
Ιστορίες του Υάκινθου Ζαβολαίμη
Της είπα να περιμένει στη γωνία για να πεταχτώ να πάρω τσιγάρα απ’ το περίπτερο. “Αφού το έχεις κόψει…” μου είπε πονηρεμένη. “Από μνήμη καλά πάμε… Θες εσύ κάτι;” Έκανε πως σκέφτεται “Μπααα…” μου απάντησε και μόλις έφτασα στο περίπτερο μου φώναξε “ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΑ ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΙΣ!” Έγινα κόκκινος και εκείνη κλασικά… έσκασε στα γέλια. Αυτό το γέλιο της μου είχε λείψει είναι η αλήθεια… Πήγα στο ψυγείο και πήρα δυο μπύρες. “Προφυλακτικά να βάλω Υάκινθε;” ρώτησε ο μπάρμπα-Θόδωρας ο περιπτεράς. Διάολε! Έγινα ακόμα πιο κόκκινος! Του έγνεψα καταφατικά. “Ρε μπαγάσα, η ξαδέρφη σου δεν είναι αυτή;” “Ποια;” “Εγώ δεν κρίνω και στα οικογενειακά των άλλων δεν μπαίνω. Είναι όμορφη πολύ. Τη θυμάμαι από μικρή.” “Ρε μπάρμπα, άσε τα σάπια. Μια πλάκα έκανε η Ερασμία… Έχω γνωρίσει κάποια…” Με κοίταξε με νόημα… “Που τα πουλάς αυτά ρε μπαγάσα; Αν είχες γνωρίσει κάποια, δεν θα το είχα μάθει εγώ πρώτα; Σε αυτόν τον τόπο, κουκιά μετρημένα είμαστε. Ξέρω ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει και ποιος τον παίρνει. Άντε, πάρε τούτα εδώ με το επιβραδυντικό γιατί έχεις και καιρό να… και μη ξεχνάς την παροιμία!” “Ποια παροιμία;” ρώτησα καθώς έβγαλα να πληρώσω. “Στην ξαδέρφη και στη θεια, πέντε πόντους πιο βαθιά.”
Λες και σε όλες τις άλλες, αφήνουμε πέντε πόντους απ’ έξω. “Καλέ, πως κοκκίνισες πάλι έτσι;;;” μου είπε η Ερασμία που γελούσε με τα ντροπιασμένα μούτρα μου. “Χέσε με Ερασμία. Βούκινο θα γίνουμε.” “Και τι; Ντρέπεσαι για μένα;” “Είμαστε ξαδέρφια μωρέ. Πως προέκυψε όλο τούτο;” “Μη ρωτάς εμένα. Εσένα σου τρέχανε τα σάλια όταν με είδες με το μαγιό. Και όσο για το ξαδέρφη… ξέρεις τι λένε… Στην ξαδέρφη και στη θεια…” σκάσαμε στα γέλια μαζί αυτή τη φορά. Της έκανα κάτι σαν αγκαλιά περπατώντας και σε λίγο ήμασταν σπίτι.
Βρεθήκαμε στο κρεβάτι να χαζολογάμε φορώντας ακόμα τα μαγιό μας. Ήταν λίγο αμήχανο στην αρχή. Είπα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση αυτή τη φορά. Της κατέβασα το μαγιουδάκι και βάλθηκα να γλύφω το αλμυρό μουνάκι της. Εκείνη έσφιξε με τα μπούτια της το κεφάλι μου και με το χέρι της χάιδευε τα λιγοστά μαλλιά μου. “Πείνασες μωρό μου;” Μωρό μου; Ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η προσφώνηση… “Φάε όλο το φαΐ σου!” είπε και άρχισε να γελάει σα βλαμμένο. “Άσε τα μωρά ξαδερφούλα και μη με κάνεις να γελάω!” “Γιατί, τι θα μου κάνεις αν σε κάνω να γελάς ξαδερφούλη;” με ρώτησε χαϊδεύοντας με την πατούσα της το τριχωτό μου στήθος. “Ξέρω και ‘γώ… Θα σε γαμήσω υποθέτω.” “Άντε έλα να το χώσεις στην ξαδερφούλα!” και άρχισε να γελάει σαν χαζό πάλι. Έλεος! Γδύθηκα αλλά το καυλί μου δεν ανταποκρινόταν με τόσα γέλια. “Επειδή πάει καιρός για μένα, ας το πάρουμε λίγο στο χαλαρό και απ’ την αρχή να βρούμε το ρυθμό μας. Κάτσε να βάλω και λίγη μουσική.” “Σταματάω. Σταματάω. Μη μου αγχώνεσαι. Δυνάμωσε και λίγο το κλιματιστικό για να μη μου γίνεις πάλι κόκκινος-κόκκινος.” Έβαλα στον υπολογιστή μια λίστα με Tom Waits και ξεκίνησε να παίζει το I hope that I don’t fall in love with you. Πήγα μπροστά απ’ το κρεβάτι και εκείνη χωρίς να μιλήσει τον πήρε στο στόμα της έτσι πεσμένο όπως ήταν και άρχισε να τον ρουφάει κοιτώντας με στα μάτια. Αυτά τα μάτια της… Καύλωσα σε δευτερόλεπτα και τότε τον έβγαλε από το στόμα της και άρχισε να τον παίζει και να τον γλύφει. Το κουτί με τα προφυλακτικά ήταν στο κομοδίνο. “Άντε, βάλε καπότα και έλα να γαμήσεις λίγο μουνάκι. Αν μου τον χώσεις ξεκάποτο θεωρείται αιμομιξία!”
