Αρχείο ετικέτας ΤΟ ΚΟΛΟ

ανένταχτες εκδόσεις από άλλον τόπο και χρόνο για ελεύθερα μυαλά

Ο Μαλάκας Της Παρέας

Ο μικρός Δημήτρης, ετών 22, μόλις τελείωσε την πρακτική του κι όλος χαρά ανακοινώνει στους δικούς του ότι τον προσέλαβαν για δουλειά σε ένα φροντιστήριο μαθηματικών στο κέντρο της Κέρκυρας. Του είχε βγει ο κώλος να διαβάζει για να περάσει τα μαθήματα στην ώρα τους και να ξαλαφρώσει τους δικούς του από τα έξοδα. Σπούδαζε στην Κρήτη κι όσο να ‘ναι τα έξοδα έτρεχαν.

Όποτε γυρνούσε στην Κέρκυρα για διακοπές, συχνά συναντούσε τον καθηγητή του, τον κύριο Μάκη, ο οποίος και τον κάλεσε μια μέρα στο φροντιστήριό του. Ο Δημήτρης πήγε όλο χαρά ελπίζοντας να του προσφέρει δουλειά στο μέλλον. Και ναι, αφάνταστη χαρά τον κυρίευσε όταν ο κύριος Μάκης του έδωσε το πράσινο φως και του είπε πως με χαρά θα τον προσλάβει μόλις τελειώσει απ’ τις σπουδές.

Ξεσκίστηκε λοιπόν ο μικρός, έκανε και την πρακτική του άψογα (του πρότειναν να μείνει για δουλειά αλλά ο κύριος Μάκης τον είχε κλείσει ήδη), κι άρχισε να κάνει όνειρα για το μέλλον. Στην καινούργια του δουλειά γνωρίστηκε με τους παλιούς, τον Τάσο, τον Μίλτο και την Εύα αλλά και με έναν συνομήλικό του, τον Γιώργο. Με τον Γιωργάκη έκανε και περισσότερο παρέα στη δουλειά, αφού ήταν και κοντά ηλικιακά.

Στην αρχή όλα ήταν ονειρικά κι ο Δημήτρης νόμιζε πως ήταν στον παράδεισο. Μετά τον πρώτο μήνα, άρχισε να παρατηρεί κάτι ύποπτες μουρμούρες μεταξύ των παλιών και μια διαφορετική αντιμετώπιση από το αφεντικό του.  Έλεγε τα πάντα στο αφεντικό για να έχει τη συνείδησή του καθαρή και να μαθαίνει τη δουλειά ακόμα πιο καλά. Όμως παρατήρησε ότι το αφεντικό βαριόνταν πολύ να τον ακούει και του είπε πως μπορούσε να συνεχίσει βασιζόμενος στις αρχικές γραμμές του φροντιστηρίου. Ο Δημήτρης κι ο Γιώργος έκαναν αυτό όσο πιο καλά μπορούσαν. Φυσικά είχαν μεγάλο άγχος γιατί την ευθύνη την είχαν αυτοί και τα παιδιά του χρόνου έδιναν πανελλήνιες.

Μετά από λίγες ημέρες στη δουλειά, το αφεντικό μείωσε τις δικές του ώρες και ζήτησε από τον Δημήτρη να κάθετε 4 ώρες παραπάνω για να ασχολείται με της πληρωμές, τα τηλέφωνα και τις αποδείξεις. Ο Δημήτρης, παρόλο που δεν ήταν ο τομέας του και παρόλο που δεν θα έβλεπε την γκόμενά του όσο συχνά μπορούσε, δέχτηκε την πρόταση. Ήθελε το αφεντικό του -και παλιός καθηγητής του- να μην έχει παράπονο από αυτόν.

Οι πρώτοι μήνες πέρασαν σχετικά ήρεμα. Βέβαια, ο κύριος Μάκης όπως κάθε αφεντικό, είχε τα χούγια του. Έτσι καμιά μικρή αμέλεια είτε του Γιώργου είτε του Δημήτρη γίνονταν αφορμή να ακούσουν τον εξάψαλμο. Έλεγαν όμως ότι εφόσον ήταν άπειροι, το αφεντικό είχε δίκιο.  Δεν ήξεραν ακόμα ότι το αφεντικό έκανε την τρίχα τριχιά και ήταν ένα διψασμένο βαμπίρ, που δε διψούσε για αίμα αλλά ήθελε να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα ζωηράδας κι αντοχής που μπορούσαν να έχουν οι δύο νέοι υπάλληλοι.

Το πρώτο καμπανάκι βάρεσε στο μυαλό του Δημήτρη όταν ο κ. Μάκης κάλεσε στο γραφείο τον Γιώργο και τον έκανε ρόμπα. Ο λόγος? Μια καραπουτανάρα μητέρα έκανε παράπονο ότι ο Γιώργος καταστρέφει το τετράδιο του γιου της, επειδή του κόλλησε ένα αυτοκόλλητο που έγραφε «10’».  Ο κ. Μάκης αντί να κάνει παρατήρηση στην κυρία, έβρισε πολύ άσχημα το Γιώργο.

Ήταν γύρω στα Χριστούγεννα και οι μαθητές θα έγραφαν ένα τεστ παρόμοιο με αυτό του σχολείου.  Για κάθε τάξη και καθηγητή, ο Δημήτρης ξεπατώνονταν να βγάλει τις φωτοτυπίες, λες και οι άλλοι είχαν αναπηρία και δε μπορούσαν να το κάνουν. Τότε του φόρτωσαν για μόνιμα κι αυτή την εργασία.  Στη μέση της χρονιάς άκουσε πολλά ο Δημητράκης κι όλο και πιο πολύ έπεφτε η αυτοεκτίμησή του, η εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στη νοημοσύνη του. Πίστεψε σε ένα σημείο ότι είναι ηλίθιος, μετά κοίταξε τους βαθμούς του στο πτυχίο, και κατάλαβε  ότι ο κ. Μάκης ήταν και πολύ κομπλεξικός κι έψαχνε τρόπο να φαίνεται αυτός το αστέρι του μαγαζιού και ήθελε συνεχώς επιβεβαίωση και γλείψιμο.  Στ’ αρχίδια του του Δημήτρη η διασημότητα, τα λεφτά ήθελε για να μπορέσει να πάρει το γκομενάκι του διακοπές στη Σαντορίνη τον Αύγουστο.

Ο κ. Μάκης παραπονιούνταν για τα πάντα. Ακόμα και στα διαλλείματα που όλοι κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων, ο κ. Μάκης ενοχλούνταν  από τις απόψεις του Δημήτρη κι ήθελε πάντα να βγαίνει αυτός από πάνω. Ως το τέλος της χρονιάς ο Δημήτρης είχε γίνει το παιδί για όλες τις δουλειές: έβγαζε φωτοτυπίες, αγόραζε αναλώσιμα απ’ το βιβλιοπωλείο, έφτιαχνε καφέδες και φρόντιζε τα κλιματιστικά. Καλός μαλάκας ήταν. Όταν έχεις φιλότιμο σε γαμάνε κανονικά  κι όποιος πει το αντίθετο είναι μεγάλος μαλάκας. Μια μέρα ο κ. Μάκης φώναξε από το γραφείο του τον Δημήτρη να μαζέψει τα αποφάγια που είχε αφήσει ένα παιδί πάνω στο τραπέζι. Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Ο Δημήτρης υπάκουσε αλλά άλλαξε τακτική. Δεν έκανε τη χάρη στον πούστη τον κ. Μάκη να κάτσει για αποδείξεις ή τηλέφωνα. Έφυγε. Το αφεντικό παρεξηγήθηκε αλλά συγνώμη, μαθηματικός σπούδασε όχι παραδουλεύτρα!! Γι’ αυτό έφαγε 4 χρόνια σπουδών? Υποτίθεται πως υπάρχει και καθαρίστρια.

Δυστυχώς τα πράγματα χειροτέρεψαν για το Δημήτρη. Ως το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν ο περίγελος του φροντιστηρίου, το παιδί για όλες τις δουλειές και γενικά ο μαλάκας της παρέας. Είχε κι αυτός το φταίξιμό του, έπρεπε να μην τα είχε ανεχτεί όλα αυτά. Αλλά όσες προσπάθειες και να έκανε, κανένα αποτέλεσμα. Όποτε διεκδικούσε αυτά που του άξιζαν, ο κ. Μάκης στράβωνε τη μούρη του γιατί ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήξερε πως αυτή τη φορά δεν θα περνούσε το δικό του. Κατά βάθος μισούσε τον Δημήτρη και δεν ήξερε κι αυτός το λόγο.

Όμως ο Δημήτρης χρωστάει πολλά σε αυτή την πουτάνα που λέγεται διαίσθηση. Πολλές φορές τον έσωσε ή τον προειδοποίησε για πράγματα που θα γίνονταν. Την τελευταία μέρα στη δουλειά ο Δημήτρης μίλησε στον Μίλτο για ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ και γνώριζε ότι έχει άσχημη εξήγηση. Μετά από 5 λεπτά ήταν και οι δύο στο γραφείο και άκουγαν τον εξάψαλμο από το αφεντικό. Η μαλακία ήταν του κ. Μάκη αλλά ποιος τολμούσε να μιλήσει? Μέσα σε αυτό το ευχάριστο κλίμα τελείωσε η σχολική χρονιά. Ενώ νόμιζε πως γλίτωσε, ο Δημήτρης φορτώθηκε ένα ιδιαίτερο καλοκαιριάτικα συν το φορτίο να καθαρίσει την απίστευτα βρώμικη βιβλιοθήκη για την οποία καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι ο κ. Μάκης.

