Δεν θυμάμαι τι ώρα γύρισα σπίτι και σίγουρα δεν ήτανε νωρίς. Ξύπνησα όμως αρκετά νωρίς το πρωί, με κάτι φριχτούς πόνους στον αυχένα και τις ωμοπλάτες. Νύσταζα ακόμη και το κεφάλι μου γυρνούσε από τα ποτά που είχαν προηγηθεί, αλλά μου φαινότανε αδύνατο να συνεχίσω τον ύπνο μου. Τα αυτιά μου είχαν αυτό το τρομερό βουητό που συνηθίζουν να έχουν κάθε φορά που γυρνάω από συναυλία και ιδιαίτερα το αριστερό αυτί που, κάποια φορά, θέλοντας να δω τι αποτελέσματα θα έχει, είχα κολλήσει το κεφάλι μου πάνω σε ένα ηχείο που ήταν για να καλύπτει ηχητικά έναν συναυλιακό χώρο. Είχε πειραχτεί το τύμπανο του αριστερού μου αυτιού και τα αποτελέσματα αυτού, τα ένιωθα μετά από κάθε συναυλία. Ένα φριχτό βουητό που αν δεν είχα και το δεξί αυτί για να ακούω, δεν θα άκουγα τίποτα παρά μονάχα αυτό το βουητό. Υπέροχα δηλαδή. Όλα επέμεναν να μου θυμίζουν την προηγούμενη νύχτα. Τι είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα; Τόλμησα να παραβρεθώ στην συναυλία των Cannibal Corpse!
Είχα πάει από νωρίς στο σπίτι ενός φίλου να προετοιμαστούμε για τη συναυλία. Ακούγαμε μουσική και πίναμε μπύρες συνοδευόμενες με σφινάκια τσίπουρο και τηγανιτά μανιτάρια(!?!). Είχαμε φτιάξει ήδη κεφάλι όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε. Η συναυλία θα ξεκίναγε 8, αλλά γνωρίζοντας καλά τις ελληνικές διοργανώσεις, ξέραμε πως θα καθυστερήσει. Όταν φτάσαμε έξω από το Αν ήταν 8:30 και όλος ο κόσμος περίμενε απ’ έξω. Ήταν μαζεμένοι όλοι οι κάφροι της Αθήνας αλλά ήταν και κάτι γκομενάκια που δεν περίμενα να δω εκεί. Οι ηλικίες ήταν από 20 ως 40, καλό αυτό. Πήγαμε δίπλα στο σουβλατζίδικο να πάρουμε μπύρα περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες. Εκεί ήταν και ένας άλλος φίλος που είχε έρθει για την συναυλία και σχολίασε χαρακτηριστικά πως ήμασταν «φέσι». Μια χαρά ήμασταν, απλά προετοιμασμένοι για την συναυλία. Σε λίγο ανοίγουν οι πόρτες και αρχίζει να μπαίνει μέσα ο κόσμος. Θα παίζανε στην αρχή οι Unkraft και οι Disavowed για να προετοιμάσουν το έδαφος στους κανίβαλους. Μπαίνοντας, η πρώτη μπάντα είχε αρχίσει ήδη να παίζει. Κλασικά, γαμημένες ελληνικές διοργανώσεις. Το ιδιαίτερο που είχε αυτή η μπάντα ήταν πως είχε τον ντράμερ να κάθεται μπροστά αντί για πίσω. Χταπόδι ο ντράμερ τους και ο ήχος τους έμοιαζε με τον ήχο των Cannibal corpse, αλλά δεν ήτανε τόσο καλοί όσο οι Cannibal. Δεν γνώριζα τις μπάντες που παίζανε στην αρχή κι έτσι δεν ήξερα σε ποια από τις δυο μπάντες ποιο όνομα ανήκει. Ο κόσμος φαινότανε να έχει άγριες διαθέσεις και μπροστά στην σκηνή είχε αρχίσει ήδη ένα ανελέητο headbanking και ο χορός του θανάτου που θα έπρεπε να το σκεφτείς διπλά αν θελήσεις να μπείς κι εσύ. Είπαμε να κρατήσουμε ενέργεια για μετά κι έτσι πήγαμε να τους απολαύσουμε από το μπαρ συνεχίζοντας να πίνουμε την άθλια ληγμένη μπύρα που σερβίρανε, μη έχοντας εναλλακτική επιλογή. Η δεύτερη μπάντα που βγήκε (Unkraft ή Disavowed;) ήταν καλύτερη και ο ήχος τους πιο punk death core. Στρώνανε το χαλί προετοιμάζοντας το έδαφος για τους Cannibal Corpse. Πολύ καλοί! Μόνο που κι αυτοί είχανε τον ντράμερ μπροστά. Έτσι παρατήρησα πως πίσω υπήρχε μια σκεπασμένη ντραμς. Πίσω περιμένανε τα ντραμς των κανίβαλων υπομονετικά μέχρι να αρχίσουν να δέχονται τα θανατηφόρα χτυπήματα της μπάντας όπου ανήκανε. Cannibal Corpse!!!
