Αρχείο ετικέτας "POEMS"

Ανθολόγιο (τεύχος#4)

Όσο πολύ κι αν προσπαθείς,
όσο μακριά κι αν πέσεις,
στον πούτσο μου θα καρφωθείς
να μην μπορείς να χέσεις!

………………………………………………….
Πάνω ψηλά στον Όλυμπο που ‘χει δυο μέτρα χιόνι,
σε πήδαγα και μου ‘λεγες “Η τρύπα μου κρυώνει”
Κι όταν σου τον εφόρεσα τον πούτσαρο στον κώλο
σου άρεσε που έβλεπες απέναντι στον Βόλο

……………………………………………………
Ο πούτσος μου εχόρευε ζεϊμπέκικο βαρύ
Κι εσύ που τον εκοίταξες τον ήθελες πολύ
Σηκώθηκες λοιπόν, χτυπώντας παλαμάκια
και έβαλες στο στόμα σου τα δυο μου αρχιδάκια

Ελένη

διαβάστε και άλλα από το ανθολόγιο της Ελένης

*από το τεύχος #4 που μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ

“THE GHOST OF ROBERT IRWIN”

Another night in the hospital
And my mind is growing digital
I think there’s something wrong in here
A lack of pain, a lack of fear
………………………………………….

I could build castles with my head
My paintings were black and sometimes red
Self mutilation was never easy
And the doctors are always busy
……………………………………………

It’s October of 1932
So many things I have to do
But I’m tied on my hospital bed
Talking every day with a brain-dead
………………………………………….

“I am the ghost of Robert Irwin
You can see me only when you are drinking
I am the ghost of Robert Irwin
And my dream is out of sleeping”
……………………………………….

Today my mind was clear to see
A little girl smiling to me
I never thought that it could be
Please Alice set me free
……………………………………….

She was an angel but she was blind
She used to help me with my mind
But now she said I’m going too far
It seems to me another scar
…………………………………………

Now I walk alone the street
And I don’t give no goddamn shit
The priest said that I’m a sinner
But Ethel called me handsome dreamer
………………………………………………….

“I am the ghost of Robert Irwin
You can see me only when you are drinking
I am the ghost of Robert Irwin
And my dream is out of sleeping”
………………………………………………

Veronica always asked for more
She’s just a little fucking whore
About art she doesn’t care
And now I feel only despair
…………………………………………

I watch my life fades away
I’ll bet this is my final day
No one cares what’s in my head
So I send them to the dead
……………………………………..

Now it’s 1938
I can’t feel no more hate
Sleeping in my cold cell
There’s a place for me in hell

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη-ζωής

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΗ

 

Αμάρτησα η δύστυχη με αμαρτία τόση,
που μόνο ένας δέσποτας μπορούσε να με σώσει.
Ξεκίνησα η αμαρτωλή για το μικρό ξωκλήσι,
να πάω να βρώ το δέσποτα να με ‘ξομολογήσει.

……………………………………………………………….

–«Καλή σου μέρα Δέσποτα, έχεις για λίγο χρόνο;
Είναι βαρύ το κρίμα μου, έχω μεγάλο πόνο.»
–«Πέρασε μέσα τέκνο μου να ξομολογηθείς,
κι απ’τον μεγαλοδύναμο στο τέλος θα κριθείς.»

……………………………………………………………..
Άρχισα να του ‘μολογώ όλες τις αμαρτίες,
τα κρίματα, τα βάσανα, πολλές μου ακολασίες,
τρίσβαθα της ψυχούλας μου και το κρυφό μαράζι,
και ένιωσα τον Δέσποτα να βαριαναστενάζει.

……………………………………………………………….
Λυπάται ο έρμος σκέφτηκα, ραγίστηκε η ψυχή του.
που να την είχα φανταστεί τη θύελλα στο κορμί του.
Κει που ξομολογιόμουνα της αμαρτίας τη μέθη, (τη δυσκολία των όχι)
το χέρι του δεσπόταρου μέσ’στο βρακί μου ευρέθη. (εχώθη)

…………………………………………………………….
Ταράζομαι και σείομαι απ’το βουβό το πάθος
κι αναφωνεί ο Δέσποτας: «Θεέ μου μέγα λάθος».
Ψαχούλευε ο άθλιος του κώλου μου το χάσμα
σιγανομουρμουρίζοντας: «Ωωωω..μα τι θείο φάσμα».