Το καλοκαίρι αυτό ήταν το λιγότερο, εφιαλτικό. Το αφεντικό να κάνει διακοπές και ο μαλάκας να δουλεύει. Όμως είχε ξεκαθαρίσει πως μέχρι τέλος Ιουλίου μπορούσε να δουλέψει. Είχε υποσχεθεί στο γκομενάκι πως λόγο της καθυστέρησης των διακοπών, εκτός από Σαντορίνη θα πήγαιναν και Μύκονο (σαν ερωτευμένοι πιγκουΐνοι).  Το γκομενάκι έχει κι αυτό σημαντικό ρόλο στην υπόθεση διότι εκτός από ικανοποίηση προσέφερε και ψυχική θεραπεία στον ήρωά μας. Ευτυχώς υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν του έκανε τα νεύρα ζαρτιέρες.

Η γκαντεμιά του Δημήτρη όμως δεν είχε τέλος. Λόγω αλλεργίας αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο και να σταματήσει τη δουλειά. Αυτό το σκηνικό θα επαναληφθεί ξανά  σ’ αυτήν την ιστορία. Ειδοποίησε το αφεντικό του κι αυτός ο κερατάς νευρίασε, του φώναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα του. Τότε ο Δημήτρης τον έγραψε στ’ αρχίδια του και μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε την κοπελιά του και την έκανε για τα νησιά.

Αρχές Σεπτέμβρη, το αφεντικό τον κάλεσε και ζήτησε τη βοήθειά του για τις εγγραφές. Ο Δημήτρης πήγε. Τόσο μαλάκας ήταν. Δεν εξηγείτε διαφορετικά, ήταν μαλάκας γιατί είχε φιλότιμο. Ο κ. Μάκης όμως δεν το εκτιμούσε και νόμιζε ότι είναι το αφεντικό που το προσκυνούν όλοι, ότι είναι ο άρχοντας του συστήματος. Όσες ώρες κάθισαν μαζί στο γραφείο,  ο Δημήτρης διαπίστωσε πόσο ανιαρός και ρηχός άνθρωπος ήταν το αφεντικό του. Συνεχώς μιλούσε για τον εαυτό του, την οικογένειά του και τα κατορθώματα των ανιψιών του. Τα δικά του παιδιά είχαν μόλις μπει στο νηπιαγωγείο. Τόσες φορές άκουσε τις ίδιες ιστορίες που θα τις θυμάται για όλη του τη ζωή. Μετά άρχισε να συνειδητοποιεί πόσες ανασφάλειες είχε αυτός ο τρομερός τύπος που ήθελε συνεχώς επιβεβαίωση των ικανοτήτων, τόσο των δικών του όσο και της οικογένειάς του.  Λες και οι γύρω του δεν ήθελαν να ξύσουν από μόνοι τους τ’ αρχίδια τους και ήθελαν αφορμή.

Στα πάντα η οικογένεια του κ. Μάκη ήταν η καλύτερη. Αναρωτιέμαι γιατί δεν τους έβαλαν ακόμα στη λεγεώνα των υπερ-ηρώων. Όποτε απεγνωσμένα προσπαθούσε ο Δήμος να ανοίξει κουβέντα για κάτι άλλο, καταλάβαινε πως πιο εύκολα ανεβαίνεις στο Έβερεστ χωρίς ορειβατικό εξοπλισμό. Και εννοείτε πως το κλίμα τον Ιμαλάϊων ήταν 100 βαθμούς θερμότερο. Σε ό,τι και να αναφέρονταν ο βαριόμοιρος, πάντα θα πετάγονταν και μια σχετική ιστορία για το σόι του γιαγκούλα. Σοβαρά, η υπομονή είχε αρχίσει να εξαντλείται και τα νεύρα άρχιζαν να βαράνε. Τα νεύρα θα έστελναν τον Δημήτρη ξανά στο νοσοκομείο.

Η νέα χρονιά άρχισε με ζόρια και παρατηρήσεις. Μετά ήρθαν οι προσβολές μπροστά στους μαθητές. Τα παιδιά φυσικά έχουν περισσότερο μυαλό από τους μεγάλους γιατί απλά δεν βασίζονται σ’ αυτό. Έχουν κάτι καλύτερο που λέγεται ένστικτο ή διαίσθηση. (Αυτό το είχε ακόμα ζωντανό μέσα του ο Δημήτρης. Το τέρας δεν το είχε σκοτώσει). Ο κ. Μάκης πρόσβαλε τον υπάλληλό του μπροστά στους «πελάτες» του επειδή οι δεύτεροι είχαν πετάξει πατατάκια στο πάτωμα. Ανάγκασε τον υπάλληλό του να μαζέψει τις βρώμες για δεύτερη φορά. Όμως τα παιδιά γνωρίζουν γιατί διαβάζουν τα μάτια των άλλων πολύ πιο καθαρά. Κάθισαν λοιπόν και βοήθησαν τον καθηγητή τους και δεν έφυγαν στην ώρα τους.

Από τότε ο κ. Μάκης ήταν μια απεχθής φιγούρα στα μάτια τους και δεν έχαναν ευκαιρία να εκφράζουν την απέχθειά τους στον καθηγητή τους. Για τον Δημήτρη αυτό ήταν νίκη. Τα παιδιά τον αγαπούσαν και καταλάβαιναν πολύ καλά ποιος είναι ο κύριος διευθυντής. Ένας κομπλεξικός μαλάκας που νόμιζε πως με το να μειώνει τους άλλους αυτός γίνονταν ανώτερος. Δεν ήξερε όμως πως τα αντίθετο κατάφερνε. Όλοι τον σιχαίνονταν κι ας τον έγλυφαν μπροστά στα μάτια του. Αυτός είτε εθελοτυφλούσε είτε όντως πίστευε στην ανωτερότητα του· ναι, αυτός και η Άρια φυλή, μη χέσω μέσα στο Χίτλερ τους.

Η χρονιά συνεχίζονταν κανονικά με βρισιές, προσβολές και υποτίμηση της νοημοσύνης του Δημήτρη. Όλοι μα όλοι έκαναν το σχόλιό τους λες και ήταν βαλτοί από το αφεντικό. Μέχρι και για τσιγάρα τον έστειλαν λες κι αυτός δεν ήθελε να κάνει διάλειμμα! Ο Δημήτρης αναθεμάτισε την ώρα που αποφάσισε να πηγαίνει στη δουλειά με μηχανή. Για να βγει στο περίπτερο έπρεπε να περάσει μέσα από τα δαιδαλώδη στενά της παλιάς πόλης και να βγει είτε στο Λιστόν,  είτε στην πλακάδα του Αγίου Σπυρίδωνα.  Όμως ήταν αποφασισμένος και δεν τους ξαναέκανε τη χάρη όταν του το ζήτησαν. Αλλά δεν ξαναπήγε και στη δουλειά με μηχανή. Η άσκηση κάνει πολύ καλό.

Από εκείνο το σημείο και μετά άρχισε η αντίσταση. Όποτε έθιγαν την προσωπικότητά του ή τα πιστεύω του, τα έχωνε κι αυτός χοντρά και έκοβε φάτσες. Αυτοί που στην αρχή τον θεωρούσαν ένα χαμένο φλωράκο δεν πίστευαν ότι είχε και δική του δύναμη και πιστεύω. Αυτό που δεν υπήρχε περίπτωση να απαρνηθεί  ο Δημήτρης ήταν η πίστη στον πατέρα του και στη μέταλ μουσική! Κάποτε θίχτηκαν και τα δύο κι ο μικρός αποτυχημένος τους έβαλε όλους στη θέση τους. Και κυρίως το μεγάλο αφεντικό που το έπαιζε κυριλέ.

Ο κ. Μάκης άρχισε ξανά να μιλάει για την ανιψιά του τη Μιρέλλα που χόρευε στο ποπ συγκρότημα της γειτονιάς της και ήθελε να βρει στέκι κανένα εστιατόριο στο Καμπιέλο να τραγουδάει και να χορεύει με την παρέα της. Ήταν μόλις 11 ετών και το μέλλον της διαγράφονταν υπέρλαμπρο. Σίγουρα θα κέρδιζε στο «Ελλάδα έχεις ταλέντο» και θα ξεπερνούσε τη Μαντόνα. Σίγουρα αυτά! Αφού το είπε ο κ. Μάκης! Θεέ μου, τότε ο Δημήτρης άρχισε να μιλάει για άλλα πράγματα και οι υπόλοιποι, προφανώς βαριεστημένοι από τις ίδιες μαλακίες του κ. Μάκη, εστίασαν στο νέο διάλογο. Ο βαρετός κύριος τα πήρε και τους διέταξε όλους να μπούνε για μάθημα.

Έτσι κύλησαν οι μήνες ως τα Χριστούγεννα που αποτέλεσαν σωτήριες διακοπές για τον Δημήτρη και την κοπελιά του, όπου μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και την έκαναν για Πήλιο. Περισσότερο ο Δημήτρης είχε ανάγκη αυτή την εκδρομή γιατί το στρες τον σκότωνε και του ρουφούσε όλη την ενέργεια. Δυστυχώς ο Δημήτρης ξεθάρρεψε και νόμιζε ότι το Πήλιο είναι Κέρκυρα, έτσι την άρπαξε και στο γυρισμό ταβλιάστηκε με πνευμονία. Εδώ επαναλαμβάνεται το παραπάνω σκηνικό: Ειδοποίησε το αφεντικό του κι αυτός ο κερατάς νευρίασε, του φώναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα του.

Ευτυχώς τον κάλυψαν οι συνάδελφοι και για μια βδομάδα έκατσε σπιτάκι του. Δεν ανάρρωσε όμως πλήρως κι έτσι μέσα στον μήνα ξανά τα ίδια. Ο καλός κ. Μάκης δεν του έδωσε άδεια κι αναγκάστηκε ο δύσμοιρος ο Μήτσος να τρέχει στη δουλειά με 39-40 πυρετό. Υπάρχει Θεός όμως που βλέπει και ξεπληρώνει τα καλά όλων μας. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Δημήτρης κατάλαβε με τι όρθιο ζώο είχε να κάνει. Τα πανεπιστήμια δεν κάνουν τον άνθρωπο, είχε δίκιο ο παππούς του ο ξενοδοχοϋπάλληλος. Η ευγένεια και η συμπεριφορά σε κάνουν άνθρωπο. Σημαντικό αυτό το μάθημα για την πορεία του φίλου μας αφού εκτίμησε ακόμα περισσότερο τον παππού του που τελείωσε το δημοτικό με 6.

