Τα έργα που ακολουθούν, παρουσιάζονται/παρουσιάστηκαν στην “Κερκυραϊκή Πινακοθήκη” του Μιχαήλ Άγγελου Βραδή. Είναι το προϊόν μιας εικαστικής εργασίας που ξεκίνησε να σχεδιάζεται στα μέσα της Άνοιξης και ολοκληρώθηκε το Καλοκαίρι του 2012. Έχω χρησιμοποιήσει λαδοπαστέλ, ακρυλικά & μαύρο μελάνι για να γεμίσω χαρτιά, χαρτόνια και χαρτόκουτες με σκηνές & σκιές ζωής που θεώρησα άξιες καταγραφής αυτή την παράξενη περίοδο.
Έκθεση ζωγραφικής
Παναγιώτης Μαυρόπουλος-Γιώργος Μικάλεφ
3/9/2012 έως 19/11/2012
Κερκυραϊκή Πινακοθήκη – Ιωάννου Θεοτόκη 77 Κέρκυρα
«Τα Έργα Μου Για την Έκθεση»
“ο Άη Γιώργης & η Αγγελοκαμωμένη”
Λαδοπαστέλ και ακρυλικά σε χαρτόνι (100Χ70)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Με θάρρος αρματώθηκε και φονικό κοντάρι, τα νέα μόλις έμαθε ο νιος από τα ξένα. Καβάλησε άλογο γοργό, πιστό & σκουριασμένο και κείνο θα ήταν το στερνό, του δράκοντα το δείλι … Ο Σαύρος μόλυνε της χώρας την πηγή με τοξική σαπίλα, τα πρόβατα δεν χόρταινε, για ανθρώπου σάρκα η δίψα. Γυναίκα του τάξαν συντροφιά να φύγει πέρα στα βουνά, ποτέ να μη ξανάρθει. Μα ο κλήρος έπεσε στου Άρχοντα την κόρη τη πιο νέα. Στην κάμαρα του Σαύρου η αγγελοκαμωμένη και την πηγή την κράτησε μαύρη και μολυσμένη. Σαν ο λεβέντης έφτασε, την κόρη αντικρίζει, και το θεριό το φτερωτό καλά το εζυγίζει και το τρυπά το άθλιο στο ανίερο του στόμα… Στη χώρα σαν εγύρισε με τ’ άρχοντα την κόρη όλοι τον προσκυνήσανε και τον τίμησαν όλοι. Άγιος ο Γιώργης γίνηκε ο ψαροκαβαλάρης και άρχοντας παντοτινά στους ουρανούς ο Αρμένης.
…απόσπασμα από “ το ποιητικό ημερολόγιο ενός νεκρού σκύλου”
“Ο Αδάμ, η Εύα & Ο Καταραμένος Όφις”
Λαδοπαστέλ και ακρυλικά σε χαρτόνι (100Χ70)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Ο Αδάμ δεν είχε πια καρδιά τον κόσμο ν’ αγαπήσει. Η Εύα πια την εκρατά, στο ένα χέρι της σφιχτά και στ’ άλλο το μαχαίρι… Τι κι αν το δέντρο είχε πολλές, ώριμες, άγουρες καρδιές… εκείνη την δική του λαχταρούσε. Βουνά & θάλασσες ζήλεψε & ζώα ξένα, αιμοβόρα & νεκρά… μονάχα εκείνης την καρδιά η Εύα θέλει να αγαπά και τίποτα από κείνα. Μια νύχτα του πε πως θα φύγει… θα φύγει πέρα μακριά, αγάπη να χορτάσει. Την κοίταξε για μια στιγμή… “Σάρκα μου και αίμα μου εσύ και αν σε χάσω θα χαθώ… στο δέντρο θα έβρω λυτρωμό… μείνε εδώ να αγαπάς και μόνο εσένα θ’ αγαπώ και την καρδιά μου πάρε…” Τη σάρκα του έσκισε με μιας, με του φιδιού τη κοφτερή λεπίδα… μα άνθρωπος χωρίς καρδιά, δεν ημπορεί να αγαπά… δίχως Θεού ελπίδα…
…απόσπασμα από “ το ποιητικό ημερολόγιο ενός νεκρού σκύλου”
“Η Κηδεία Του Ποιητή”
Λαδοπαστέλ σε χαρτόνι (100Χ70)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Στη μνήμη του ποιητή που όσο ζούσε εποιούσε…
Στον τοίχο της νεκρικής του κάμαρας δύο κάδρα γυναικεία. “Τ’ αρέσαν οι χοντρές του μακαρίτη…” σιγοψιθύριζαν οι γλώσσες. Στην κάσα βάλανε λουλούδια, χρώματα & τα πινέλα του και το πιο μεγάλο του βιβλίο για μαξιλάρι… Δυο κοπέλες στο παράθυρο τον έκλαιγαν κρυφά τον μακαρίτη ενώ τα ζωντανά του σπιτιού σκεφτόταν τη νηστεία… Ο κυρ Θάνος του έφερε δυο αγγέλους να τον τριγυρνάνε για 40 μέρες στα μέρη του τα αγαπημένα… κανείς δεν καθάρισε το σπίτι εκείνη τη μέρα, μη πάει και καθαρίσει και ο Χάρος κανέναν ακόμη… Όλα τα σκεφτήκανε αλλά στο ένα μάτι, κόλλα ξεχάσανε να βάλουν και όλο άνοιγε…