……………………………………………………………
«Αυτός είναι υπέροχος, διαολεμένος κώλος,
τέτοιον δεν έχει η παπαδιά, δεν έχει ο κόσμος όλος.»
«Αλίμονο», ανέκραξε, «και άλλο δε θ’αντέξω»,
και έβγαλε τον πούτσο του από το ράσο έξω.

………………………………………………………….
Συνέχισα να του μιλώ για λάθη περασμένα
κι αυτός τον έπαιζε αργά, αργά και καυλωμένα.
Μονολογούσε ο Δέσποτας: «Τέκνο μου λέγε κι άλλα…
πες για τις πίπες τις τρελές, τα όργια τα μεγάλα!!!!!!!!!!!!».

…………………………………………………………..
Με εντολή του Δέσποτα συνέχισα να λέω
και κάπου κάπου βούρκωνα, με έπιανα να κλαίω.
Του έλεγα για πηδήματα, για τις παρτούζες όλες
και για το πώς ερούφαγα αχόρταγα τις ψώλες.

…………………………………………………………….
Και χάιδευε και βόγκαγε, έψελνε και τρισάγιo,
και κάπου κάπου έλεγε: «Θεέ, δώς μου κουράγιο.»
Λεπτομερείς περιγραφές μου ζήταγε να κάνω,
Αλλιώς, κατά πώς έλεγε, την άφεση τη χάνω.

…………………………………………………………..
Ο Δέσποτας είχε φτιαχτεί και μέρα μεσημέρι
απ’το πολύ το παίξιμο, τούχε πιαστεί το χέρι.
Εμούγκριζε και γκάριζε, καύλα είχε μεγάλη,
όταν στα ξάφνου με βουτά, με πιάνει απ’το κεφάλι.

…………………………………………………………
«Ώρα να σκύψεις τέκνο μου, τι η αμαρτία μεγάλη
σε όσα χρόνια λειτουργώ… δεν είδα τέτοιο χάλι!!!!!!!!»
Αφού το είπε ο Δέσποτας…τι άλλο πια να κάνω…
στην πίπα επιδόθηκα χωρίς να αμαρτάνω.

…………………………………………………………
–«Σ’αρέσει έτσι Δέσποτα, το θες κάπως αλλιώς?»
–«Καλά το κάνεις τέκνο μου, ορθώς πολύ ορθώς.»
–«Δέσποτα εκουράστηκα… μου πιάστηκε το στόμα.»
–«Συνέχισε αμαρτωλή…πολύ απέχω ακόμα.»

……………………………………………………………..
Άαααααααααντε να τού’βρω το ρυθμό, να φύγει η αμαρτία
πίπα σε γέρικη ψωλή είν’ σκέτη μαλακία.
Κι εκεί που σιγοέβριζα: «το κέρατό μου όλο»
με τρόμο ακούω τον Δέσποτα: «Και τώρα θέλω κώλο».

…………………………………………………………
Ε τι να κάνω…γύρισα…μ’έπιασε απ’τη μέση
κι ευχόμουνα η άμοιρη ο πούτσος του να πέσει.
Αμ… ο Δεσπότης ντούρεψε σαν είδε τέτοιον κώλον
και άρχισε να φωνασκεί: «Θα στονε χώσω όλον».

…………………………………………………………….
Και όρμησε ασυγκράτητος, ουρλιάζοντας «ΧΡΙΣΤΕΕΕΕΕΕΕ ΜΟΥ»
τόση ευλάβεια, εγώ, δεν είχα δει ποτέ μου!!!
Λυσσομανούσε ο έκφυλος, σκούζοντας «ΑΜΑΡΤΩΩΩΩΩΩΩΩΩΛΑΑΑΑΑΑ»
«Για να σωθείς ακόλαστη, θα μου τα πάρεις όοοοοοοοολα».

…………………………………………………………….
Πετάχτηκ’ απ’το κεφάλι του ως και το καλυμμαύκι,
τον ένιωθα να καίγεται σαν της Λαμπρής κεράκι.
Σε μια στιγμή εφώναξε: «Σ’αρέσει αυτός ο πούλος;»
που μόνο δεν γκρεμίστηκε της εκκλησιάς ο τρούλος.

