DARK THOUGHTS POEMS

1.ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Ένα κορίτσι περπατά στο δρόμο. Βρέχει καταρρακτωδώς. Πόσο χρονών να’ ναι; 16-17; Ποιος ξέρει; Κάπου εκεί. Πως σε λένε; Δεν απαντάς. Τώρα αρχίζεις να τρέχεις όμως σύντομα θυμάσαι ότι αν τρέχεις στη βροχή μουσκεύεσαι περισσότερο. Περπατάς πάλι. Φτάνεις στο σχολείο αργοπορημένη. Ο διευθυντής σου βάζει τις φωνές αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, λες και μιλάει σε κάποια άλλη γλώσσα. Συνεχίζει να βρέχει. Οι φίλες σου μιλάνε για μαλακίες πάλι. Πας μόνη σου μια βόλτα. Περνά δίπλα σου. Η Γη χάνεται κάτω από τα ποδιά σου αλλά αυτός δεν σου ρίχνει ούτε ένα τόσο δα βλεμματάκι. μια μέρα θα του μιλήσεις, ναι. Κάποτε…

Στο δρόμο για το σπίτι περπατάς σαν χαμένη, δεν βλέπεις μπροστά σου και πέφτεις πάνω σε έναν τύπο. Σε βρίζει και του απαντάς με μια χειρονομία. Φτάνεις σπίτι αλλά δεν πεινάς. Περνάς την ώρα σου ζωγραφίζοντας και γράφοντας ποιήματα. Ονειρεύεσαι μια ζωή καλύτερη, που όμως δεν σου ανήκει. Παραβίασες το νόμο. Δεν σου έχει πει κανείς ότι δεν έχεις δικαίωμα να ονειρεύεσαι;;; Πρέπει να τιμωρηθείς.

Γιατί όλα είναι σκατά;;; Θες να μιλήσεις με κάποιον. Παίρνεις την κολλητή σου αλλά δεν το σηκώνει. Αρχίζεις να κλαις. παίρνεις ένα τηλέφωνο στην τύχη. το σηκώνει μια άγνωστη φωνή. Εσύ συνεχίζεις να καλείς και αυτός το κλείνει. Και τώρα, τι;; Πως έγινες έτσι;; Αναπολείς τα παλιά. Μπορεί και να ‘σουν ευτυχισμένη. Τουλάχιστον μπορούσες να νιώσεις. Ένιωθες τις ακτίνες του ήλιου να σου ζεσταίνουν την πλάτη, ένιωθες χαρά όταν ήσουν με τις φίλες σου, ένιωθες φόβο όταν ήσουν μόνη στο σκοτάδι. Τώρα όλα γκρίζα. Δεν την παλεύεις άλλο. Κορώνα ξυραφάκι, γράμματα θηλιά. Ντιν!… γράμματα…. Ναι έχει ένα σκοινί στην αποθήκη. Άντε πάνε παρ’ το. Θα σου δείξω εγώ πως να κάνεις θηλιά. Να, έτσι. Μπράβο. Τώρα ξέρεις. Κάνε αυτό που πρέπει. Καλύτερα να δέσεις τη μια άκρη στο κάγκελο του μπαλκονιού και μετά να πηδήξεις. Ναι, καλύτερα. Ο αυχένας σου θα σπάσει ακαριαία, δεν θα νιώσεις πόνο. Στο υπόσχομαι. Δεν θα πονέσεις, όχι. Μην αλλάξεις γνώμη. τόση προετοιμασία θα πάει τζάμπα. Σκαρφαλώνεις στο κάγκελο. Στέκεσαι όρθια ισορροπώντας. Ζωή και θάνατος μαζί. Το καθένα από τη μια πλευρά του κάγκελου. Μπρος ή πίσω; Όλοι λένε να κοιτάς μπροστά, ποτέ πίσω! Ισχύει… Άνοιξε τα χέρια, πάρε βαθιά ανάσα. Νιώθεις ελεύθερη. Ναι.. Επιτέλους… Νιώθεις το αίσθημα ότι δε σε απασχολεί τίποτα, την… αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού! Το φεγγάρι κρυφοκοιτάζει. Όχι δε σε κοροϊδεύει. Σε ενθαρρύνει. Άντε, θα σε δει κανένας. Μην αργείς. Μη σκέφτεσαι τι θα βρεις. Σκέψου τι αφήνεις! Ωραία, ήρεμα. Πέσε. Μπράβο. Ντουκ….

2. ΤΑ ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – THE REIGN OF SILENCE

Σ’ ένα μέρος, που όλοι ξέρουν που είναι αλλά κανείς δεν ξέρει που ακριβώς, υπάρχει ένα μαύρο σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, που όλοι το ξέρουν και δεν το ξέρουν συγχρόνως, ζουν τα αμίλητα παιδιά. Αυτή είναι η πολλά υποσχόμενη νέα γενιά. Κάθονται όλη μέρα και κοιτάνε με το κενό βλέμμα τους μαύρους τοίχους. Το βράδυ δεν κοιμούνται, όχι. Δεν αξίζουν την ξεκούραση του ύπνου. Έτσι τους είπαν, έτσι θα ‘ναι. Το βράδυ λοιπόν, όταν κλείνουν τα φώτα, και κανείς δεν βλέπει τίποτα γύρω του, τα αμίλητα παιδιά κλαίνε. Κλαίνε αθόρυβα για να μην τους ακούσει ο διπλανός. Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι είναι δυστυχισμένα. Γιατί κάποιος τους είπε ότι πρέπει να είναι ευτυχισμένα, ότι είναι πολύ τυχερά που βρίσκονται εκεί και πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη. Έτσι τους είπαν, έτσι θα είναι.

Και τα χρόνια περνούσαν στο μαύρο σπίτι. Αργά και βασανιστικά. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται. Ούτε να ζητάνε, ούτε καν να σκέφτονται. Ένα παιδί όμως ήταν διαφορετικό. Ένα βράδυ δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει δυνατά. Κι όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί που κλαίνε κάθε βράδυ. Τώρα όλο το σπίτι κλαίει. Ένα πανίσχυρο κύμα προερχόμενο από την ομοιόμορφη μάζα ξεχύνεται.

-Σπάστε τους τοίχους!

Και τους σπάνε. Παιδιά ξεχύνονται τώρα από τα παράθυρα, τις πόρτες, τις τρύπες στους τοίχους. Και κατακλύζουν τον κόσμο. Και σκοτώνουν με την ορμή τους αυτούς που τα καταπίεζαν και τα περιόριζαν. Αυτούς που δεν τα μάθανε να μιλάνε.

Η πρωτόγονη δύναμη κυρίευσε τον κόσμο, εξαφάνισε τον πολιτισμό. και τα αμίλητα παιδιά κατασπαράχθηκαν μεταξύ τους, γιατί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η ανθρωπότητα εξαφανίστηκε. Τα αμίλητα παιδιά έφτιαξαν έναν καινούριο κόσμο, έναν αμίλητο κόσμο, τον δικό τους κόσμο!

Εκείνοι που μάθανε στα παιδιά να είναι αμίλητα, προφανώς, πέτυχαν το σκοπό τους.

3.ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ….

Αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ μας στην παραλία. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Στο τέλος ξαπλώσαμε στην άμμο κοιτάζοντας την θάλασσα. Το φεγγάρι καθρεπτιζόταν πάνω της. Κι ένα μικρό καραβάκι, κάτι σαν ιδιωτικό κότερο, λικνιζόταν στο κύμα. Όμως, κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Κάτι δεν ήταν φυσιολογικό. Τελικά κατάλαβα. Το καράβι δεν ήταν δεμένο και είχε και σβηστή μηχανή. Δηλαδή, στην ουσία, ταξίδευε μόνο του, ακυβέρνητο, ανάλογα με τις διαθέσεις του ανέμου. Το ίδιο παράξενο το βρήκαν και οι άλλοι. Αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί να ρίξουμε μια ματιά. Πήραμε μια βάρκα και πήγαμε κάνοντας κουπί.

Φτάσαμε μετά από πολλή ώρα γιατί βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή. Μπήκαμε μέσα. Φωνάξαμε αλλά δεν πήραμε καμιά απόκριση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την παραβιάσαμε εύκολα.

-«Θεέ μου! Βρωμάει εδώ μέσα!»

Είχε δίκιο, μύριζε χαλασμένο κρέας. Μπήκαμε μέσα, αλλά πεταχτήκαμε αμέσως έξω γεμάτοι αηδία. Επέμεναν να φύγουμε. Εγώ όμως ήθελα να ξαναμπώ.