…απόσπασμα απ’ το βιβλίο “η διδασκαλία μέσα από τον θάνατο του ποιητή”
“Κάπου Στην Πόλη…”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτόνι (70Χ100)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Δες σαν θα κατέβεις προς τα κει, πώς τα καλούπια των ανθρώπων τα μασάει η “Κεφαλή Της Πόλης” και πως γεννιούνται οι ψυχές με ημερομηνία λήξης… Στην Κεφαλή τα λόγια τα ‘βαζαν της χώρας οι δύο σειρήνες… η μια είχε στο λαιμό σταυρό και η άλλη δεν είχε σάρκα… Μονάχα απ’ το μπράτσο της κρεμόταν περιστέρι… και καρφωμένη πίσω της, γαλήνη μες τη φτέρνα… Με τα γαλάζια μάτια της πατούσε στα γραφτά μου και το μυαλό το άδειασε μαζί με την πενθούσα… που πρόβατο ξωπίσω της έτρεφε για το Πάσχα και τα κατσικοπόδαρα τα ‘κρυβε στο φουστάνι…
Ανθρώπους θα δεις να τριγυρνούν, που άνθρωποι δεν είναι… λίγες ψυχές ανάμεσα να ψάχνουν κάποιο δρόμο… άμα τις δεις χαιρέτα τες, χαμόγελο να πάρεις και σ’ όποιονε ξέρει να μιλά την πλάτη να γυρίζεις. Ύστερα τράβα για τις θάλασσες και τ’ άγρια τα δάση… από οθόνες μακριά, να καθαρίσει ο νους σου… γιατί αυτές σε βλέπουνε και όχι εσύ εκείνες…
…απόσπασμα απ’ το μυθιστόρημα “Terra Nosbolaes”
“Η Σκληράδα Του Ανέκφραστου Λευκού”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτί (50Χ70)
Γιώργος Μικάλεφ, Άνοιξη 2012
“…Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει…”
“…Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα…”
…απόσπασμα απ’ το θεατρικό μονόλογο του Dario Fo & της Franka Rame. “Εγώ Η Ουλρίκε Μάινχοφ Καταγγέλλω” (Μελοποιήθηκε από Ωχρά Σπειροχαίτη)
“Μετά Τον Κατακλυσμό”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτί (50Χ70)
Γιώργος Μικάλεφ, Άνοιξη 2012
Εννιά μέρες και εννιά νύχτες ο γιος του Δεσμώτη έψαχνε για στεριά και την δέκατη τη βρήκε. Ένας φτερωτός αμνός από το όρος Άθως του έδειξε το δρόμο και ο Δευκαλίωνας που δεν πλανεύτικε απ’ τις σειρήνες πάτησε στο χώμα και αμέσως θυσίασε στον Φύξιο Δία, το δύσμηρο δισσέγγονο του Ενώχ και η ανθρωπότητα γεννήθηκε απ τις στάχτες της. Την ενδέκατη μέρα ο Δευκαλίωνας πρότεινε στον Ερίγδουπο, την ταξινόμηση των διανοητικών διαταραχών…
…απ’ το “Πρόγραμμα Παραληρηματικών Εκδηλώσεων 2003”
“Καρναβάλι…”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτόνι (70Χ100)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ’ το πρωί να μου γελάς… μα τη μέρα που εκείνος έφυγε, κανείς δεν γέλασε… Όλοι βουβοί, κοιτούσαν την αλλόκοτη παρέλαση να διαβαίνει μέσα απ’ τις γειτονιές του ανθρώπου. Τα παράθυρα θλιμμένα και αυτά, σαν τα παραμύθια που περιμένουν χρόνια τώρα ξεχασμένα, σε μουχλιασμένο μπαούλο… γέλια πουθενά… και κείνη έκλαψε πολύ… το ποιο πολύ απ’ όλους… και ο άνθρωπος παρηγοριά δεν βρήκε σε ταράτσα…
…μονάχα ένα πετούμενο έπινε το τίλιο του χωρίς ίχνος θλίψης εκείνη τη μέρα… ώρα αναρωτιόταν… τι καρναβάλι να ναι αυτό;
…απόσπασμα απ’ το μυθιστόρημα “Terra Nosbolaes”
