Αρχείο ετικέτας paramythi

Το χωριό των ζωντανών νεκρών

Κεφάλαιο ένα

αναμνήσεις

Το χωριό φαντάζει στοιχειωμένο τους Χειμώνες. Κάθε φορά που έρχομαι πάντα μου προκαλεί μια έντονη νοσταλγία. Πάντα ήθελα να το θυμάμαι Καλοκαίρι και όχι από τα καινούρια καλοκαίρια, αλλά από εκείνα τα παλιά, που οι αναμνήσεις, σου θυμίζουν ταινία.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση. Ήταν μεσημέρι. Σηκώθηκα και καθώς κατέβαινα τα σκαλιά κοίταξα την εκκλησία απέναντι… ανεπηρέαστη στο χρόνο και στο θάνατο. Πήρα τα πράγματα μου. Δυο μεγάλους σάκους. Φαινόταν πολλά για τη μια βδομάδα που θα καθόμουν, αλλά για μένα ήταν λίγα για την δουλειά που είχα να κάνω. Βλέπεται είμαι ζωγράφος… έτσι θέλω να λέω τουλάχιστον.

Το λεωφορείο έφυγε και εγώ το κοίταξα να απομακρύνεται λες και περίμενα να με χαιρετήσει, ώσπου χάθηκε στη στροφή. Σήκωσα τα πράγματα μου και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Τα μάτια μου έπεσαν στην ταμπέλα που υπήρχε ακόμα στο παλιό καφενείο-παντοπωλείο… «το σταυροδρόμι» έγραφε. Θυμήθηκα τον καημένο τον Χαρίλαο που πέθανε πριν από δέκα χρόνια. Ήταν καλός θυμάμαι. Κανείς δε μου ‘πε κακιά κουβέντα για αυτόν. Η αδερφή του έμενε στο  σπιτάκι πίσω από τη στάση. Είχε τρελαθεί από έρωτα μου ‘παν, στα νιάτα της. Και εμείς ένα καλοκαίρι από εκείνα τα παλιά, την ακούσαμε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα να τσακώνεται με τον εαυτό της. Μιλούσε με δύο διαφορετικές, τρομακτικές φωνές. Στο μυαλό μας τότε σκεφτόμασταν πως τσακωνόταν με κάτι το διαβολικό και τρομάξαμε. Τώρα τα δύο αδέρφια μιλάνε από εκεί που είναι και θυμούνται τα παλιά και τα γελάνε.

Λίγα μέτρα πιο κάτω και το καφενείο του Τσιρλάκη.  Από τη μία ήταν κάποτε το μαγαζί και από την άλλη μεριά του δρόμου είχε καρέκλες και τραπέζια κάτω από μία περγουλιά. Εκεί πήγαινε ο μπάρμπας μου ο Δημολέοντας, όπως μου τον είχε πει μια φορά ο κουρέας, και έπινε κάνα ποτηράκι πριν αρρωστήσει και πεθάνει. Πρέπει να πήγαινε και  ο πάππους μου εκεί αλλά πέθανε όταν ήμουν μικρός και δεν θυμάμαι ποιο καφενείο προτιμούσε. Πέρασα από το κουρείο «το σικ» και θυμήθηκα τον Τσιρλάκη που περνούσε από αυτόν το δρόμο με τις ξύλινες πατερίτσες του και τα δυο του γόνατα να λυγίζουν προς κάθε απίθανη κατεύθυνση. Έκανε μισή ώρα να πάει από το καφενείο στο σπίτι του και ας ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά. Δεν το έβαλε κάτω… μέχρι το τέλος. Η γυναίκα μου είχε στενοχωρηθεί πολύ όταν πέθανε ο Τσιρλάκης. Τον είχε συμπαθήσει και έλεγε τότε… «ο κακομοίρης ο Τσιρλάκης, γιατί να πεθάνει αυτός ο καλός γέρος? Γιατί?». Αλλά στο τέλος πέθαναν σχεδόν όλοι όσοι ήξερα από τους παλαιούς.

Το σπίτι με περίμενε πάντα μοναχό τα τελευταία χρόνια. Κάποτε έμπαινα μέσα και έβλεπα τη γιαγιά να με περιμένει στο ντιβάνι βλέποντας τηλεόραση με αναμμένη τη ξυλόσομπα. Ή πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ασυναίσθητα έκανα να πιάσω το κλειδί πίσω απ’ το ρολόι του ρεύματος, εκεί που μας το άφηνε η γιαγιά όταν πήγαινε στο χωράφι, αλλά δεν ήταν εκεί. Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και άνοιξα. Η τραπεζαρία ήταν πιο παγωμένη από τον αέρα έξω. Τη διέσχισα και άνοιξα την πόρτα της κουζίνας. Κοίταξα τη γιαγιά μου στη φωτογραφία. Κάποτε με το που έμπαινα εκείνη σηκωνόταν και με φιλούσε όλο χαρά και με ρώταγε αν έκοψα τα μαλλιά μου… Ζαλίστηκα και τα μάτια μου άρχισαν να θολώνουν… Έκατσα σε μια καρέκλα.

Όλα ερχόταν στο κεφάλι μου. Αναμνήσεις από παντού. Ο γιατρός είπε να μην σκέφτομαι το παρελθόν, να μην σκέφτομαι τις χαρούμενες μέρες γιατί θα γίνω χειρότερα και πρέπει να είχε δίκιο. Το ‘χα καταλάβει από παλιά. Οι αναμνήσεις των παλιών ημερών με τρέλαιναν άσχημα. Αλλά η μνήμη δεν λέει να ξεχάσει.

Πριν δύο χρόνια τέτοια εποχή ήμουν μέσα. Κάποια μορφή σχιζοφρένιας είπαν. Παλιά τις βάφτιζα κρίσεις πανικού και οι παραισθήσεις μου νόμιζα πως ήταν μηνύματα από τους άλλους… οι κρίσεις όμως επιδεινώθηκαν και τα βράδια μου είχαν γίνει μαρτύριο. Η γυναίκα μου με άφησε στον πρώτο μήνα της νοσηλείας μου. Δεν άντεξε την ντροπή και γύρισε πίσω στους γονείς της μαζί με το παιδί. Δεν τη κατηγορώ. Της είχα πει να φύγει από τον καιρό που κατάλαβα πως χειροτέρευα. Μιλάμε συχνά όμως στο τηλέφωνο και αν όλα πάνε καλά θα γυρίσει τον άλλο μήνα. Δοξάζω τον θεό που τα οικονομικά μας προβλήματα λύθηκαν από καιρό.

Παρόλα τα λεφτά που υπήρχαν, ήθελα το σπίτι της γιαγιάς να μείνει όπως ήταν. Βγήκα πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Χαιρέτησα τη θεια τη Μαριγούλα που τάιζε τις κότες. Ανατρίχιασα γιατί είχα την εντύπωση πως είχε πεθάνει. Εκείνη με καλοδέχτηκε γιατί είχε να με δει καιρό πολύ. Με πληροφόρησε για τα τελευταία νέα και μετά συνέχισε τις δουλειές της. Εγώ πήγα για κατούρημα. Εννοείται πως η τουαλέτα ήταν εξωτερική. Δεν ήθελα να φτιάξω άλλη μέσα και ας γκρίνιαζε η γυναίκα μου. Ήθελα να μείνουν όπως είχαν όλα. Καθώς κατούραγα, χάζευα τους ατμούς να ανεβαίνουν στον κρύο αέρα της τουαλέτας. Η λεκάνη δίπλα ήταν γεμάτη με νερό. Απόρησα ποιος να την είχε γεμίσει. Γέμισα τον κουβά και τον άδειασα στη λεκάνη της τουαλέτας. Κάποτε είχαμε βάλει καζανάκι, αλλά η τεχνολογία σε αυτό το σπίτι δεν σήκωνε και χάλασε αμέσως. Για μπάνιο χρησιμοποιούσαμε μια λεκάνη και ένα κύπελλο. Νερό ζεσταίναμε στην κουζίνα. Δεν το θεωρούσα παράξενο γιατί έτσι μεγάλωσα. Πρώτη φορά που έκανα μπάνιο σε μπανιέρα ήμουν δέκα χρονών.