Και το έκανα. Το δωματιάκι ήταν σχετικά μικρό. Έπιπλα, βιβλία και άλλα μικροπράγματα ήταν πεταγμένα δεξιά και αριστερά. Και στο βάθος ήταν δυο πτώματα, στο τελευταίο στάδιο της αποσύνθεσης, όπου το πετσί είναι κολλημένο πάνω στα κόκαλα. Αρχικά, δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που μου έκανε τόση εντύπωση. Στάθηκα ακίνητος κοιτάζοντας για πολλή ώρα. Τελικά κατάλαβα. Οι δυο σκελετοί ήταν αγκαλιά! Δεν έχω ιδέα για την αιτία που προκάλεσε το θάνατό τους, πάντως ο θάνατος του βρήκε αγκαλιασμένους. Και είναι πραγματικά ανατριχιαστικό το γεγονός ότι μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο γενναιόδωρος  από τη ζωή. Γυρίζοντας να φύγω, πρόσεξα ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι ο ένας σκελετός. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ποίημα:

Μια φορά κι έναν καιρό

σ’ ένα μέρος τρομερό

θα χορέψουμε τανγκό

και θα πω πως σ’ αγαπώ

Μα μετά εσύ θα φύγεις

θα μ’ αφήσεις μοναχό

τον έρωτα να αποφύγεις

κάτι τόσο δυνατό

Τον κόσμο τώρα όλον ψάχνω

απελπισμένα να σε βρω

θέλοντας να σου θυμίσω

πως για σένα μόνο ζω

Τώρα όμως που σε βρήκα

δε σ’ αφήνω ούτε λεπτό

μια ζωή θέλω να σ’ έχω

στο δικό μου το πλευρό

Το χέρι όταν σου κρατώ

άνοιξη μες στην καρδιά

σ’ αγαπάω σου φωνάζω

και χαμογελάς πλατιά

Τώρα είσαι ευτυχισμένη

πιο πολύ όμως εγώ

κι ένα πράγμα μόνο ξέρω

——- σ’ αγαπώ

Κι έχω μια κρυφή ελπίδα

ζει βαθιά μες στην καρδιά

όταν έρθει εκείνη η ώρα

να πεθάνουμε αγκαλιά…

Το όνομα ήταν σβησμένο, για αυτό ας βάλει ο καθένας ό,τι θέλει. Αρκεί να μη χαλάει ο ρυθμός! Πήρα το ποίημα, το έβαλα στην τσέπη μου και έφυγα. Βγήκα έξω κλαίγοντας…

4.ΑΝΟΙΞΕ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ

Τον μεταφέρανε στο κελί του αργά τη νύχτα. Πέρασε το βράδυ του χτυπώντας σαν τρελός τον τοίχο. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό κελί.

-Ρε φίλε, δεν σταματάς για λίγο να βαράς;

-Ποιος είσαι εσύ;

-Με λένε Αλέξη και είμαι αυτός που δεν τον άφησες να κοιμηθεί όλο το βράδυ!

-Ω, συγνώμη ρε φίλε. Εμένα με λένε Θοδωρή. Πόσο καιρό είσαι εδώ;

-Πολύ, αλλά σε λίγο καιρό θα βγω…

Κι έτσι γεννήθηκε μια δυνατή φιλία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αν και ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, αν και δεν είχε δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν εκείνος ο υγρός τοίχος που χώριζε τα βρωμερά κελιά τους. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι μέρες του Θοδωρή περνούσαν ευχάριστα χάρη στον Αλέξη. Κι αυτό γιατί ο Αλέξης ήταν πολύ ανοιχτός τύπος. Του μιλούσε όλη μέρα και όλη νύχτα. Του διηγούνταν για τα αμέτρητα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο, τα θαυμαστά μέρη που είχε επισκεφθεί, τις μεγάλες προσωπικότητες που είχε γνωρίσει, τις γυναίκες που είχε ερωτευτεί, τις χρυσές δουλειές που είχε κάνει βγάζοντας λεφτά με το τσουβάλι. Και ο Θοδωρής άκουγε κατάπληκτος και αισθανόταν τυχερός που έτυχε να γνωρίσει έναν άνθρωπο τόσο σημαντικό. Και οι μέρες περνούσαν…

-Ρε συ Αλέξη. Το κελί σου έχει παράθυρο;

-Βέβαια, το δικό σου δεν έχει;

-Όχι.

-Κρίμα, γιατί το κελί μου έχει υπέροχη θέα! Μακάρι να μπορούσες να δεις κι εσύ.

-Σε παρακαλώ, μπορείς να μου πεις τι βλέπεις; Σε παρακαλώ!

-Με μεγάλη μου χαρά! Από το παράθυρό μου λοιπόν μπορώ να δω ένα σωρό φανταστικά πράγματα. Στο βάθος βλέπω καταπράσινα βουνά, που τις κορυφές τους τις κρύβουν σύννεφα. Και όταν δύει ο ήλιος, παίρνουν ένα χρώμα σαν τη φωτιά.

Σταμάτησε.

-Πες μου κι άλλα Αλέξη! Πες μου κι άλλα!

-Πολύ καλά λοιπόν, συνεχίζω. Βλέπω και μια λίμνη, με βαθιά μπλε, ήσυχα νερά. Και πάνω στα νερά της υπάρχουν εκατοντάδες πολύχρωμα πουλιά. Και κάθε πρωί ηλικιωμένοι ψαράδες με γραφικές βαρκούλες απλώνουν τα δίχτυα τους.

-Πρέπει να είναι πολύ όμορφα!

Ακούστηκε ένα αμυδρό γελάκι.

-Ναι, είναι. Και δε σου έχω πει ακόμη για το πάρκο. Υπάρχει ένα πάρκο μπροστά στη φυλακή.

Η φωνή του τώρα είναι ψιθυριστή.

-Κι είναι γεμάτο μικρά παιδάκια που παίζουν ό,τι παιχνίδι μπορείς να φανταστείς. Οι μάνες κάθονται και τα επιβλέπουν συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους. Και όταν βραδιάσει, το πάρκο γεμίζει ζευγαράκια  που κάνουν βόλτα στις όχθες τις λίμνης.

Και όλο το βράδυ περιμένω να ξημερώσει για να απολαύσω την πρωινή ομίχλη που κάθεται πάνω στο νερό.

Σταμάτησε απότομα και έβηξε τόσο δυνατά που παραλίγο να γκρεμιστεί ο τοίχος.

-Κουράστηκα, είπε. Θα συνεχίσουμε αύριο.

Και ο Θοδωρής κοιμήθηκε. Και είδε υπέροχα όνειρα, είδε όλα αυτά που του διηγήθηκε ο Αλέξης…

Κι ενώ κοιμόταν, ξημέρωνε η μέρα που θα έπαιρνε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής του.

-Αλέξη… Ξύπνησες; Γιατί δεν απαντάς;

Όμως, όσο κι αν φώναζε, δεν έπαιρνε απάντηση. Κάποια στιγμή πέρασε μπροστά από το κελί του ο φύλακας. Ρώτησε για το φίλο του.

-Αα, δεν κατάλαβες τίποτα; Πέθανε το πρεζόνι χθες βράδυ. Είχε καρκίνο, είπαν.

Προσπάθησε να φωνάξει αλλα το λόγια βγήκαν ψιθυριστά.

-Πόσο χρονών ήταν;

-Γύρω στα είκοσι. Α, και να μην ξεχάσω, η τελευταία του επιθυμία ήταν να σε μεταφέρουμε στο δικό του κελί. Σε μια ώρα μεταφέρεσαι.

Ήρθαν να τον πάρουνε. Τουλάχιστον τώρα θα ήταν καλύτερα με το παράθυρο. Τον οδήγησαν στο νέο του σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα μια κραυγή αντήχησε σε όλη τη φυλακή.

-ΨΕΥΤΗΗΗΗ!!! Άθλιε ψεύτη! Καταραμένος να’σαι!