“Η Αυλή”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτόνι (70Χ100)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Το μεσημέρι έβγαλε τα χρώματα του και έκατσε πίσω στην αυλή παρέα με τη μαϊμού και τα εφτά του φίδια και ζωγράφιζε τη νιόστολη τη Μουραλίνβα. Λίγο πιο πάνω ήσουνα συ, καβάλα στο ολοζώντανο αρκούδι σου & έβγαινες από το κάστρο του Πεπίνου. Ο Μανιτού έκανε και ένα καλό και οι κοιλάδες του δόθηκαν αντιπαροχή στον Χουάν Μάτους τον Ντάτουρα που μετά το σάλτο μορτάλε των σαμάνων, εμφανίστηκε ξανά στις στέπες τις Ασίας να παίζει χαρτιά με τον Βαγγέλη τρώγοντας κρέπες. Ο γάτος του θείου, ξέπνοος σαν εκκρεμές, τον περίμενε ώρα να γυρίσει και το ξεροκόμματο πιο πέρα κινούσε για τον κήπο μπας και ξαναβρεί το γανόδερμα που σάπισε στο αυτοκίνητο. Ήταν και ο Δημήτρης στο μπαλκόνι με τσιγάρο & καφέ κλασικά και χάζευε το βιολιτζή που κοιμόταν με τη μια του κόρη στο πλευρό του. Στη γέφυρα ο κελαινεφής ποιητής παρακολουθούσε αφ’ υψηλού το μεσημεριανό παραλήρημα και ένας άγιος που τον γνώρισε στο νοσοκομείο, του έβαζε λόγια για τις μούσες του…
…απόσπασμα απ’ το μυθιστόρημα “Terra Nosbolaes”
“Άνοδος”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτόνι (70Χ100)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Τσακισμένος και κυνηγημένος από τις Ευμενίδες που ο ίδιος τους έδωσε πνοή, ανέβαινε στους ουρανούς ο άνθρωπος, σαν έκοψε η Άτροπος το νήμα της ζωής του. Και η κόρη που τον λάτρεψε παρακαλούσε τον Θεό την πόρτα να τ’ ανοίξει…
…απόσπασμα απ’ το βιβλίο ”Νεκρός την Κυριακή”
“Σάβανο”
Ακρυλικά & μελάνι σε χαρτόνι (70Χ100)
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Ο ωκεανός γέμισε από σκελετωμένα, ψυχωτικά χέρια που ζητούν σάρκα για να μπουν να ζήσουν και σκουριασμένα δεσμά να φορέσουν. Κάθε θάνατος και μια καινούρια αρχή, κάθε καινούρια αρχή και μια προαναγγελία θανάτου… και η αλήθεια σιγά να ψιθυρίζεται στα αυτιά εκείνων που μπορούν ακόμα να ακούσουν… να θυμάσαι πως ο θάνατος δεν είναι το τέλος… αλλά η ύλη το αρνήθηκε πεισματικά και εσύ την πίστεψες…
…απόσπασμα από τις χειρόγραφες σημειώσεις του Αρώνη που βρέθηκαν στην οικία του μετά τον στερνό εγκλεισμό του…
«Κυριακάτικη Εξόρμηση»
λαδοπαστέλ & ακρυλικά σε χαρτόκουτες 1.50χ1.50
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
Στο τελικό έργο έχουν προστεθεί τα έξεις γράμματα…
sidet buyuleyijidir sidet umutur umut suz ve sesiz bir sesiz bir dunada
«Γυναίκα»
λαδοπαστέλ, ακρυλικά, σπάγκος & μια σφαίρα σε χαρτόκουτα
«Mara»
ακρυλικά & λαδοπαστέλ σε χαρτόκουτα
Γιώργος Μικάλεφ, Καλοκαίρι 2012
«Αγάπη»
λαδοπαστέλ σε χαρτόκουτα
Γιώργος Μικάλεφ Καλοκαίρι 2012
«Αγιόσαυρος ή Άγιος CAVROC»
λαδοπαστέλ & ακρυλικά σε χαρτόκουτα
από κοινού δημιουργία
P.S.Mavro & Γιώργου Μικάλεφ καλοκαίρι 2012
«Η Δημιουργία»
Τα έργα αυτά σχεδιάστηκαν μέσα στην Άνοιξη του 2012 και ολοκληρώθηκαν το Καλοκαίρι. Τα περισσότερα έργα είναι δουλεμένα πάνω σε χαρτόνι βιβλιοπωλείου. Δούλεψα όμως και σε χαρτί δύο κομμάτια, καθώς και σε χαρτόκουτες. Στο τέλος φιξαρίστηκαν, κολήθηκαν πάνω σε πιο σκληρές επιφάνειες χαρτόκουτας και έγινε ένα απλό κορνιζάρισμα με πηχάκια.
Κάποιες απ’ τις χαρτόκουτες που χρησιμοποιήθηκαν
Ο υποφαινόμενος επί τω έργω…
Κάτι σαν making of…
«Τα Εγκαίνια»
Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας στις 3 Σεπτέμβρη (2012) στην Κερκυραϊκή Πινακοθήκη. Ευχαριστούμε όσους μας τίμησαν με την παρουσία τους και με τα λόγια τους.
Κόσμος
Ο φίλος Κωνσταντίνος (που δεν κατάφερα ακόμα να τον πίσω να γονατίζει στις περαστικές) μαζί με την Σούλα (που της οφείλει πολλά ο υποφαινόμενος καλλιτέχνης) παρατηρούν έργο…
Η Έλενα χαμογελάει μπροστά στο θάνατο! (έργα του P.S.Mavro)
Κόσμος γνωστός & άγνωστος
Με τους ζωγράφους Κωνσταντίνο Μοντσενίγο, Κώστα Γραμμένο, Βέτα Μουζακίτη & Άγγελο Γιούργα στη βραδιά των εγκαινίων.