Γύρισα στην κουζίνα και άνοιξα τον ένα σάκο με τα σύνεργα τις ζωγραφικής. Έβγαλα από μέσα τα τελάρα και τα ακούμπησα στο τραπέζι. Έλπιζα να μου έφταναν οι λαδομπογιές. Στο χωριό δεν είχα μέσο να μετακινηθώ και δεν είχα και ιδέα που και σε ποιο χωριό θα έβρισκα χρώματα. Βλέπεται εδώ ερχόμουνα πάντα για να ζωγραφίσω. Το διαμέρισμα στην πόλη, όσες ανέσεις κι αν έχει, δεν με βοηθάει καθόλου.

Κάποτε μια φίλη μου είχε την ιδέα που μας έκανε αυτή τη στιγμή να ζούμε άνετα και χωρίς σκοτούρες για τα λεφτά. Σκέφτηκε λοιπόν να παριστάνει τη manager ενός καλλιτέχνη που κανείς  δεν θα έβλεπε ποτέ γιατί θα ήταν ένας σχιζοφρενής που θα ζούσε απομονωμένος και το μόνο που θα έκανε, ήταν να ζωγραφίζει. Η φίλη μου θα παρίστανε κάποια παλιά ερωμένη του, που τον βοηθάει να ζει πουλώντας τους πίνακες του και εγώ θα έκανα τον τρελό καλλιτέχνη. Ειρωνεία ε? Μεγάλη. Η ιδέα αυτή όταν έγινε πράξη μας έφερε απρόσμενα κέρδη τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά η ταυτότητα μου πρέπει να μείνει κρυφή γιατί αλλιώς θα μας κυνηγάνε…

Στον δεύτερο σάκο είχα μερικά ρούχα και ένα μπουκάλι ουίσκι, που με βόηθαγε στην έμπνευση μου. Το πήρα κρυφά από τη φίλη μου, που μένει μαζί μου τον τελευταίο καιρό, γιατί θα με σκότωνε αν το ‘ξερε. Βλέπεται στην αρρώστια μου δεν συνίσταται αλκοόλ, ειδικά σε συνδυασμό με τα βαριά ψυχοφάρμακα μου. Γι’ αυτόν τον λόγο άφησα τα ψυχοφάρμακα πίσω στο σπίτι. Η φίλη μου που σας έλεγα προηγουμένως έχει αναλάβει από τότε που έμεινα μόνος να με φροντίζει. Την έχω ακούσει να κλειδώνει τα βράδια σαν κοιμάται.

Άναψα τη σόμπα με μια ξεχασμένη εφημερίδα  και μερικά ξερόκλαδα και έριξα δύο ωραία ξύλα μέσα. Πριν προλάβει να ζεστάνει πολύ η κουζίνα, πήγα μέχρι το mini market του χωριού για να αγοράσω άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι, προτηγανισμένες πατάτες, λάδι έχουμε, ψωμί, λουκάνικα, νερό και δέκα σοκολάτες αμυγδάλου τις μεγάλες. Στο δρόμο αντάλλαξα χαιρετούρες με έναν μπάρμπα και δυο θειες. Τον μπάρμπα τον ήξερα, τις θειες όχι. Σκέφτηκα να πάω μια βόλτα από το νεκροταφείο, πίσω από την εκκλησιά, να δω τον παππού και τη γιαγιά αλλά το κρύο ήταν ενοχλητικά τσουχτερό και μου άλλαξε γνώμη. Το mini market είναι στριμωγμένο δίπλα από το νεκροταφείο το οποίο λόγο υπερπληθυσμού έπαψε να υποδέχεται νέους κατοίκους. Στο μαγαζί ο Μήτσος με κοίταζε καχύποπτα γιατί δεν θυμόταν ποιανού ήμουν και εγώ δεν μπήκα στον κόπο να του εξηγήσω. Πήρα τις δυο σακούλες και ξεκίνησα για σπίτι. Ήταν ακόμα μέρα αλλά όχι για πολύ.

Έβαλα να πιω ένα ποτήρι και αμέσως ένιωσα τη διαφορά. Άναψα την παλιά τηλεόραση αλλά εκείνη αντί να ανοίξει, άρχισε να βαράει σμπάρα και να μυρίζει άσχημα. Η υγρασία την είχε κάνει καινούρια… μαλακία. Δεν είχα τι να κάνω. Ούτε υπολογιστής, ούτε τηλεόραση, ούτε καν ραδιόφωνο. Τηλεφώνησα στη γυναίκα μου για να περάσει λίγο η ώρα. Μίλησα και στην κόρη μου. Το Κατερινάκι είχε μεγαλώσει και πήγαινε νηπιαγωγείο αλλά εγώ είχα χάσει πολλά επεισόδια. Σύντομα όμως θα μείνουμε όλοι μαζί ξανά. Το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην πάρει τίποτα από μένα. Μου πε για το σκυλάκι που της πήρε η μαμά της και για την καλύτερη της φίλη στο σχολείο και για την καινούρια της τσάντα με τον Bob τον Σφουγγαράκη και μετά μου έδωσε την μαμά της. Μου πε πως της είχα λείψει και πως με άκουγε όλο και καλύτερα. Το τηλέφωνο όμως κάποια στιγμή έπρεπε να κλείσει και εγώ θα επέστρεφα στην κουζίνα ξανά.

Γέμισα άλλο ένα ποτηράκι και κατέβηκε σχετικά γρήγορα. Η ιδέα στο μυαλό μου είχε είδη έρθει καθώς ξετύλιγα το τελάρο από τη ζελατίνα του. Τα ‘θελα πάντα έτοιμα συσκευασμένα. Έβαλα νεύτη σε ένα κομμένο πλαστικό μπουκάλι και έβγαλα το ξύλινο κουτί με τα λάδια και τα πινέλα μου. Μέχρι στις 10 το βράδυ έπινα και ζωγράφιζα ασταμάτητα. Τα μόνα διαλείμματα που έκανα, ήταν δύο φορές για τουαλέτα και άλλες δύο για να φροντίσω τη φωτιά. Κάποια στιγμή πρέπει να χτυπούσε και το τηλέφωνο αλλά ο πίνακας μου με εμπόδιζε να το σηκώσω.

Όταν τελείωσα είχα μπροστά μου το κεφάλι μιας γριάς με παραδοσιακή μαντίλα να με κοιτάζει μες τα μάτια. Δεν ήταν η γιαγιά μου αυτή. Ήταν μια αρρωστημένη φιγούρα με αλλόκοτα χρώματα και παιδικές πινελιές. «Το κατάλληλο στυλ για έναν τρελό, αντικοινωνικό καλλιτέχνη» σκέφτηκα και χαμογέλασα. Καθώς κατέβαζα μερικές γουλιές από το φαρμάκι στο μπουκάλι, μου φάνηκε πως άκουσα καμπάνες να χτυπάνε τρελά. «Τι διάολο» σκέφτηκα «γάμος τέτοια ώρα? Αλήθεια τι ώρα να ‘ναι?» δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά αλλά ήταν περασμένες 10. Μια αναγούλα μ’ έπιασε και με έκανε να ξεχάσω τις καμπάνες. Έβγαλα από το ψυγείο τα λουκάνικα, αλλά την ώρα που έψαχνα να βρω το τηγάνι στα ντουλάπια, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καθόλου όρεξη  για φαγητό. Η σκέψη και μόνο με έκανε να θέλω να ξεράσω. Κρατήθηκα…

Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο τραπέζι και δεν σηκώθηκα παρά μόνο για να κατουρήσω. Ακούμπησα το ένα χέρι στον τοίχο για να κρατάω ισορροπία και με το άλλο τον έβγαλα έξω και σημάδεψα. Βλαστήμησα την Παναγία καθώς το κάτουρο λέρωσε τον τοίχο και το παντελόνι μου, πριν βρει το δρόμο του για την λεκάνη. Εκείνη την ώρα ήμουν σίγουρος πως άκουσα από μακριά ουρλιαχτά γυναικεία, αλλά περίμενα να τελειώσω το κατούρημα για να σιγουρευτώ. Τον τίναξα και μετά σταμάτησα ακόμα και να αναπνέω αλλά δεν άκουσα τίποτα άλλο παρά ένα ενοχλητικό σφύριγμα στα αυτιά μου. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν και από το μυαλό μου… πράγμα συνηθισμένο…

Ευτυχώς όταν πίνω οι αναμνήσεις μου παύουν να με ταλαιπωρούν και αν και λιώμα ένοιωθα πολύ καλύτερα από όταν είμαι νηφάλιος. Αποφάσισα να ξαπλώσω. Τα υπνοδωμάτια ήταν στον πάνω όροφο. Σιγουρεύτηκα πως η φωτιά ήταν εντάξει, πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι που κόντευε να τελειώσει και το έβαλα στην τσάντα με τα ρούχα. Έβαλα και το δεύτερο μπουκάλι μέσα και πήρα τα κλειδιά. Έκλεισα το φως και βγήκα ξανά στο κρύο. Ανέβηκα την εξωτερική σκάλα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κάμποσες σκονταψιές και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στην καρέκλα με το δεύτερο μπουκάλι ανοιχτό στο τραπεζάκι μπροστά μου να ακούω ένα βουητό ανάμικτο με κραυγές και πολύ σαματά. Τότε κατάλαβα πως δεν έπρεπε να πιω άλλο. Έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, σκεπάστηκα με τρεις κουβέρτες και αφού ξέρασα στο ξύλινο πάτωμα κατάφερα να κοιμηθώ…

Κεφάλαιο δύο

Το σάπιο χωριό

Είδα όνειρο παράξενο και ανώμαλο. Ήμουν λέει στον καμπινέ του σπιτιού στο χωριό, μαζί με τις τρεις αγαπημένες της ζωής μου. Ξαπλωμένοι και οι τέσσερεις πάνω στο καπάκι της τουαλέτας. Μην με ρωτάτε πως χωρέσαμε αλλά ήταν πολύ βολικά. Η πρώτη αγάπη βγαίνει έξω για να επιστρέψει καβάλα σε μια αρκούδα που την καθοδηγούσε η κορούλα μου. Μετά πήγε έξω η δεύτερη αγαπημένη και την ακολούθησε και η τρίτη. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένας γυμνός μασκοφόρος λύκος και άρχισε να αυνανίζεται. Τότε η αρκούδα του ξέσκισε τα γεννητικά όργανα με τα νύχια της. Ξύπνησα από τις φωνές του λύκου… όχι δεν ήταν οι φωνές του λύκου. Ήταν φωνές ανθρώπινες. Τινάχτηκα από το κρεβάτι. Το κεφάλι μου ήταν σε τραγική κατάσταση. Οι φωνές ακουγόταν ακόμα, αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο άρρωστες και πιο απελπισμένες. Τρόμαξα πολύ. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως οι φωνές δεν ήταν απλά δημιούργημα του άρρωστου μυαλού μου.

Βγήκα από το δωμάτιο στον διάδρομο. Κοντινές φωνές ακουγόταν ακριβώς έξω από την πόρτα, σαν κάποιος να υποφέρει. Πλησίασα δισταχτικά. Έλεγξα αν ήταν κλειδωμένη. Δόξα τον άγιο Σπυρίδωνα, την είχα κλειδώσει. Κάποια δύναμη δεν με άφησε να ορμήσω έξω και να βοηθήσω τον άνθρωπο που βαρυγκωμούσε. Έχω δει πολλές ταινίες τρόμου και έχω διαβάσει πολλά βιβλία για να κάνω ένα τόσο τραγικά θανάσιμο λάθος. «Ποιος είναι έξω» φώναξα. Η απάντηση που πείρα ήταν ένα αρρωστημένο μουγκρητό ανθρώπου που υποφέρει… με έκανε να παγώσω. Αυτό το πλάσμα, που τώρα φώναζε απόκοσμα, χτυπούσε πάνω στην πόρτα. Δεν ήταν και τόσο βίαια τα χτυπήματα, αλλά όταν είδα τη ματωμένη παλάμη να κολλάει στο γυαλί της πόρτας, μου κόπηκε η ανάσα.

Έτρεξα στο τέλος του διαδρόμου και προσπάθησα να ανοίξω την συρτή μπαλκονόπορτα. Είχε κολλήσει η γαμημένη. Είχε καιρό να ανοίξει. Πίσω τα γυαλιά της πόρτας σπάσαν και ένα φριχτό πρόσωπο φανερώθηκε πίσω από τα κάγκελα. Πρέπει να ‘ταν κάποιος που γνώριζα. Μα τώρα το πρόσωπο του έμοιαζε με σάπιο κρέας και το μυαλό του φαινόταν πιο σαλεμένο από το δικό μου. Σκέφτηκα τη νύχτα των ζωντανών νεκρών και γέλασα νευρικά. Μα ναι… ήταν ο μπάρμπας ο Μήτσος. Τον γαμημένο… σκέφτηκα, έγινε ζόμπι… και απ’ ότι φαίνεται πρέπει να υπάρχουν πολλά. Ο εφιάλτης των ανθρώπων έγινε πραγματικότητα. Ήρθε το τέλος του πολιτισμού. Τα μάτια μου χάζευαν τον σαπισμένο μπάρμπα και το μυαλό μου έκανε όνειρα για έναν καινούριο κόσμο… και τότε τα σκουριασμένα κάγκελα της πόρτας υποχώρησαν και εγώ ξύπνησα από τα όνειρα και σκέφτηκα την γυναίκα μου και το Κατερινάκι…

Όρμησα στο δωμάτιο που ‘χε παράθυρο με θέα στο δρόμο. Αμέσως έκλεισα πίσω μου την πόρτα και την ασφάλισα με τον σύρτη. Ο μπάρμπας ακούστηκε να σέρνετε στο διάδρομο και άρχισε να χτυπάει με δύναμη την πόρτα. Άνοιξα απότομα το παράθυρο και πήδηξα έξω στο στενόμακρο μπαλκόνι, θαμπωμένος από το φως της μέρας. Κοίταξα τότε στο δρόμο… κανείς. Αλλά όχι… τα μάτια μου συνήθισαν το φως… στο βάθος στην εκκλησιά απ’ έξω, σαν να ήτανε γιορτή, δεκάδες άνθρωποι μαζεμένοι σερνόταν πέρα δώθε. Κάποιος ψηλός γέρος κοίταξε προς το μέρος μου και με μια αποκρουστική κραυγή, άρχισε να σέρνεται προς το σπίτι. Με μυρίστηκε ο πουστόγερος, σκέφτηκα. Πίσω μου η πόρτα κόντευε να σπάσει. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, πήδηξα από κάτω στην περγουλιά. Μπερδεύτηκα στα σύρματα σα μαλάκας. Θα μπορούσα να είχα κατέβει πιο ομαλά, αλλά ο πανικός δεν μ’ άφησε. Πιάστηκα προσεχτικά με τα χέρια μου από το πιο κοντινό σίδερο και αφού κρέμασα το σώμα μου, έπεσα στην αυλή.