Όταν κάποιος σε μουντζώνει όλη η κακοτυχία του κόσμου σε κυνηγάει. Με καλή υγεία πλέον (άσχετα ότι τράβηξε τα πάνδεινα με τα δόντια του) ο Δημήτρης ξεκίνησε να πάει για δουλειά. Έστριψε στο πρώτο στενό στη Λεμονιά και συνέχισε ευθεία για την πολυκατοικία. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο από έναν κάδο και 5 λυσσασμένες γάτες όρμισαν πάνω του και τον γέμισαν γρατζουνιές. «Κωλόγατα!» σκέφτηκε. Γεμάτος αίματα πήρε τον κ. Μάκη να του πει πως θ’ αργήσει και θα πάει στο νοσοκομείο. Ο κ. Μάκης είχε την κλασική αντίδραση. Ευτυχώς ο μικρός φρόντισε γρήγορα τα τραύματά του και ξεκίνησε για τη δουλειά ξανά. Εκεί τον περίμενε ο κ. Μάκης και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να φωνάζει γιατί έτρεχε να ανοίξει αυτός το μαγαζί. Ο Δημήτρης πραγματικά έγινε έξαλλος αλλά και πάλι δεν έδειξε τα νεύρα του. Κακώς.

Μετά από 3 μέρες με άγριες φωνές και υποτίμηση της νοημοσύνης του από τον δράκο, κατέληξε στο νοσοκομείο με σπασμένα νεύρα. Ευτυχώς ήταν κάτι που πέρασε μέσα σε λίγες ώρες. Νεύρωση στομάχου θα πάθαινε ο άνθρωπος αλλά ήταν και κωλόφαρδος. Την Δευτέρα στη δουλειά μαθεύτηκε το νέο και ηρέμησε κάπως ο κυριούλης. Για λίγο μόνο. Όταν ξεχάστηκε κάπως το γεγονός επανήλθε στην παλιά του συνήθεια να ταπεινώνει και να μειώνει με κάθε ευκαιρία. Πλέον ο Δημήτρης είχε συνηθίσει σ’ αυτήν τη συμπεριφορά και δεν του έκανε τρομερή εντύπωση. Το ποτήρι ξεχείλισε όμως όταν ο κ. Μάκης, σε μια από τις παρατηρήσεις του, ισχυρίστηκε ότι ο Δημήτρης τον κάνει ρεζίλι στους πελάτες του. Ήξερε όμως ότι μια τάξη του 13 κατάφερε να την κάνει τάξη του 16,5. Αυτό δεν το έβλεπε ο κύριος. Μετά από 2 βδομάδες γκρίνιας και φαγωμάρας (κυρίως χωρίς λόγο, απλά γκρίνια να γίνεται) η χρονιά έφτασε στο τέλος της.

Ο κ. Μάκης ξαφνικά φαγώθηκε να συμβουλεύει τον Δημήτρη για τις σπουδές του και το μέλλον του. Τον παρότρυνε να σπουδάσει στο εξωτερικό, στην Αμερική, όπου θα μπορούσε να δουλέψει κιόλας. Λες και ξέρει ο κύριος τι θα γίνει εκεί. Ο Δημήτρης την ψιλιάστηκε τη δουλειά, ότι δηλαδή ήθελε να του ρίξει σουτ, και απάντησε πως ούτε θέλει, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο.  Τα υπονοούμενα από την πλευρά του αφεντικού του δεν ήταν λίγα. Ακόμα και οι συνάδελφοι τον χαιρέτησαν λες και δεν θα τον ξαναέβλεπαν ποτέ στη ζωή τους. Πίσω από την πλάτη του είχαν γίνει πολλές συζητήσεις κι είχαν αποφασιστεί πράγματα και θάματα. Το χειρότερο είναι η πουστιά αυτή. Ούτε να ξέρει τίποτα και να μένει ξεκρέμαστος για τη νέα χρονιά.

Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ον που παίρνει θάρρος από την ίδια την απελπισία του. Ο Δημήτρης δεν τα έβαψε μαύρα. Ίσα-ίσα ψιλοχάρηκε και σκέφτηκε να κάνει κάτι διαφορετικό. Αν συνεχίσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου, όσο ξοφλημένο και να σε θεωρούν, πάντα τα καταφέρνεις. Αποφάσισε λοιπόν κι αυτός να ασχοληθεί με πράγματα που τον γεμίζουν και τον χαλαρώνουν. Ξύρισε το κεφάλι του και σήκωσε μοϊκάνα, έκανε 5 τατουάζ και έφτιαξε το δικό του συγκρότημα. Επειδή δεν ήταν πούστης σαν το αφεντικό του, προσέλαβε τη Μιρέλλα και την παρέα της να κάνουν την αρχή στις συναυλίες του. Όσο για τον κ. Μάκη, αγανάκτησαν οι καθηγητές του, έκαναν κατάληψη στο χώρο και τελικά το έκαψαν το μπουρδέλο! Στη φωτιά σιγόψησαν λουκανικάκια και τραγούδησαν το σουξέ του Δημήτρη,  Fuck Mr. Makis, που έπαιζε σε όλα τα ραδιόφωνα……

Ελένη

*Το παραμύθι αυτό μπορείτε να το κατεβάσετε από τη βιβλιοθήκη του κώλου…

DARK THOUGHTS POEMS

1.ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Ένα κορίτσι περπατά στο δρόμο. Βρέχει καταρρακτωδώς. Πόσο χρονών να’ ναι; 16-17; Ποιος ξέρει; Κάπου εκεί. Πως σε λένε; Δεν απαντάς. Τώρα αρχίζεις να τρέχεις όμως σύντομα θυμάσαι ότι αν τρέχεις στη βροχή μουσκεύεσαι περισσότερο. Περπατάς πάλι. Φτάνεις στο σχολείο αργοπορημένη. Ο διευθυντής σου βάζει τις φωνές αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, λες και μιλάει σε κάποια άλλη γλώσσα. Συνεχίζει να βρέχει. Οι φίλες σου μιλάνε για μαλακίες πάλι. Πας μόνη σου μια βόλτα. Περνά δίπλα σου. Η Γη χάνεται κάτω από τα ποδιά σου αλλά αυτός δεν σου ρίχνει ούτε ένα τόσο δα βλεμματάκι. μια μέρα θα του μιλήσεις, ναι. Κάποτε…

Στο δρόμο για το σπίτι περπατάς σαν χαμένη, δεν βλέπεις μπροστά σου και πέφτεις πάνω σε έναν τύπο. Σε βρίζει και του απαντάς με μια χειρονομία. Φτάνεις σπίτι αλλά δεν πεινάς. Περνάς την ώρα σου ζωγραφίζοντας και γράφοντας ποιήματα. Ονειρεύεσαι μια ζωή καλύτερη, που όμως δεν σου ανήκει. Παραβίασες το νόμο. Δεν σου έχει πει κανείς ότι δεν έχεις δικαίωμα να ονειρεύεσαι;;; Πρέπει να τιμωρηθείς.

Γιατί όλα είναι σκατά;;; Θες να μιλήσεις με κάποιον. Παίρνεις την κολλητή σου αλλά δεν το σηκώνει. Αρχίζεις να κλαις. παίρνεις ένα τηλέφωνο στην τύχη. το σηκώνει μια άγνωστη φωνή. Εσύ συνεχίζεις να καλείς και αυτός το κλείνει. Και τώρα, τι;; Πως έγινες έτσι;; Αναπολείς τα παλιά. Μπορεί και να ‘σουν ευτυχισμένη. Τουλάχιστον μπορούσες να νιώσεις. Ένιωθες τις ακτίνες του ήλιου να σου ζεσταίνουν την πλάτη, ένιωθες χαρά όταν ήσουν με τις φίλες σου, ένιωθες φόβο όταν ήσουν μόνη στο σκοτάδι. Τώρα όλα γκρίζα. Δεν την παλεύεις άλλο. Κορώνα ξυραφάκι, γράμματα θηλιά. Ντιν!… γράμματα…. Ναι έχει ένα σκοινί στην αποθήκη. Άντε πάνε παρ’ το. Θα σου δείξω εγώ πως να κάνεις θηλιά. Να, έτσι. Μπράβο. Τώρα ξέρεις. Κάνε αυτό που πρέπει. Καλύτερα να δέσεις τη μια άκρη στο κάγκελο του μπαλκονιού και μετά να πηδήξεις. Ναι, καλύτερα. Ο αυχένας σου θα σπάσει ακαριαία, δεν θα νιώσεις πόνο. Στο υπόσχομαι. Δεν θα πονέσεις, όχι. Μην αλλάξεις γνώμη. τόση προετοιμασία θα πάει τζάμπα. Σκαρφαλώνεις στο κάγκελο. Στέκεσαι όρθια ισορροπώντας. Ζωή και θάνατος μαζί. Το καθένα από τη μια πλευρά του κάγκελου. Μπρος ή πίσω; Όλοι λένε να κοιτάς μπροστά, ποτέ πίσω! Ισχύει… Άνοιξε τα χέρια, πάρε βαθιά ανάσα. Νιώθεις ελεύθερη. Ναι.. Επιτέλους… Νιώθεις το αίσθημα ότι δε σε απασχολεί τίποτα, την… αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού! Το φεγγάρι κρυφοκοιτάζει. Όχι δε σε κοροϊδεύει. Σε ενθαρρύνει. Άντε, θα σε δει κανένας. Μην αργείς. Μη σκέφτεσαι τι θα βρεις. Σκέψου τι αφήνεις! Ωραία, ήρεμα. Πέσε. Μπράβο. Ντουκ….