Στο κέντρο ο ζωγράφος Τραπέρας Δημήτρης
Ο κριτικός τέχνης και κρέατος Γεώργιος Κίτσος μαζί με τον ντράμερ των Mayestic G & Zombie Virus Τζίνο Τέμενο
Πηγαδάκι
Με τον γλύπτη Γιώργο Μέγγουλα
Ο υποφαινόμενος καλλιτέχνης μαζί με την πρόεδρο της ΕΙΚΕ Έλενα Σουέρεφ ποζάρουν μπροστά απ’ τον Αδάμ & την Εύα
Ο υποφαινόμενος ζωγράφος μαζί με τις φίλες Ειρήνη, Έλενα & τη μούσα του Ελένη
Κόσμος
Με τη γιαγιά μου. Ο πάππους ο Σπύρος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί λόγο «πολύ ανωτέρας» βίας…
Ο ζωγράφος Άγης Ξωμεριτάκης, με την Τζούλια και τον σύζυγο της Στέφανο Μιχαλόπουλο
Ο ζωγράφος Στέφανος Μιχαλόπουλος συμμετέχει στo κοκκινοσκουφικό happening
Η Σούλα παίρνει μέρος σε κοκκινοσκουφικό happening κατά τη διάρκεια τον εγκαινίων και κερδίζει το βραβείο της πιο επιτυχημένης Κοκκινοσκουφίτσας της χρονιάς. Αν δεν ήταν η Σούλα να με πιέζει και κάποιες φορές να με εκβιάζει για να ζωγραφίζω… δεν θα ζωγράφιζα…
Ο ποιητής/γευσιγνώστης Γεώργιος Κίτσος με την αρχαιολόγο μητέρα του Κατερίνα
Στα εγκαίνια της έκθεσης μαζί με μια συμμαθήτρια απ’ τα πολύ παλιά, την «μητέρα» μου, την φίλη Έλενα και τη Σούλα που κοιτάει το κινητό της
Η Ελένη με τη Σόνια & την Ιωάννα
Ο μαθηματικός μας από τα σχολικά χρόνια Θεόδωρος Αθηναίος
Ο καθηγητής μας απ’ τα παλιά Π.Αλεξάκης. Με γυρισμένη πλάτη ο Γεώργιος Κίτσος μαζί με τον γνωστό σε όλους Ξάδερφο
Συνομιλίες
Με τη ζωγράφο Γεωργία Γιωτάκη
Δύο μούσες του καλλιτέχνη…
Ο Μιχάλης Βραδής με τον ζωγράφο Δημήτρη Σοφιανό στο μπαλκόνι της πινακοθήκης
Με εκλεκτή παρέα και τους γονείς μου έξω απ’ την πινακοθήκη.
«Ο P.S.Mavro/Stavriotis για τα έργα μου»
Ο καλλιτέχνης Γιώργος Μικάλεφ, είναι ένα μεγάλο αγνό Παιδί …που απλά παρατηρεί (όπως όλοι μας) με το δικό του τρόπο, την Ζωή να μας προσπερνά και αγωνιά. Η ζωή «προσπερνά» όλη τη γενιά του… και αυτό ο καλλιτέχνης το αντιλαμβάνεται και το καταγράφει με το δικό του εικαστικό τρόπο, ο οποίος φυσικά επηρεάζεται και από τα προσωπικά βιώματα του, που όμως καταφέρνει (με τα έργα του) και τα αναγάγει στο σύνολο…
Πρώτη εντύπωση… ένα γενικότερο φρικάρισμα. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί πρωτότυπα εικαστικά έργα ζωής και θανάτου… που εγώ θα τα πω AIΣIOΔOΞA… (ακόμα και αν αυτά περιλαμβάνουν εικονικά μέσα τους, δυσοίωνες έννοιες όπως ατύχημα – ακρωτηριασμός – παράκρουση – θάνατος)!
…όλα αυτά όμως δεν στέκονται δυνατά για να μας επιβάλουν να χαρακτηρίσουμε τον καλλιτέχνη «απαισιόδοξο».
Ο καλλιτέχνης Γιώργος Μικάλεφ, μπορεί να διακατέχετε από την εμμονή ενός επικείμενου πιθανού «ψυχικού ακρωτηριασμού» του… αλλά δεν παύει και να θέλει να γευτεί τη χαρά της απλής ζωής, του έρωτα, της προσφοράς, της φιλίας και της δημιουργίας…
Ευοίωνα στιγμιότυπα καθημερινότητας συνυπάρχουν με τα δυσοίωνα – κατά κάποιο τρόπο – ξορκίζοντας τα! Φύση, δέντρα, σκυλάκια, πρόβατα, παιδικά παιχνίδια, λούτρινα αρκουδάκια… διακρίνονται στα έργα… Όπως ακόμα στα έργα του, παρατηρούμε και ημίγυμνα εφηβικά κορμιά, αγοριών και κοριτσιών που αγκαλιάζονται τρυφερά, ή που απλά παραστέκουν το ένα στο άλλο με προσμονή.
Τελικά ο νεαρός αι Γιώργης, καβάλα σε μηχανάκι, θα παλέψει με το δράκο, που στοιχειώνει μια σύγχρονη βρύση και η αλυσοδεμένη κορασίδα, που αναμένει την επικείμενη απελευθέρωση της, θα γίνει ταίρι του!