…………………………………………………………..
Και «τι σου κάνω μάνα μου;» κι ήθελε να απαντάω
«Όλον τον δίνεις Δέσποτα, με κάνεις να πονάω…»
Και δώστου-πάρτου ο Δέσποτας, «σε σκίζω βρε καριόλα»
«Γαμώ τον κώλο σου γαμώ και τα καντήλια όλα.»

……………………………………………………………
Κι εκεί που είχε χαραχτεί πόνος στα δυό μου χείλη
στον κώλο μου εμπλέχτηκε το θείο πετραχήλι.
Μα αυτός εκείιιιιιι ακράτητος: «Ναι, όλον σου τον δίιιιιιινω»
και τέλος ζητωκραύγασε «Αμαρτωλή σε χύυυυυυυυνω»!!!!!!!!!!!

……………………………………………………………..
Απόκαμε ο Δέσποτας, πέφτει πίσω στον πάγκο,
για μια στιγμή εγώ νόμισα πως έπαθε λουμπάγκο.
«Ώρα καλή σου τέκνο μου και πλέον μη λυπάσαι,
τι ο θεός σε άκουσε, ευλογημένη νάσαι.»

………………………………………………………………
«Ύπαγε τώρα τέκνο μου, πλέον μην αμαρτάνεις,
αντί για σεξ, πρέπει εσύ μια προσευχή να κάνεις.
Κι αν η ψυχή σου τέκνο μου στο μέλλον αμαρτήσει,
πρόθυμος είν’ ο Δέσποτας να σε ‘ξομολογήσει.»

Διαβολοτάτη

ΣΚΙΕΣ

Τέλεια φαίνονται όλα
φήμες είναι όμως κακές
γιατί εγώ φοβάμαι
του νου μου τις σκιές

Και θ’ αυτοκτονήσω
μια μέρα σκοτεινή
που ήλιος θα ‘χει φύγει
για χώρα μακρινή

Και θα με συγχωρέσεις
μια νύχτα μαγική
που θα σου ψιθυρίσω
πως σ’ αγαπώ στ’ αυτί

Στ’ αστέρια θα το γράψω
κι όταν ψηλά κοιτάς
θα βλέπεις τι σου είπα
και θα χαμογελάς

Θοδωρής

διαβάστε ποιήματα του Θοδωρή εδώ

*από το τεύχος 6

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΙΜΟΛΑ

Πέντε φίλοι κάθονταν και τα έπιναν ένα βράδυ
στο διπλανό παγκάκι είχε αράξει ένας γέρος
παράξενα άρχισε να μιλά, για θρύλους αρχαίους
για ιστορίες ξεχασμένες και για ήρωες νεκρούς

Και όπως τα ‘φερε η ρημάδα η κουβέντα
τους είπε για έναν θησαυρό πολύτιμο
που η ινδιάνικη φυλή των Ιμόλα έκρυψε
βαθιά μέσα σε μια καταραμένη σπηλιά

Οι πέντε φίλοι τότε σηκώθηκαν αμέσως πάνω
και πήγαν και φτιάξαν τις βαλίτσες τους
στο πρώτο πλοίο μπήκαν για να βρουν
τον χαμένο υπερπολύτιμο θησαυρό τους

Χρόνια έψαχναν τη μυστική σπηλιά
ακούραστοι, με τους σάκους στον ώμο
και τελικά τη βρήκαν, αγνοώντας όμως
τα σχέδια της παιχνιδιάρας μοίρας

Μέρες βάδιζαν στα σκοτεινά μονοπάτια
το πρωτόγονο ένστικτο ακολουθώντας
ώσπου στο τέλος να τος μπροστά τους
ο περίεργος θησαυρός των Ιμόλα

Ούτε βουνά χρυσάφι, ούτε νομίσματα
παρά μόνο ένας όρθιος σκελετός
και πάνω στο λευκό κρανίο του
ένα στέμμα σκοτεινό να φεγγοβολά

Όλοι το φόρεσαν εκτός από έναν
μα στο κεφάλι πάνω όταν το ‘βαζαν
μια σπίθα απόκοσμη έλαμπε στα μάτια
και το στέμμα όλο και σκοτείνιαζε

Σε λίγο τσακώνονταν και βρίζονταν
το στέμμα ποιος πρώτος θα φορέσει
και στο τέλος ο ένας έφαγε τον άλλον
και το αίμα τους έβαψε το πάτωμα

