1.ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Ένα κορίτσι περπατά στο δρόμο. Βρέχει καταρρακτωδώς. Πόσο χρονών να’ ναι; 16-17; Ποιος ξέρει; Κάπου εκεί. Πως σε λένε; Δεν απαντάς. Τώρα αρχίζεις να τρέχεις όμως σύντομα θυμάσαι ότι αν τρέχεις στη βροχή μουσκεύεσαι περισσότερο. Περπατάς πάλι. Φτάνεις στο σχολείο αργοπορημένη. Ο διευθυντής σου βάζει τις φωνές αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, λες και μιλάει σε κάποια άλλη γλώσσα. Συνεχίζει να βρέχει. Οι φίλες σου μιλάνε για μαλακίες πάλι. Πας μόνη σου μια βόλτα. Περνά δίπλα σου. Η Γη χάνεται κάτω από τα ποδιά σου αλλά αυτός δεν σου ρίχνει ούτε ένα τόσο δα βλεμματάκι. μια μέρα θα του μιλήσεις, ναι. Κάποτε…
Στο δρόμο για το σπίτι περπατάς σαν χαμένη, δεν βλέπεις μπροστά σου και πέφτεις πάνω σε έναν τύπο. Σε βρίζει και του απαντάς με μια χειρονομία. Φτάνεις σπίτι αλλά δεν πεινάς. Περνάς την ώρα σου ζωγραφίζοντας και γράφοντας ποιήματα. Ονειρεύεσαι μια ζωή καλύτερη, που όμως δεν σου ανήκει. Παραβίασες το νόμο. Δεν σου έχει πει κανείς ότι δεν έχεις δικαίωμα να ονειρεύεσαι;;; Πρέπει να τιμωρηθείς.
Γιατί όλα είναι σκατά;;; Θες να μιλήσεις με κάποιον. Παίρνεις την κολλητή σου αλλά δεν το σηκώνει. Αρχίζεις να κλαις. παίρνεις ένα τηλέφωνο στην τύχη. το σηκώνει μια άγνωστη φωνή. Εσύ συνεχίζεις να καλείς και αυτός το κλείνει. Και τώρα, τι;; Πως έγινες έτσι;; Αναπολείς τα παλιά. Μπορεί και να ‘σουν ευτυχισμένη. Τουλάχιστον μπορούσες να νιώσεις. Ένιωθες τις ακτίνες του ήλιου να σου ζεσταίνουν την πλάτη, ένιωθες χαρά όταν ήσουν με τις φίλες σου, ένιωθες φόβο όταν ήσουν μόνη στο σκοτάδι. Τώρα όλα γκρίζα. Δεν την παλεύεις άλλο. Κορώνα ξυραφάκι, γράμματα θηλιά. Ντιν!… γράμματα…. Ναι έχει ένα σκοινί στην αποθήκη. Άντε πάνε παρ’ το. Θα σου δείξω εγώ πως να κάνεις θηλιά. Να, έτσι. Μπράβο. Τώρα ξέρεις. Κάνε αυτό που πρέπει. Καλύτερα να δέσεις τη μια άκρη στο κάγκελο του μπαλκονιού και μετά να πηδήξεις. Ναι, καλύτερα. Ο αυχένας σου θα σπάσει ακαριαία, δεν θα νιώσεις πόνο. Στο υπόσχομαι. Δεν θα πονέσεις, όχι. Μην αλλάξεις γνώμη. τόση προετοιμασία θα πάει τζάμπα. Σκαρφαλώνεις στο κάγκελο. Στέκεσαι όρθια ισορροπώντας. Ζωή και θάνατος μαζί. Το καθένα από τη μια πλευρά του κάγκελου. Μπρος ή πίσω; Όλοι λένε να κοιτάς μπροστά, ποτέ πίσω! Ισχύει… Άνοιξε τα χέρια, πάρε βαθιά ανάσα. Νιώθεις ελεύθερη. Ναι.. Επιτέλους… Νιώθεις το αίσθημα ότι δε σε απασχολεί τίποτα, την… αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού! Το φεγγάρι κρυφοκοιτάζει. Όχι δε σε κοροϊδεύει. Σε ενθαρρύνει. Άντε, θα σε δει κανένας. Μην αργείς. Μη σκέφτεσαι τι θα βρεις. Σκέψου τι αφήνεις! Ωραία, ήρεμα. Πέσε. Μπράβο. Ντουκ….