Ο Nώε, θα σώσει τα ζώα, με την κιβωτό του… και ο βοσκός θα συνεχίσει να βόσκει ανέμελα τα πρόβατα του! Οι άνθρωποι της καθημερινότητας θα συνεχίσουν να κάθονται στη βεράντα τους και να πίνουν ανέμελα τον καφέ τους… ενώ τα στόματα που ξεστομίζουν ασύστολα «φαρμακερά μαύρα λόγια» θα βουβαθούν για πάντα.
Μία (καθ’όλα αλληγορική) επικήδεια πομπή, θα δώσει τέλος στην όλη παράνοια. Το «κακό» (όπου και αν κρυφτεί) θα βρεθεί και θα εξολοθρευτεί. Το «καλό» θα κυριαρχήσει!
Ο Γιώργος Μικάλεφ, ως ζωγράφος θα συνεχίζει να βγάζει το τραπεζάκι του στην ύπαιθρο και θα ζωγραφίζει θεσπέσιους πίνακες… ενώ ιπτάμενα φτερωτά σωληνάρια – χρώματος ζωγραφικής (που πιτσιλάνε χαρούμενα, χρώματα στον αέρα) θα τον παραστέκουν «ως άγγελοι»… και θα τον εμπνέουν ως την αιωνιότητα!
Και όλα αυτά, δεν είναι απλά εικονογραφημένα στα έργα του Γιώργου Μικάλεφ αλλά είναι και καταγεγραμμένα (με λέξεις, προτάσεις και κείμενα) επάνω στα ζωγραφικά του. Κείμενα που γράφονται κυρίως με την ψεύτο-Κουφική γραφή – υπονοώντας (ξεκάθαρα) ποιός ξέρει τί…?
για τα έργα του Γιώργου Μικάλεφ
από P.S.Mavro/Stavriotis
«Βιογραφικό»
Ο Γιώργος Μικάλεφ είναι ένας νέος Κερκυραίος ζωγράφος που ζει και εργάζεται στο νησί. Η έντονη ανάγκη για δημιουργία τον οδήγησε να ασχοληθεί με την τέχνη στις διάφορες μορφές της, πάντα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Τα τελευταία χρόνια αφοσιώθηκε κυρίως στη ζωγραφική που από μικρό παιδί αγαπούσε, λερώνοντας άφθονα μπλοκ με μολύβια, μαρκαδόρους και νερομπογιές. Τα έργα του πολλές φορές έχουν μέσα τους μακάβριες και αλλοπρόσαλλες εικόνες, αλλά πίσω από αυτές κρύβονται ιστορίες που νοσταλγούν την χαμένη παιδική αθωότητα και την αληθινή αγάπη. Υπεύθυνη για τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες ήταν μια «νόσος» ανίατη που τον συντροφεύει από μικρό παιδί… «η νόσος της ποίησης». Από το 2010 είναι μέλος της Εικαστικής Κερκυραϊκής Ένωσης.
Ο υποφαινόμενος
εκθέσεις
Dusk Cafe (ομαδική) 2010
Δημοτική Πινακοθήκη (ομαδική) 2010
Δημοτικό Θέατρο (ομαδική) 2011
Τένεδος (με Π.Μαυρόπουλο & Γ.Μέγκουλα) 2011
Κερκυραϊκή Πινακοθήκη (ομαδική) 2012
Ελεύθερη Εικαστική Συνάντηση (αρχοντικό Μάνεση) 2012
Κερκυραϊκή Πινακοθήκη (με P.S.Mavro) 2012
επικοινωνία
mail: acimoc2007@hotmail.com
blog: http://georgemicalef.blogspot.gr/
facebook: http://www.facebook.com/george.micalef
«Extra Υλικό»
Ακολουθούν κάποια ψηφιακά αρχεία για την έκθεση τα οποία μπορείτε είτε να τα διαβάσετε online είτε να τα κατεβάσετε σαν pdf στον υπολογιστή σας. Στο τέλος δύο βίντεο με ψηφιακά επεξεργασμένα έργα από τον P.S.Mavro/Stavrioti
… . . . …
Η ζωή είναι ωραία 7 ο θάνατος θλιβερός… Έργα του Γιώργου Μικάλεφ επεξεργασμένα ηλεκτρονικά από τον P.S.Mavro/Stavrioti.
«Άυλα» Έργα Τέχνης! – Ζωγραφική και Ηλεκτρονική επεξεργασία.
….απο P.S.Mavro/Stavriotis
Προβληματίζομαι, το τελευταίο καιρό, πάνω στο τρίπτυχο «ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΑ – EΠΙΘΑΝΑΤΙΑ – ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ»… όλος αυτός ο προβληματισμός μου μου έδωσε θέμα για ζωγραφική. Φιλοτέχνησα έργα με θέμα «Ο Θάνατος είναι άσχημος» (Death is ugly)
Τα έργα είναι ζωγραφισμένα επάνω σε χαρτόκουτες με ακριλικά και λαδοπαστέλ.
Τη βασική φόρμα – στάση των έργων την έδωσε το όρθιο ανάπτυγμα της χαρτόκουτας πάνω στην οποία και είναι ζωγραφισμένα με ακρυλικά χρώματα και με Παστέλ λαδιού…
Τα έργα φωτογραφήθηκαν (είτε ξαπλωτά – είτε όρθια) αποθηκεύτηκαν στον Υπολογιστή και άρχισε η Ηλεκτρονική επεξεργασία τους με κατάλληλα Προγράμματα και ιδικά Φίλτρα! Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας επιλέχτηκαν και αποθηκεύτηκαν.