Κάποια στιγμή βλέπω ένα όμορφο και μικρό κοριτσάκι να έχει έρθει στο μπαρ για μπύρα! Με εντυπωσιάζει το γεγονός αυτό κι έτσι της λέω πως είναι πολύ μικρή και όμορφη για να παραβρίσκεται σε μια τέτοια κάφρικη συναυλία. Αυτή μου απαντάει πως δεν είναι μικρή και πως είναι 26 χρονών. «Ωραία, και γουστάρεις τους Cannibal Corpse, έτσι;» «Ναι!» μου απαντάει και φεύγω να πάω μπροστά να χτυπηθώ λίγο. Κλασικός μαλάκας μεταλάς, τι περιμένεις τώρα.
Το άλλο το απίστευτο, είναι που ήρθε ένα ερωτευμένο ζευγαράκι να παρακολουθήσει τη συναυλία. Δεν φαινόντουσαν καν για μεταλάδες και τους είπα πως με εντυπωσιάζουν. Τους ρώτησα, «πώς κι έτσι;» και μου απάντησαν πως η κοπέλα του είναι μουσικός! Αυτό είναι, οι μουσικοί ξέρουν να εκτιμούνε το καλό. Μετά έρχεται ένας τύπος λιωμένος στον ιδρώτα από τον χορό του θανάτου και το ανελέητο headbanking να ζητήσει μπύρα. Ήταν εύσωμος, ψηλός και γεμάτος tattoo. Είχε ξυρισμένο κεφάλι και φάτσα υπερφυσικού μπέμπη. «Με το εισιτήριο δεν παίρνεις μπύρα;» «όχι, η μπύρα έχει 3 ευρώ.» «όχι ρε φίλε τι θα κάνω τώρα…;» είπε απελπισμένος. «Μη σε νοιάζει τίποτα ρε, θα κανονίσω εγώ!» του λέω που δεν με ένοιαζε να τον κεράσω μια μπύρα. Γυρνώντας το κεφάλι μου στο μπαρ, βλέπω να έχει ετοιμάσει ήδη ένα ποτήρι μπύρα η barwoman και να ετοιμάζει ένα δεύτερο που προφανώς κάποιοι είχανε παραγγείλει. Δεν το σκέφτομαι καθόλου, δεν ρωτάω καν και παίρνω το ποτήρι και του το δίνω. Τον συγκίνησα φαίνεται τον γορίλα και με πιάνει με τα τεράστια χέρια του και μου δίνει ένα φιλί ευγνωμοσύνης στα γένια μου! Αλληλεγγύη, είναι καλά παιδιά αυτοί οι μεταλάδες. Ούτε ευχαριστώ, ούτε μαλακίες. Το ευχαριστώ το έδειξε με την κίνηση του. Παίρνει το ποτήρι και χώνεται ξανά στο πλήθος να συνεχίσει το headbanking. Το θέμα είναι πως κανείς δεν μου ζήτησε λεφτά γι’ αυτό το ποτήρι. Ήταν να το πάρει, και το πήρε.