Και πεσμένος όπως ήταν στο πάτωμα, με δάκρυα να κυλάνε στα βρώμικα μάγουλά του, ψιθύρισε:

-Απαίσιε αισιόδοξε παραμυθά…

Δεν υπήρχε παράθυρο…

Θοδωρής

GG ALLIN: «Ζήσε Γρήγορα Ψόφα»

Ο Jesus Christ Allin γεννήθηκε, στις 29 Αυγούστου του 1956 στο  Lancaster, New Hampshire της Αμερικής. Είχε και έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Merle Allin (junior) ο οποίος μικρός τον αποκαλούσε GG επειδή το Jesus του ‘πεφτε λιγάκι δύσκολο. Ο πατέρας του ήταν ένας αντικοινωνικός, θεοσεβούμενος, σκατάνθρωπος, τρελός και ακραία βίαιος προς την οικογένεια του. Η μάνα του GG, πριν πάει στο σχολείο, άλλαξε το όνομα του σε Kevin Michael Allin για να έχει μια πιο φυσιολογική ζωή πράγμα που δεν κατάφερε αφού το κακό είχε ήδη ξεκινήσει. Από μικρός η συμπεριφορά του ήταν αρκετά ιδιαίτερη. Λόγου χάρη ντυνόταν με τα ρούχα της μάνας του και πήγαινε σχολείο. Σύντομα στράφηκε στο “Punk Rock”.

Το ντεμπούτο του πιο ακραίου τροβαδούρου στην ιστορία, ήταν με τους Jabbers το 1980 και το album “Always Was, Is and Always Shall Be” με τραγούδια όπως “Assface”, “One Man Army” και “Bored to Death” και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πιασάρικο punk album. Με τον καιρό, άρχισε να αλλάζει η σκηνική του παρουσία, που γινόταν όλο και πιο απρόβλεπτη, ενώ τα ναρκωτικά είχαν ήδη μπει στη ζωή του. Τελικά οι Jabbers διαλύθηκαν. Ο GG Allin συνέχισε ως frontman με άλλα συγκροτήματα… “The Scumfucs”, “The Texas Nazis”, “Murder Junkies” κλπ. Επίσης κυκλοφόρησε και ένα εξαιρετικό country album, το “Carnival Of Excess” με τους “Criminal Quartet”. Περιέχει μερικά γαμάτα τραγούδια όπως το “Carmelita” του Warren Zevon, “Fuck Authority” και “Son of Evil”.  Το 1986 γεννήθηκε η κόρη του.

Στα μέσα της δεκαετίας του 80 οι καταχρήσεις ξέφυγαν από κάθε όριο και η συμπεριφορά του γινόταν ολοένα και πιο κτηνώδης.  Στις επεισοδιακές συναυλίες του έδινε καφρορεσιτάλ! Έμενε ολόγυμνος στη σκηνή, έχεζε, πασαλειβόταν με σκατά, τα πετούσε στο κοινό με το οποίο έπαιζε ξύλο συνεχώς, αυτοτραυματιζόταν με διάφορα αντικείμενα και άλλα τέτοια. Οι «σατανάδες» του Black Metal που σόκαραν κάποτε τον κόσμο με τα σφαγμένα πρόβατα και τα μαχαίρια, θα έτρεχαν να κρυφτούν για να μη τους πετύχει καμιά κουράδα. Για τα κατορθώματα του είχε συλληφθεί δεκάδες φορές. Το 1989 είχε καταδικαστεί για μια περίεργη περίπτωση σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης.

Σε μια solo εμφάνιση του στο New York University έδωσε μια παράσταση που οι λιγοστοί θεατές δεν θα ξεχάσουν εύκολα… φορώντας μονάχα τις μπότες του και ένα κολάρο σκύλου, καθάρισε μια μπανάνα και αφού την έβαλε στον κώλο του, την πέταξε στο κοινό ρωτώντας το αν πεινάει. Διώχθηκε αμέσως μετά από ένστολους. Μάλλον δεν πεινούσανε.

Στις εμφανίσεις του σε εκπομπές της τηλεόρασης (Jerry Springer, Jane Whitney…) δεχόταν την έντονη αποδοκιμασία του κοινού με τις «εκκεντρικές» θεωρίες του. Ο GG Allin βρισκόταν σε ένα συνεχή πόλεμο. Ένας σταυροφόρος καφρίλας που ήθελε να κάνει το rock n roll ξανά επικίνδυνο… 

Είχε αρκετά (περίεργα) τατουάζ στο σώμα του. Ο Merle λέει ότι η διαφορά των δικών του τατουάζ είναι ότι εκείνος πλήρωνε για αυτά, ενώ του GG του αρκούσε μια βελόνα και λίγο μελάνι. Χαρακτηριστικό το «LIVE FAST DIE»

Η αποστολή του σε αυτόν τον κόσμο τελείωσε στις 28 Ιουνίου του 1993 στη Νέα Υόρκη από υπερβολική δόση, μετά από μια επεισοδιακή συναυλία στο Gus station, όπου οι οπαδοί του βγήκαν στο δρόμο και έγινε της πουτάνας. 

Το documentary «Hated: GG Allin and The Murder Junkies” έχει αρκετό ενδιαφέρον. Περιέχει συνεντεύξεις από τον GG Allin, τον αδερφό του, πρώην συνεργάτες όπως τον Dee Dee Ramone, τον γυμνό drummer, αποσπάσματα από live εμφανίσεις απείρου κάλους καθώς και σκηνές από την κηδεία του. Αρκετά «όμορφα» video υπάρχουν επίσης στο youtube για όποιον ενδιαφέρεται. 

Ο GG Allin ήταν τα άκρα. Η προσωποποίηση της αρρώστιας και της σήψης του κόσμου όπου έζησε. Το δημιούργημα μιας κοινωνίας που ζει μέσα στο ψέμα και στον καθωσπρεπισμό. Πέθανε και έγινε άλλος ένας underground μάρτυρας του τρου Rock ‘n’ Roll…

 

Horror Movies… Η πιο ζεστή συντροφιά. Όταν το σκατό χαϊδεύει το σώβρακο…

Κατά συρροή δολοφόνοι, μανιακοί, τέρατα από άλλους πλανήτες, σχιστομάτικα φαντάσματα, γιγάντια μυρμήγκια, λυκάνθρωποι, βρικόλακες, σατανιστές, δαιμονισμένοι, μωρά δολοφόνοι… με δύο λόγια… ταινίες τρόμου! Κλειδώνεις την πόρτα, κλείνεις τα φώτα και διαλέγεις την πιο ασφαλή θέση. Αν είναι και χέσιμο η ταινία να εύχεσαι να μην χρειαστεί να πας στην τουαλέτα. Ο δολοφόνος μπορεί να είναι μέσα στην ντουζιέρα ή να τον αντικρίσεις στον καθρέφτη και να πάθεις καρδιακό επεισόδιο (αν είναι και ο Candyman τότε είναι που τη γάμησες). Καλά, αν θες να πας και στην κουζίνα τότε ας το καλύτερα. Μπορεί να βρεθείς με όλα τα μαχαιροπίρουνα καρφωμένα πάνω σου ή να βρουν το κεφάλι σου στο ψυγείο.

Είτε βρίσκεσαι σε πόλη είτε σε επαρχία, κινδυνεύεις το ίδιο. Ο Jason μπορεί να σκορπίσει τον θάνατο από μια κατασκήνωση, μέχρι στο Manhattan ή ακόμα και στο διάστημα! Το θέμα είναι, θα πας από την μαχαίρα του Jason ή από τα ζόμπι που στο “Κακό” έτρωγαν τους Αθηναίους?

Ακόμα και ο ύπνος έγινε επικίνδυνος όταν έχεις να κάνεις με τον Freddy. Ποιος δεν τρόμαξε όταν πρωτοείδε τον «εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες»? Θυμάμαι τον νεαρό Johnny Depp να τον καταπίνει το κρεβάτι του και έναν πίδακα αίματος να εκτοξεύεται στο ταβάνι! Ίδια μοίρα είχε και ο Kevin Bacon στο πρώτο “Παρασκευή και13” που βρήκε τραγικό θάνατο στο κρεβάτι του, από ένα μαχαίρι που τον διαπέρασε! Δεν το κρατούσε πάντως ο Jason… αν το ήξερε η Drew Barrymore στο “Scream” θα είχε γλιτώσει τον γκόμενο της από το ξεκοίλιασμα! Η τελευταία, ήταν η πρώτη “τρομακτική ταινία” που είδα στον κινηματογράφο.

Ήμουν δώδεκα χρονών και από τότε εθίστηκα άσχημα. Πήγαινα στο video club και νοίκιαζα αποκλειστικά ταινίες τρόμου. Διακόσες δραχμές η κασέτα για τρεις μέρες. Τρέλα!!! Τώρα δύο ευρώ για μία. Είχα δει φοβερές ταινίες όπως “Το Ξύπνημα Των Θρύλων”, “Ginger Snaps”, “Εξορκιστής”, “Hell Of The Living Dead” και αμέτρητες άλλες παλιές και πιο καινούριες.