Μία νέα σειρά «έργων» γεννήθηκε με αυτό το τρόπο. Εικαστικά αποτελέσματα πρωτότυπα και μοναδικά!
Συνέχισα να εργάζομαι με τον ίδιο τρόπο για πολύ… Η τραγικότητα και η εκφραστικότητα αυτών των «Άυλων έργων» με εκπλήσσουν ευχάριστα… όπως εκπλήσσουν και πολλούς φιλότεχνους θεατές!
Ο προβληματισμός που γεννιέται, από κάποιους σκεπτικιστές φίλους, είναι… αν αυτά τα αποτελέσματα, αυτής της ηλεκτρονικής επεξεργασίας, μπορούν να θεωρηθούν «Έργα Τέχνης»!
Σίγουρα η επεξεργασία Εικαστικών Έργων μέσο Υπολογιστή… θα πρέπει να τύχει της ανάλογης αναγνώρισης, με όποιο άλλο εικαστικό τρόπο έκφρασης και δημιουργίας.
Φυσικά δεν είμαι ο πρώτος που πειραματίζετε και προβληματίζετε με το όλο θέμα… όμως σίγουρα τα αποτελέσματα που δημοσιεύω – προβάλω και αναρτώ… εγώ, τα θεωρώ Έργα Tέχνης!!!
P.S.Mavro/Stavriotis
















































Είχε τρελαθεί από έρωτα μου ‘παν, στα νιάτα της. Και εμείς ένα καλοκαίρι από εκείνα τα παλιά, την ακούσαμε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα να τσακώνεται με τον εαυτό της. Μιλούσε με δύο διαφορετικές, τρομακτικές φωνές. Στο μυαλό μας τότε σκεφτόμασταν πως τσακωνόταν με κάτι το διαβολικό και τρομάξαμε. Τώρα τα δύο αδέρφια μιλάνε από εκεί που είναι και θυμούνται τα παλιά και τα γελάνε.
Πρέπει να πήγαινε και ο πάππους μου εκεί αλλά πέθανε όταν ήμουν μικρός και δεν θυμάμαι ποιο καφενείο προτιμούσε. Πέρασα από το κουρείο «το σικ» και θυμήθηκα τον Τσιρλάκη που περνούσε από αυτόν το δρόμο με τις ξύλινες πατερίτσες του και τα δυο του γόνατα να λυγίζουν προς κάθε απίθανη κατεύθυνση. Έκανε μισή ώρα να πάει από το καφενείο στο σπίτι του και ας ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά. Δεν το έβαλε κάτω… μέχρι το τέλος. Η γυναίκα μου είχε στενοχωρηθεί πολύ όταν πέθανε ο Τσιρλάκης. Τον είχε συμπαθήσει και έλεγε τότε… «ο κακομοίρης ο Τσιρλάκης, γιατί να πεθάνει αυτός ο καλός γέρος? Γιατί?». Αλλά στο τέλος πέθαναν σχεδόν όλοι όσοι ήξερα από τους παλαιούς.
Όλα ερχόταν στο κεφάλι μου. Αναμνήσεις από παντού. Ο γιατρός είπε να μην σκέφτομαι το παρελθόν, να μην σκέφτομαι τις χαρούμενες μέρες γιατί θα γίνω χειρότερα και πρέπει να είχε δίκιο. Το ‘χα καταλάβει από παλιά. Οι αναμνήσεις των παλιών ημερών με τρέλαιναν άσχημα. Αλλά η μνήμη δεν λέει να ξεχάσει.
Ήθελα να μείνουν όπως είχαν όλα. Καθώς κατούραγα, χάζευα τους ατμούς να ανεβαίνουν στον κρύο αέρα της τουαλέτας. Η λεκάνη δίπλα ήταν γεμάτη με νερό. Απόρησα ποιος να την είχε γεμίσει. Γέμισα τον κουβά και τον άδειασα στη λεκάνη της τουαλέτας. Κάποτε είχαμε βάλει καζανάκι, αλλά η τεχνολογία σε αυτό το σπίτι δεν σήκωνε και χάλασε αμέσως. Για μπάνιο χρησιμοποιούσαμε μια λεκάνη και ένα κύπελλο. Νερό ζεσταίναμε στην κουζίνα. Δεν το θεωρούσα παράξενο γιατί έτσι μεγάλωσα. Πρώτη φορά που έκανα μπάνιο σε μπανιέρα ήμουν δέκα χρονών.