2. ΤΑ ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – THE REIGN OF SILENCE

Σ’ ένα μέρος, που όλοι ξέρουν που είναι αλλά κανείς δεν ξέρει που ακριβώς, υπάρχει ένα μαύρο σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, που όλοι το ξέρουν και δεν το ξέρουν συγχρόνως, ζουν τα αμίλητα παιδιά. Αυτή είναι η πολλά υποσχόμενη νέα γενιά. Κάθονται όλη μέρα και κοιτάνε με το κενό βλέμμα τους μαύρους τοίχους. Το βράδυ δεν κοιμούνται, όχι. Δεν αξίζουν την ξεκούραση του ύπνου. Έτσι τους είπαν, έτσι θα ‘ναι. Το βράδυ λοιπόν, όταν κλείνουν τα φώτα, και κανείς δεν βλέπει τίποτα γύρω του, τα αμίλητα παιδιά κλαίνε. Κλαίνε αθόρυβα για να μην τους ακούσει ο διπλανός. Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι είναι δυστυχισμένα. Γιατί κάποιος τους είπε ότι πρέπει να είναι ευτυχισμένα, ότι είναι πολύ τυχερά που βρίσκονται εκεί και πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη. Έτσι τους είπαν, έτσι θα είναι.

Και τα χρόνια περνούσαν στο μαύρο σπίτι. Αργά και βασανιστικά. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται. Ούτε να ζητάνε, ούτε καν να σκέφτονται. Ένα παιδί όμως ήταν διαφορετικό. Ένα βράδυ δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει δυνατά. Κι όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί που κλαίνε κάθε βράδυ. Τώρα όλο το σπίτι κλαίει. Ένα πανίσχυρο κύμα προερχόμενο από την ομοιόμορφη μάζα ξεχύνεται.

-Σπάστε τους τοίχους!

Και τους σπάνε. Παιδιά ξεχύνονται τώρα από τα παράθυρα, τις πόρτες, τις τρύπες στους τοίχους. Και κατακλύζουν τον κόσμο. Και σκοτώνουν με την ορμή τους αυτούς που τα καταπίεζαν και τα περιόριζαν. Αυτούς που δεν τα μάθανε να μιλάνε.

Η πρωτόγονη δύναμη κυρίευσε τον κόσμο, εξαφάνισε τον πολιτισμό. και τα αμίλητα παιδιά κατασπαράχθηκαν μεταξύ τους, γιατί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η ανθρωπότητα εξαφανίστηκε. Τα αμίλητα παιδιά έφτιαξαν έναν καινούριο κόσμο, έναν αμίλητο κόσμο, τον δικό τους κόσμο!

Εκείνοι που μάθανε στα παιδιά να είναι αμίλητα, προφανώς, πέτυχαν το σκοπό τους.

3.ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ….

Αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ μας στην παραλία. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Στο τέλος ξαπλώσαμε στην άμμο κοιτάζοντας την θάλασσα. Το φεγγάρι καθρεπτιζόταν πάνω της. Κι ένα μικρό καραβάκι, κάτι σαν ιδιωτικό κότερο, λικνιζόταν στο κύμα. Όμως, κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Κάτι δεν ήταν φυσιολογικό. Τελικά κατάλαβα. Το καράβι δεν ήταν δεμένο και είχε και σβηστή μηχανή. Δηλαδή, στην ουσία, ταξίδευε μόνο του, ακυβέρνητο, ανάλογα με τις διαθέσεις του ανέμου. Το ίδιο παράξενο το βρήκαν και οι άλλοι. Αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί να ρίξουμε μια ματιά. Πήραμε μια βάρκα και πήγαμε κάνοντας κουπί.

Φτάσαμε μετά από πολλή ώρα γιατί βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή. Μπήκαμε μέσα. Φωνάξαμε αλλά δεν πήραμε καμιά απόκριση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την παραβιάσαμε εύκολα.

-«Θεέ μου! Βρωμάει εδώ μέσα!»

Είχε δίκιο, μύριζε χαλασμένο κρέας. Μπήκαμε μέσα, αλλά πεταχτήκαμε αμέσως έξω γεμάτοι αηδία. Επέμεναν να φύγουμε. Εγώ όμως ήθελα να ξαναμπώ.

Και το έκανα. Το δωματιάκι ήταν σχετικά μικρό. Έπιπλα, βιβλία και άλλα μικροπράγματα ήταν πεταγμένα δεξιά και αριστερά. Και στο βάθος ήταν δυο πτώματα, στο τελευταίο στάδιο της αποσύνθεσης, όπου το πετσί είναι κολλημένο πάνω στα κόκαλα. Αρχικά, δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που μου έκανε τόση εντύπωση. Στάθηκα ακίνητος κοιτάζοντας για πολλή ώρα. Τελικά κατάλαβα. Οι δυο σκελετοί ήταν αγκαλιά! Δεν έχω ιδέα για την αιτία που προκάλεσε το θάνατό τους, πάντως ο θάνατος του βρήκε αγκαλιασμένους. Και είναι πραγματικά ανατριχιαστικό το γεγονός ότι μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο γενναιόδωρος  από τη ζωή. Γυρίζοντας να φύγω, πρόσεξα ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι ο ένας σκελετός. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ποίημα:

Μια φορά κι έναν καιρό

σ’ ένα μέρος τρομερό

θα χορέψουμε τανγκό

και θα πω πως σ’ αγαπώ

Μα μετά εσύ θα φύγεις

θα μ’ αφήσεις μοναχό

τον έρωτα να αποφύγεις

κάτι τόσο δυνατό

Τον κόσμο τώρα όλον ψάχνω

απελπισμένα να σε βρω

θέλοντας να σου θυμίσω

πως για σένα μόνο ζω

Τώρα όμως που σε βρήκα

δε σ’ αφήνω ούτε λεπτό

μια ζωή θέλω να σ’ έχω

στο δικό μου το πλευρό

Το χέρι όταν σου κρατώ

άνοιξη μες στην καρδιά

σ’ αγαπάω σου φωνάζω

και χαμογελάς πλατιά

Τώρα είσαι ευτυχισμένη

πιο πολύ όμως εγώ

κι ένα πράγμα μόνο ξέρω

——- σ’ αγαπώ

Κι έχω μια κρυφή ελπίδα

ζει βαθιά μες στην καρδιά

όταν έρθει εκείνη η ώρα

να πεθάνουμε αγκαλιά…

Το όνομα ήταν σβησμένο, για αυτό ας βάλει ο καθένας ό,τι θέλει. Αρκεί να μη χαλάει ο ρυθμός! Πήρα το ποίημα, το έβαλα στην τσέπη μου και έφυγα. Βγήκα έξω κλαίγοντας…

4.ΑΝΟΙΞΕ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ

Τον μεταφέρανε στο κελί του αργά τη νύχτα. Πέρασε το βράδυ του χτυπώντας σαν τρελός τον τοίχο. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό κελί.

-Ρε φίλε, δεν σταματάς για λίγο να βαράς;

-Ποιος είσαι εσύ;

-Με λένε Αλέξη και είμαι αυτός που δεν τον άφησες να κοιμηθεί όλο το βράδυ!

-Ω, συγνώμη ρε φίλε. Εμένα με λένε Θοδωρή. Πόσο καιρό είσαι εδώ;

-Πολύ, αλλά σε λίγο καιρό θα βγω…

Κι έτσι γεννήθηκε μια δυνατή φιλία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αν και ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, αν και δεν είχε δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν εκείνος ο υγρός τοίχος που χώριζε τα βρωμερά κελιά τους. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι μέρες του Θοδωρή περνούσαν ευχάριστα χάρη στον Αλέξη. Κι αυτό γιατί ο Αλέξης ήταν πολύ ανοιχτός τύπος. Του μιλούσε όλη μέρα και όλη νύχτα. Του διηγούνταν για τα αμέτρητα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο, τα θαυμαστά μέρη που είχε επισκεφθεί, τις μεγάλες προσωπικότητες που είχε γνωρίσει, τις γυναίκες που είχε ερωτευτεί, τις χρυσές δουλειές που είχε κάνει βγάζοντας λεφτά με το τσουβάλι. Και ο Θοδωρής άκουγε κατάπληκτος και αισθανόταν τυχερός που έτυχε να γνωρίσει έναν άνθρωπο τόσο σημαντικό. Και οι μέρες περνούσαν…

-Ρε συ Αλέξη. Το κελί σου έχει παράθυρο;

-Βέβαια, το δικό σου δεν έχει;

-Όχι.

-Κρίμα, γιατί το κελί μου έχει υπέροχη θέα! Μακάρι να μπορούσες να δεις κι εσύ.

-Σε παρακαλώ, μπορείς να μου πεις τι βλέπεις; Σε παρακαλώ!

-Με μεγάλη μου χαρά! Από το παράθυρό μου λοιπόν μπορώ να δω ένα σωρό φανταστικά πράγματα. Στο βάθος βλέπω καταπράσινα βουνά, που τις κορυφές τους τις κρύβουν σύννεφα. Και όταν δύει ο ήλιος, παίρνουν ένα χρώμα σαν τη φωτιά.

Σταμάτησε.

-Πες μου κι άλλα Αλέξη! Πες μου κι άλλα!

-Πολύ καλά λοιπόν, συνεχίζω. Βλέπω και μια λίμνη, με βαθιά μπλε, ήσυχα νερά. Και πάνω στα νερά της υπάρχουν εκατοντάδες πολύχρωμα πουλιά. Και κάθε πρωί ηλικιωμένοι ψαράδες με γραφικές βαρκούλες απλώνουν τα δίχτυα τους.

-Πρέπει να είναι πολύ όμορφα!

Ακούστηκε ένα αμυδρό γελάκι.

