ψεκάζει. Μια γαλαζωπή φωτιά άρχισε να πετάγεται που έφτανε το μισό μέτρο. Το ζόμπι έδειξε τρομοκρατημένο μπροστά στη φωτιά και ακόμα περισσότερο όταν άρπαξε φωτιά. Πήρα την πιρούνα και το κάρφωσα στην κοιλιά. Σπαρταρούσε στην άσφαλτο τυλιγμένο στις φλόγες. Τα άλλα φοβήθηκαν και άρχισαν να απομακρύνονται. Η Ερασμία τα πήρε από πίσω και έβαλε φωτιά σε δύο ακόμα. Έδειχνε να το απολαμβάνει.
Φτάσαμε σπίτι, βάλαμε μέσα τα καρότσια και ασφαλίσαμε την είσοδο. “Καλά τα καταφέραμε!” είπαμε και αγκαλιαστήκαμε. Τα νιαουριτά του γάτου μας διέκοψαν. Λες και ήξερε ο Μαύρος πως του πήραμε ένα σκασμό λαχταριστές τροφές. Η ζωή έμοιαζε υπέροχη! Ψωνίσαμε ένα σκασμό πράγματα, είχαμε ο ένας τον άλλο και έναν υπέροχο γάτο. Του βάλαμε να φάει και πριν τακτοποιήσουμε τα πράγματα, βάλαμε μπαταρίες σε ένα παλιό ραδιοφωνάκι που είχα. Δεν πιάσαμε κανένα σταθμό. Δεν ήταν καλό αυτό αλλά δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή. Στο διάολο ο πολιτισμός λοιπόν. Μπροστά στο άγχος της επιβίωσης, στον τρόμο που νιώθαμε κάθε φορά που ανοίγαμε λογαριασμό ή μέναμε χωρίς δουλειά και τέλειωναν τα λεφτά στα μέσα του μήνα… τούτη η σαπίλα έμοιαζε με παράδεισο.
Το απόγευμα αράξαμε στη βεράντα, φάγαμε μακαρόνια με τόνο και ελιές και ήπιαμε απ’ το καλό το κρασί. Ο γάτος γουργούριζε στα πόδια μας και εμείς κάναμε σχέδια για καινούρια έπιπλα κήπου.
Συνεχίζεται…