Οι καμπάνες… Οι γαμημένες οι καμπάνες… Είναι εφτά παρά πέντε το πρωί. Εφτά παρά πέντε το πρωί, γαμώ την Παναγία, το Χριστό και τους Άγιους Ανάργυρους! Εφτά παρά πέντε και ο τράγος ψωλοβροντάει! Σου λέει… να ξυπνήσουνε, να πιούνε καφέ, να χέσουνε και να ‘ρθούνε στο ιερό μου κατάστημα. Και δεν φτάνει αυτό. Τα μεγάφωνο μετά στο τέρμα να ακούνε και οι άπιστοι της γειτονιάς. Γαμημένοι χριστιανοταλιμπάν. Και είχε μέρες να βαρέσει τις καμπάνες ο γαμημένος κωλόγερος και χάρηκα. Νόμιζα πως είχε ψοφήσει.
Έφτιαξα έναν φραπέ και άνοιξα το ραδιόφωνο. Δεύτερο πρόγραμμα και ο μαλάκας να τραγουδάει πως θέλει να βρεθούμε σε μαγικά νησιά… Από την άλλη στενοχωριόμουν στη σκέψη πως κανείς δεν θα ήθελε να βρεθεί μαζί του σε μαγικά νησιά. Το επόμενο ήταν ένα κλαψομούνικο έντεχνο που δεν θυμάμαι καν τι διάολο έλεγε και το τελευταίο που άκουσα πριν το κλείσω για να πάω τουαλέτα, επαναλάμβανε συνεχώς “νερό στη βάρκα, νερό στη βάρκα, νερό στη βάρκα…” Χίλιες φορές να ακούω σε επανάληψη το Καλοκαιρινό της Μόνικα.
Έστειλα στο viber καλημέρα στην Ερασμία και εκείνη μου έκανε βίντεο-κλήση. Ήμουν σαν κώλος. Εκείνη σκέτη καύλα. Θα πήγαινε στην κουμπάρα της στο Βόλο και θα ερχόταν μετά να περάσει τον Αύγουστο μαζί μου. “Αν με θες φυσικά…” είπε και σήκωσε λίγο το μπλουζάκι που φορούσε γελώντας. Χάζεψα τα βυζάκια της και μετά από λίγο κλείσαμε. Τράβηξα μια πρωινή και ντύθηκα να πάω μέχρι το καφενείο του φίλου μου του Λάμπη κάτω στο λιμάνι. Όταν με έπιαναν οι κοινωνικότητες μου, πήγαινα εκεί με τους μπαρμπάδες που ψάχνανε διαθέσιμα αφτιά για τις ιστορίες τους. Την ώρα που έβαλα μπρος τη μηχανή, ένα γατί, χοντρό και μαύρο με πλησίασε νιαουρίζοντας άγρια λες και με έβριζε. “Τι θέλεις ρε μαλάκα;” του είπα και εκείνο μου απάντησε στη γλώσσα του κάτι ακατάληπτες βρισιές και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου. “Θα σου φέρω κονσέρβα μαύρε, αρκεί να μη μου φέρεις και τους φίλους σου μαζί γιατί δεν βγαίνω.” Μου έγνεψε καταφατικά λες και καταλάβαινε τι διάολο του έλεγα, πέρασε ανάμεσα στα κάγκελα και μπήκε στην αυλή. Ήταν σαν ένας χοντρός πάνθηρας σε μικρογραφία. Πάνθηρας… Μου ήρθαν τότε στο μυαλό οι ιστορίες που μας λέγανε όταν ήμασταν μικρά για τον θρυλικό Τζίμη τον Πάνθηρα…
Λίγο παρακάτω, την ώρα που οδηγούσα και σκεφτόμουνα Αυγουστιάτικα γαμήσια, πετάγεται από ένα δρομάκι κατηφορικό κάθετα στο δρόμο μου μια γαμημένη, μικρή μπουλντόζα δίχως οδηγό και σκάει πάνω στην μάντρα στα δεξιά του δρόμου, γκρεμίζοντας τη. Για λίγα μέτρα θα με είχε κάνει κομμάτια. Σταμάτησα μπροστά στο σύννεφο σκόνης να δω τη ζημιά. Ένας νεαρός έφτασε ξέπνοος. “Αφού δεν θρηνήσαμε θύματα, όλα καλά” του είπα μα δεν έλαβα απάντηση. Τραβούσε τα κατσαρά μαλλιά του και άρχισε να βλαστημάει Θεούς και Δαίμονες. “Καλά ξεμπερδέματα.” Έβαλα μπρος και συνέχισα το δρόμο μου. Θα με είχε σκοτώσει ο μαλάκας. Θα μπορούσα να του κάνω μήνυση για την παραλίγο δολοφονία μου ή έστω για ψυχική οδύνη. Αν δεν με είχε καθυστερήσει ο γάτος… ποιος ξέρεις αν θα ζούσα τώρα. Αυτός ο γάτος μου έσωσε τη ζωή.