Τώρα δεν ερχόταν από το δρόμο μόνο ένα ζόμπι, αλλά μια λιτανεία από δαύτα και όλα θέλανε εμένα. Αν έμπαινα στο σπίτι σπάζοντας το παράθυρο θα εγκλωβιζόμουν και δεν θα είχα ελπίδα καμιά. Κατέβηκα τα σκαλάκια και βρέθηκα στο δρόμο. Η φυσική μου κατάσταση ήταν πολύ καλή και μου επέτρεπε να τους ξεφύγω και να βρω βοήθεια. Έτρεξα προς την αντίθετη κατεύθυνση όπου δεν φαινόταν κανένα σημείο ζωής. Μόνο η θεια η Αμαλία ήταν στην αυλή της. Πήγα να την φωνάξω αλλά το θέαμα που αντίκρισα όταν γύρισε προς το μέρος μου, ήταν απερίγραπτο… τότε θυμήθηκα…  η θεια είχε πεθάνει πριν χρόνια. Ένα ψηλό σώμα από κόκαλα και λίγες σάρκες ντυμένο με κουρελιασμένα, παραδοσιακά, επίσημα ρούχα, με κοίταζε μέσα από τις άδειες κόγχες των ματιών του. Έτρεξα χωρίς να χάσω κι άλλο χρόνο και σκέφτηκα πως στο διάολο να με κατάλαβε? Ήταν σχεδόν μόνο ένα μάτσο κόκαλα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Έτρεξα μέχρι το τέλος του δρόμου. Οι σάπιοι ήταν σε αρκετή απόσταση. Γύρω μου στην μικρή πλατεία δεν ήταν κανείς, ζωντανός ή πεθαμένος. Τα μάτια μου πέσανε πάνω σε έναν μεταλλικό, υδραυλικό σωλήνα ανάμεσα σε κάτι μπάζα έξω από το σπίτι του Μπάμπη που ήταν υπό κατασκευή. Τον άρπαξα αμέσως.

Δεν είχα πολύ χρόνο να σκεφτώ. Ο  σάπιος γέρος πλησίαζε και πίσω του μια μακάβρια συνοδεία. Δίπλα του, ο σκελετός της θειας της Αμαλίας.  Ο δρόμος που οδηγούσε στις ελιές φαινόταν καθαρός. Έχανα χρόνο άλλα ήθελα να τσεκάρω τις δυνάμεις τους.  Σήκωσα από τα μπάζα ένα γεμάτο τούβλο και το εκτόξευσα με δύναμη κατά πάνω τους. Προσγειώθηκε στο κεφάλι μιας γριάς και το άνοιξε στα δύο. Κοντοστάθηκε για δυο στιγμές και συνέχισε να προχωράει. Έριξα άλλες δύο άσκοπες βολές όταν άκουσα πίσω μου βήματα. Γύρισα ενστικτωδώς και χτύπησα την απειλή με το σίδερο στον κρόταφο. Το ζόμπι σωριάστηκε κάτω. Τότε κοίταξα καλύτερα για να δω αν το είχα εξουδετερώσει. Βλαστήμησα την Παναγία δυνατά. Ήταν ο κουλουράς και σίγουρα δεν ήταν ζόμπι. Το μόνο περίεργο σημάδι πάνω του ήταν μια πληγή στο κεφάλι που αιμορραγούσε.

Βογκούσε… ζήτησε βοήθεια. Τα ζόμπι ήταν στα είκοσι μέτρα. Πήγα να τον σηκώσω αλλά είχε παχύνει πολύ τελευταία και δεν τον έσωνα. Τι στο διάολο να έκανα? Τον άφησα εκεί και έφυγα τρέχοντας χωρίς τύψεις. Τι ήθελε ο μαλάκας και με τρόμαξε? Θα μπορούσε να μου μίλαγε. Γύρισα να ρίξω μόνο μια κλεφτή ματιά πίσω, όταν άκουσα τα ουρλιαχτά του. Είχαν πέσει όλοι πάνω του και του ξέσκιζαν τις σάρκες. Στενοχωρήθηκα αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έτρεχα να ξεφύγω από το χωριό των σάπιων. Ο μαλάκας… ξέχασα το σίδερο…

Κεφάλαιο τρία

Παράξενη  κοπέλα

Έτρεχα μες τις ελιές δίχως να κοιτάξω πίσω μου. Προσπέρασα ένα διαμελισμένο γαϊδαράκο. Δεν φαινόταν φαγωμένος. Απλά τον σκότωσαν τα αρχίδια. Τότε συνειδητοποίησα ότι και μέσα στο δάσος δεν θα ήμουν ασφαλής. Όλο και κάποιος θα βρισκόταν εδώ όταν… όταν τι? Πως στο διάολο έγιναν όλοι έτσι? Ίσως η κόλαση νε γέμισε και οι κολασμένοι να σκόρπισαν έξω… αλλά αυτό το άκουσα σε έργο. Κάποιος ιός, λύσσα? Αλλά άκυρο και αυτό. Πως ένας σκελετός βγαίνει από τον τάφο και αντιλαμβάνεται τι γίνετε γύρω του δίχως όργανα? Της γριάς της άνοιξα το κεφάλι και όμως συνέχισε να περπατάει…

Περπατούσα προσεχτικά τώρα με πολύ καχυποψία για κανέναν κρυμμένο εχθρό. Κουράστηκα. Είχα ιδρώσει αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να περπατάω, ούτε να σταματήσω να σκέφτομαι σενάρια για τους ζωντανούς νεκρούς. Πρέπει να είχε σχέση με δαιμόνια. Δεν εξηγείτε αλλιώς. Δευτέρα παρουσία ίσως. Αλλά μαλακία μου ακούγεται. Προσπαθούσα πάντα να είμαι ορθολογιστής παρά την τρέλα μου, αλλά οι τελευταίες ώρες ήταν πέρα από κάθε λογική. Σκέφτηκα τον καημένο τον κουλουρά και άρχισα να νοιώθω ενοχές. Δεν του άρεσε να τον λένε έτσι. Δεν πουλούσε κουλούρια ποτέ και δεν ξέρω ποιος του έβγαλε αυτό το παρατσούκλι. Τώρα βέβαια δεν έχει σημασία…

Μετά από αρκετό δρόμο και αφού δεν είδα κανέναν σάπιο στο δρόμο μου, αντίκρισα ένα θέαμα φρικιαστικό και παράλογο. Από απόσταση άκουσα τα ουρλιαχτά. Ουρλιαχτά, ανθρώπινα και γυναικεία. Κρύφτηκα πίσω από τον κορμό μιας ελιάς και κρυφοκοίταξα. Μια κοπέλα, γυμνή μέσα στο κρύο να μαχαιρώνει μανιασμένα και ουρλιάζοντας από χαρά, ένα μικρό παιδί ή ότι είχε απομείνει από αυτό. Το θέαμα έκανε τα πόδια μου να ανατριχιάσουν. Είχα παγώσει από τον τρόμο τόσο πολύ, που είχα μείνει να μετράω μαχαιριές και όταν οι μαχαιριές και τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και εκείνη άστραψε το βλέμμα της σε μένα, εγώ έμεινα εκεί να την κοιτάω. Τα μαύρα μακριά της μαλλιά, έκρυβαν το τρυφερό πρόσωπο της. Στα ατάραχα μάτια της, εκείνη τη στιγμή, δεν είδα καμιά παράνοια, παρά μόνο αγάπη. Δεν μπορούσα να κοιτάξω το γυμνό κορμί της… είχα μαγνητιστεί από το σαγηνευτικό της βλέμμα. Φαινόταν τόσο αγνή παρά τη φριχτή της πράξη. Θα μπορούσα να την χάζευα για ώρες αν δεν μεταμορφωνόταν ξανά μπροστά στα μάτια μου.

Η μορφή της πήρε την όψη της φόνισσας και η φρίκη σκοτείνιασε απότομα το πρόσωπο της. Άρχισε να τρέχει σαν παλαβή προς το μέρος μου κρατώντας το μαχαίρι απειλητικά με το αριστερό της χέρι. Πριν το σκεφτώ, είχα είδη σκαρφαλώσει στο δέντρο. Ήμουν αρκετά κουρασμένος για να τρέξω. Εκείνη έκανε το ίδιο, άρχισε να σκαρφαλώνει κρατώντας το μαχαίρι στο στόμα. Την ώρα που είχε και τα δύο της χέρια απασχολημένα με την αναρρίχηση, πήρα την ευκαιρία και την κλώτσησα δυνατά, κατεβάζοντας το πόδι μου με δύναμη στο όμορφο πρόσωπο της. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας… τώρα όμως από τον πόνο. Έτρεχε αίμα από το στόμα της και τη μύτη της. Της είπα «σταμάτα και δεν θα σε πειράξω» μα εκείνη ούρλιαζε, χωρίς όμως να βγει από το στόμα της λέξη ανθρώπινη. Κλωτσούσε με το γυμνό της πόδι τον κορμό της ελιάς μέχρι που μάτωσε άσχημα. Άρχισε να μου πετάει πέτρες αλλά ευτυχώς δεν ήταν πολλές εκεί γύρω και μόνο μία με πήρε λίγο στα πλευρά και με γάμησε στον πόνο.