Με την εξάπλωση του internet, ανοίχτηκαν άλλοι ορίζοντες. Εκεί που περίμενες μια ταινία στον κινηματογράφο ή σε κασέτα στο video club, την κατεβάζεις αμέσως και την βλέπεις ή την παίρνεις από τον “my friend” από την Σενεγάλη. Η συγκίνηση του κινηματογράφου όμως δεν συγκρίνεται (ούτε το ψάξιμο στα ράφια των video club).

Συγκίνηση προκαλεί και η αντίδραση της πλειοψηφίας του θηλυκού πληθυσμού. Το καλοκαίρι είδαμε με μια φίλη το “The Strangers” ή στα Ελληνικά “Κλείδωσες?”. Ήταν και η κοπέλα μου μαζί, αλλά πέρασε την περισσότερη ώρα έξω, και την υπόλοιπη στην αγκαλιά μου με κλειστά τα μάτια και τα αυτιά. Είχα καιρό να δω τόσο καλή ταινία. Αν δεν την έχετε δει, μην χάνετε χρόνο! Θυμάμαι επίσης το “The Texas Chainsaw Massacre”, το remake. Ήταν αρκετά καλό. Τα ουρλιαχτά στην αίθουσα ήταν αρκετά για να σε κουφάνουν. Μες την αρρώστια ξεχώριζε το ιδρωμένο κορμί της Jessica Biel από το “Seven Heaven”. Πολύ καλό ήταν και το “The Texas Chainsaw Massacre: The Beginning” που είχε αρκετή καφρίλα και εξηγούσε πως και γιατί ξεκίνησαν να σφάζουν. Τον πρώτο “σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι” (1974) του Hooper, όταν τον είδα σε κασέτα για πρώτη φορά, έμεινα μαλάκας από το ποσοστό αρρώστιας της ταινίας! Ήταν μεγάλη καφρίλα. Μια οικογένεια μες την παράνοια και ένα κτήνος με δερμάτινη μάσκα (Leatherface) και αμφιλεγόμενα γρυλίσματα!

Ο Tobe Hooper λίγα χρόνια αργότερα μας προσέφερε ένα ακόμα αριστούργημα, το “Eaten Alive” (1977). Ο Hooper κινείται στα ίδια αιματηρά μονοπάτια με τον σχιζοφρενή με το πριόνι. Εδώ δολοφόνος είναι ένας περίεργος ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, που έχει για φίλο έναν αχόρταγο κροκόδειλο!

Οι ταινίες τρόμου, είτε τις βλέπετε στον υπολογιστή, είτε στον κινηματογράφο, είτε σε dvd ή όπου αλλού, προσφέρουν ένα μοναδικό συναίσθημα ζεστασιάς που δεν θα το βρείτε αλλού. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος με τα καλά του και τα στραβά του, που μας περιμένει να τον εξερευνήσουμε σαν μικρά παιδιά. Από τις νοσταλγικές ταινίες της Hammer, μέχρι τα σύγχρονα remake του “Dracula”. Από τον Hooper και τον “Leatherface”, μέχρι την οικογένεια του Rob Zombie στο “The Devil’s Rejects”. Από το αλλόκοτο “The Blair witch project”, μέχρι το χεσμεντέ “Rec”… ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ευτυχώς έχω και πατζούρια!  Καλό χέσιμο!

Γιώργος Μικάλεφ

*από το πρώτο τεύχος του περιδικού Το Κόλο

Τουαλέτας ανάγνωσμα

Με αφορμή το πρώτο (κι ελπίζω όχι τελευταίο) περιοδικό του κώλου, θα ΄θελα να πω δυο κουβέντες για την παγκόσμια κοινωνία που μας πηδάει τον κώλο.

Δεν πιστεύω πως ανήκω σε συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων γιατί ομάδα = κοπάδι, άρα   νεκρό μυαλό. Δεν φέρομαι όπως οι «νορμάλ» άνθρωποι γιατί αυτοί δεν αφήνουν το μυαλό τους ελεύθερο να σκεφτεί. Το καταπιέζουν στις μίζερες τυποποιημένες σκέψεις του τύπου: «Τι κραγιόν ταιριάζει καλύτερα με το στριγκάκι μου;» ή «Δεν φοράω διαφορετικό σουτιέν και κυλότα γιατί  θα του πέσει και δεν θα γαμηθώ απόψε». Κορίτσι μου, νομίζεις ότι θα νοιαστεί; Ούτε καν θα το δει. Η καύλα τυφλώνει. Τι ηλίθιες γυναίκες βγάζει η γενιά μου; Απ’ το ’85 και μετά τις πήρε ο διάολος όλες!

Το πρωί στόλιζα το δέντρο της γιαγιάς μου και ειλικρινά χέστηκα πως θα σχολιαστεί από μερικούς αυτό. Κοίταγα κάθε στολίδι ξεχωριστά και λαχταρούσα να το κρεμάσω στο δέντρο. Εδώ και 23 χρόνια αυτά τα ίδια γυάλινα στολίδια βλέπω και στη φαντασία μου έχουν ονόματα όπως  Διαστημόπλοιο, Κόκκινο Μάτι, Αερόστατο, Παντελόνι του Οβελίξ, Φρέσκια Σαντιγύ και Σταφύλι! Δηλαδή είναι έγκλημα που αφήνω το μυαλό μου ελεύθερο; Πρέπει μόνο να σκέφτομαι τη γόβα που θα βάλω και την κλίση που πρέπει να ‘χει η μπούκλα;;

Είμαι μια μέση ελληνίδα, ούτε ανορεξική με εμμονές ούτε χοντρή με ελιές στη μύτη. Ούτε παραμορφωμένη. Δεν με ενοχλούν ούτε οι χοντρές, ούτε οι παραμορφωμένες ούτε οι ανορεξικές. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Δεν τα βάζω με τα μοντέλα. Τα βάζω με την ψεύτικη, την υποκουλτούρα του νεοέλληνα που «αμερικανίζει» από τη γέννησή του.

Ό,τι πίπες του πλασάρει το Χόλιγουντ, τις παίρνει. Δεν σκέφτεται τι του ταιριάζει ή τι όχι, αρκεί να μπει στην ομάδα, το κοπάδι, την μάζα. Να είναι αποδεκτός στο σύνολο της κοινωνίας. Γι’ αυτό σφάζουμε τα μαύρα πρόβατα; Επειδή δεν ταιριάζουν στο σύνολο; Τα πάντα κρίνονται με βάση τη χεσμένη, νέα κουλτούρα μας. Σα βόθρος βρωμάει, κι αντί να κλείσουμε τις μύτες μας, κάνουμε εισπνοές σαν ασθματικά μογγολάκια. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στη βρώμα, που ο καθαρός αέρας μας ξενίζει. Δεν θέλουμε πια καθαρό οξυγόνο, μας αρκεί η ανακύκλωση του αέρα που κάνει το air-conditioning και δεν ανοίγουμε το παράθυρο. Είμαι υπέρ της εξέλιξης σε όλους τους τομείς. Νομίζω είναι περιττό να εξηγήσω τι στο διάολο εννοώ. Εσείς που διαβάζετε το κείμενο, καταλαβαίνετε.

Λοιπόν να πάει να γαμηθεί η ψόφια κοινωνία που τρώει τα σπλάχνα   της- εμάς. Έχω ακούσει πολλά σχόλια για πάρτι μου. Ότι δεν έχω διπλωματία, φέρομαι σαν νταλικέρης , ότι είμαι άθεη κ.α. Το κορυφαίο ήταν πριν 3-4 χρόνια όπου ένα μουνόπανο από την Καστανιά μου είπε: «Ποιος σε γαμάει εσένα, εσύ είσαι μεταλού.» Συγνώμη ρε φίλε που είπα τη γνώμη μου για την μπουρδελο-καφετέρια που ήθελες να πας με τον αδερφό μου. Το πουλί σου θα βγάλει ράμφος και θα σου φάει τα μπαλάκια.