Έβγαλα ένα προφυλακτικό, άνοιξα το περιτύλιγμα και προσπάθησα να το φορέσω. Είχα να φορέσω προφυλακτικό πάνω από δέκα χρόνια. Η Ερασμία σηκώθηκε να αλλάξει τραγούδι την ώρα που εμένα μου έπεφτε το προφυλακτικό στο πάτωμα. Βλαστήμησα κάποιον ξεχασμένο Άγιο και έβγαλα ένα δεύτερο. Αυτή τη φορά το έβαλα με επιτυχία. Το τραγούδι ήταν ο Εφιάλτης των Εκτός Ελέγχου. Εγώ της τα είχα μάθει αυτά όταν ήταν στο Λύκειο ακόμα. “Ωραίος ο Θωμάς για τα προκαταρτικά αλλά προτιμώ κάτι πιο δυνατό για το κυρίως πιάτο…” Ξάπλωσε ανάσκελα με ανοιχτά τα πόδια και μπήκα μέσα της αμέσως. Φώναξε από πόνο. “Εεε! Και για μένα πάει καιρός…” μου είπε. Άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με το μαλακό και μετά από δυο λεπτά άρχισα το σφυροκόπημα. Τα νύχια της είχαν χωθεί στα κωλομέρια μου και τα βογγητά της θα είχαν καυλώσει ολόκληρο το καφενείο απέναντι απ’ το σπίτι αν είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα. Δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ τα δικά μου. Ανέβηκε από πάνω μου. Τον έπιασε και τον έβαλε μέσα της και άρχισε να κουνιέται πάνω-κάτω παίζοντας ταυτόχρονα το μουνάκι της. Σε κάποια φάση κατάλαβα ότι το προφυλακτικό είχε σπάσει. Της το είπα αλλά μου φώναξε να σκάσω και μου έκλεισε το στόμα. Τελειώσαμε μαζί μετά από κάνα δίλεπτο. Οι φωνές της ακούστηκαν σίγουρα σε όλη τη γειτονιά αυτή τη φορά.
Ξάπλωσε για λίγο πάνω μου ενώ ήμουν ακόμα σκληρός μέσα της. “Τη γάμησες καλά την ξαδερφούλα.” Κατάλαβε πως ανάσαινα λίγο ζόρικα και ξάπλωσε δίπλα μου. Ήμουν ακόμα μισοκαυλωμένος. Το είδε και άρχισε να τον χαϊδεύει και να μου λέει βρομόλογα στο αφτί. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε με γλώσσα. Σηκώθηκα στα γόνατα και στάθηκα μπροστά στα ανοιγμένα πόδια της. Το σπέρμα μου κύλαγε απ’ το μουνάκι της στο σεντόνι. Άρχισα να τρίβω τον πούτσο μου στα μουνόχειλα της και μετά κατέβηκα προς τα κάτω. Τον έτριβα στην κωλοτρυπίδα της και με κοιτούσε στα μάτια πονηρά χωρίς να πει κάτι. Μόνο χαμογελούσε και ήταν τόσο όμορφη πανάθεμα με. Άρχισα να τον παίζω ενώ το κεφάλι έσπρωχνε την υγρή από το σπέρμα οπή της και σιγά σιγά, γλίστρησε το κεφάλι μέσα. Έβγαλε ένα πνιχτό βογγητό πόνου και καύλας. Άρχισα να της γαμάω τον κώλο με αργές κινήσεις χωρίς να το βάζω όλο μέσα. Εκείνη έχωσε στο μουνί της δυο δάχτυλα και εγώ που είχα τρελαθεί από την καύλα τον έσπρωξα πέντε πόντους πιο βαθιά και έχυσα ξανά.
Κοιμηθήκαμε γυμνοί και όταν ξυπνήσαμε κοιταχτήκαμε με το ίδιο βλέμμα σαν να μην πιστεύαμε τι είχαμε κάνει. Ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλο απ’ την αρχή με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί. Με τρόπους απαγορευμένους. Κάναμε ντουζάκι και πήγαμε έξω να τσιμπήσουμε σε μια ταβέρνα που μας πήγαιναν οι γονείς μας όταν ήμασταν μικρά το Καλοκαίρι. Ήμουν σαράντα πέντε χρονών. Το πρωί ένιωθα γέρος με το ένα ποδάρι στον τάφο και λίγες ώρες μετά… Αυτή η γυναίκα με ανέστησε απ’ τους νεκρούς. Μου έδωσε ξανά ζωή. Το γαμήσι θα μου πείτε αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ήταν… όλα της.
