Ο μικρός Δημήτρης, ετών 22, μόλις τελείωσε την πρακτική του κι όλος χαρά ανακοινώνει στους δικούς του ότι τον προσέλαβαν για δουλειά σε ένα φροντιστήριο μαθηματικών στο κέντρο της Κέρκυρας. Του είχε βγει ο κώλος να διαβάζει για να περάσει τα μαθήματα στην ώρα τους και να ξαλαφρώσει τους δικούς του από τα έξοδα. Σπούδαζε στην Κρήτη κι όσο να ‘ναι τα έξοδα έτρεχαν.
Όποτε γυρνούσε στην Κέρκυρα για διακοπές, συχνά συναντούσε τον καθηγητή του, τον κύριο Μάκη, ο οποίος και τον κάλεσε μια μέρα στο φροντιστήριό του. Ο Δημήτρης πήγε όλο χαρά ελπίζοντας να του προσφέρει δουλειά στο μέλλον. Και ναι, αφάνταστη χαρά τον κυρίευσε όταν ο κύριος Μάκης του έδωσε το πράσινο φως και του είπε πως με χαρά θα τον προσλάβει μόλις τελειώσει απ’ τις σπουδές.
Ξεσκίστηκε λοιπόν ο μικρός, έκανε και την πρακτική του άψογα (του πρότειναν να μείνει για δουλειά αλλά ο κύριος Μάκης τον είχε κλείσει ήδη), κι άρχισε να κάνει όνειρα για το μέλλον. Στην καινούργια του δουλειά γνωρίστηκε με τους παλιούς, τον Τάσο, τον Μίλτο και την Εύα αλλά και με έναν συνομήλικό του, τον Γιώργο. Με τον Γιωργάκη έκανε και περισσότερο παρέα στη δουλειά, αφού ήταν και κοντά ηλικιακά.
Στην αρχή όλα ήταν ονειρικά κι ο Δημήτρης νόμιζε πως ήταν στον παράδεισο. Μετά τον πρώτο μήνα, άρχισε να παρατηρεί κάτι ύποπτες μουρμούρες μεταξύ των παλιών και μια διαφορετική αντιμετώπιση από το αφεντικό του. Έλεγε τα πάντα στο αφεντικό για να έχει τη συνείδησή του καθαρή και να μαθαίνει τη δουλειά ακόμα πιο καλά. Όμως παρατήρησε ότι το αφεντικό βαριόνταν πολύ να τον ακούει και του είπε πως μπορούσε να συνεχίσει βασιζόμενος στις αρχικές γραμμές του φροντιστηρίου. Ο Δημήτρης κι ο Γιώργος έκαναν αυτό όσο πιο καλά μπορούσαν. Φυσικά είχαν μεγάλο άγχος γιατί την ευθύνη την είχαν αυτοί και τα παιδιά του χρόνου έδιναν πανελλήνιες.
Μετά από λίγες ημέρες στη δουλειά, το αφεντικό μείωσε τις δικές του ώρες και ζήτησε από τον Δημήτρη να κάθετε 4 ώρες παραπάνω για να ασχολείται με της πληρωμές, τα τηλέφωνα και τις αποδείξεις. Ο Δημήτρης, παρόλο που δεν ήταν ο τομέας του και παρόλο που δεν θα έβλεπε την γκόμενά του όσο συχνά μπορούσε, δέχτηκε την πρόταση. Ήθελε το αφεντικό του -και παλιός καθηγητής του- να μην έχει παράπονο από αυτόν.
Οι πρώτοι μήνες πέρασαν σχετικά ήρεμα. Βέβαια, ο κύριος Μάκης όπως κάθε αφεντικό, είχε τα χούγια του. Έτσι καμιά μικρή αμέλεια είτε του Γιώργου είτε του Δημήτρη γίνονταν αφορμή να ακούσουν τον εξάψαλμο. Έλεγαν όμως ότι εφόσον ήταν άπειροι, το αφεντικό είχε δίκιο. Δεν ήξεραν ακόμα ότι το αφεντικό έκανε την τρίχα τριχιά και ήταν ένα διψασμένο βαμπίρ, που δε διψούσε για αίμα αλλά ήθελε να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα ζωηράδας κι αντοχής που μπορούσαν να έχουν οι δύο νέοι υπάλληλοι.