Το είδος μουσικής που ο καθένας ακούει καθορίζει και την πάστα του. Άλλο ένα κλισέ. Οι μεταλάδες  είναι άθεοι, σατανιστές, κλέφτες, βρωμάνε ιδρωτίλας από τα δέκα μέτρα και είναι όλοι μαστούρια. Σας θυμίζει κάτι;

Ξέρω πολλούς κυριλάτους με BMW και κουστουμιές, που βαράνε τις γυναίκες τους, σνιφάρουν κόκα με τη σέσουλα, πουλάνε ναρκωτικά, είναι νταβατζήδες και θέλουν να έχουν άποψη για τα κοινά. Τέτοιους τύπους υποθάλπει η κουλτούρα μας, και σκάβει το λάκκο όποιου/ας τολμήσει να σκεφτεί διαφορετικά κι έχει τ’ αρχίδια να το κάνει.

Μ’ έχουν κοροϊδέψει στη δουλειά για το ντύσιμό μου. Μ’ έχουν πει λέτσο γιατί δεν γυρνάω με τα ψηλοτάκουνα και δεν παστώνομαι με το κιλό. Είμαι θηλυκό, όχι καραγκιόζης. Βάφομαι αλλά δεν παστώνομαι. Δεν έχω κάτι να κρύψω. Φοράω ό,τι με κάνει να νοιώθω άνετα και με βολεύει. Με χλεύασαν οι 13χρονοι μαθητές μου γιατί φορούσα κόκκινα All Star παπούτσια. Πάλι καλά που δεν ήταν πράσινα για να με σύρουν στο τμήμα.

Τι πρότυπα περνάνε στα παιδιά σας; το σκέφτεστε ποτέ σοβαρά ή αποφεύγετε να το κάνετε μόλις το μυαλό σας φτάσει στα δύσκολα σημεία; Σίγουρα η χαριτωμένη σειρά που παρακολουθείτε  παράγει την ιδανική εικόνα που ρουφάει το παιδί σας σα σφουγγάρι; Τι διαβάζει η κόρη σου πριν κοιμηθεί; Σκουπίδια όπως το Cosmopolitan με την ιστορική απορία αναγνώστριας: « Του κρέμονται τ΄ αρχίδια και δεν μπορώ να τα βλέπω. Ενοχλούν την αισθητική μου.» Όταν σου κρεμάσουν τα βυζιά θα τα λες αυτά; Τι βλέπει στο μαγικό κουτί; Sex and the City! Η σειρά που κατέστρεψε τη ζωή εκατοντάδων γυναικών.

Η πλύση εγκεφάλου γίνεται από μέσα στα οποία οι μάζες έχουν άμεση πρόσβαση: περιοδικά, TV, internet, βιβλία. Παντού κοροϊδεύουν τη σκέψη μου, νοιώθω σαν άπειροι κώλοι να κλάνουν μέσα στο μυαλό μου. Τα στόματά τους είναι οι κωλοτρυπίδες και τα «σοφά» λόγια τους, οι κλανιές. Ανοίγω τ΄ αυτιά μου για να φύγει η μπόχα.

Είστε σίγουροι ότι έχετε γιο; Μήπως διαβάζει το καθαρά αντρικό περιοδικό Men’s Health και βάζει την κρέμα ημέρας μόλις ξυπνήσει; Το έθνος των metro-sexual είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό! Απορείς κύριε γιατί στα φόρεσε η σύζυγος με τον αλβανό επιστάτη; Αυτός δεν μπερδεύει την κρέμα του με τη δικιά της κι ούτε φοράει το παντελόνι με το φερμουάρ στον κώλο! Αυτός δεν βγάζει τα φρύδια του και δεν κάνει μανικιούρ. Ξέρει καλά τι είναι και δεν θέλει να γίνει κάτι άλλο.

Τα αγοράκια που μεγαλώνουν με επικίνδυνες γιαγιάδες-νταντάδες, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν σημάδια gay συμπεριφοράς κατά τα πρώτα 9 τους χρόνια. Από εκεί και μετά η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη: Συγγρού, βίζιτες πολυτελείας, θέση σε πάνελ. Από εκεί ξεκινούν να αποτελούν και πρότυπο. Εύγε Ελλάς με τα σωστά πρότυπα που περνάς! Να φανταστείς, το γιο μου φέτος θα τον ντύσω χαρωπή τηλεπαρουσιάστρια στις απόκριες! Καλέ, θα το κάψουμε και φέτος!

Όταν το 12χρονο συμβουλεύει: «Μην βάζεις το κινητό στην τσέπη, θα μείνεις άσφαιρος!» καταλαβαίνεις ότι στα 23 σου είσαι απλά ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ. Ο μπαμπάς πρέπει να νοιώθει περήφανος για την πανέξυπνη κόρη του που ξέρει πόσες σφαίρες μπορεί να παράγει ένας συνομήλικος, αλλά δεν καταλαβαίνει τον past continuous.

Η ιδανική σας κοινωνία σάπισε εδώ και χρόνια, μόνο που τώρα αρχίζει να μυρίζει λίγο πιο έντονα. Όποιος δεν έχει μανταλάκι στη μύτη ακούει τη βρώμα. Δε μπορεί να σταματήσει τη σήψη και τη μπόχα, μπορεί όμως να σταματήσει να την εισπνέει και να αφήσει τον καθαρό αέρα να μπει στα πνευμόνια του. Ευτυχώς που  μερικά σκατά επιπλέουν κι ανασαίνουν λίγο καθαρό αέρα κι ας τα περιβάλει το βοθρόνερο! Είδατε γιατί μόνο λίγοι κουτσούλοι επιπλέουν στη χέστρα; Γιατί λίγοι είναι αυτοί που θέλουν να το κάνουν! Σας εύχομαι ένα καλό, ξαλαφρωτικό χέσιμο! Θα τα ξαναπούμε…

Ελένη

*από το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας

ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ = ????

Τι είναι προτιμότερο; Να υποκύψεις σε έναν πειρασμό ο οποίος σε δελεάζει,  που θα σου δώσει απόλαυση αλλά μετά είσαι υποχρεωμένος να υποστείς τις συνέπειες , ή να μείνει αμερόληπτος μπροστά του;

Άραγε ήρωας θα θεωρηθείς εάν υποκύψεις αλλά υποστείς τις συνέπειες ή αν αντισταθείς στον πειρασμό; Οι πειρασμοί συνήθως δεν είναι για καλό. Τις περισσότερες φορές σου προσφέρουν ηδονή. Είτε σωματική, είτε ψυχική… πολλές φορές και τα δύο! Όμως είσαι αρκετά δυνατός για να αντισταθείς, ή είσαι αρκετά δυνατός για τις συνέπειες; Κατά τη γνώμη μου ο πειρασμός δε θεωρείται πειρασμός αν δεν έχει συνέπειες.

Το λεξικό έχει ακριβώς αυτή την εξήγηση για τον «πειρασμό»:

Πειρασμός, ο. (Ους.). Παρακίνηση σε αμαρτία, επιθυμία για κάτι κακό, το αντικείμενο που προκαλεί την επιθυμία, που παρακινεί σε αμαρτία, αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους διαρκώς, ο σατανάς.

Ετυμολογία: πειράζω

Συνώνυμα: σκανδαλισμός, κόλασμα, δαίμονας, διάβολος…

Δηλαδή ο πειρασμός είναι ο διάβολος με τη μορφή του συναισθήματος της επιθυμίας που οδηγεί στον πειρασμό ή ο πειρασμός είναι ο διάβολος ο ίδιος; Δηλαδή όταν υποκύπτουμε σε έναν πειρασμό, σημαίνει πως υποκύπτουμε σε μια μάχη ανάμεσα στον εαυτό μας και το διάβολο (= πειρασμός);

Η γνωστή σε όλους μας Κυριακή Προσευχή (Πάτερ Ημών) λέει: και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν. Που σημαίνει: και μη μας αφήσεις να πέσουμε σε πειρασμό. Άραγε το σατανά εννοεί; Η Εύα δελεάστηκε από το μήλο (πειρασμός) που είχε δημιουργήσει ο σατανάς με μόνο σκοπό να τους καταστρέψει.

Δηλαδή και στην καθημερινή μας ζωή αυτό συμβαίνει;; ο σατανάς μας δελεάζει με σκοπό να μας καταστρέψει; Και ο Θεός γιατί αφήνει να υπάρχουν οι πειρασμοί; Το κάνει για να μας δοκιμάσει αν αντέχουμε; Αν αντιστεκόμαστε; Αν μπορούμε να μην υποκύψουμε; Είναι εύκολο ή δύσκολο να δοθεί η απάντηση; Εν τέλει τι στο διάολο είναι ο πειρασμός;;;;;;

Κατερίνα

DEADLY CATTLE

Not long ago, in a village called Kanalia, there lived a family deeply devoted to their old ways that everyone thought they were amiss. The couple had a retarded son, Jeremy, and a weird daughter, Silvia. As for the parents, John was bright enough for a 12th century man, and his wife Georgia suffered from depression after the birth of her son. But in an old-fashioned village that this, everybody called her slow or stupid.