Σκέφτηκε λοιπόν να παριστάνει τη manager ενός καλλιτέχνη που κανείς δεν θα έβλεπε ποτέ γιατί θα ήταν ένας σχιζοφρενής που θα ζούσε απομονωμένος και το μόνο που θα έκανε, ήταν να ζωγραφίζει. Η φίλη μου θα παρίστανε κάποια παλιά ερωμένη του, που τον βοηθάει να ζει πουλώντας τους πίνακες του και εγώ θα έκανα τον τρελό καλλιτέχνη. Ειρωνεία ε? Μεγάλη. Η ιδέα αυτή όταν έγινε πράξη μας έφερε απρόσμενα κέρδη τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά η ταυτότητα μου πρέπει να μείνει κρυφή γιατί αλλιώς θα μας κυνηγάνε…
Το mini market είναι στριμωγμένο δίπλα από το νεκροταφείο το οποίο λόγο υπερπληθυσμού έπαψε να υποδέχεται νέους κατοίκους. Στο μαγαζί ο Μήτσος με κοίταζε καχύποπτα γιατί δεν θυμόταν ποιανού ήμουν και εγώ δεν μπήκα στον κόπο να του εξηγήσω. Πήρα τις δυο σακούλες και ξεκίνησα για σπίτι. Ήταν ακόμα μέρα αλλά όχι για πολύ.
Τηλεφώνησα στη γυναίκα μου για να περάσει λίγο η ώρα. Μίλησα και στην κόρη μου. Το Κατερινάκι είχε μεγαλώσει και πήγαινε νηπιαγωγείο αλλά εγώ είχα χάσει πολλά επεισόδια. Σύντομα όμως θα μείνουμε όλοι μαζί ξανά. Το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην πάρει τίποτα από μένα. Μου πε για το σκυλάκι που της πήρε η μαμά της και για την καλύτερη της φίλη στο σχολείο και για την καινούρια της τσάντα με τον Bob τον Σφουγγαράκη και μετά μου έδωσε την μαμά της. Μου πε πως της είχα λείψει και πως με άκουγε όλο και καλύτερα. Το τηλέφωνο όμως κάποια στιγμή έπρεπε να κλείσει και εγώ θα επέστρεφα στην κουζίνα ξανά.
Έβαλα και το δεύτερο μπουκάλι μέσα και πήρα τα κλειδιά. Έκλεισα το φως και βγήκα ξανά στο κρύο. Ανέβηκα την εξωτερική σκάλα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κάμποσες σκονταψιές και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στην καρέκλα με το δεύτερο μπουκάλι ανοιχτό στο τραπεζάκι μπροστά μου να ακούω ένα βουητό ανάμικτο με κραυγές και πολύ σαματά. Τότε κατάλαβα πως δεν έπρεπε να πιω άλλο. Έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, σκεπάστηκα με τρεις κουβέρτες και αφού ξέρασα στο ξύλινο πάτωμα κατάφερα να κοιμηθώ…
Η απάντηση που πείρα ήταν ένα αρρωστημένο μουγκρητό ανθρώπου που υποφέρει… με έκανε να παγώσω. Αυτό το πλάσμα, που τώρα φώναζε απόκοσμα, χτυπούσε πάνω στην πόρτα. Δεν ήταν και τόσο βίαια τα χτυπήματα, αλλά όταν είδα τη ματωμένη παλάμη να κολλάει στο γυαλί της πόρτας, μου κόπηκε η ανάσα.
Πρέπει να ‘ταν κάποιος που γνώριζα. Μα τώρα το πρόσωπο του έμοιαζε με σάπιο κρέας και το μυαλό του φαινόταν πιο σαλεμένο από το δικό μου. Σκέφτηκα τη νύχτα των ζωντανών νεκρών και γέλασα νευρικά. Μα ναι… ήταν ο μπάρμπας ο Μήτσος. Τον γαμημένο… σκέφτηκα, έγινε ζόμπι… και απ’ ότι φαίνεται πρέπει να υπάρχουν πολλά. Ο εφιάλτης των ανθρώπων έγινε πραγματικότητα. Ήρθε το τέλος του πολιτισμού. Τα μάτια μου χάζευαν τον σαπισμένο μπάρμπα και το μυαλό μου έκανε όνειρα για έναν καινούριο κόσμο… και τότε τα σκουριασμένα κάγκελα της πόρτας υποχώρησαν και εγώ ξύπνησα από τα όνειρα και σκέφτηκα την γυναίκα μου και το Κατερινάκι…
Κάποιος ψηλός γέρος κοίταξε προς το μέρος μου και με μια αποκρουστική κραυγή, άρχισε να σέρνεται προς το σπίτι. Με μυρίστηκε ο πουστόγερος, σκέφτηκα. Πίσω μου η πόρτα κόντευε να σπάσει. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, πήδηξα από κάτω στην περγουλιά. Μπερδεύτηκα στα σύρματα σα μαλάκας. Θα μπορούσα να είχα κατέβει πιο ομαλά, αλλά ο πανικός δεν μ’ άφησε. Πιάστηκα προσεχτικά με τα χέρια μου από το πιο κοντινό σίδερο και αφού κρέμασα το σώμα μου, έπεσα στην αυλή.