Το πρώτο καμπανάκι βάρεσε στο μυαλό του Δημήτρη όταν ο κ. Μάκης κάλεσε στο γραφείο τον Γιώργο και τον έκανε ρόμπα. Ο λόγος? Μια καραπουτανάρα μητέρα έκανε παράπονο ότι ο Γιώργος καταστρέφει το τετράδιο του γιου της, επειδή του κόλλησε ένα αυτοκόλλητο που έγραφε «10’». Ο κ. Μάκης αντί να κάνει παρατήρηση στην κυρία, έβρισε πολύ άσχημα το Γιώργο.
Ήταν γύρω στα Χριστούγεννα και οι μαθητές θα έγραφαν ένα τεστ παρόμοιο με αυτό του σχολείου. Για κάθε τάξη και καθηγητή, ο Δημήτρης ξεπατώνονταν να βγάλει τις φωτοτυπίες, λες και οι άλλοι είχαν αναπηρία και δε μπορούσαν να το κάνουν. Τότε του φόρτωσαν για μόνιμα κι αυτή την εργασία. Στη μέση της χρονιάς άκουσε πολλά ο Δημητράκης κι όλο και πιο πολύ έπεφτε η αυτοεκτίμησή του, η εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στη νοημοσύνη του. Πίστεψε σε ένα σημείο ότι είναι ηλίθιος, μετά κοίταξε τους βαθμούς του στο πτυχίο, και κατάλαβε ότι ο κ. Μάκης ήταν και πολύ κομπλεξικός κι έψαχνε τρόπο να φαίνεται αυτός το αστέρι του μαγαζιού και ήθελε συνεχώς επιβεβαίωση και γλείψιμο. Στ’ αρχίδια του του Δημήτρη η διασημότητα, τα λεφτά ήθελε για να μπορέσει να πάρει το γκομενάκι του διακοπές στη Σαντορίνη τον Αύγουστο.
Ο κ. Μάκης παραπονιούνταν για τα πάντα. Ακόμα και στα διαλλείματα που όλοι κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων, ο κ. Μάκης ενοχλούνταν από τις απόψεις του Δημήτρη κι ήθελε πάντα να βγαίνει αυτός από πάνω. Ως το τέλος της χρονιάς ο Δημήτρης είχε γίνει το παιδί για όλες τις δουλειές: έβγαζε φωτοτυπίες, αγόραζε αναλώσιμα απ’ το βιβλιοπωλείο, έφτιαχνε καφέδες και φρόντιζε τα κλιματιστικά. Καλός μαλάκας ήταν. Όταν έχεις φιλότιμο σε γαμάνε κανονικά κι όποιος πει το αντίθετο είναι μεγάλος μαλάκας. Μια μέρα ο κ. Μάκης φώναξε από το γραφείο του τον Δημήτρη να μαζέψει τα αποφάγια που είχε αφήσει ένα παιδί πάνω στο τραπέζι. Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Ο Δημήτρης υπάκουσε αλλά άλλαξε τακτική. Δεν έκανε τη χάρη στον πούστη τον κ. Μάκη να κάτσει για αποδείξεις ή τηλέφωνα. Έφυγε. Το αφεντικό παρεξηγήθηκε αλλά συγνώμη, μαθηματικός σπούδασε όχι παραδουλεύτρα!! Γι’ αυτό έφαγε 4 χρόνια σπουδών? Υποτίθεται πως υπάρχει και καθαρίστρια.
Δυστυχώς τα πράγματα χειροτέρεψαν για το Δημήτρη. Ως το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν ο περίγελος του φροντιστηρίου, το παιδί για όλες τις δουλειές και γενικά ο μαλάκας της παρέας. Είχε κι αυτός το φταίξιμό του, έπρεπε να μην τα είχε ανεχτεί όλα αυτά. Αλλά όσες προσπάθειες και να έκανε, κανένα αποτέλεσμα. Όποτε διεκδικούσε αυτά που του άξιζαν, ο κ. Μάκης στράβωνε τη μούρη του γιατί ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήξερε πως αυτή τη φορά δεν θα περνούσε το δικό του. Κατά βάθος μισούσε τον Δημήτρη και δεν ήξερε κι αυτός το λόγο.