The family lived away from the other villagers, close to the fields called Kambos. That was the place were all the villagers had some land to farm or had some cattle. The weirdoes had both. John had to work hard to crop vegetables, wheat and gather fruits from the trees. His wife stayed mainly at home to take care of the household. Silvia used to help both at home and on the fields. Jeremy had to take care of the cattle – an old goat, a ram and his father’s pride and joy, a cow. This poor animal produced milk for them but was forced to carry the wagon around the village so the family could do their shopping.

But the cow had another story to tell, something that no villager could ever suspect or imagine. That retard, Jeremy constantly raped her because he simply never had a chance to do the job right. And between wanking and sucking he chose fucking the cow.  The problem was the cow’s lover, the ram. He could not stand that bastard boning his lady and he also knew that Silvia had feelings for him. She was always willing to help him around and used to hug him and kiss him every morning.

One day, while Jeremy was trying to hump the cow, Silvia entered the stable. She was absolutely freaked!! She could actually see her brother’s hard willy anticipating to enter the holly hole and the cow mooing desperately for help. The retard tried to explain the situation and reached out to grab his sister’s arm, but Silvia filled with disgust ran out of the stable. She ran out of breath into their house and called her mother. Georgia rushed downstairs and almost broke her leg going down the stairs.

Silvia told her mum what was going on in the stable and they both went for the rescue of the cow. When they approached the stable, the women froze. Out of the stable, next to the window, stood John, who was looking into the building and masturbating wildly.

While all these things were happening, the ram decided he couldn’t take it any more! His horns had grown bigger all this time. Just like a battling ram, he rolled from the back of the stable and hit Jeremy’s butt with his nasty and horny horns!!! The pain Jeremy experienced was beyond anyone’s imagination, because a few seconds after the first attack, another came. The desperate cow turned around and stabbed the retard with her horn. Unfortunately she got him in his bottom and her “weapon” remained stuck in the horny bastard’s arse. The rest of the family was shocked to watch this scene and rushed to help their relative. John managed to take control of his dick and joined the others.

Yet, they weren’t fast enough, because as they invaded the place they witnessed another shocking sight: the ram, which had gone completely insane, was jumping on Jeremy and headed him everywhere. Eventually, the cow’s horn was out of that awful part of Jeremy’s body, but the ram had just not finished his task. Before the surprised family, he neared Jeremy and with an extremely fast bite, he cut off Jeremy’s penis.

That awful bestial screamed his head out but there was no mercy for him. His parents went close to him and tried to stop the bleeding with every means available. Silvia set off to the village for help. All of a sudden, while John and Georgia were trying to help, the goat went mad and attacked John. She couldn’t stand the fact that the cow had reacted against her rapist and she had done nothing to stop being raped every other day. Georgia got what was going on behind her back so she joined forces and finished her husband off with some help of her rival.  She simply grabbed a reaphook and castrated John. “You had enough dick for her, but you couldn’t fuck me? Is it because I gave birth to a miserable creature like your son?” Georgia shouted. John replied in agony “I wish I didn’t but I could never hump the cow, she was Jeremy’s lover. You are not as fresh as they are”. Those words were his last. Silvia, who had entered the stable before, tossed a spade and decapitated that beast known as her father.

A few minutes later some curious villagers arrived, not sure yet if that weirdo had told them the truth. They had seen none of the horrible scenes that had taken place before. All they witnessed was Jeremy bleeding badly, Georgia weeping above her dead husband and wounded son, and Silvia frozen, starring at the scene. From what they had known they concluded that the father had attacked his son and that retard, trying to defend himself, had chopped his father’s head and balls. Nobody ever thought that the ram, the cow and the goat had started everything.

Right after John’s funeral, his son was taken to court and was convicted for murder. He was sentenced for 10 years but was going to be imprisoned in an asylum. Silvia was able to overcome the shock, left home and finally went to school at the age of 26. She got a job at a horse ranch and people claim she’s been crazy about a saddle horse. Her mother, who got even more depressed, set the cattle free, and left home to live in the wild. Some villagers say she lost it for good. Little by little, she convinced herself she was a hen and left her house to live on a tree. The strangest thing is that her cow, her ram and her goat never leave her side and protect her from strangers.

The end

NOTE:

This is a plea to every person who is about to read this story: if possible, stay away from Kanalia village and the area around it. The locals can still remember that freaky story and will be glad to narrate it to you and show you around the crime scene. You will find out that this is not a joke at all.

Ελένη

Η Χώρα Του ‘Ηλιου

Η χώρα του ήλιου είναι ακόμα μακριά
θα χρειαστεί να περάσουμε πολλά κύματα ακόμα
για να αράξουμε στο λιμάνι της

Τη χώρα του ήλιου ψάχναμε για χρόνια
και όμως δεν μπορέσαμε να τη βρούμε
κι έτσι γυρίσαμε πίσω λυπημένοι

Η χώρα του ήλιου δεν ήταν εκεί που ψάχναμε
λάθος πληροφορίες μας είχαν δώσει
είχαν ερμηνεύσει λάθος το χρησμό

Στη χώρα του ήλιου για να πας
πρέπει να έχεις ένα ιπτάμενο καράβι
μα εμείς δεν είχαμε

Στη χώρα του ήλιου θέλαμε πολύ να πάμε
γι’ αυτό κατασκευάσαμε το ιπτάμενο καράβι
και ξεκινήσαμε ξανά από την αρχή

Στη χώρα του ήλιου για να πάμε
περάσαμε όλοι μας βάσανα πολλά
η ευτυχία είναι δυσεύρετη

Με τη χώρα του ήλιου μοιάζουνε πολλές
μα είναι όλες ψεύτικες, ξεδιάντροπα
σου προσφέρουν δυστυχία και θάνατο

Στη χώρα του ήλιου φτάσαμε επιτέλους
και πήραμε λίγο από το φως του
και γίναμε θεοί

Θοδωρής

Ιός

Ο μικρός Κωστάκης ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άνοιξε την τηλεόραση. Η ώρα ήταν περίπου τρεις το πρωί, ξημερώματα Τρίτης. Δεν έβγαλε τα παπούτσια του ούτε τα ρούχα του. Αυτή η τηλεόραση δεν  είχε σταματήσει να δείχνει ειδήσεις από το πρωί της Δευτέρας. Σκατά βδομάδα άρχισε για όλους εκτός απ’ τους μαθητές, τουλάχιστον εν μέρει. Οι προσευχές του Κωστάκη απέδωσαν, κι όλα τα σχολεία και τα φροντιστήρια έκλεισαν. Σκέφτηκε πως θα παίζει με τους φίλους του όλη μέρα κι ίσως τελικά να πει στη Μαιρούλα ότι θέλει να παντρευτούν και να κάνουν έξι παιδιά. Την καημένη τη Μαιρούλα….

Ο θόρυβος απ’ το πλυντήριο κι ο βήχας της μαμάς του δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Ρε γαμώτο, τώρα βρήκε να πλύνει τα ρούχα; Αφού θα μοίραζαν καινούργια σε όλους, είπαν στις ειδήσεις. Κι επιτέλους, δεν βαρέθηκαν να μιλάνε για το ίδιο θέμα; Η νόσος, η νόσος, η νόσος…Τι σκατά σημαίνει νόσος; Ένα εφτάχρονο παιδί δεν καταλαβαίνει. Βέβαια η μαμά, όταν μπορούσε να μιλήσει καθαρά, του εξήγησε τα πάντα. Ήταν όμως ανάγκη να μην τον αφήσει να πάει στην αλάνα να συναντήσει τον Πάκη, το Λευτέρη και τους άλλους; Αφού υποσχέθηκε, θα φοράει μάσκα και γάντια. Σκέφτηκε πως αύριο θα έβγαινε κρυφά, όπως έκανε η Μαιρούλα σήμερα. Μετά όμως θυμήθηκε πως ο χοντρός άντρας με τα χακί ρούχα, τη μάσκα και το κράνος την είδε. Ο Κωστάκης τα είδε όλα από το παράθυρό του στον έκτο. Η Μαιρούλα του…