-Ναι, είναι. Και δε σου έχω πει ακόμη για το πάρκο. Υπάρχει ένα πάρκο μπροστά στη φυλακή.

Η φωνή του τώρα είναι ψιθυριστή.

-Κι είναι γεμάτο μικρά παιδάκια που παίζουν ό,τι παιχνίδι μπορείς να φανταστείς. Οι μάνες κάθονται και τα επιβλέπουν συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους. Και όταν βραδιάσει, το πάρκο γεμίζει ζευγαράκια  που κάνουν βόλτα στις όχθες τις λίμνης.

Και όλο το βράδυ περιμένω να ξημερώσει για να απολαύσω την πρωινή ομίχλη που κάθεται πάνω στο νερό.

Σταμάτησε απότομα και έβηξε τόσο δυνατά που παραλίγο να γκρεμιστεί ο τοίχος.

-Κουράστηκα, είπε. Θα συνεχίσουμε αύριο.

Και ο Θοδωρής κοιμήθηκε. Και είδε υπέροχα όνειρα, είδε όλα αυτά που του διηγήθηκε ο Αλέξης…

Κι ενώ κοιμόταν, ξημέρωνε η μέρα που θα έπαιρνε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής του.

-Αλέξη… Ξύπνησες; Γιατί δεν απαντάς;

Όμως, όσο κι αν φώναζε, δεν έπαιρνε απάντηση. Κάποια στιγμή πέρασε μπροστά από το κελί του ο φύλακας. Ρώτησε για το φίλο του.

-Αα, δεν κατάλαβες τίποτα; Πέθανε το πρεζόνι χθες βράδυ. Είχε καρκίνο, είπαν.

Προσπάθησε να φωνάξει αλλα το λόγια βγήκαν ψιθυριστά.

-Πόσο χρονών ήταν;

-Γύρω στα είκοσι. Α, και να μην ξεχάσω, η τελευταία του επιθυμία ήταν να σε μεταφέρουμε στο δικό του κελί. Σε μια ώρα μεταφέρεσαι.

Ήρθαν να τον πάρουνε. Τουλάχιστον τώρα θα ήταν καλύτερα με το παράθυρο. Τον οδήγησαν στο νέο του σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα μια κραυγή αντήχησε σε όλη τη φυλακή.

-ΨΕΥΤΗΗΗΗ!!! Άθλιε ψεύτη! Καταραμένος να’σαι!

Και πεσμένος όπως ήταν στο πάτωμα, με δάκρυα να κυλάνε στα βρώμικα μάγουλά του, ψιθύρισε:

-Απαίσιε αισιόδοξε παραμυθά…

Δεν υπήρχε παράθυρο…

Θοδωρής

Τουαλέτας ανάγνωσμα

Με αφορμή το πρώτο (κι ελπίζω όχι τελευταίο) περιοδικό του κώλου, θα ΄θελα να πω δυο κουβέντες για την παγκόσμια κοινωνία που μας πηδάει τον κώλο.

Δεν πιστεύω πως ανήκω σε συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων γιατί ομάδα = κοπάδι, άρα   νεκρό μυαλό. Δεν φέρομαι όπως οι «νορμάλ» άνθρωποι γιατί αυτοί δεν αφήνουν το μυαλό τους ελεύθερο να σκεφτεί. Το καταπιέζουν στις μίζερες τυποποιημένες σκέψεις του τύπου: «Τι κραγιόν ταιριάζει καλύτερα με το στριγκάκι μου;» ή «Δεν φοράω διαφορετικό σουτιέν και κυλότα γιατί  θα του πέσει και δεν θα γαμηθώ απόψε». Κορίτσι μου, νομίζεις ότι θα νοιαστεί; Ούτε καν θα το δει. Η καύλα τυφλώνει. Τι ηλίθιες γυναίκες βγάζει η γενιά μου; Απ’ το ’85 και μετά τις πήρε ο διάολος όλες!

Το πρωί στόλιζα το δέντρο της γιαγιάς μου και ειλικρινά χέστηκα πως θα σχολιαστεί από μερικούς αυτό. Κοίταγα κάθε στολίδι ξεχωριστά και λαχταρούσα να το κρεμάσω στο δέντρο. Εδώ και 23 χρόνια αυτά τα ίδια γυάλινα στολίδια βλέπω και στη φαντασία μου έχουν ονόματα όπως  Διαστημόπλοιο, Κόκκινο Μάτι, Αερόστατο, Παντελόνι του Οβελίξ, Φρέσκια Σαντιγύ και Σταφύλι! Δηλαδή είναι έγκλημα που αφήνω το μυαλό μου ελεύθερο; Πρέπει μόνο να σκέφτομαι τη γόβα που θα βάλω και την κλίση που πρέπει να ‘χει η μπούκλα;;

Είμαι μια μέση ελληνίδα, ούτε ανορεξική με εμμονές ούτε χοντρή με ελιές στη μύτη. Ούτε παραμορφωμένη. Δεν με ενοχλούν ούτε οι χοντρές, ούτε οι παραμορφωμένες ούτε οι ανορεξικές. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Δεν τα βάζω με τα μοντέλα. Τα βάζω με την ψεύτικη, την υποκουλτούρα του νεοέλληνα που «αμερικανίζει» από τη γέννησή του.

Ό,τι πίπες του πλασάρει το Χόλιγουντ, τις παίρνει. Δεν σκέφτεται τι του ταιριάζει ή τι όχι, αρκεί να μπει στην ομάδα, το κοπάδι, την μάζα. Να είναι αποδεκτός στο σύνολο της κοινωνίας. Γι’ αυτό σφάζουμε τα μαύρα πρόβατα; Επειδή δεν ταιριάζουν στο σύνολο; Τα πάντα κρίνονται με βάση τη χεσμένη, νέα κουλτούρα μας. Σα βόθρος βρωμάει, κι αντί να κλείσουμε τις μύτες μας, κάνουμε εισπνοές σαν ασθματικά μογγολάκια. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στη βρώμα, που ο καθαρός αέρας μας ξενίζει. Δεν θέλουμε πια καθαρό οξυγόνο, μας αρκεί η ανακύκλωση του αέρα που κάνει το air-conditioning και δεν ανοίγουμε το παράθυρο. Είμαι υπέρ της εξέλιξης σε όλους τους τομείς. Νομίζω είναι περιττό να εξηγήσω τι στο διάολο εννοώ. Εσείς που διαβάζετε το κείμενο, καταλαβαίνετε.

Λοιπόν να πάει να γαμηθεί η ψόφια κοινωνία που τρώει τα σπλάχνα   της- εμάς. Έχω ακούσει πολλά σχόλια για πάρτι μου. Ότι δεν έχω διπλωματία, φέρομαι σαν νταλικέρης , ότι είμαι άθεη κ.α. Το κορυφαίο ήταν πριν 3-4 χρόνια όπου ένα μουνόπανο από την Καστανιά μου είπε: «Ποιος σε γαμάει εσένα, εσύ είσαι μεταλού.» Συγνώμη ρε φίλε που είπα τη γνώμη μου για την μπουρδελο-καφετέρια που ήθελες να πας με τον αδερφό μου. Το πουλί σου θα βγάλει ράμφος και θα σου φάει τα μπαλάκια.

Το είδος μουσικής που ο καθένας ακούει καθορίζει και την πάστα του. Άλλο ένα κλισέ. Οι μεταλάδες  είναι άθεοι, σατανιστές, κλέφτες, βρωμάνε ιδρωτίλας από τα δέκα μέτρα και είναι όλοι μαστούρια. Σας θυμίζει κάτι;

Ξέρω πολλούς κυριλάτους με BMW και κουστουμιές, που βαράνε τις γυναίκες τους, σνιφάρουν κόκα με τη σέσουλα, πουλάνε ναρκωτικά, είναι νταβατζήδες και θέλουν να έχουν άποψη για τα κοινά. Τέτοιους τύπους υποθάλπει η κουλτούρα μας, και σκάβει το λάκκο όποιου/ας τολμήσει να σκεφτεί διαφορετικά κι έχει τ’ αρχίδια να το κάνει.

Μ’ έχουν κοροϊδέψει στη δουλειά για το ντύσιμό μου. Μ’ έχουν πει λέτσο γιατί δεν γυρνάω με τα ψηλοτάκουνα και δεν παστώνομαι με το κιλό. Είμαι θηλυκό, όχι καραγκιόζης. Βάφομαι αλλά δεν παστώνομαι. Δεν έχω κάτι να κρύψω. Φοράω ό,τι με κάνει να νοιώθω άνετα και με βολεύει. Με χλεύασαν οι 13χρονοι μαθητές μου γιατί φορούσα κόκκινα All Star παπούτσια. Πάλι καλά που δεν ήταν πράσινα για να με σύρουν στο τμήμα.

Τι πρότυπα περνάνε στα παιδιά σας; το σκέφτεστε ποτέ σοβαρά ή αποφεύγετε να το κάνετε μόλις το μυαλό σας φτάσει στα δύσκολα σημεία; Σίγουρα η χαριτωμένη σειρά που παρακολουθείτε  παράγει την ιδανική εικόνα που ρουφάει το παιδί σας σα σφουγγάρι; Τι διαβάζει η κόρη σου πριν κοιμηθεί; Σκουπίδια όπως το Cosmopolitan με την ιστορική απορία αναγνώστριας: « Του κρέμονται τ΄ αρχίδια και δεν μπορώ να τα βλέπω. Ενοχλούν την αισθητική μου.» Όταν σου κρεμάσουν τα βυζιά θα τα λες αυτά; Τι βλέπει στο μαγικό κουτί; Sex and the City! Η σειρά που κατέστρεψε τη ζωή εκατοντάδων γυναικών.