Θα κατέβαινα να την αντιμετωπίσω αλλά πάντα φοβόμουν τα μαχαίρια και τις υστερικές γυναίκες. Όταν οι πέτρες τελείωσαν δοκίμασε για δεύτερη φορά να σκαρφαλώσει. Τώρα κρατούσε το μαχαίρι στο χέρι της. Εγώ είχα ανεβεί όσο πιο ψηλά μπορούσα και για ακόμα μια φορά βρήκα την ευκαιρία και την κλότσησα με δύναμη στο πρόσωπο. Αυτή τη φορά, την πέτυχα με ακρίβεια στη μύτη. Έπεσε άτσαλα στο χώμα με έναν απαίσιο θόρυβο. Ήταν το χέρι της που απέκτησε μια νέα κλείδωση. Το κρατούσε σφιχτά ξαπλωμένη κατάχαμα και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Την λυπήθηκα. Το πρόσωπο της φάνηκε αθώο ξανά και αγνό. Αν συναντιόμασταν υπό άλλες συνθήκες θα την πλησίαζα και τις μιλούσα. Θα τις μίλαγα και θα της ζητούσα το νούμερο της για έναν καφέ. Αν δεχόταν στο πρώτο μας ραντεβού θα της πρότεινα να τη ζωγραφίσω ολόγυμνη, για να μην διαφθείρουν τα υφάσματα των ανθρώπων την αγνότητα της. Αυτή θα μου άστραφτε ένα χαστούκι και θα έφευγε. Χαμογέλασα καθώς την κοιτούσα και το μυαλό μου έπλαθε σενάρια… το βλέμμα μου έπεσε σε μια μάζα από σάπιους χωρικούς που κατέφταναν με συρτά βήματα βογκώντας και φωνάζοντας κατάρες σε μια ανίερη γλώσσα . Με κοίταξε με παράπονο και με έκανε να νοιώσω ενοχές. Εκείνη άπλωσε τα χέρια της σαν να περίμενε μια τρυφερή  αγκαλιά… «πάρε με μαζί σου» μου είπε κλαίγοντας και εγώ πήδηξα από την ελιά και προσγειώθηκα  πατώντας με δύναμη στο στομάχι της. Έτρεξα για ακόμα μία φορά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.

Κεφάλαιο τέσσερα

Ο θερμοσίφωνας

Δεν ήξερα προς πια κατεύθυνση πήγαινα αλλά μετά από ένα δεκάλεπτο βγήκα σε έναν δρόμο. Εκεί αντίκρισα σε απόσταση πενήντα μέτρων ένα αυτοκίνητο. Όταν το πλησίασα  αρκετά είδα αίματα στο δρόμο που έσταζαν από ένα χέρι που έχασκε απ’ την ανοιχτή πόρτα. Έκανα ακόμα δυο βήματα και σταμάτησα καθώς είδα το χέρι να πέφτει ακρωτηριασμένο στην άσφαλτο. Άρχισε να κινείτε προς το μέρος μου με τα δάχτυλα του να τρέχουν αστεία αλλά απειλητικά. Το πάτησα αρκετές φορές με μανία, πριν προλάβει να με αγγίξει. Πρέπει να θρυμμάτισα κάθε κοκαλάκι του αλλά αυτό ακόμα κινούταν σπαστικά. Τα πάνινα παπούτσια μου είχαν γεμίσει με αίμα. Μου ήρθε αναγούλα και ξέρασα.

Στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε κανένας, ούτε καν ο ιδιοκτήτης του χεριού. Στο βάθος του δρόμου άκουσα τον θόρυβο μιας μηχανής αυτοκινήτου. Επιτέλους, σκέφτηκα, γλίτωσα… κάποιος ζωντανός. Σήκωσα τα χέρια μου καθώς πλησίαζε και ο οδηγός άρχισε να κορνάρει με χαρούμενο ρυθμό. Όταν κατάλαβα ποιος ήταν, έμεινα με ένα χαμόγελο στο στόμα. Ήταν ο καλός μου ξάδελφος, ο θερμοσίφωνας. Τον έλεγαν έτσι γιατί είχε σώμα θερμοσίφωνα. Κατέβηκε και μου φώναξε «ξάδερφε», τον φώναξα και εγώ ξάδερφο και αγκαλιαστήκαμε από χαρά. «Πως έφτασες ως εδώ?» τον ρώτησα, «τι συμβαίνει στην πόλη?» «Γέμισαν οι δρόμοι με αυτουνούς» μου είπε, «σκοτώνουνε ότι βρούνε και το τρώνε με λαιμαργία. Βγήκανε από τα νεκροταφεία… βρικολακιάσανε όλοι οι πεθαμένοι. Χαμός μεγάλος γίνετε. Γυρνάω από το λιμάνι. Μας είπαν πως μόνο από εδώ φεύγουν καράβια για απέναντι, αλλά είναι όλα γεμάτα πεθαμένους». «Και το λιμάνι στην πόλη…» του είπα με απορία. «Εκεί μην τα ρωτάς. Δεν μπορεί να πλησιάσει άνθρωπος.»

Καθίσαμε για λίγο μέσα στο αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ήταν ένα παλιό φιατάκι. Είχε φέρει φαγητό μαζί του… κάτι ταπεράκια με κρέας από χτες και μπόλικα μπισκότα και πατατάκια και άλλα τέτοια, που είχε αρπάξει το πρωί από το super market που καιγόταν. Μου εξήγησε πως γινόταν μεγάλος σκοτωμός και ότι ολόκληρη η πόλη καιγόταν . Εγώ όμως είχα ένα προαίσθημα ότι η γυναίκα μου και το Κατερινάκι θα ήταν ασφαλείς. Το ραδιόφωνο δεν λειτουργούσε και όλες οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας ήταν νεκρές μου εξήγησε. Η καταστροφή του πολιτισμού γινόταν με ταχείς ρυθμούς.

Εκεί που τρώγαμε ακούστηκαν τα βαριά βήματα κάποιου τεράστιου ζώου που έτρεχε. Κοίταξα από το τζάμι και είδα έναν ελέφαντα να τρέχει να ξεφύγει από μια μάζα σαπίλας που είχε γραπωθεί με νύχια και με δόντια από το σώμα του. θα πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά από αυτά τα ζόμπι. Το θηρίο κατάφερε να απελευθερωθεί και ποδοπατούσε τώρα με μανία τους νεκρούς. Ο θερμοσίφωνας δίπλα μου έτρωγε λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Εγώ βγήκα έξω και τότε αντίκρισα μια μορφή στην ράχη του ελέφαντα. Όταν σταμάτησε η μάχη με την πολτοποιημένη πια σαπίλα, ο ελέφαντας με πλησίασε και τότε είδα ξεκάθαρα τον παράξενο καβαλάρη. Κατέβηκε με ένα μεγάλο σάλτο και μου έδωσε το χέρι του. Ήταν ο άνθρωπος ελέφαντας. Το σώμα του ήταν σχεδόν ανθρώπινο μα το κεφάλι του ήταν ίδιο με εκείνη την παλιά ταινία. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω και από κοντά άνθρωπε ελέφαντα», του είπα. Εκείνος υποκλίθηκε αλλά δεν μου μίλησε. Χάιδεψε τον ελέφαντα του με το περίεργο χέρι του και απομακρύνθηκε από κοντά μας γύρω στα τριάντα μέτρα. Ο ελέφαντας με αγκάλιασε με την προβοσκίδα του και με ξάφνιασε. Εγώ τον χάιδεψα και εκείνος δάκρυσε και κοίταξε το αφεντικό του.