2. ΤΑ ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – THE REIGN OF SILENCE
Σ’ ένα μέρος, που όλοι ξέρουν που είναι αλλά κανείς δεν ξέρει που ακριβώς, υπάρχει ένα μαύρο σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, που όλοι το ξέρουν και δεν το ξέρουν συγχρόνως, ζουν τα αμίλητα παιδιά. Αυτή είναι η πολλά υποσχόμενη νέα γενιά. Κάθονται όλη μέρα και κοιτάνε με το κενό βλέμμα τους μαύρους τοίχους. Το βράδυ δεν κοιμούνται, όχι. Δεν αξίζουν την ξεκούραση του ύπνου. Έτσι τους είπαν, έτσι θα ‘ναι. Το βράδυ λοιπόν, όταν κλείνουν τα φώτα, και κανείς δεν βλέπει τίποτα γύρω του, τα αμίλητα παιδιά κλαίνε. Κλαίνε αθόρυβα για να μην τους ακούσει ο διπλανός. Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι είναι δυστυχισμένα. Γιατί κάποιος τους είπε ότι πρέπει να είναι ευτυχισμένα, ότι είναι πολύ τυχερά που βρίσκονται εκεί και πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη. Έτσι τους είπαν, έτσι θα είναι.
Και τα χρόνια περνούσαν στο μαύρο σπίτι. Αργά και βασανιστικά. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται. Ούτε να ζητάνε, ούτε καν να σκέφτονται. Ένα παιδί όμως ήταν διαφορετικό. Ένα βράδυ δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει δυνατά. Κι όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί που κλαίνε κάθε βράδυ. Τώρα όλο το σπίτι κλαίει. Ένα πανίσχυρο κύμα προερχόμενο από την ομοιόμορφη μάζα ξεχύνεται.
-Σπάστε τους τοίχους!
Και τους σπάνε. Παιδιά ξεχύνονται τώρα από τα παράθυρα, τις πόρτες, τις τρύπες στους τοίχους. Και κατακλύζουν τον κόσμο. Και σκοτώνουν με την ορμή τους αυτούς που τα καταπίεζαν και τα περιόριζαν. Αυτούς που δεν τα μάθανε να μιλάνε.
Η πρωτόγονη δύναμη κυρίευσε τον κόσμο, εξαφάνισε τον πολιτισμό. και τα αμίλητα παιδιά κατασπαράχθηκαν μεταξύ τους, γιατί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η ανθρωπότητα εξαφανίστηκε. Τα αμίλητα παιδιά έφτιαξαν έναν καινούριο κόσμο, έναν αμίλητο κόσμο, τον δικό τους κόσμο!
Εκείνοι που μάθανε στα παιδιά να είναι αμίλητα, προφανώς, πέτυχαν το σκοπό τους.
3.ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ….
Αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ μας στην παραλία. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Στο τέλος ξαπλώσαμε στην άμμο κοιτάζοντας την θάλασσα. Το φεγγάρι καθρεπτιζόταν πάνω της. Κι ένα μικρό καραβάκι, κάτι σαν ιδιωτικό κότερο, λικνιζόταν στο κύμα. Όμως, κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Κάτι δεν ήταν φυσιολογικό. Τελικά κατάλαβα. Το καράβι δεν ήταν δεμένο και είχε και σβηστή μηχανή. Δηλαδή, στην ουσία, ταξίδευε μόνο του, ακυβέρνητο, ανάλογα με τις διαθέσεις του ανέμου. Το ίδιο παράξενο το βρήκαν και οι άλλοι. Αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί να ρίξουμε μια ματιά. Πήραμε μια βάρκα και πήγαμε κάνοντας κουπί.
Φτάσαμε μετά από πολλή ώρα γιατί βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή. Μπήκαμε μέσα. Φωνάξαμε αλλά δεν πήραμε καμιά απόκριση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την παραβιάσαμε εύκολα.
-«Θεέ μου! Βρωμάει εδώ μέσα!»