Η πλύση εγκεφάλου γίνεται από μέσα στα οποία οι μάζες έχουν άμεση πρόσβαση: περιοδικά, TV, internet, βιβλία. Παντού κοροϊδεύουν τη σκέψη μου, νοιώθω σαν άπειροι κώλοι να κλάνουν μέσα στο μυαλό μου. Τα στόματά τους είναι οι κωλοτρυπίδες και τα «σοφά» λόγια τους, οι κλανιές. Ανοίγω τ΄ αυτιά μου για να φύγει η μπόχα.

Είστε σίγουροι ότι έχετε γιο; Μήπως διαβάζει το καθαρά αντρικό περιοδικό Men’s Health και βάζει την κρέμα ημέρας μόλις ξυπνήσει; Το έθνος των metro-sexual είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό! Απορείς κύριε γιατί στα φόρεσε η σύζυγος με τον αλβανό επιστάτη; Αυτός δεν μπερδεύει την κρέμα του με τη δικιά της κι ούτε φοράει το παντελόνι με το φερμουάρ στον κώλο! Αυτός δεν βγάζει τα φρύδια του και δεν κάνει μανικιούρ. Ξέρει καλά τι είναι και δεν θέλει να γίνει κάτι άλλο.

Τα αγοράκια που μεγαλώνουν με επικίνδυνες γιαγιάδες-νταντάδες, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν σημάδια gay συμπεριφοράς κατά τα πρώτα 9 τους χρόνια. Από εκεί και μετά η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη: Συγγρού, βίζιτες πολυτελείας, θέση σε πάνελ. Από εκεί ξεκινούν να αποτελούν και πρότυπο. Εύγε Ελλάς με τα σωστά πρότυπα που περνάς! Να φανταστείς, το γιο μου φέτος θα τον ντύσω χαρωπή τηλεπαρουσιάστρια στις απόκριες! Καλέ, θα το κάψουμε και φέτος!

Όταν το 12χρονο συμβουλεύει: «Μην βάζεις το κινητό στην τσέπη, θα μείνεις άσφαιρος!» καταλαβαίνεις ότι στα 23 σου είσαι απλά ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ. Ο μπαμπάς πρέπει να νοιώθει περήφανος για την πανέξυπνη κόρη του που ξέρει πόσες σφαίρες μπορεί να παράγει ένας συνομήλικος, αλλά δεν καταλαβαίνει τον past continuous.

Η ιδανική σας κοινωνία σάπισε εδώ και χρόνια, μόνο που τώρα αρχίζει να μυρίζει λίγο πιο έντονα. Όποιος δεν έχει μανταλάκι στη μύτη ακούει τη βρώμα. Δε μπορεί να σταματήσει τη σήψη και τη μπόχα, μπορεί όμως να σταματήσει να την εισπνέει και να αφήσει τον καθαρό αέρα να μπει στα πνευμόνια του. Ευτυχώς που  μερικά σκατά επιπλέουν κι ανασαίνουν λίγο καθαρό αέρα κι ας τα περιβάλει το βοθρόνερο! Είδατε γιατί μόνο λίγοι κουτσούλοι επιπλέουν στη χέστρα; Γιατί λίγοι είναι αυτοί που θέλουν να το κάνουν! Σας εύχομαι ένα καλό, ξαλαφρωτικό χέσιμο! Θα τα ξαναπούμε…

Ελένη

*από το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας

ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ = ????

Τι είναι προτιμότερο; Να υποκύψεις σε έναν πειρασμό ο οποίος σε δελεάζει,  που θα σου δώσει απόλαυση αλλά μετά είσαι υποχρεωμένος να υποστείς τις συνέπειες , ή να μείνει αμερόληπτος μπροστά του;

Άραγε ήρωας θα θεωρηθείς εάν υποκύψεις αλλά υποστείς τις συνέπειες ή αν αντισταθείς στον πειρασμό; Οι πειρασμοί συνήθως δεν είναι για καλό. Τις περισσότερες φορές σου προσφέρουν ηδονή. Είτε σωματική, είτε ψυχική… πολλές φορές και τα δύο! Όμως είσαι αρκετά δυνατός για να αντισταθείς, ή είσαι αρκετά δυνατός για τις συνέπειες; Κατά τη γνώμη μου ο πειρασμός δε θεωρείται πειρασμός αν δεν έχει συνέπειες.

Το λεξικό έχει ακριβώς αυτή την εξήγηση για τον «πειρασμό»:

Πειρασμός, ο. (Ους.). Παρακίνηση σε αμαρτία, επιθυμία για κάτι κακό, το αντικείμενο που προκαλεί την επιθυμία, που παρακινεί σε αμαρτία, αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους διαρκώς, ο σατανάς.

Ετυμολογία: πειράζω

Συνώνυμα: σκανδαλισμός, κόλασμα, δαίμονας, διάβολος…

Δηλαδή ο πειρασμός είναι ο διάβολος με τη μορφή του συναισθήματος της επιθυμίας που οδηγεί στον πειρασμό ή ο πειρασμός είναι ο διάβολος ο ίδιος; Δηλαδή όταν υποκύπτουμε σε έναν πειρασμό, σημαίνει πως υποκύπτουμε σε μια μάχη ανάμεσα στον εαυτό μας και το διάβολο (= πειρασμός);

Η γνωστή σε όλους μας Κυριακή Προσευχή (Πάτερ Ημών) λέει: και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν. Που σημαίνει: και μη μας αφήσεις να πέσουμε σε πειρασμό. Άραγε το σατανά εννοεί; Η Εύα δελεάστηκε από το μήλο (πειρασμός) που είχε δημιουργήσει ο σατανάς με μόνο σκοπό να τους καταστρέψει.

Δηλαδή και στην καθημερινή μας ζωή αυτό συμβαίνει;; ο σατανάς μας δελεάζει με σκοπό να μας καταστρέψει; Και ο Θεός γιατί αφήνει να υπάρχουν οι πειρασμοί; Το κάνει για να μας δοκιμάσει αν αντέχουμε; Αν αντιστεκόμαστε; Αν μπορούμε να μην υποκύψουμε; Είναι εύκολο ή δύσκολο να δοθεί η απάντηση; Εν τέλει τι στο διάολο είναι ο πειρασμός;;;;;;

Κατερίνα

Η Χώρα Του ‘Ηλιου

Η χώρα του ήλιου είναι ακόμα μακριά
θα χρειαστεί να περάσουμε πολλά κύματα ακόμα
για να αράξουμε στο λιμάνι της

Τη χώρα του ήλιου ψάχναμε για χρόνια
και όμως δεν μπορέσαμε να τη βρούμε
κι έτσι γυρίσαμε πίσω λυπημένοι

Η χώρα του ήλιου δεν ήταν εκεί που ψάχναμε
λάθος πληροφορίες μας είχαν δώσει
είχαν ερμηνεύσει λάθος το χρησμό

Στη χώρα του ήλιου για να πας
πρέπει να έχεις ένα ιπτάμενο καράβι
μα εμείς δεν είχαμε

Στη χώρα του ήλιου θέλαμε πολύ να πάμε
γι’ αυτό κατασκευάσαμε το ιπτάμενο καράβι
και ξεκινήσαμε ξανά από την αρχή

Στη χώρα του ήλιου για να πάμε
περάσαμε όλοι μας βάσανα πολλά
η ευτυχία είναι δυσεύρετη

Με τη χώρα του ήλιου μοιάζουνε πολλές
μα είναι όλες ψεύτικες, ξεδιάντροπα
σου προσφέρουν δυστυχία και θάνατο

Στη χώρα του ήλιου φτάσαμε επιτέλους
και πήραμε λίγο από το φως του
και γίναμε θεοί

Θοδωρής

Ιός

Ο μικρός Κωστάκης ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άνοιξε την τηλεόραση. Η ώρα ήταν περίπου τρεις το πρωί, ξημερώματα Τρίτης. Δεν έβγαλε τα παπούτσια του ούτε τα ρούχα του. Αυτή η τηλεόραση δεν  είχε σταματήσει να δείχνει ειδήσεις από το πρωί της Δευτέρας. Σκατά βδομάδα άρχισε για όλους εκτός απ’ τους μαθητές, τουλάχιστον εν μέρει. Οι προσευχές του Κωστάκη απέδωσαν, κι όλα τα σχολεία και τα φροντιστήρια έκλεισαν. Σκέφτηκε πως θα παίζει με τους φίλους του όλη μέρα κι ίσως τελικά να πει στη Μαιρούλα ότι θέλει να παντρευτούν και να κάνουν έξι παιδιά. Την καημένη τη Μαιρούλα….

Ο θόρυβος απ’ το πλυντήριο κι ο βήχας της μαμάς του δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Ρε γαμώτο, τώρα βρήκε να πλύνει τα ρούχα; Αφού θα μοίραζαν καινούργια σε όλους, είπαν στις ειδήσεις. Κι επιτέλους, δεν βαρέθηκαν να μιλάνε για το ίδιο θέμα; Η νόσος, η νόσος, η νόσος…Τι σκατά σημαίνει νόσος; Ένα εφτάχρονο παιδί δεν καταλαβαίνει. Βέβαια η μαμά, όταν μπορούσε να μιλήσει καθαρά, του εξήγησε τα πάντα. Ήταν όμως ανάγκη να μην τον αφήσει να πάει στην αλάνα να συναντήσει τον Πάκη, το Λευτέρη και τους άλλους; Αφού υποσχέθηκε, θα φοράει μάσκα και γάντια. Σκέφτηκε πως αύριο θα έβγαινε κρυφά, όπως έκανε η Μαιρούλα σήμερα. Μετά όμως θυμήθηκε πως ο χοντρός άντρας με τα χακί ρούχα, τη μάσκα και το κράνος την είδε. Ο Κωστάκης τα είδε όλα από το παράθυρό του στον έκτο. Η Μαιρούλα του…