Κι όταν μόνος έμεινε ο πέμπτος της παρέας
τη πηγή του μαύρου φωτός πήρε στα χέρια
στο κεφάλι τη φόρεσε δίχως δεύτερη σκέψη
η λογική ξεψύχησε, η παράνοια κυριάρχησε

Το τέλος του κακόμοιρου ήταν αποτρόπαιο
οι σιχαμερές λεπτομέρειες ας παραληφθούν
το στέμμα πλέον κολυμπά μεγαλοπρεπές
μέσα σε μια λίμνη με αίμα και σάρκες

Γέλια ακούστηκαν τσιριχτά και απαίσια
και δυο δαίμονες βγήκαν απ’τις σκιές
το στέμμα βάλανε στη θέση του ξανά
και χορό στήσανε πάνω από τα πτώματα

Κι αφού τη δίψα τους λαίμαργα ξεδίψασαν
μεταμορφώθηκαν σε γέρικες φιγούρες
και στους δρόμους ξεχύθηκαν να διηγηθούν
το θρύλο για το θησαυρό των Ιμόλα
Θοδωρής

δημοσιεύτηκε  στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού Το Κόλο

δίχως τίτλο

Δεν με τρομάζει ο κόσμος σου
Μόνο που τον λυπάμαι
Τα βήματα του να ακολουθήσω δεν αντέχω
Και όλο με διώχνει να φύγω
Να μην του χαλάω τις γραμμές
Εγώ από γραμμές δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω
Τις διαταγές δεν τις φοβάμαι
Και πάλι τους λυπάμαι
Άνθρωπος σ’ άνθρωπο να δίνει διαταγές
Μάτια να βγάζει και να βαράει προσοχές
Μα δεν με νοιάζει γιατί ο φόβος είναι δικός σου και δικό τους
Και τις αμαρτίες μου τις πλήρωσα ακριβά
Μα η αρρώστια στο μυαλό δεν λέει να φύγει
Σαν τιμωρία από αμάρτημα παλιό
Σαν του μεσημεριού την Καλοκαιρινή τη θλίψη
Όλο σε βλέπω μες τον κόσμο να γελάς
Να με καλείς με χάδια στον ρυθμό σου
Μα εγώ θα κρύβομαι σε υπόγειες χαρές
Μέσα σε μέρες βαθιές και σκοτεινές
Με τα ταξίδια μου στα βάθη της ψυχής
Και τα δικά σου στην άκρη αυτού του κόσμου
Εγώ να νοιώθω πως δεν με χωράει πια εδώ
Μα εσύ γλεντάς, χορεύεις και γελάς
Εγώ δακρύζω, πονάω και χτυπιέμαι
Και ο πόνος του κορμιού δεν με αγγίζει
Μα της ψυχής οι πληγές οι ξεσκισμένες
Δε λεν να κλείσουν μα μένουν ζωντανές
Να μου θυμίζουν πως ακόμα ζω και υπάρχω
Δεν τις αντέχω τις ατέλειωτες τις μέρες
Πια δεν αντέχω συνέχεια να ζω
Ένα διάλλειμα σχολικό μου έχει λείψει
Αλλά κουδούνι δεν ξέρω που να βρω

Γιώργος

SCREAM

scream with fear, scream like death
because your life is under threat

scream with suspicion, I’m coming to find you
You’re feeling me there, I’m right behind you

And now, I catch you, let’s play a game
and then I fuck you, you scream with pain

But, no wonder, you like it, you scream with desire
You have only one option, sell lust for your life

I swear I won’t kill you and you scream with joy
and you laugh when I say you’re for me just a toy

But you’re driving me crazy, I get fucking annoyed
when you say I’m a bastard, an obsessive paranoid

I’m not so bad a guy, people want me to be
just be a little patient, I’ll prove it, you’ll see

An the only one reason, I’m doing all these things to you
is because I love you, and I wanna be with you