Ο θερμοσίφωνας βγήκε από τα αυτοκίνητο κρατώντας φιστίκια και άρχισε να ταΐζει το θηρίο. Και οι τρεις τώρα κοιτάζαμε με απορία τον άνθρωπο ελέφαντα νε στέκετε και να κοιτάει τον ήλιο κατάματα. Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν έξι λεπτά αργότερα, όταν έβγαλε ένα περίστροφο από την τσέπη του, το έβαλε στο περίεργο στόμα του και τράβηξε τη σκανδάλη.

Ο ήλιος είχε πια πέσει όταν καταφέραμε επιτέλους να παρηγορήσουμε τον ελέφαντα. Τα δάκρυα του είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη λιμνούλα στην άσφαλτο. Τότε πρότεινα στον ελέφαντα να τον πάρω μαζί μου και να τον υιοθετήσουμε. Σκέφτηκα πως αν πήγαινα σπίτι μαζί με τον ελέφαντα, η γυναίκα μου θα με αγαπούσε για πάντα. Αλλά έπεσα έξω… ο ελέφαντας ήταν αποφασισμένος να πάει στο λιμάνι και να περάσει απέναντι. Έτσι  κανόνισε με τον θερμοσίφωνα να πάνε μαζί ως το λιμάνι και να δώσουν μάχη με τις ορδές των ζωντανών νεκρών. Μαζί είπαν πως θα μπορούσαν να τα καταφέρουν. Εγώ τους είπα πως είναι τρελοί κι οι δυο τους και συνέχισα το δρόμο μου.

Περπάτησα για καμιά ώρα χωρίς να δω ψυχή, παρά μόνο κάνα φαγωμένο πτώμα εδώ και εκεί. Τουφεκιές ακουγόταν στα δεξιά μου, αλλά ήταν πολύ μακριά και εμένα δεν μου άρεσαν τα όπλα. Ευτυχώς εκεί που είχα αρχίσει να απελπίζομαι βρίσκω στην άκρη του δρόμου ένα πεταμένο ποδήλατο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν ένα νεκρό κοριτσάκι. Δεν  μου άρεσαν ποτέ τα νεκρά κοριτσάκια. Το πήρα χωρίς τύψεις αφού σε εμένα θα ήταν μάλλον πιο χρήσιμο. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και σύντομα έφτασα σε ένα χωριό που δεν γνώριζα. Ήξερα πως μπορεί να μου πεταγόταν από παντού οι σάπιοι, αλλά εγώ έκανα τη βόλτα μου ψάχνοντας για ζωή.

Κεφάλαιο πέντε

Μπαλκόνι με θέα

Τη Ζωή τη συνάντησα σε μια σούδα. Ήταν μια νεκρή τσιγγάνα που διάβαζε το χέρι. Κάποτε είχε διαβάσει και το δικό μου αλλά αρνήθηκε να μου το πει και θα ορκιζόμουν πως την είδα να δακρύζει. Ούτε λεφτά δεν μου ‘χε πάρει. Την αναγνώρισα από το κεφάλι της που είχε μια μεγάλη ουλή. Το γέρικο κορμί της ήταν γυμνό και φαγωμένο. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Της τα ‘κλεισα.

Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα περικυκλωμένος από τσιγγάνες. Φόραγαν ρούχα καλά και χόρευαν όλες με τον ίδιο ρυθμό και τραγουδούσαν «τις έκλεισες τα μάτια, θα σε κάνουμε κομμάτια, θα σε κάνουμε κομμάτια, θα σου ξεσκίσουμε τα μάτια». Το τραγούδι γινόταν φωνές και οι φωνές τσιρίδες, ο χορός γύρω μου να γίνετε όλο και πιο γρήγορος, με όλο και περισσότερο πάθος και ένταση, τα αυτιά μου να βουίζουν, ίδρωσα όλος… το τραγούδι άλλαξε… «ξεσκίστε του τις σάρκες, και βγάλτε του τα χέρια, κόφτε το κεφάλι, και δώστε το στα αστέρια, κόφτε το κεφάλι, με κοφτερά μαχαίρια». Έπεσα στα γόνατα και κρατούσα το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να σπάσει. Τότε ακούστηκαν τα ουρλιαχτά τρόμου των μελαμψών γυναικών καθώς μια πολική αρκούδα βγήκε από την πόρτα ενός σπιτιού και άρχιζε να ακρωτηριάζει τις τσιγγάνες μία-μία. Χέρια, πόδια και κεφάλια σκορπούσαν γύρω μου. Ένα κοριτσάκι εμφανίστηκε ντυμένο ινδιάνος. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και φακίδες. Μου έδωσε το χεράκι της και με βοήθησε να σηκωθώ. Την ευχαρίστησα. Η αρκούδα αφού τελείωσε τη δουλειά της ανέβασε την μικρή στην πλάτη της και έφυγαν για τον Βόρειο πόλο.

Μπήκα στο σπίτι απ’ όπου βγήκε η αρκούδα. Το μόνο φως ήταν αυτό του φεγγαριού και ότι μπορούσε να φέξει ο μικρός φακός που είχα στα κλειδιά μου. Σιγουρεύτηκα πως το σπίτι ήταν αδειανό και ασφάλισα την πόρτα με το σύρτη. Ανέβηκα στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο που είχε μπάνιο. Κλείδωσα την πόρτα και έσυρα και την ντουλάπα μπροστά της για μεγαλύτερη ασφάλεια. Έκανα ένα πολύ σύντομο μπάνιο με παγωμένο νερό. Μετά κοίταξα για ρούχα. Βρήκα καθαρά εσώρουχα στην ντουλάπα. Μόνο κάλτσες πήρα, γιατί οι δικές μου είχαν αίματα πολλά. Πήρα και ένα τζιν και ένα χοντρό πουλόβερ. Έπλυνα τα παπούτσια μου στην μπανιέρα να φύγουν τα πολλά αίματα και τα κρέμασα να στεγνώσουν έξω στο μπαλκόνι όταν θα έβγαινε ο ήλιος. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και νεκρώθηκα αμέσως. Πάντα μου άρεσε να πέφτω για ύπνο όταν είμαι διαλυμένος από την κούραση. Μόνο τότε απολάμβανα πραγματικά τον ύπνο.

Το πρωί με ξύπνησαν φωνές ανθρώπινες. Αφού έπλυνα τα μούτρα μου και κατούρησα, βγήκα στο μπαλκόνι. Τα παπούτσια μου δεν είχαν στεγνώσει τελείως. Κάτω στο δρόμο είχε μαζευτεί μια μάζα από κουμουνιστές. Πρέπει να ήταν γύρω στα εκατό άτομα. Φώναζαν συνθήματα ενάντια στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και άλλες μαλακίες. Μπήκα μέσα απελευθέρωσα την πόρτα και κατέβηκα στην κουζίνα. Ευτυχώς δεν μου χτυπούσε κανείς την πόρτα σήμερα. Πήρα ένα κρουασάν και ένα χυμό πορτοκάλι και ανέβηκα ξανά πάνω. Έβγαλα στο μπαλκόνι μια καρέκλα και έκατσα να φάω το πρωινό μου βλέποντας το θέαμα.