Πάντα ο Κωστάκης χάζευε απ’ το παράθυρο και παρατηρούσε τον κόσμο που πέρναγε απ’ την αλάνα. Αυτό το έκανε τις βροχερές μέρες που δεν μπορούσε να κατέβει και να παίξει με τον Πάκη, το Λευτέρη και τους άλλους. Κορόιδευε τους άμυαλους που δεν είχαν ομπρέλες και γινόταν λούτσα. Θαύμαζε όμως τους χρωματικούς συνδυασμούς που κάνουν περισσότερες από δύο ομπρέλες. Σήμερα όμως λόγω της απαγόρευσης της τρελής μάνας του έμεινε μέσα και κοίταγε κάτω. Αφού δε βρέχει σήμερα, γιατί τον κλείνουν μέσα; Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι ήρθαν κάτι μεγάλα αυτοκίνητα κι έκλεισαν την αλάνα. Ήταν του στρατού. Από μέσα βγήκαν κύριοι με χακί στολές, κράνη, γάντια και αρβύλες. Ο Κωστάκης σκέφτηκε πως ήταν βαριές. Οι κύριοι κράταγαν κάτι όπλα, σαν αυτά που του αγόρασε η γιαγιά του απ’ το πανηγύρι. Αυτά όμως έμοιαζαν πιο μεταλλικά, πιο κακά. Γρήγορα έστησαν προβολείς  κι από έναν τηλεβόα φώναζαν οδηγίες στους μεγάλους. Τι μπούρδες για ιούς, θνησιμότητα, καραντίνα. Τι είναι αυτά; Η μαμά δε μπορούσε να εξηγήσει. Είχε χειροτερέψει με το κρύωμα και κάθονταν όλο μόνη. Μάλλον θα μείνω εδώ για πάντα, σκέφτηκε ο Κωστάκης.

Γύρω στις δύο πείνασε, έφτιαξε ένα τοστ κι άνοιξε την tv  για να δει το αγαπημένο του μεσημεριανό. Όμως είχε όλο ειδήσεις κι έλεγαν αυτά τα οποία άκουσε κι από τους στρατιώτες. Μέχρι τις πέντε περίμενε να δει κανένα καρτούν. Τίποτα. Ύστερα έκατσε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Οι κύριοι, που μέσω της tv έμαθε πως ήταν στρατιώτες, έκοβαν βόλτες και μπαινοέβγαιναν στις γύρω πολυκατοικίες. Τρεις μπούκαραν στην πολυκατοικία που έμεναν ο Πάκης κι η Μαιρούλα, κι άλλοι τρεις στη δική του. Ο Κωστάκης έτρεξε στην πόρτα και κάθησε δίπλα, κολλητά στον τοίχο, για να ακούει έξω. Σε λίγο άκουσε βήματα βαριά στο διάδρομο και χέρια να γυρνάνε πόμολα και να τσεκάρουν πόρτες. Ευτυχώς η δικιά τους ήταν κλειδωμένη. Πήγε να δει πως ήταν η μαμά. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, είχε σκεπαστεί ως το λαιμό, έτρεμε και ίδρωνε. Ο Κωστάκης της έδωσε νερό. Ήπιε λίγο και του έκανε νόημα να φύγει. Αυτός επέστρεψε με μια  μπουκάλα νερό και μια πετσέτα. Τα άφησε δίπλα της κι έφυγε.

Ως τις εφτά καμία αλλαγή. Άκουγε ειδήσεις από την τηλεόραση και κοίταγε έξω. Όλο το ιστορικό της νέας γρίπης άκουσε αλλά τίποτα για το πώς σταματά ή πως θα γίνουν οι άρρωστοι καλά. Αυτός ήξερε πως παίρνουμε φάρμακα, κάνουμε εμβόλια και είμαστε καλά μετά. Τι βλάκες οι μεγάλοι, μεγαλώνουν το πρόβλημα αντί να το λύνουν. Τι ανόητοι. Οι στρατιώτες κάθονταν στ’ αυτοκίνητα πιο χαλαροί και ξεκουράζονταν. Ο  Κωστάκης κοίταγε προς τον όροφο της Μαιρούλας και σκέφτονταν τι μπορεί να έκανε μόνη της κι αυτή. Τουλάχιστον αυτή είχε και τη ζωγραφική της, αυτός μόνο τη μπάλα. Η Μαιρούλα θα γινόταν τέλεια σύζυγος, θα έψηνε και κουλουράκια που θα μοίραζαν στα έξι παιδιά τους και μετά θα έβλεπαν όλοι μαζί ποδόσφαιρο. Αχ, αυτή η Μαιρούλα του…

Ήταν σχεδόν εννιά κι οι προβολείς άναψαν. Σαν το γήπεδο ήταν, σκέφτηκε. Μασούλαγε ένα μήλο όταν ξαφνικά είδε τη Μαιρούλα να πετάγεται έξω. Φόραγε ένα γαλάζιο φόρεμα που τόνιζε τα ξανθά μαλλάκια της. Που στο καλό πήγαινε; Φαινόταν φοβισμένη, δε φόραγε ούτε μάσκα, ούτε γάντια. Στην αρχή δεν την είδαν κι αυτή κινούνταν στις σκιές. Όμως η άκρη του φορέματος γυάλισε σε μια αχτίδα φωτός κι ο χοντρός στρατιώτης την είδε. Η Μαιρούλα έτρεξε πίσω από ένα φορτηγό κι ο χοντρός σημάδεψε όπως έκανε κι ο μπαμπάς στη σκοποβολή στο λούνα παρκ. Φάνηκε να πυροβολεί αλλά δεν ακούστηκε ήχος. Έτρεξαν κι άλλοι κοντά αλλά ο Κωστάκης δεν έβλεπε, ήταν μπροστά το φορτηγό. Κανείς δεν φάνηκε να βγαίνει, να δει τι κάνει η Μαιρούλα. Πρέπει να έμεινε σχεδόν τρεις ώρες εκεί να δει τι απέγινε η μέλλουσα γυναίκα του. Είδε μόνο μια σακούλα με φερμουάρ να τη φορτώνουν σε μια καρότσα. Έπειτα από λίγο έβγαλαν και κάτι άλλες  μέσα από πολυκατοικίες, κι όπως είδε κι απ’ τη δικιά του. Δεν καταλάβαινε. Κάθισε να δει ειδήσεις. Ξάπλωσε. Η μάνα του έβηχε τόσο δυνατά που νόμιζες ότι θα έσκαγε κι αυτό το πλυντήριο τη συναγωνίζονταν. Ο Κωστάκης κοιμήθηκε με τα ρούχα. Το πρωί δεν άκουσε βήχα αλλά τα ρούχα ήταν ακόμα στο πλυντήριο. Δεν πήγε να δει τη μάνα του. Περίμενε όλη μέρα στο παράθυρο για να δει τη Μαιρούλα. Το ίδιο έκανε για μέρες. Το Σάββατο, ενώ καθόταν στο παράθυρο, άκουσε την πόρτα να σπάει με θόρυβο. Στρατιώτες μπήκαν μέσα κι έβγαλαν τη μαμά μέσα σε σακούλα. Αυτή μύριζε; Ένας στρατιώτης τον πλησίασε ενώ τον σημάδευε. «Είδα τη Μαιρούλα» του είπε ο Κωστάκης.

Κάτω στην είσοδο ο λοχίας έδωσε αναφορά στον ανώτερό του «Τελικά δύο τα πτώματα στον έκτο». «Συνεχίστε τις εφόδους», του απάντησε.

Ελένη

*πρωτοδημοσιεύτικε στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού «το κόλο»

Ανθολόγιο

Εχτές το βράδυ πήγαμε νυχτερινή βαρκάδα
Κι ο πούτσος μου σηκώθηκε πασχαλινή λαμπάδα
Κι εσύ όλο τον έπιανες, τον έτριβες με χάρη
Και μαλακία τράβαγε ακόμα κι ένα ψάρι

Τι να ΄μουνα, τι να ΄μουνα
Μια πέτρα στην αυλή σου
Να κατουράς απάνω μου
Να βλέπω το μουνί σου

Του Θρασύβουλου η ψώλα έχει γεύση κόκα κόλα
Η δικιά σου όμως έχει γεύση fanta
Θα γαμιόμαστε για πάντα

40 έπαιρναν εσένα από την πλώρη
και άλλα τόσα έκανες τσιμπούκια στο βαπόρι
με καπετάνιο, ναύαρχο ακόμα και με μούτσο
αγυάλιστο δεν άφηνες εσύ κανένα πούτσο!

3 χρονάκια απόμειναν για την ολυμπιάδα
και εγγραφές ξεκίνησαν σε όλη την Ελλάδα
Έτρεξες κι εσύ μα λυπημένη ήρθες
βλέπεις δεν διοργάνωναν πρωτάθλημα στις πίπες

Ελένη

*από το τεύχος το κολο #3

Οκάξα

Η μικρή Οκάξα σύρθηκε έξω από το φρεσκοσκασμένο τσόφλι του αυγού της. Κανένας δεν το κατάλαβε, γι’ αυτό κι η Οκάξα δυσκολεύτηκε πολύ στα πρώτα της βήματα. Στην αρχή ήταν τόσο μαλακή, σαν ένα μικρό πράσινο ζελεδάκι με τεράστια νυσταλέα, πράσινα μάτια. Όλοι οι άλλοι κοιμόνταν ακόμα όταν αυτή γεννήθηκε. Δε μπορούσε να περιμένει τα αδέρφια της, έπρεπε να φτάσει γρήγορα στην Έξω Χώρα. Εδώ και αιώνες, εκεί κατοικούσαν οι πρόγονοί της.

Μάζεψε όλη τη δύναμη που της έδιναν τα μωρουδίστικα  πόδια της για να τρέξει στην άμμο. Τίποτα όμως. Σαν πρόωρο μωρό που ήταν, δεν είχε πολύ δύναμη. Αποφάσισε τότε να πάει στην Έξω Χώρα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο πιο πάνω. Ήξερε πως το σκοτάδι ακόμα την κάλυπτε και κινδύνευε μόνο από τα τεράστια μεταλλικά όντα που είχε δει πρωτύτερα να σέρνονται, φωτίζοντας το δρόμο με τα ασθενικά, κιτρινιάρικα μάτια τους.