Το βράδυ πήγαμε θερινό σινεμά και έπειτα γυρίσαμε στο σπίτι. Η ταινία ήταν αδιάφορη αλλά δεν μας ένοιαξε. Σαν να ήταν το πρώτο μας ραντεβού. Ήπιαμε μερικές μπύρες στη δροσιά της βεράντας και κουβεντιάζαμε με τις ώρες… Εκείνη ξαπλωμένη σε μια ξεχαρβαλωμένη ξαπλώστρα και εγώ στην καρέκλα μου απέναντι της. Δεν θέλαμε να τελειώσει εκείνη η νύχτα. Ο Θεός θα είχε τσαντιστεί πολύ μαζί μας για την αιμομιξία. Ίσως όμως η ένωση μας να ήταν το ελιξίριο της ζωής. Ένα απαγορευμένο φρούτο που τρώγοντας το επιστρέφεις στην Εδέμ. Εκείνο το βράδυ δεν γαμηθήκαμε ξανά αλλά κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι με ένα “σ’ αγαπώ” στο στόμα. Στην αρχή ψιθυριστό μα ύστερα αρχίσαμε να το φωνάζουμε, να το γελάμε, να το κομπάζουμε. “Σ’ ΑΓΑΠΩΩΩ!”
Το πρωί της Κυριακής ξυπνήσαμε και οι δύο καυλωμένοι και γαμηθήκαμε σαν τα κορμιά μας να γνωρίζονται αιώνια. Σαν να ήμασταν ένα κομμάτι κρέας που το κόψανε στα δύο και το πέταξαν στη Γη. Σαν να μου έχει θολώσει η καύλα το μυαλό και να υπερβάλω σαν ξεμωραμένος… Περάσαμε τη μέρα στο σπίτι. Μου μαγείρεψε μια ωραία μακαρονάδα με κύμα, ήπιαμε λευκό κρασί, γαμηθήκαμε άλλες δυο φορές ενδιάμεσα και έφτασε η καταραμένη η ώρα του αποχωρισμού. Την κατέβασα στο λιμάνι για να πάρει την παντόφλα της επιστροφής. Στο δρόμο δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Βουλιάξαμε σε μια μελαγχολία, σαν τα παιδιά λίγο πριν το τέλος του Καλοκαιριού…
“Και τώρα τι κάνουμε;” με ρώτησε σαν φτάσαμε στην προβλήτα και περιμέναμε την παντόφλα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα το πρόσωπο της σκοτεινιασμένο. Την αγκάλιασα σφιχτά. “Θες να τα φτιάξουμε;” τη ρώτησα και πνίγηκε από το γέλιο. “Σοβαρά το λέω…” “Ναι. Θέλω.” Με φίλησε στο στόμα με μάτια δακρυσμένα και ανέβηκε στην παντόφλα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Δεν άντεχα να δω το πλοίο να φεύγει. Κατευθύνθηκα προς το μηχανάκι. Τότε άκουσα τη φωνή της… “ΥΑΚΙΝΘΕ!! Σ’ ΑΓΑΠΩ!!” φώναξε με όλη της τη δύναμη από το κατάστρωμα. Παραδόξως δεν έγινα κόκκινος. “ΚΑΙ ‘ΓΩΩΩΩ!!” φώναξα χωρίς να με νοιάζει κανείς και τίποτα. Μονάχα η Ερασμία, το κορίτσι μου, η αγάπη μου.
Στην επιστροφή άρχισα να κλαίω πάνω στο μηχανάκι. Δεν θυμάμαι από πότε έχω να κλάψω έτσι. Σκέψεις… η μια έφερνε την άλλη. Από ένα νοίκι ζω και δεν θα έφτανε και για τους δυο μας με τίποτα όσο φτηνά και αν μπορούσαμε να τη βγάλουμε εδώ. Από την άλλη εκείνη δασκάλα… Θα μπορούσε να πάρει μετάθεση να διδάσκει τα παιδιά των ιθαγενών γράμματα. Το σπιτάκι μου το έχω. Μικρό αλλά για δυο άτομα ό,τι πρέπει. Μετά τους έρωτες έρχονται τα πρακτικά ζητήματα. Ξάφνου μπροστά μου εμφανίζεται μια κοπέλα, καμιά εικοσαριά χρονών, πάνω στο ποδήλατο και φορούσε μονάχα το μαγιό της. Ζέστη… Καμάρωσα για λίγο το σφιχτό, ιδρωμένο της κωλαράκι που έσταζε καθώς την προσπερνούσα και σκέφτηκα… “Σαν τον κώλο της ξαδέρφης μου… κανένας!”