Με τα πολλά, άρχισαν να ακούγονται οι δοκιμές των οργάνων και οι ρυθμίσεις από τους τεχνικούς των Cannibal Corpse. Ακούγοντας τον ήχο της κιθάρας, σε προϊδέαζε για το τι θα ακολουθούσε. Θανατηφόρος! Έπειτα οι ρυθμίσεις των τύμπανων που τα ξεκουρδίζανε ίσα που να πάλλονται και να έχουν έναν ήχο, σαν κλωτσιά στο στομάχι. Το πλήθος άρχισε να καλεί την μπάντα φωνάζοντας δυνατά Ca-nni-bal Ca-nni-bal… και η ατμόσφαιρα ήταν έτοιμη να εκραγεί. Οι Cannibal Corpse ετοιμαζόντουσαν να τινάξουν στον αέρα τον χώρο με εμάς να πεταγόμαστε εδώ κι εκεί. Όλα μυρίζανε μπαρούτι και η κόλαση άρχισε να βράζει κάτω από τα πόδια μας. Και τότε, βγήκανε. Δεν θυμάμαι αν χαιρέτισαν πρώτα ή αρχίσανε να παίζουνε κατευθείαν, αυτό που θυμάμαι, είναι πως μας τίναξαν όλους στον αέρα και χτυπιόμασταν κάτω σαν χταπόδια. Ένα κύμα απίστευτης ενέργειας!
Αρχίσαμε όλοι να κάνουμε το πιο ανελέητο headbanking που μπορούσαμε και να γυρνάμε εδώ κι εκεί σαν τρελοί. Κάποια στιγμή, χάνω την ισορροπία μου και πάω να πέσω. Αυτό ήταν, λέω, θα με ποδοπατήσουν και δεν θα βγώ με τίποτα ζωντανός από δω μέσα. Μόλις με είδαν, με έπιασαν αμέσως οι διπλανοί μου και με βοήθησαν να σηκωθώ. Να ‘ναι καλά τα παιδιά, με έσωσαν από βέβαιο θάνατο. Και μετά, μη έχοντας βάλει μυαλό, ξαναχώθηκα στο χαμό και από το headbanking νόμισα πως θα μου ξεκολλήσει το κεφάλι. Οι Cannibal έπαιζαν αφηνιασμένα και όλο το Αν βρισκόταν σε μια συνεχή έκρηξη από τους θανατηφόρους ρυθμούς τους.
Ο τραγουδιστής των Cannibal, εξαιρετικός. Γνήσια κάφρικη φωνή με βάρος και βάθος υπονόμου που έφτυνε την βρωμερή ψυχή του στα μούτρα μας. Ακούραστος, αφού όποτε άφηνε το μικρόφωνο δεν σταμάταγε το headbanking ούτε για δευτερόλεπτο. Η υπόλοιπη μπάντα, καταπληκτική! Θανατηφόροι μουσικοί, πολύ δεμένοι μεταξύ τους, που προκαλούσαν οστικό κύμα καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο τους με την ένταση και την τεχνική που παίζανε. Κι όμως, τεχνική, απίστευτη βρώμικη τεχνική! Απίστευτα τύμπανα, απίστευτες κιθάρες, απίστευτο μπάσο, έκαναν το Αν να δονείται τόσο πολύ, που έλεγες πως σύντομα θα καταρρεύσει και δεν θα βγεί ζωντανός κανείς από κει μέσα. Αν όχι η πιο εκρηκτική, από τις πιο εκρηκτικές συναυλίες που έχω βρεθεί.
Όταν σταμάτησαν τους κανιβαλισμούς τους, νιώθαμε όλοι κατάκοποι με πόνους στο σβέρκο από το headbanking, γρατσουνιές και μελανιές παντού από τον χορό του θανάτου και τον ιδρώτα να στάζει στο λεηλατημένο πάτωμα του κακόμοιρου του Αν. Εξοντωμένοι όπως ήμασταν κινήσαμε για τον δρόμο της επιστροφής, μη έχοντας άλλο κουράγιο για συνέχεια σε κάνα μπαρ για ποτό. Σταματήσαμε το πρώτο ταξί που βρέθηκε στον δρόμο μας και πήγαμε σπίτι έχοντας την ικανοποίηση πως ζήσαμε μια από τις καλύτερες συναυλίες του είδους. Αυτό ήταν! Έτσι, για να έχουμε να λέμε κάτι στα εγγόνια αν προλάβουμε να γεράσουμε και δεν αφήσουμε τα κόκαλα μας σε κάποια άλλη συναυλία.
Υ.Γ. πονάει απίστευτα ο αυχένας μου… πως θα πάω αύριο στη δουλειά…;
Μοιχάλης Μοίχος
*από το βιβλίο του, Μπουρδολογίες Ενός Σάτυρου