Φοβόνταν πολύ γιατί ήξερε πως δεν είχε κοντά της μάνα, πατέρα ή άλλον γνωστό. Το σίγουρο ήταν πως δεν θα τους έβλεπε ποτέ. Και στο δρόμο να τους συναντούσε ούτε που θα γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Ούτε τα’ αδέρφια της καλά-καλά δεν γνώρισε. Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλλαν άλλα δύο μικρά, ολόιδια με την Οκάξα μας, μωράκια. Μόλις είχαν γεννηθεί. Τρεκλίζοντας έφτασαν κοντά της κι αποφάσισαν να  πάνε με την μεγάλη αδερφή τους στο σπίτι. Η Οκάξα χάρηκε, «Θα έχω παρέα στο ταξίδι!» σκέφτηκε.

Ξεκίνησαν λοιπόν για το δρόμο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ένα τέρας εμφανίστηκε, με χοντρότερα πόδια από τα άλλα και περισσότερα μάτια! Άλλα ήταν άσπρα και άλλα ήταν κόκκινα!! Θεέ της Οκάξας, έτρεχε με απίστευτη ταχύτητα, ούτε που πρόλαβαν να κουνηθούν!!! Όταν πια εξαφανίστηκε,  το ένα μικρό ζελεδάκι, είχε γίνει μια μικρή μυξιασμένη χλαπάτσα, χωρίς σχήμα ή μορφή. Άλλωστε γι’ αυτό τη λέμε και χλαπάτσα…

Τα εναπομείναντα αδέρφια αφού θρήνησαν το χαμό του ζελεδακίου, πήραν ξανά το δρόμο για το σπίτι. Σιγά-σιγά ξημέρωνε και η δροσιά της νύχτας εξατμίζονταν στον ήλιο του πρωινού. Η Οκάξα κατάλαβε πως αν δεν έβρισκε νερό σύντομα, θα μεταμορφώνονταν σε ξεραμένο πετραδάκι. Με την αδερφούλα της, έπεσαν μέσα σε μια λιμνούλα δίπλα στο δρόμο. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Η Οκάξα μας, σαν μεγαλύτερη και σοφότερη, κρύφτηκε σε κάτι βρώμικα χόρτα του νερού. Ένα χέρι με πέντε δάχτυλα άρπαξε την μικρή αδερφούλα και την έβγαλε από το νερό!!! «Εγώ έχω μόνο τέσσερα δάχτυλα» σκέφτηκε η φίλη μας «Τι να κάνω εναντίον του;».

Η αδερφούλα της, αν δεν κατέληξε μεζές του αφεντικού του παραπάνω χεριού, επέστρεψε στην άμμο και τη θάλασσα.

Η γλυκούλα Οκάξα άρχισε να πεινάει… Δηλαδή έπρεπε να αφήσει την κρυψώνα και να βγει για φαγητό. Για ώρες έψαχνε γύρω από τη λούμπα της, αλλά δεν υπήρχε κάτι του γούστου της. Ένα φύκι, ένα όστρακο, μια τσούχτρα βρε αδερφέ! Όλο κάτι άνοστα βρύα έβρισκε. Εξαντλημένη, άρχισε να παραπατάει στο διπλανό χωράφι σαν μεθυσμένη (αν μπορούσε φυσικά να είναι ποτέ μια Οκάξα μεθυσμένη). Ο ήλιος ξέραινε την πλάτη της σε κάθε βήμα. Για καλή της τύχη έπεσε σε ένα ξεσκέπαστο πηγάδι και κατέληξε στον κουβά που κρέμονταν μέσα στο άνοιγμα. Τυχερή ήταν γιατί είχε μέσα νερό.

Το απόγευμα ξύπνησε σε ένα περίεργο μέρος γεμάτο νερό, με ένα νησάκι στο βάθος πάνω στο οποίο και ξάπλωνε. Γύρω της έβλεπε κάτι περίεργα και κακοφτιαγμένα πλάσματα που, που ακούστηκε; περπατούσαν στα δύο πόδια!!! Είμαστε καλά;; Τα άλλα δύο πως έγιναν έτσι;; έμοιαζαν με το χέρι που έκλεψε την αδερφούλα της.. «Το τέλος είναι κοντά» μονολογούσε.

Εκεί όμως έμεινε για σχεδόν δύο μήνες, με την αγωνία πότε θα την φάνε ή θα την ταΐσουν σ’ εκείνο το τριχωτό ζώο που την κοιτούσε επίμονα. Σχεδόν δεν χωρούσε σ’ αυτό το στενό μέρος πια! Βαρέθηκε! Ήθελε να πάει στην Έξω Χώρα ή να πεθάνει προσπαθώντας!!!  Τότε ήταν που την πούλησαν σε ένα μαγαζί στην πόλη. Είχε τόση φασαρία εκεί, που η Οκάξα τρόμαζε πολύ. Είχε φτάσει σε σημείο να παρανοήσει. Όλα της φαίνονταν περίεργα!! Τόσοι να την αγκαλιάζουν, να τη χαϊδεύουν και να την αφήνουν πάλι μόνη της!!! Τώρα πια ούτε νερό δεν είχε. Απλά την έβρεχαν για να μην σκάσει. Τι άθλια ζωή για μια περήφανη  Οκάξα της Έξω Χώρας!

Ώσπου ένα βράδυ εμφανίστηκε εκείνο το ζευγάρι. Κάτι είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Έφυγαν όμως αμέσως. Την άλλη μέρα, απλά πέρασαν ξανά και την έβγαλαν από αυτό τον εφιάλτη. Η Οκάξα γύρισε στην   Έξω Χώρα και μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Σκλήρηνε το καβούκι της και ζωήρεψε το βλέμμα της. Όμως δεν ήταν αχάριστη. Γύρισε στο ζευγάρι και τρύπωσε στην βαλίτσα της κοπέλας. Αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο και να δει άλλα νερά. Ζει τρισευτυχισμένη τώρα και συχνά πυκνά τραβάει για την Έξω Χώρα στα άλλα της αδέρφια (που όμως δεν τα ξέρει..)

Η Οκάξα κάθεται τώρα στο αναπαυτικό κρεβατάκι μου και νωχελικά τραβάει προς το μέρος μου. Με κοιτάει με τις τεράστιες ματάρες της κι ευχαριστεί που διαβάζετε την ιστορία της. Θα σας περιμένει κάθε καλοκαίρι στο Φιόρε του Λεβάντε και ζητάει να προσέχετε και λίγο που πατάτε! Μπορεί να πατήσετε τη φωλιά της!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραπάνω τα μετέφερα στο χαρτί όπως ακριβώς μου τα διηγήθηκε η ίδια η Οκάξα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Μετά τιμής

Ελένη

*η ιστορία της Οκάξας έχει πρωτοδημοσιευτεί στο βιβλίο του κώλου το 2008.

είμαστε ακόμα εδώ…

Πέρασε ένας χρόνος και κάτι μήνες από όταν πρωτοεμφανήστηκε ένα βιβλίο από τις εκδόσεις «ΤΟ ΚΟΛΟ» και είμαστε ακόμα εδώ. Για όσους δεν μας γνωρίζετε είμαστε οι εκδόσεις του κώλου… οι εκδόσεις του κώλου είναι άλλου τόπου και άλλου χρόνου. Δεν κυκλοφορούν σε χαρτί και δεν απευθύνονται στο πλήθος αλλά στο άτομο. Είναι κάπου ανάμεσα στο περιθώριο του περιθωρίου και το χαντάκι. Στα βιβλία περιλαμβάνονται κείμενα και ποιήματα σε ύφος μακριά από το αποδεκτό και συνηθησμένο. Πρώτα ανεβηκαν «η καταγραφή της μη-ζωής» & αργότερα «το βιβλίο του κώλου». Μετά ακολούθησαν δύο παραμύθια, «a fairy tale» & «τα 101 πρόβατα του κωλομπαρά» για τη σειρά «παραμύθια του κώλου». Σήμερα έχουν κυκλοφορήσει (ανέβει) άλλα τρία παραμύθια… «δράκος: η μανία του λυκανθρώπου», «μάνα μπορώ να πάω έξω και να σκοτώσω σήμερα?» & «Ο Μαλάκας Της Παρέας». Επίσης κυκλοφορούν και τα έξι τεύχη του περιοδικού «το κόλο». Είναι ανένταχτο περιοδικό ελεύθερης σκέψης στο οποίο παρουσιάζονται άρθρα, ιστορίες, ποιήματα, εικόνες, ταινίες και ότι άλλο μας/σας έρθει.  Κυκλοφορούν επίσης και τα βιβλία «Μπουρδολογίες Ενός Σάτυρου» & «Kolopolic» Ελπίζουμε όλα αυτά να συνεχιστούν. Επίσης αν κάποιος έχει οποιοδήποτε πρόβλημα, ας μας το πει και μπορούμε να το συζητήσουμε πολιτισμένα και όχι με γελεία «κριτικά» σχόλια. Πληροφοριακα: όλα τα γραπτά είναι τσάμπα και υπάρχουν μόνο ως αρχεία (μέχρι τώρα). Για να τα κατεβάσετε σε αρχεία pdf πηγαίνεται εδώ…  http://www.myspace.com/kolobooks Τα παραπάνω ως τώρα. Εμείς συνεχίζουμε… Αυτή εδώ η σελίδα ελπίζω να φτιαχτεί όμορφα κάποια στιγμή… Εδώ θα βρείτε κείμενα από τις εκδόσεις και ότι άλλο καταφέρουμε μόλις δω πως λειτουργεί. Και σήμερα είναι Σαββάτο 19 Δεκεμβρίου του σωτήριου έτους 2009.  Γιώργος Σάπιος