Γιατί δεν με αφήνουν να κοιμηθώ τα γαμημένα τα μεσημέρια; Κάθονται στο καφενείο απέναντι απ’ το σπίτι και πίνουν τις μπύρες τους, εργάτες, χωριάτες και λοιποί φτωχοδιάβολοι μέσα στον διαολεμένο καύσωνα! Σπίτια δεν έχουν; Ο ήλιος να τους ψήνει και αυτοί να φωνάζουν τα όσα ασήμαντα λένε μπας και η ανούσια ύπαρξη τους αποκτήσει κάποιο νόημα. Πόσες φορές σκέφτηκα να κάψω αυτό το άθλιο καφενείο αλλά με προβλημάτιζαν οι νομικές συνέπειες.
Χθες το μεσημέρι τα πράγματα ξέφυγαν. Φωνές, φασαρία, κακό. Σηκώθηκα με το σώβρακο και βγήκα στη βεράντα να δω τι διάολο γινόταν. Φώναζε ένας εργάτης στον καφενετζή «ΘΑ ΜΟΥ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ; ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΘΑ ΜΟΥ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΩΛΟ;» Ένας χωριάτης προκαλούσε τον καφενετζή «Για να σε δούμε πως γαμάς! Για να σε δούμε!» Σπάει ένα μπουκάλι μπύρας ο καφενετζής και ουρλιάζει «ΚΑΝΟΝΙΣΤΕ ΝΑ ΜΕ ΒΑΛΕΤΕ ΦΥΛΑΚΗ ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ!» «ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΑΜΑΤΑ!!» Φώναξε η κόρη του και έτρεξε να τον σταματήσει. Έτρεξα και εγώ μέσα σπίτι να φορέσω μια βερμούδα για να πάω να δω από κοντά το θέαμα. Κι άλλα μπουκάλια σπάγανε κι άλλες φωνές «ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΘΑ ΜΕ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΡΕ; ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΠΥΡΑ;» Πόση χαρά μέσα μου μετά από καιρό! Θα σφαχτούνε και ύστερα θα το κλείσουν το μπουρδέλο και θα απολαμβάνω ξανά τον μεσημεριανό μου ύπνο. «Σε ευχαριστώ Θεέ μεγαλοδύναμε που εισάκουσες τις κατάρες μου!»
Πετάχτηκα έξω -προσπαθώντας να κρύψω το χαμόγελο μου- δήθεν για να βοηθήσω. Δεν χρειάστηκε. Πολύς κόσμος γύρω, τουρίστες, ιθαγενείς… παιδάκια που έτρεχαν μακριά κλαίγοντας. Κατάφερα με δυσκολία να βρω μια καλή θέση για να αντικρίσω αυτό το ανίερο θέαμα… Στα μπρούμυτα πεσμένος ο εργάτης να σκούζει ξεβράκωτος με τα πόδια ανοιχτά και τον καφενετζή από πάνω του να του τον καρφώνει με μανία φωνάζοντας «ΝΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ! ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΘΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΓΑΜΗΣΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ!! ΘΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΣΚΙΣΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ!! ΒΕΡΕΣΕ ΤΕΛΟΣ!!» Η κόρη του ξέρναγε παραδίπλα τα άντερα της. Κανείς από τους θαμώνες δεν έκανε κάτι για να τον σταματήσει. Δεν τους αφορούσε και φοβόντουσαν μήπως γαμούσε και όποιον προσπαθούσε να τον εμποδίσει. Μια γριά κάλεσε τους μπάτσους. Έφτασαν την ώρα που έχυνε ο καφενετζής. Σηκώθηκε με την ψωλή του να κρέμεται βρωμερή και τα χέρια του ψηλά. Ο κόσμος άρχισε να σπάει μόλις τον βάλανε στο περιπολικό. Για τον εργάτη με τον σπασμένο κώλο δεν νοιάστηκε κανείς και εγώ μπήκα σπίτι ξέγνοιαστος για να συνεχίσω τον μεσημεριανό μου ύπνο.
Υάκινθος Ζαβολαίμης