Πάντα ο Κωστάκης χάζευε απ’ το παράθυρο και παρατηρούσε τον κόσμο που πέρναγε απ’ την αλάνα. Αυτό το έκανε τις βροχερές μέρες που δεν μπορούσε να κατέβει και να παίξει με τον Πάκη, το Λευτέρη και τους άλλους. Κορόιδευε τους άμυαλους που δεν είχαν ομπρέλες και γινόταν λούτσα. Θαύμαζε όμως τους χρωματικούς συνδυασμούς που κάνουν περισσότερες από δύο ομπρέλες. Σήμερα όμως λόγω της απαγόρευσης της τρελής μάνας του έμεινε μέσα και κοίταγε κάτω. Αφού δε βρέχει σήμερα, γιατί τον κλείνουν μέσα; Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ήρθαν κάτι μεγάλα αυτοκίνητα κι έκλεισαν την αλάνα. Ήταν του στρατού. Από μέσα βγήκαν κύριοι με χακί στολές, κράνη, γάντια και αρβύλες. Ο Κωστάκης σκέφτηκε πως ήταν βαριές. Οι κύριοι κράταγαν κάτι όπλα, σαν αυτά που του αγόρασε η γιαγιά του απ’ το πανηγύρι. Αυτά όμως έμοιαζαν πιο μεταλλικά, πιο κακά. Γρήγορα έστησαν προβολείς  κι από έναν τηλεβόα φώναζαν οδηγίες στους μεγάλους. Τι μπούρδες για ιούς, θνησιμότητα, καραντίνα. Τι είναι αυτά; Η μαμά δε μπορούσε να εξηγήσει. Είχε χειροτερέψει με το κρύωμα και κάθονταν όλο μόνη. Μάλλον θα μείνω εδώ για πάντα, σκέφτηκε ο Κωστάκης.

Γύρω στις δύο πείνασε, έφτιαξε ένα τοστ κι άνοιξε την tv  για να δει το αγαπημένο του μεσημεριανό. Όμως είχε όλο ειδήσεις κι έλεγαν αυτά τα οποία άκουσε κι από τους στρατιώτες. Μέχρι τις πέντε περίμενε να δει κανένα καρτούν. Τίποτα. Ύστερα έκατσε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Οι κύριοι, που μέσω της tv έμαθε πως ήταν στρατιώτες, έκοβαν βόλτες και μπαινοέβγαιναν στις γύρω πολυκατοικίες. Τρεις μπούκαραν στην πολυκατοικία που έμεναν ο Πάκης κι η Μαιρούλα, κι άλλοι τρεις στη δική του. Ο Κωστάκης έτρεξε στην πόρτα και κάθησε δίπλα, κολλητά στον τοίχο, για να ακούει έξω. Σε λίγο άκουσε βήματα βαριά στο διάδρομο και χέρια να γυρνάνε πόμολα και να τσεκάρουν πόρτες. Ευτυχώς η δικιά τους ήταν κλειδωμένη. Πήγε να δει πως ήταν η μαμά. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, είχε σκεπαστεί ως το λαιμό, έτρεμε και ίδρωνε. Ο Κωστάκης της έδωσε νερό. Ήπιε λίγο και του έκανε νόημα να φύγει. Αυτός επέστρεψε με μια  μπουκάλα νερό και μια πετσέτα. Τα άφησε δίπλα της κι έφυγε.

Ως τις εφτά καμία αλλαγή. Άκουγε ειδήσεις από την τηλεόραση και κοίταγε έξω. Όλο το ιστορικό της νέας γρίπης άκουσε αλλά τίποτα για το πώς σταματά ή πως θα γίνουν οι άρρωστοι καλά. Αυτός ήξερε πως παίρνουμε φάρμακα, κάνουμε εμβόλια και είμαστε καλά μετά. Τι βλάκες οι μεγάλοι, μεγαλώνουν το πρόβλημα αντί να το λύνουν. Τι ανόητοι. Οι στρατιώτες κάθονταν στ’ αυτοκίνητα πιο χαλαροί και ξεκουράζονταν. Ο  Κωστάκης κοίταγε προς τον όροφο της Μαιρούλας και σκέφτονταν τι μπορεί να έκανε μόνη της κι αυτή. Τουλάχιστον αυτή είχε και τη ζωγραφική της, αυτός μόνο τη μπάλα. Η Μαιρούλα θα γινόταν τέλεια σύζυγος, θα έψηνε και κουλουράκια που θα μοίραζαν στα έξι παιδιά τους και μετά θα έβλεπαν όλοι μαζί ποδόσφαιρο. Αχ, αυτή η Μαιρούλα του…

Ήταν σχεδόν εννιά κι οι προβολείς άναψαν. Σαν το γήπεδο ήταν, σκέφτηκε. Μασούλαγε ένα μήλο όταν ξαφνικά είδε τη Μαιρούλα να πετάγεται έξω. Φόραγε ένα γαλάζιο φόρεμα που τόνιζε τα ξανθά μαλλάκια της. Που στο καλό πήγαινε; Φαινόταν φοβισμένη, δε φόραγε ούτε μάσκα, ούτε γάντια. Στην αρχή δεν την είδαν κι αυτή κινούνταν στις σκιές. Όμως η άκρη του φορέματος γυάλισε σε μια αχτίδα φωτός κι ο χοντρός στρατιώτης την είδε. Η Μαιρούλα έτρεξε πίσω από ένα φορτηγό κι ο χοντρός σημάδεψε όπως έκανε κι ο μπαμπάς στη σκοποβολή στο λούνα παρκ. Φάνηκε να πυροβολεί αλλά δεν ακούστηκε ήχος. Έτρεξαν κι άλλοι κοντά αλλά ο Κωστάκης δεν έβλεπε, ήταν μπροστά το φορτηγό. Κανείς δεν φάνηκε να βγαίνει, να δει τι κάνει η Μαιρούλα. Πρέπει να έμεινε σχεδόν τρεις ώρες εκεί να δει τι απέγινε η μέλλουσα γυναίκα του. Είδε μόνο μια σακούλα με φερμουάρ να τη φορτώνουν σε μια καρότσα. Έπειτα από λίγο έβγαλαν και κάτι άλλες  μέσα από πολυκατοικίες, κι όπως είδε κι απ’ τη δικιά του. Δεν καταλάβαινε. Κάθισε να δει ειδήσεις. Ξάπλωσε. Η μάνα του έβηχε τόσο δυνατά που νόμιζες ότι θα έσκαγε κι αυτό το πλυντήριο τη συναγωνίζονταν. Ο Κωστάκης κοιμήθηκε με τα ρούχα. Το πρωί δεν άκουσε βήχα αλλά τα ρούχα ήταν ακόμα στο πλυντήριο. Δεν πήγε να δει τη μάνα του. Περίμενε όλη μέρα στο παράθυρο για να δει τη Μαιρούλα. Το ίδιο έκανε για μέρες. Το Σάββατο, ενώ καθόταν στο παράθυρο, άκουσε την πόρτα να σπάει με θόρυβο. Στρατιώτες μπήκαν μέσα κι έβγαλαν τη μαμά μέσα σε σακούλα. Αυτή μύριζε; Ένας στρατιώτης τον πλησίασε ενώ τον σημάδευε. «Είδα τη Μαιρούλα» του είπε ο Κωστάκης.

Κάτω στην είσοδο ο λοχίας έδωσε αναφορά στον ανώτερό του «Τελικά δύο τα πτώματα στον έκτο». «Συνεχίστε τις εφόδους», του απάντησε.

Ελένη

*πρωτοδημοσιεύτικε στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού «το κόλο»

Ανθολόγιο

Εχτές το βράδυ πήγαμε νυχτερινή βαρκάδα
Κι ο πούτσος μου σηκώθηκε πασχαλινή λαμπάδα
Κι εσύ όλο τον έπιανες, τον έτριβες με χάρη
Και μαλακία τράβαγε ακόμα κι ένα ψάρι

Τι να ΄μουνα, τι να ΄μουνα
Μια πέτρα στην αυλή σου
Να κατουράς απάνω μου
Να βλέπω το μουνί σου

Του Θρασύβουλου η ψώλα έχει γεύση κόκα κόλα
Η δικιά σου όμως έχει γεύση fanta
Θα γαμιόμαστε για πάντα

40 έπαιρναν εσένα από την πλώρη
και άλλα τόσα έκανες τσιμπούκια στο βαπόρι
με καπετάνιο, ναύαρχο ακόμα και με μούτσο
αγυάλιστο δεν άφηνες εσύ κανένα πούτσο!