Θοδωρής

Φτάσε Ψηλά

Ψηλά, φτάσε ψηλά
Ξεκίνα από τα χαμηλά
Άλλαξε μυαλά, άλλαξε ματιά
Δες τον κόσμο αλλιώς, γίνε πονηρός
Δες τα όλα αλλιώς, γίνε πιο σωστός
Ένα ένα τα σκαλιά, ανέβα πιο ψηλά
Φύγε μακριά,άνοιξε πανιά
Τρέχα σταθερά, σβήσε τα παλιά
και πίσω μην κοιτάς
συγνώμες μην ζητάς
Και όσους αγαπάς, θυμήσου να ξεχνάς
Γίνε ένας φονιάς και όσα λησμονάς
πάψε να ζητάς, θυμήσου να ξεχνάς
Κανένας είσαι και από παντού είσαι
Στο πουθενά πηγαίνεις, κι αν ξέρεις που πηγαίνεις
Στα ψηλά εκεί θα πας
Την βοήθεια να ξεχνάς και όσα προσπερνάς
Γίνε ένας φονιάς, για όσους σ’αγαπούν
για όσους σε μισούν, όσους θέλουν να σε δουν
Ψηλά, κει στα ψηλά
Και κάψ’ τα χαμηλά
Γκρέμισ’ τα παλιά, συ σαι για  ψηλά
Γίνε ένας άλλος
Άπ’ τον εαυτό σου πιο μεγάλος
Άπ’ το σώμα σου να βγεις
Στο μάτι όλων συ θα μπεις
Γίνε κάποιος φοβερός, από όλους πιο ψηλός
Γίνε συ ηθοποιός, καλλιτέχνης ξακουστός
Γίνε ένας πολιτικός, εγκληματίας ορκωτός
Μάθε να πετάς, γίνε σαματάς
Όλο πιο πολλά, μάθε να ζητάς
Μα ποτέ κει στα ψηλά μην κοιτάξεις χαμηλά
Δεν υπάρχει χαμηλά, μονάχα πιο ψηλά
Το λάθος αν το κάνεις σου το λέω
Θα πεθάνεις.

Πάνος

Και 3 δημοτικά

Το μουνί στην αχλαδιά κι ο πούτσος από κάτω
Χίλιες μετάνοιες έκανα, “μουνί κατέβα κάτω”
“Δεν κατεβαίνω πούτσε μου γιατί είσαι λιχουδιάρης
και θα μου κάνεις το μουνί σαν κόκκινο φεγγάρι”

Το μουνί δεν είναι αρνί να το βάλεις στο παχνί
Το μουνί θέλει παιχνίδια με τον πούτσο και τ’ αρχίδια

Το μουνί το μουναρέλι, έπεσε μες το βαρέλι
Πάει ο πούτσος να το βγάλει, κι έπεσε με το κεφάλι
Πάει κι ο κώλος να βοηθήσει κι έγινε τρελό γαμήσι

Επιμέλεια, Ελένη

DARKNESS COME ALIVE

Το ποίημα αρχίζει
θάνατος μυρίζει
μία πόρτα τρίζει
κορίτσι που τσιρίζει

………………….
Ένα πέντε δέκα
περνάνε τα λεπτά
όλοι κολυμπάμε
μέσα στα σκατά

………………….
Ένα μαύρο βέλος
τον αέρα σκίζει
ξέπνοη κραυγή
πτώμα στο γρασίδι

…………………
Ένα ζευγαράκι
πηδιέται στο παγκάκι
μικρό μαύρο γατάκι
ψοφάει στο πατάκι

…………………..
Βράδιασε κι απόψε
χτυπάει η καμπάνα
φωνάζει δυνατά
«ζωή είσαι πουτάνα!»

………………………
Στο δρόμο περπατάω
ανθρώπους και μετράω
όλοι τους φοράνε
μάσκες που γελάνε

…………………….
Να κι ένας παπάς
σαν βόδι χλαπακιάζει
ψεύτικα χαμόγελα
άφθονα μοιράζει

………………….
Να κι ο πολιτικός
κάνει δημόσιες σχέσεις
έχει ένα χάρισμα
ξεχνάει υποσχέσεις

………………….
Άντε λοιπόν, γαμήστε τους
στο ποτάμι πνίξτε τους
ή λιθοβολήστε τους
στο Βέλγιο εξορίστε τους

………………..
Κοινωνία παρακμή
με λεπίδα αιχμηρή
φλέβες κόβω στη στιγμή
ΠΛΑΤΗ ΓΥΡΙΖΩ ΣΤΗ ΖΩΗ

…………..
Θοδωρής