Όμως ο Δημήτρης χρωστάει πολλά σε αυτή την πουτάνα που λέγεται διαίσθηση. Πολλές φορές τον έσωσε ή τον προειδοποίησε για πράγματα που θα γίνονταν. Την τελευταία μέρα στη δουλειά ο Δημήτρης μίλησε στον Μίλτο για ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ και γνώριζε ότι έχει άσχημη εξήγηση. Μετά από 5 λεπτά ήταν και οι δύο στο γραφείο και άκουγαν τον εξάψαλμο από το αφεντικό. Η μαλακία ήταν του κ. Μάκη αλλά ποιος τολμούσε να μιλήσει? Μέσα σε αυτό το ευχάριστο κλίμα τελείωσε η σχολική χρονιά. Ενώ νόμιζε πως γλίτωσε, ο Δημήτρης φορτώθηκε ένα ιδιαίτερο καλοκαιριάτικα συν το φορτίο να καθαρίσει την απίστευτα βρώμικη βιβλιοθήκη για την οποία καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι ο κ. Μάκης.
Το καλοκαίρι αυτό ήταν το λιγότερο, εφιαλτικό. Το αφεντικό να κάνει διακοπές και ο μαλάκας να δουλεύει. Όμως είχε ξεκαθαρίσει πως μέχρι τέλος Ιουλίου μπορούσε να δουλέψει. Είχε υποσχεθεί στο γκομενάκι πως λόγο της καθυστέρησης των διακοπών, εκτός από Σαντορίνη θα πήγαιναν και Μύκονο (σαν ερωτευμένοι πιγκουΐνοι). Το γκομενάκι έχει κι αυτό σημαντικό ρόλο στην υπόθεση διότι εκτός από ικανοποίηση προσέφερε και ψυχική θεραπεία στον ήρωά μας. Ευτυχώς υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν του έκανε τα νεύρα ζαρτιέρες.
Η γκαντεμιά του Δημήτρη όμως δεν είχε τέλος. Λόγω αλλεργίας αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο και να σταματήσει τη δουλειά. Αυτό το σκηνικό θα επαναληφθεί ξανά σ’ αυτήν την ιστορία. Ειδοποίησε το αφεντικό του κι αυτός ο κερατάς νευρίασε, του φώναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα του. Τότε ο Δημήτρης τον έγραψε στ’ αρχίδια του και μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε την κοπελιά του και την έκανε για τα νησιά.
Αρχές Σεπτέμβρη, το αφεντικό τον κάλεσε και ζήτησε τη βοήθειά του για τις εγγραφές. Ο Δημήτρης πήγε. Τόσο μαλάκας ήταν. Δεν εξηγείτε διαφορετικά, ήταν μαλάκας γιατί είχε φιλότιμο. Ο κ. Μάκης όμως δεν το εκτιμούσε και νόμιζε ότι είναι το αφεντικό που το προσκυνούν όλοι, ότι είναι ο άρχοντας του συστήματος. Όσες ώρες κάθισαν μαζί στο γραφείο, ο Δημήτρης διαπίστωσε πόσο ανιαρός και ρηχός άνθρωπος ήταν το αφεντικό του. Συνεχώς μιλούσε για τον εαυτό του, την οικογένειά του και τα κατορθώματα των ανιψιών του. Τα δικά του παιδιά είχαν μόλις μπει στο νηπιαγωγείο. Τόσες φορές άκουσε τις ίδιες ιστορίες που θα τις θυμάται για όλη του τη ζωή. Μετά άρχισε να συνειδητοποιεί πόσες ανασφάλειες είχε αυτός ο τρομερός τύπος που ήθελε συνεχώς επιβεβαίωση των ικανοτήτων, τόσο των δικών του όσο και της οικογένειάς του. Λες και οι γύρω του δεν ήθελαν να ξύσουν από μόνοι τους τ’ αρχίδια τους και ήθελαν αφορμή.
Στα πάντα η οικογένεια του κ. Μάκη ήταν η καλύτερη. Αναρωτιέμαι γιατί δεν τους έβαλαν ακόμα στη λεγεώνα των υπερ-ηρώων. Όποτε απεγνωσμένα προσπαθούσε ο Δήμος να ανοίξει κουβέντα για κάτι άλλο, καταλάβαινε πως πιο εύκολα ανεβαίνεις στο Έβερεστ χωρίς ορειβατικό εξοπλισμό. Και εννοείτε πως το κλίμα τον Ιμαλάϊων ήταν 100 βαθμούς θερμότερο. Σε ό,τι και να αναφέρονταν ο βαριόμοιρος, πάντα θα πετάγονταν και μια σχετική ιστορία για το σόι του γιαγκούλα. Σοβαρά, η υπομονή είχε αρχίσει να εξαντλείται και τα νεύρα άρχιζαν να βαράνε. Τα νεύρα θα έστελναν τον Δημήτρη ξανά στο νοσοκομείο.