Είχε δίκιο, μύριζε χαλασμένο κρέας. Μπήκαμε μέσα, αλλά πεταχτήκαμε αμέσως έξω γεμάτοι αηδία. Επέμεναν να φύγουμε. Εγώ όμως ήθελα να ξαναμπώ.
Και το έκανα. Το δωματιάκι ήταν σχετικά μικρό. Έπιπλα, βιβλία και άλλα μικροπράγματα ήταν πεταγμένα δεξιά και αριστερά. Και στο βάθος ήταν δυο πτώματα, στο τελευταίο στάδιο της αποσύνθεσης, όπου το πετσί είναι κολλημένο πάνω στα κόκαλα. Αρχικά, δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που μου έκανε τόση εντύπωση. Στάθηκα ακίνητος κοιτάζοντας για πολλή ώρα. Τελικά κατάλαβα. Οι δυο σκελετοί ήταν αγκαλιά! Δεν έχω ιδέα για την αιτία που προκάλεσε το θάνατό τους, πάντως ο θάνατος του βρήκε αγκαλιασμένους. Και είναι πραγματικά ανατριχιαστικό το γεγονός ότι μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο γενναιόδωρος από τη ζωή. Γυρίζοντας να φύγω, πρόσεξα ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι ο ένας σκελετός. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ποίημα:
Μια φορά κι έναν καιρό
σ’ ένα μέρος τρομερό
θα χορέψουμε τανγκό
και θα πω πως σ’ αγαπώ
Μα μετά εσύ θα φύγεις
θα μ’ αφήσεις μοναχό
τον έρωτα να αποφύγεις
κάτι τόσο δυνατό
Τον κόσμο τώρα όλον ψάχνω
απελπισμένα να σε βρω
θέλοντας να σου θυμίσω
πως για σένα μόνο ζω
Τώρα όμως που σε βρήκα
δε σ’ αφήνω ούτε λεπτό
μια ζωή θέλω να σ’ έχω
στο δικό μου το πλευρό
Το χέρι όταν σου κρατώ
άνοιξη μες στην καρδιά
σ’ αγαπάω σου φωνάζω
και χαμογελάς πλατιά
Τώρα είσαι ευτυχισμένη
πιο πολύ όμως εγώ
κι ένα πράγμα μόνο ξέρω
——- σ’ αγαπώ
Κι έχω μια κρυφή ελπίδα
ζει βαθιά μες στην καρδιά
όταν έρθει εκείνη η ώρα
να πεθάνουμε αγκαλιά…
Το όνομα ήταν σβησμένο, για αυτό ας βάλει ο καθένας ό,τι θέλει. Αρκεί να μη χαλάει ο ρυθμός! Πήρα το ποίημα, το έβαλα στην τσέπη μου και έφυγα. Βγήκα έξω κλαίγοντας…
4.ΑΝΟΙΞΕ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ
Τον μεταφέρανε στο κελί του αργά τη νύχτα. Πέρασε το βράδυ του χτυπώντας σαν τρελός τον τοίχο. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό κελί.
-Ρε φίλε, δεν σταματάς για λίγο να βαράς;
-Ποιος είσαι εσύ;
-Με λένε Αλέξη και είμαι αυτός που δεν τον άφησες να κοιμηθεί όλο το βράδυ!
-Ω, συγνώμη ρε φίλε. Εμένα με λένε Θοδωρή. Πόσο καιρό είσαι εδώ;
-Πολύ, αλλά σε λίγο καιρό θα βγω…
Κι έτσι γεννήθηκε μια δυνατή φιλία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αν και ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, αν και δεν είχε δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν εκείνος ο υγρός τοίχος που χώριζε τα βρωμερά κελιά τους. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι μέρες του Θοδωρή περνούσαν ευχάριστα χάρη στον Αλέξη. Κι αυτό γιατί ο Αλέξης ήταν πολύ ανοιχτός τύπος. Του μιλούσε όλη μέρα και όλη νύχτα. Του διηγούνταν για τα αμέτρητα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο, τα θαυμαστά μέρη που είχε επισκεφθεί, τις μεγάλες προσωπικότητες που είχε γνωρίσει, τις γυναίκες που είχε ερωτευτεί, τις χρυσές δουλειές που είχε κάνει βγάζοντας λεφτά με το τσουβάλι. Και ο Θοδωρής άκουγε κατάπληκτος και αισθανόταν τυχερός που έτυχε να γνωρίσει έναν άνθρωπο τόσο σημαντικό. Και οι μέρες περνούσαν…
-Ρε συ Αλέξη. Το κελί σου έχει παράθυρο;
-Βέβαια, το δικό σου δεν έχει;
-Όχι.