Απέναντι από το σπίτι ήταν ένας λόφος γυμνός από δέντρα που στο βάθος κατέβαιναν ορδές νεκροζώντανων. Οι κουμουνιστές άρχισαν να τους πετάνε γιαούρτια, αβγά και πέτρες και να φωνάζουν συνθήματα… «ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός». Είχε τρελό γέλιο. Δυστυχώς δεν είχα κάμερα μαζί μου. Οι σάπιοι σύντομα ήρθαν μούρη με μούρη με τους κουμουνιστές και άρχισε μια μάχη μεγαλειώδης. Οι κουμουνιστές να χτυπάνε τα ζόμπι με καδρόνια και τα ζόμπι να τους δαγκώνουν και να τους κόβουν κομμάτια. Ούτε δυο λεπτά  δεν περάσανε και σκάνε μύτη οι μπάτσοι από τα αριστερά του δρόμου, όπως τον έβλεπα εγώ απ’ το μπαλκόνι… καμιά πενηνταριά ματατζήδες με όλα τα αξεσουάρ τους.  Τότε ένας νεαρός κουμουνιστής φώναξε στα ζόμπι… «σύντροφοι ας ενωθούμε να χτυπήσουμε τον κοινό εχθρό»… αλλά τα ζόμπι δεν χαμπαριάζανε. Ένα άρπαξε τον νεαρό και του ξερίζωσε τη γλώσσα και ένα άλλο του πίεσε το κεφάλι ώσπου πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Γαμώτο, τέλειωσε το κρουασάν και πεινούσα κι άλλο.

Στα δεξιά εμφανίζονται καμιά πενηνταριά αναρχικοί. Και αυτοί είχαν όλα τους τα αξεσουάρ. Η πρώτη μολότοφ έπεσε μαζί με το πρώτο δακρυγόνο ακριβώς στη μέση της συγκρουόμενης μάζας. Δύο ζόμπι άρπαξαν φωτιά και ένας κουμουνιστής έγινε φλαμπέ. Οι μπάτσοι τώρα έβγαλαν τα γκλοπ και όρμησαν στο πλήθος χτυπώντας όποιον και ότι έβρισκαν. Τα κεφάλια των σάπιων άνοιγαν σαν καρπούζια, τα κεφάλια των κουμουνιστών δεν έλεγαν να ανοίξουν και για αυτό τα χτυπούσαν πιο δυνατά. Πήρα μια γερή ρουφηξιά από το χυμό μου. Ένας κουμουνιστής έριξε δυο κλωτσιές σε έναν μπάτσο και αυτός του ανταπέδωσε τρεις πυροβολισμούς. Τότε έπεσε ομοβροντία πυρών και πολλοί έπεσαν. Οι αναρχικοί πρόλαβαν και έσκυψαν και σηκώθηκαν απαντώντας με ομοβροντία από αναμμένα μπουκάλια με βενζίνη. Φλεγόμενοι μπάτσοι έτρεχαν χοροπηδώντας. Οι πιο ψύχραιμοι τους έσβηναν με μικρούς πυροσβεστήρες. Τα ζόμπι δεν καταλάβαιναν Χριστό από μολότοφ και έτρωγαν συνεχώς κρέας από όλες τις παρατάξεις. Δέκα ζόμπι είχαν πέσει με τα μούτρα σε έναν κουμουνιστή που είχε ψηθεί για τα καλά. Η επόμενη ομοβροντία πυρών έπεσε ταυτόχρονα με μια ομοβροντία μολότοφ. Κανείς δεν απέμεινε όρθιος εκτός από τους σάπιους που έκαναν γερό φαγοπότι. Για μένα δεν νοιαζόταν κανείς. Το ψητό κρέας ήταν ότι καλύτερο για αυτούς.

Ο χυμός μου τελείωσε σχεδόν ταυτόχρονα με το θέαμα. Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω στο δωμάτιο. Ήταν ένας γυμνός άντρας με μια μάσκα λυκανθρώπου. Άρχισε να αυνανίζεται. Τρόμαξα καθώς με πλησίαζε και προσπαθώντας να του ξεφύγω, παραπάτησα και έπεσα από το παράθυρο. Το αριστερό μου πόδι γύρισε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο σαν καλάμι που σπάει. Οι σάπιοι τώρα όρμησαν πάνω μου και εγώ ούρλιαζα και χτυπιόμουνα. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ότι πιο φρυχτό είχα δει τις δύο τελευταίες μέρες. Ο αηδιαστικός επιδειξίας με τη μάσκα του λύκου στεκόταν στο μπαλκόνι και κοιτούσε την αποτρόπαιη σφαγή μου και τον έπαιζε.

Κεφάλαιο έξι

Το λευκό δωμάτιο

Ξύπνησα σε ένα δωμάτιο λευκό. Ήμουν ζωντανός αλλά δεμένος με μια λευκή μπλούζα με λευκά λουριά. Χτυπιόμουν για να λυθώ αλλά τίποτα. Οι τοίχοι ήταν όλοι επενδυμένοι… με λευκά μαξιλάρια υπέθεσα. Μου φάνηκε τόσο αστείο. Τουλάχιστον ήμουν αρτιμελής. Κάποιος πρέπει να με έσωσε. Αλλά γιατί με έδεσαν εδώ μέσα? Τι έκανα λάθος? Το λευκό δωμάτιο είχε μια λευκή πόρτα με ένα κομμάτι τζάμι αρκετά ψηλά. Δύο μάτια με κοιτούσαν επίμονα πίσω από το τζάμι. Πλησίασα κοντά. Τα κοίταξα και εγώ. Ήταν γυναικεία και δακρυσμένα. Τα  ‘ξερα αυτά τα μάτια. Ήταν τα μάτια της γυναίκας μου. Πήγα να ανοίξω το στόμα μου να μιλήσω αλλά πριν προλάβω είχαν φύγει… Δεν πειράζει, παρηγορήθηκα, θα ξανάρθει. Αφού τον άλλο μήνα θα γυρίσει σπίτι και θα ‘μαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια όπως παλιά…

Γιώργος Σάπιος

μπορείτε ακόμα να διαβάσετε από το blog μας τα παραμύθια του Γιώργου… «μάνα μπορώ να πάω έξω και να σκοτώσω σήμερα?» & «ο δράκος: η μανία του λυκανθρώπου» και τα παραμύθια της Ελένης… «a fairy tale» & «ο μαλάκας της παρέας»

το παραμύθι «το χωριό των ζωντανών νεκρών» μπορείτε να το κατεβάσεται σε pdf για την ηλεκτρονική σας βιβλιοθήκη από εδώ

a Fairy Tale by Helen (Ferry)Boat

I’ll always remember the day I visited that old watermill by the river bank. At first I was excited because my friends, Tory, Phil and George, were with me. We were wandering around the park and ended in the deep, dark forest. We had been there before, so it felt alright.

It was almost midday and Tory said we should stop wandering and find a place to eat our lunch-just some toasts were available and water as well. Phil thought that the old watermill would be great, so we went there. We had lunch and made much noise but, who could ever be bothered? We were alone, right?

George had that stupid idea! He dived in the river while he knew he just had lunch! He couldn’t get out of the water even though he was close to the surface. I dived too, to rescue him, but he seemed very upset when he saw me coming for him. Finally, we pulled him out of the water. He felt cold and had a strange look in his eyes. “What happened to you?” Tory asked. “Goblins, fairies, everywhere…” he answered “They‘re all around us! Can’t you see them? Now they’re coming for me!” he shouted and tried to leave. Phil stopped him. “I think you drank too much water” Phil told him.

It was strange because I started to see weird shapes and figures behind leaves and stones, too but I thought it was my imagination. Fairies do not exist. Soon after that we realized we couldn’t calm George down. He was truly upset! He begged us to return to the city. We agreed. Another strange thing was that some of our things were missing: Phil’s car key, Tory’s cup and my mobile phone. We searched the whole area, but they were gone. Even inside the watermill we searched, though we knew we hadn’t been there.

Anyway, we made it to our homes by afternoon and George calmed down a bit. It was I that felt weird now. I heard a voice singing, coming through the wall: “Fairy’s bath, fairy’s bath, fall inside and see the path…” “I think I’m crazy” I told myself. But the voice kept on singing the whole night. Of course I couldn’t sleep. The next morning, I went to school and told my friends what I had heard. George said he couldn’t sleep either because a strange tiny fairy had been jumping on his forehead all night! “He’s flipped!” Tory commented.