Τι ήθελε ο μαλάκας και με τρόμαξε? Θα μπορούσε να μου μίλαγε. Γύρισα να ρίξω μόνο μια κλεφτή ματιά πίσω, όταν άκουσα τα ουρλιαχτά του. Είχαν πέσει όλοι πάνω του και του ξέσκιζαν τις σάρκες. Στενοχωρήθηκα αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έτρεχα να ξεφύγω από το χωριό των σάπιων. Ο μαλάκας… ξέχασα το σίδερο…
Κρύφτηκα πίσω από τον κορμό μιας ελιάς και κρυφοκοίταξα. Μια κοπέλα, γυμνή μέσα στο κρύο να μαχαιρώνει μανιασμένα και ουρλιάζοντας από χαρά, ένα μικρό παιδί ή ότι είχε απομείνει από αυτό. Το θέαμα έκανε τα πόδια μου να ανατριχιάσουν. Είχα παγώσει από τον τρόμο τόσο πολύ, που είχα μείνει να μετράω μαχαιριές και όταν οι μαχαιριές και τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και εκείνη άστραψε το βλέμμα της σε μένα, εγώ έμεινα εκεί να την κοιτάω. Τα μαύρα μακριά της μαλλιά, έκρυβαν το τρυφερό πρόσωπο της.
Στα ατάραχα μάτια της, εκείνη τη στιγμή, δεν είδα καμιά παράνοια, παρά μόνο αγάπη. Δεν μπορούσα να κοιτάξω το γυμνό κορμί της… είχα μαγνητιστεί από το σαγηνευτικό της βλέμμα. Φαινόταν τόσο αγνή παρά τη φριχτή της πράξη. Θα μπορούσα να την χάζευα για ώρες αν δεν μεταμορφωνόταν ξανά μπροστά στα μάτια μου.
έφταναν με συρτά βήματα βογκώντας και φωνάζοντας κατάρες σε μια ανίερη γλώσσα . Με κοίταξε με παράπονο και με έκανε να νοιώσω ενοχές. Εκείνη άπλωσε τα χέρια της σαν να περίμενε μια τρυφερή αγκαλιά… «πάρε με μαζί σου» μου είπε κλαίγοντας και εγώ πήδηξα από την ελιά και προσγειώθηκα πατώντας με δύναμη στο στομάχι της. Έτρεξα για ακόμα μία φορά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Τον έλεγαν έτσι γιατί είχε σώμα θερμοσίφωνα. Κατέβηκε και μου φώναξε «ξάδερφε», τον φώναξα και εγώ ξάδερφο και αγκαλιαστήκαμε από χαρά. «Πως έφτασες ως εδώ?» τον ρώτησα, «τι συμβαίνει στην πόλη?» «Γέμισαν οι δρόμοι με αυτουνούς» μου είπε, «σκοτώνουνε ότι βρούνε και το τρώνε με λαιμαργία. Βγήκανε από τα νεκροταφεία… βρικολακιάσανε όλοι οι πεθαμένοι. Χαμός μεγάλος γίνετε. Γυρνάω από το λιμάνι. Μας είπαν πως μόνο από εδώ φεύγουν καράβια για απέναντι, αλλά είναι όλα γεμάτα πεθαμένους». «Και το λιμάνι στην πόλη…» του είπα με απορία. «Εκεί μην τα ρωτάς. Δεν μπορεί να πλησιάσει άνθρωπος.»
Τουφεκιές ακουγόταν στα δεξιά μου, αλλά ήταν πολύ μακριά και εμένα δεν μου άρεσαν τα όπλα. Ευτυχώς εκεί που είχα αρχίσει να απελπίζομαι βρίσκω στην άκρη του δρόμου ένα πεταμένο ποδήλατο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν ένα νεκρό κοριτσάκι. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα νεκρά κοριτσάκια. Το πήρα χωρίς τύψεις αφού σε εμένα θα ήταν μάλλον πιο χρήσιμο. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και σύντομα έφτασα σε ένα χωριό που δεν γνώριζα. Ήξερα πως μπορεί να μου πεταγόταν από παντού οι σάπιοι, αλλά εγώ έκανα τη βόλτα μου ψάχνοντας για ζωή.

Ούτε δυο λεπτά δεν περάσανε και σκάνε μύτη οι μπάτσοι από τα αριστερά του δρόμου, όπως τον έβλεπα εγώ απ’ το μπαλκόνι… καμιά πενηνταριά ματατζήδες με όλα τα αξεσουάρ τους. Τότε ένας νεαρός κουμουνιστής φώναξε στα ζόμπι… «σύντροφοι ας ενωθούμε να χτυπήσουμε τον κοινό εχθρό»… αλλά τα ζόμπι δεν χαμπαριάζανε. Ένα άρπαξε τον νεαρό και του ξερίζωσε τη γλώσσα και ένα άλλο του πίεσε το κεφάλι ώσπου πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Γαμώτο, τέλειωσε το κρουασάν και πεινούσα κι άλλο.
Τρόμαξα καθώς με πλησίαζε και προσπαθώντας να του ξεφύγω, παραπάτησα και έπεσα από το παράθυρο. Το αριστερό μου πόδι γύρισε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο σαν καλάμι που σπάει. Οι σάπιοι τώρα όρμησαν πάνω μου και εγώ ούρλιαζα και χτυπιόμουνα. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ότι πιο φρυχτό είχα δει τις δύο τελευταίες μέρες. Ο αηδιαστικός επιδειξίας με τη μάσκα του λύκου στεκόταν στο μπαλκόνι και κοιτούσε την αποτρόπαιη σφαγή μου και τον έπαιζε.