-Κρίμα, γιατί το κελί μου έχει υπέροχη θέα! Μακάρι να μπορούσες να δεις κι εσύ.
-Σε παρακαλώ, μπορείς να μου πεις τι βλέπεις; Σε παρακαλώ!
-Με μεγάλη μου χαρά! Από το παράθυρό μου λοιπόν μπορώ να δω ένα σωρό φανταστικά πράγματα. Στο βάθος βλέπω καταπράσινα βουνά, που τις κορυφές τους τις κρύβουν σύννεφα. Και όταν δύει ο ήλιος, παίρνουν ένα χρώμα σαν τη φωτιά.
Σταμάτησε.
-Πες μου κι άλλα Αλέξη! Πες μου κι άλλα!
-Πολύ καλά λοιπόν, συνεχίζω. Βλέπω και μια λίμνη, με βαθιά μπλε, ήσυχα νερά. Και πάνω στα νερά της υπάρχουν εκατοντάδες πολύχρωμα πουλιά. Και κάθε πρωί ηλικιωμένοι ψαράδες με γραφικές βαρκούλες απλώνουν τα δίχτυα τους.
-Πρέπει να είναι πολύ όμορφα!
Ακούστηκε ένα αμυδρό γελάκι.
-Ναι, είναι. Και δε σου έχω πει ακόμη για το πάρκο. Υπάρχει ένα πάρκο μπροστά στη φυλακή.
Η φωνή του τώρα είναι ψιθυριστή.
-Κι είναι γεμάτο μικρά παιδάκια που παίζουν ό,τι παιχνίδι μπορείς να φανταστείς. Οι μάνες κάθονται και τα επιβλέπουν συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους. Και όταν βραδιάσει, το πάρκο γεμίζει ζευγαράκια που κάνουν βόλτα στις όχθες τις λίμνης.
Και όλο το βράδυ περιμένω να ξημερώσει για να απολαύσω την πρωινή ομίχλη που κάθεται πάνω στο νερό.
Σταμάτησε απότομα και έβηξε τόσο δυνατά που παραλίγο να γκρεμιστεί ο τοίχος.
-Κουράστηκα, είπε. Θα συνεχίσουμε αύριο.
Και ο Θοδωρής κοιμήθηκε. Και είδε υπέροχα όνειρα, είδε όλα αυτά που του διηγήθηκε ο Αλέξης…
Κι ενώ κοιμόταν, ξημέρωνε η μέρα που θα έπαιρνε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής του.
-Αλέξη… Ξύπνησες; Γιατί δεν απαντάς;
Όμως, όσο κι αν φώναζε, δεν έπαιρνε απάντηση. Κάποια στιγμή πέρασε μπροστά από το κελί του ο φύλακας. Ρώτησε για το φίλο του.
-Αα, δεν κατάλαβες τίποτα; Πέθανε το πρεζόνι χθες βράδυ. Είχε καρκίνο, είπαν.
Προσπάθησε να φωνάξει αλλα το λόγια βγήκαν ψιθυριστά.
-Πόσο χρονών ήταν;
-Γύρω στα είκοσι. Α, και να μην ξεχάσω, η τελευταία του επιθυμία ήταν να σε μεταφέρουμε στο δικό του κελί. Σε μια ώρα μεταφέρεσαι.
Ήρθαν να τον πάρουνε. Τουλάχιστον τώρα θα ήταν καλύτερα με το παράθυρο. Τον οδήγησαν στο νέο του σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα μια κραυγή αντήχησε σε όλη τη φυλακή.
-ΨΕΥΤΗΗΗΗ!!! Άθλιε ψεύτη! Καταραμένος να’σαι!
Και πεσμένος όπως ήταν στο πάτωμα, με δάκρυα να κυλάνε στα βρώμικα μάγουλά του, ψιθύρισε:
-Απαίσιε αισιόδοξε παραμυθά…
Δεν υπήρχε παράθυρο…

Θοδωρής