Άφησα το μηχανάκι σε έναν ίσκιο και σε μισό λεπτό έφτασα στο καφενείο. Χαιρέτησα την ομήγυρη και τον Λάμπη που εκείνη την ώρα κοιτούσε σε ένα ξεχαρβαλωμένο λάπτοπ τα νούμερα στο κίνο. Μέγας παίχτης… Παράγγειλα φραπέ και μου τον έφτιαξε χωρίς να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την οθόνη. Ταυτόχρονα λέγαμε τα νέα μας. Αν έβγαζε το κεφάλι του και το τοποθετούσε μπροστά στην οθόνη για να πάει το υπόλοιπο σώμα να κατουρήσει, δεν θα μου φαινόταν παράλογο.
Έκατσα σε ένα τραπεζάκι έξω και χάζευα τη θάλασσα, έναν παππού που έπαιζε τάβλι με το εγγόνι του, το τροφαντό κωλαράκι μιας κοπέλας που κατέβαινε προς το λιμάνι. Ένας μπάρμπας παραμυθάς, στο διπλανό τραπέζι με καλημέρισε και αφού τον καλημέρισα και εγώ, τον ρώτησα για τον Τζίμη τον Πάνθηρα. “Εγώ θα σου πω…” απάντησε με χαμόγελο, τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ το φλιτζάνι του καφέ του και ξεκίνησε.
…
Όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του τον Τζίμη τον πάνθηρα. Οι ιστορίες του έγιναν παραμύθια για να κοιμίζουν τα μικράκια του χωριού του, τότε που η τηλεόραση βρισκόταν μοναχά στο καφενείο του Γιώργη. Οι λωλοί και αρκετοί από τους γηραιότερους του χωριού, συνομιλούσαν με τους παρουσιαστές των ειδήσεων και τους σταρ των ταινιών. Πολλές φορές αν η κουβέντα με την τηλεόραση ερχότανε στα πολιτικά, ξέσπαγε καβγάς και έμπαινε στη μέση ο Γιώργης για να μην την τσακίσουν. Τα παιδάκια τότε, θεωρούσαν τον Τζίμη τον Πάνθηρα ίδιο με τους μεγάλους ασπρόμαυρους σταρ των ταινιών. Βέβαια το συγχωριανό τους τον έβαζαν πιο ψηλά.
Στον πόλεμο λένε, ο Τζίμης έτρεφε ολόκληρο το χωριό του. Πιτσιρίκι, με ένα κοντό τριμμένο παντελόνι που ξεκούμπωνε από πίσω για να χέζει, τιράντες και ένα ξεσκισμένο πουλόβερ… Τρύπωνε στις αποθήκες του οχτρού και φορτωνόταν σα μουλάρι, να ‘χουν να φάνε τα ορφανά, να ‘χουν να φάνε κι οι γέροι. Κάποτε λένε πριν προλάβει να το σκάσει από την αποθήκη, πλακώνουν οι ναζί και τον πετυχαίνουν στο σπασμένο το παράθυρο να βγαίνει… τρία φορτηγά γεμάτα και ένα άρμα μάχης. Ο Τζιμάκος χώθηκε πίσω στην αποθήκη ανάμεσα στις μπύρες και τα αλλαντικά. Έμπαιναν δέκα-δέκα στην αποθήκη και ο πιτσιρικάς τους ξεπάστρευε σαν πάνθηρας… ορμούσε και τους ξέσκιζε τα Γερμανικά λαρύγγια τους με ένα κονσερβοκούτι. Έμεινε στο τέλος ο διοικητής μέσα στο τανκ του και αποφάσισε να ισοπεδώσει την αποθήκη με δέκα βλήματα, φοβούμενος πως εκεί μέσα βρισκόταν μιλιούνια ανταρτών. Υπάρχει και βιβλίο που έγραψε ο κωλογερμαναράς μετά τον πόλεμο και τα γράφει αυτά λέξη προς λέξη.