By 11 o’ clock I had discovered that if you dive in a lake or river where a fairy takes its bath, you can see the fairies all around you, hear their voices and talk to them! I talked to my friends and we decided to go back to the old watermill and try to stop those fairies from torturing us!

It was early midday when we arrived, and the sun was burning us, so Tory and Phil were brave enough to dive in the river. When they started to see what George and I could see, they finally believed our words. Different kinds of fairies were all around us. Fairies with wings, with wood-like skin, leaves instead of hair, with pink, green or deep blue eyes!

A winged fairy approached us and whispered in George’s ear: “Give your hair to our Lady and she will forgive you!”

“But I’ve done nothing wrong!” George complained.

“Do it!” the tiny fairy pitched.

Suddenly, all the fairies formed a circle around us and kept coming closer. “Now you all owe something to our Lady…You, the red-haired girl,” said the fairy and pointed to Tory, “Give my Lady some of your eye lashes now!”

“What’s with you and hair?” asked Phil. “Is your lady bold?” We all laughed our heads off, but those creatures were strangely transformed into vicious goblins who wanted some pay back for our lame words. “OK that was a joke.” I explained.

All of a sudden, forks, knives, needles and other deadly weapons appeared in their hands! They were attacking us! I don’t want to remember the pain I suffered, and neither do my friends.

They forced us to give way to the river bank and we were absolutely panicked! A bunch of microscopic flies could make us surrender to their will! What could a larger fairy do to us? We didn’t want to think about that possibility. There, without a reason, our persecutors pulled back and disappeared. What was happening? We were supposed to be able to see those creatures. Some water dropped on my back. I turned around to see what was going on.

“AAaaa…” that was all I could say. My companions turned around… We saw the ugliest image ever, standing before us!  “Hhellooo mmy frrieendss!” that thing said. It was a tall fairy, with pale skin full of spots and scratches. Its hair was a mix of rotten grey grass, broken branches and messed differently colored hair. A huge mouth full of dirty, yellow teeth was doing its best to give us a smile.

Of course we ran as fast as our feet could take us, but that fairy’s long arms grabbed us and pulled us close to it. “Ii need your help. Mmy nname is Claudy. Ii used to be the mmost beautiful ffairy.” “What can we do about it?” Phil complained. “You’re going to kill us, I know that” he continued, certain about the fairy’s reply. Claudy laughed! “I only need you to give me some things to undo the spell” “Yeah? Like what?” George asked her furiously. He really loved his ‘dreadlock rasta’ hairstyle.

“Some of your hairrrr would do” said Claudy and reached for his hair. George had no time to react! The fairy took out of the river her scissors and cut a dreadlock off his hair. She did the same to Tory’s eyelashes. “Yes, ivvorrry black and gingerrr hhair!” Claudy blared! My friend’s hair grew up in an instance. “Now you!”. She turned to me. “Your skin…”I froze. The fairy held a knife. She grabbed my arm violently and forced the shinning blade in my skin! I was surprised to find out it felt like a soft and gentle touch. No pain was there. I recovered immediately and so did Phil, since the fairy had pulled out some of his teeth.

“Are you the tooth fairy?” he asked ironically.

“Well, you know I used to be” Claudy answered. She had that miserable look in her cruel and nasty eyes. We almost felt sorry for her. “Why do you think that the last 30 years almost every child had to wear braces? It’s not only because of cakes and sweets! They’ve always been available! Braces were invented because I was missing! Why do you think the fairy never came for your teeth?” she continued.

From that moment on, I convinced myself I started losing it. To tell the truth, I was absolutely certain! “I don’t get the spell and I don’t get you! Why on earth did you do this to us and why the hell do you exist?” I yelled! Claudy didn’t react to my words. She obviously couldn’t understand the meaning of the word ‘hell’. She finally spoke. “I didn’t mean to hurt anyone of you. You accidentally swam in my bath. It was an opportunity for me to undo the spell. As you can tell, nobody ever comes here for a swim. Please put me out of my misery!” she begged.

“You know, Claudy, we can’t trust you that easily. How can we be sure you won’t harm anyone?” George stated. “You must explain to us what happened to our belongings and why you need to use our hair!”

“Well,” the fairy started, “as you see I have no hair. I used to have long, dark hair. That’s why I took some of your ivory hair. My eyelashes were as red as the burning fire. My skin was clear and shinning and I had a bright smile and wonderful teeth. A wicked pixie cursed me. He really loved iron and every kind of metal. He was the one who helped this doctor invent braces! You see, everything was against me! First I lost my beauty and then my job! I’m extremely ugly and unemployed!” Claudy cried. Her tears fell like the rain on a homeless person’s butt. That was pathetic.

We all felt some sort of compassion for that poor, ugly fairy, so we thought she should be free. After a while the tiny fairies appeared before us and gave us back our things. “You will be fully rewarded for helping our Lady. Follow us and she will come.” One of them said to us. Hesitatingly, we followed them. They led us to a wonderful garden, full of wild roses, laurels, daffodils, blue bells, other kinds of flowers and bushes. Claudy came a few minutes later but she had totally changed. Our eyes could see one of nature’s wonders walking among us, tall, divine, a true beauty. “You can’t judge a book by its cover” I mumbled.

“This is my home children. You’re welcome any time here” she said. “What happened to the evil pixie?” Phil dared to ask. “Oh, he died a few years ago. That’s why I didn’t need any human sacrifice to break the spell” she kindly explained. “He had an accident. He was trying to help the doctor with his teeth, but believe me, he never had a gentle touch. The doctor overreacted because of the pain he felt, and hit the pixie which ended up in the toilet. As a result, its wings were wet, it couldn’t fly. A young boy, that could be you,” she pointed to George, “came in the toilet, peed and flushed his urine along with the pixie.”

“Poor creature! What a miserable way to die!” Tory told herself, out loud. We looked at her with the eyes of a predator about to catch its game. “If that pixie was alive…” I started but I never spoke the rest of my thoughts before that fairy. Soon after that, Claudy decided she wanted to be left alone and focus on her current problems. She had to be back on the game and search for the next tooth lying under the pillow.

“What about our reward? You promised!” George asked angrily the winged fairy we had already met. “Your reward is that! Our Lady is back! That should be a reward for everyone!” was the reply. “You ugly, little fraud!!” George screamed and caught the fairy in his hand so tight, that it was almost squeezed to death. “Enough! You humans deserve a huge reward for what you did. Go back to the water mill and dig a hole as deep as you can out of the front door. Your reward will be there. I’m afraid your ‘gift’ must be taken back.” Claudy said and everyone calmed down. George released the fairy. “Thank you” Claudy said.

She and her companions started to fade away, until they became transparent and then disappeared. Our gift, the ability to see fairies was gone for ever. I don’t think we will ever miss it! We did as Claudy said. We dug a hole one meter deep and two wide.  Nothing was there. By sunset it was miraculously filled with gold, diamonds and silver! We were the happiest people on the earth!

We went back home with a huge smile on our faces. The next day we quit school. Tory took her share and became a famous explorer. She presents her own shows on TV. She’s been everywhere on this planet.

Phil went out to be one of the world famous dare devils and has starred in countless movies. He lives in Hollywood now and makes 1.000.000.000.000 dollars a year. He now owns 15 studios and Warner Bros as well.

George started his own cult in Mexico. A few thousands have converted to this new religion. Mostly they are people who believe in supernatural phenomena. They pay huge sums of money to take part in the rituals and they have founded the “Tooth Fairy Institute” which manufactures braces.

As for me, I bought some land and built houses, factories, ports and boosted the local economy by allowing visitors into one of my houses, the Great Pyramid. I also have my cute little army which makes sure visitors come and go safely in my land. I also do some trade with aliens from planet 9. They usually buy condoms and sand.

There is no moral in this story. Just take the money whenever you can and spend it on whatever you want.

The end

Ελένη

διαβάστε την ιστορία της Ελένης «Ιός»

*κατεβάστε το παραμύθι της Ελένης για την ηλεκτρονική σας βιβλιοθήκη και διαβάστε το πιο άνετα από εδώ