3 χρονάκια απόμειναν για την ολυμπιάδα
και εγγραφές ξεκίνησαν σε όλη την Ελλάδα
Έτρεξες κι εσύ μα λυπημένη ήρθες
βλέπεις δεν διοργάνωναν πρωτάθλημα στις πίπες

Ελένη

*από το τεύχος το κολο #3

Οκάξα

Η μικρή Οκάξα σύρθηκε έξω από το φρεσκοσκασμένο τσόφλι του αυγού της. Κανένας δεν το κατάλαβε, γι’ αυτό κι η Οκάξα δυσκολεύτηκε πολύ στα πρώτα της βήματα. Στην αρχή ήταν τόσο μαλακή, σαν ένα μικρό πράσινο ζελεδάκι με τεράστια νυσταλέα, πράσινα μάτια. Όλοι οι άλλοι κοιμόνταν ακόμα όταν αυτή γεννήθηκε. Δε μπορούσε να περιμένει τα αδέρφια της, έπρεπε να φτάσει γρήγορα στην Έξω Χώρα. Εδώ και αιώνες, εκεί κατοικούσαν οι πρόγονοί της.

Μάζεψε όλη τη δύναμη που της έδιναν τα μωρουδίστικα  πόδια της για να τρέξει στην άμμο. Τίποτα όμως. Σαν πρόωρο μωρό που ήταν, δεν είχε πολύ δύναμη. Αποφάσισε τότε να πάει στην Έξω Χώρα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο πιο πάνω. Ήξερε πως το σκοτάδι ακόμα την κάλυπτε και κινδύνευε μόνο από τα τεράστια μεταλλικά όντα που είχε δει πρωτύτερα να σέρνονται, φωτίζοντας το δρόμο με τα ασθενικά, κιτρινιάρικα μάτια τους.

Φοβόνταν πολύ γιατί ήξερε πως δεν είχε κοντά της μάνα, πατέρα ή άλλον γνωστό. Το σίγουρο ήταν πως δεν θα τους έβλεπε ποτέ. Και στο δρόμο να τους συναντούσε ούτε που θα γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Ούτε τα’ αδέρφια της καλά-καλά δεν γνώρισε. Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλλαν άλλα δύο μικρά, ολόιδια με την Οκάξα μας, μωράκια. Μόλις είχαν γεννηθεί. Τρεκλίζοντας έφτασαν κοντά της κι αποφάσισαν να  πάνε με την μεγάλη αδερφή τους στο σπίτι. Η Οκάξα χάρηκε, «Θα έχω παρέα στο ταξίδι!» σκέφτηκε.

Ξεκίνησαν λοιπόν για το δρόμο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ένα τέρας εμφανίστηκε, με χοντρότερα πόδια από τα άλλα και περισσότερα μάτια! Άλλα ήταν άσπρα και άλλα ήταν κόκκινα!! Θεέ της Οκάξας, έτρεχε με απίστευτη ταχύτητα, ούτε που πρόλαβαν να κουνηθούν!!! Όταν πια εξαφανίστηκε,  το ένα μικρό ζελεδάκι, είχε γίνει μια μικρή μυξιασμένη χλαπάτσα, χωρίς σχήμα ή μορφή. Άλλωστε γι’ αυτό τη λέμε και χλαπάτσα…

Τα εναπομείναντα αδέρφια αφού θρήνησαν το χαμό του ζελεδακίου, πήραν ξανά το δρόμο για το σπίτι. Σιγά-σιγά ξημέρωνε και η δροσιά της νύχτας εξατμίζονταν στον ήλιο του πρωινού. Η Οκάξα κατάλαβε πως αν δεν έβρισκε νερό σύντομα, θα μεταμορφώνονταν σε ξεραμένο πετραδάκι. Με την αδερφούλα της, έπεσαν μέσα σε μια λιμνούλα δίπλα στο δρόμο. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Η Οκάξα μας, σαν μεγαλύτερη και σοφότερη, κρύφτηκε σε κάτι βρώμικα χόρτα του νερού. Ένα χέρι με πέντε δάχτυλα άρπαξε την μικρή αδερφούλα και την έβγαλε από το νερό!!! «Εγώ έχω μόνο τέσσερα δάχτυλα» σκέφτηκε η φίλη μας «Τι να κάνω εναντίον του;».

Η αδερφούλα της, αν δεν κατέληξε μεζές του αφεντικού του παραπάνω χεριού, επέστρεψε στην άμμο και τη θάλασσα.

Η γλυκούλα Οκάξα άρχισε να πεινάει… Δηλαδή έπρεπε να αφήσει την κρυψώνα και να βγει για φαγητό. Για ώρες έψαχνε γύρω από τη λούμπα της, αλλά δεν υπήρχε κάτι του γούστου της. Ένα φύκι, ένα όστρακο, μια τσούχτρα βρε αδερφέ! Όλο κάτι άνοστα βρύα έβρισκε. Εξαντλημένη, άρχισε να παραπατάει στο διπλανό χωράφι σαν μεθυσμένη (αν μπορούσε φυσικά να είναι ποτέ μια Οκάξα μεθυσμένη). Ο ήλιος ξέραινε την πλάτη της σε κάθε βήμα. Για καλή της τύχη έπεσε σε ένα ξεσκέπαστο πηγάδι και κατέληξε στον κουβά που κρέμονταν μέσα στο άνοιγμα. Τυχερή ήταν γιατί είχε μέσα νερό.

Το απόγευμα ξύπνησε σε ένα περίεργο μέρος γεμάτο νερό, με ένα νησάκι στο βάθος πάνω στο οποίο και ξάπλωνε. Γύρω της έβλεπε κάτι περίεργα και κακοφτιαγμένα πλάσματα που, που ακούστηκε; περπατούσαν στα δύο πόδια!!! Είμαστε καλά;; Τα άλλα δύο πως έγιναν έτσι;; έμοιαζαν με το χέρι που έκλεψε την αδερφούλα της.. «Το τέλος είναι κοντά» μονολογούσε.

Εκεί όμως έμεινε για σχεδόν δύο μήνες, με την αγωνία πότε θα την φάνε ή θα την ταΐσουν σ’ εκείνο το τριχωτό ζώο που την κοιτούσε επίμονα. Σχεδόν δεν χωρούσε σ’ αυτό το στενό μέρος πια! Βαρέθηκε! Ήθελε να πάει στην Έξω Χώρα ή να πεθάνει προσπαθώντας!!!  Τότε ήταν που την πούλησαν σε ένα μαγαζί στην πόλη. Είχε τόση φασαρία εκεί, που η Οκάξα τρόμαζε πολύ. Είχε φτάσει σε σημείο να παρανοήσει. Όλα της φαίνονταν περίεργα!! Τόσοι να την αγκαλιάζουν, να τη χαϊδεύουν και να την αφήνουν πάλι μόνη της!!! Τώρα πια ούτε νερό δεν είχε. Απλά την έβρεχαν για να μην σκάσει. Τι άθλια ζωή για μια περήφανη  Οκάξα της Έξω Χώρας!

Ώσπου ένα βράδυ εμφανίστηκε εκείνο το ζευγάρι. Κάτι είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Έφυγαν όμως αμέσως. Την άλλη μέρα, απλά πέρασαν ξανά και την έβγαλαν από αυτό τον εφιάλτη. Η Οκάξα γύρισε στην   Έξω Χώρα και μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Σκλήρηνε το καβούκι της και ζωήρεψε το βλέμμα της. Όμως δεν ήταν αχάριστη. Γύρισε στο ζευγάρι και τρύπωσε στην βαλίτσα της κοπέλας. Αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο και να δει άλλα νερά. Ζει τρισευτυχισμένη τώρα και συχνά πυκνά τραβάει για την Έξω Χώρα στα άλλα της αδέρφια (που όμως δεν τα ξέρει..)

Η Οκάξα κάθεται τώρα στο αναπαυτικό κρεβατάκι μου και νωχελικά τραβάει προς το μέρος μου. Με κοιτάει με τις τεράστιες ματάρες της κι ευχαριστεί που διαβάζετε την ιστορία της. Θα σας περιμένει κάθε καλοκαίρι στο Φιόρε του Λεβάντε και ζητάει να προσέχετε και λίγο που πατάτε! Μπορεί να πατήσετε τη φωλιά της!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραπάνω τα μετέφερα στο χαρτί όπως ακριβώς μου τα διηγήθηκε η ίδια η Οκάξα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Μετά τιμής

Ελένη

*η ιστορία της Οκάξας έχει πρωτοδημοσιευτεί στο βιβλίο του κώλου το 2008.

Εκδόσεις Το Κόλο