Άλλοι λένε πως ο Τζίμης, νεαρός ακόμα, εποχές που τα άλλα παιδιά λιαζότανε στο ποτάμι, εκείνος δούλευε σκληρά στα χωράφια. Το σώμα του θύμιζε αθλητή της πάλης. Τα κορίτσια του χωριού τον χάζευαν κρυμμένες, να κατεβάζει το τσαπί με το ρωμαλέο κορμί του να γυαλίζει λουσμένο στον ιδρώτα και τις γκάστρωνε μονάχα με ένα βλέμμα. Ένα πρωινό του Νοέμβρη ακούστηκαν φωνές απ’ το ποτάμι. Η Βασιλική, η πιο όμορφη του χωριού, έπεσε να πνιγεί. Είχε ερωτευτεί τον Στέργιο, το μεγαλύτερο κάθαρμα του χωριού. Κόσμος μαζεύτηκε μα κανείς δεν ήξερε κολύμπι και τα νερά αγριεμένα. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στο γεφύρι και την έκλαιγε, μέχρι που μια φωνή ακούστηκε “ΑΝΟΙΧΤΕ ΔΡΟΜΟ” θαρρείς και βγήκε από το στόμα… πάνθηρα! Ήταν ο Τζίμης που έβγαλε όλα του τα ρούχα και ολόγυμνος, με μια ψωλή σαν παλαμάρι, όρμησε ανάμεσα στο χαζεμένο πλήθος και βούτηξε στο ποτάμι σαν άγριο ζώο για να σώσει την κόρη και την έσωσε. Το έκανε λένε να φαίνεται τόσο εύκολο, ώστε οι ρεζιλεμένοι εχθροί του, αφήνιασαν και τον έπνιξαν ζωντανό. Την επομένη η Βασιλική, έβαλε στη λεμονάδα της δηλητήριο και φαρμακώθηκε.
Λέγανε, λέγανε και τι δε λέγανε, μα η αλήθεια είναι τούτη… Η μακαρίτισσα η μάνα μου τον ήξερε τον Τζίμη. Ήτανε στο ίδιο δημοτικό. Εκείνος έκατσε μονάχα δυο τάξεις. Η γιαγιά μου τις έκανε όλες. Δύσκολα χρόνια. Ιταλοί, Γερμανοί, δεξιοί και δεν συμμαζεύεται. Ο πατέρας του Πάνθηρα πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας. Ήρωας μεγάλος αλλά κομμουνιστής… Σάπισε στη φυλακή. Κανείς δεν ύμνησε τους ηρωισμούς του, κανείς δεν έγραψε τους άθλους του. Μάνα δεν είχε. Ήταν φυματική και πέθανε ένα χρόνο μετά τη γέννα. Ο Τζιμάκος μεγάλωσε μόνος του σαν αγρίμι… έτσι του κόλλησαν και το παρατσούκλι “πάνθηρας”. Χαμαλίκι για ένα κομμάτι ψωμί, και λιώμα όλη μέρα στην καλύβα του με κρασί, τσίπουρο και ό,τι άλλο έβρισκε να πιει… Ένα βράδυ, η καλύβα του έπιασε φωτιά. Άλλοι είπαν πως κάηκε στο κρεβάτι του και άλλοι άρχισαν να του πλέκουν ιστορίες… μύθους! Να βγει και ένας Ηρακλής από αυτόν τον κωλότοπο… ένας Ηρακλής που μετά από κάθε του άθλο, τον κατασπάραζαν τα μαύρα κοράκια με τα γαμψά τους τα νύχια.
…
Στο γυρισμό για το σπίτι, σταμάτησα στο μαγαζί με τις ζωοτροφές να πάρω για τον γάτο τροφή. Του ψώνισα και κονσέρβα και κροκέτες. Ήμουν σίγουρος πως αυτός ο μαύρος θα ήταν σπίτι και θα με περίμενε. Μόλις έφτασα, άφησα το μηχανάκι κάτω απ’ το ίσκιο της πικροδάφνης και ο γάτος εμφανίστηκε μέσα από τα κάγκελα της αυλής νιαουρίζοντας. Μπήκα στο σπίτι και έψαχνα να του βρω ένα μπολάκι και εκείνος με ακολούθησε εξερευνώντας διεξοδικά το χώρο. Ήθελε να δει αν τον ικανοποιεί το νέο του σπίτι. Τον έβγαλα φωτογραφία και τον έστειλα στην Ερασμία την ώρα που χλαπάκιαζε ευχαριστημένος. “Ποιος είναι αυτός ο μαύρος; Είναι κούκλος! Θα τον κρατήσουμε;” Ο πληθυντικός με ξάφνιασε ευχάριστα. Χαμογέλασε το μέσα μου. “Είναι ο Μαύρος, είναι κούκλος και ναι θα τον κρατήσουμε!”