Η νέα χρονιά άρχισε με ζόρια και παρατηρήσεις. Μετά ήρθαν οι προσβολές μπροστά στους μαθητές. Τα παιδιά φυσικά έχουν περισσότερο μυαλό από τους μεγάλους γιατί απλά δεν βασίζονται σ’ αυτό. Έχουν κάτι καλύτερο που λέγεται ένστικτο ή διαίσθηση. (Αυτό το είχε ακόμα ζωντανό μέσα του ο Δημήτρης. Το τέρας δεν το είχε σκοτώσει). Ο κ. Μάκης πρόσβαλε τον υπάλληλό του μπροστά στους «πελάτες» του επειδή οι δεύτεροι είχαν πετάξει πατατάκια στο πάτωμα. Ανάγκασε τον υπάλληλό του να μαζέψει τις βρώμες για δεύτερη φορά. Όμως τα παιδιά γνωρίζουν γιατί διαβάζουν τα μάτια των άλλων πολύ πιο καθαρά. Κάθισαν λοιπόν και βοήθησαν τον καθηγητή τους και δεν έφυγαν στην ώρα τους.
Από τότε ο κ. Μάκης ήταν μια απεχθής φιγούρα στα μάτια τους και δεν έχαναν ευκαιρία να εκφράζουν την απέχθειά τους στον καθηγητή τους. Για τον Δημήτρη αυτό ήταν νίκη. Τα παιδιά τον αγαπούσαν και καταλάβαιναν πολύ καλά ποιος είναι ο κύριος διευθυντής. Ένας κομπλεξικός μαλάκας που νόμιζε πως με το να μειώνει τους άλλους αυτός γίνονταν ανώτερος. Δεν ήξερε όμως πως τα αντίθετο κατάφερνε. Όλοι τον σιχαίνονταν κι ας τον έγλυφαν μπροστά στα μάτια του. Αυτός είτε εθελοτυφλούσε είτε όντως πίστευε στην ανωτερότητα του· ναι, αυτός και η Άρια φυλή, μη χέσω μέσα στο Χίτλερ τους.
Η χρονιά συνεχίζονταν κανονικά με βρισιές, προσβολές και υποτίμηση της νοημοσύνης του Δημήτρη. Όλοι μα όλοι έκαναν το σχόλιό τους λες και ήταν βαλτοί από το αφεντικό. Μέχρι και για τσιγάρα τον έστειλαν λες κι αυτός δεν ήθελε να κάνει διάλειμμα! Ο Δημήτρης αναθεμάτισε την ώρα που αποφάσισε να πηγαίνει στη δουλειά με μηχανή. Για να βγει στο περίπτερο έπρεπε να περάσει μέσα από τα δαιδαλώδη στενά της παλιάς πόλης και να βγει είτε στο Λιστόν, είτε στην πλακάδα του Αγίου Σπυρίδωνα. Όμως ήταν αποφασισμένος και δεν τους ξαναέκανε τη χάρη όταν του το ζήτησαν. Αλλά δεν ξαναπήγε και στη δουλειά με μηχανή. Η άσκηση κάνει πολύ καλό.
Από εκείνο το σημείο και μετά άρχισε η αντίσταση. Όποτε έθιγαν την προσωπικότητά του ή τα πιστεύω του, τα έχωνε κι αυτός χοντρά και έκοβε φάτσες. Αυτοί που στην αρχή τον θεωρούσαν ένα χαμένο φλωράκο δεν πίστευαν ότι είχε και δική του δύναμη και πιστεύω. Αυτό που δεν υπήρχε περίπτωση να απαρνηθεί ο Δημήτρης ήταν η πίστη στον πατέρα του και στη μέταλ μουσική! Κάποτε θίχτηκαν και τα δύο κι ο μικρός αποτυχημένος τους έβαλε όλους στη θέση τους. Και κυρίως το μεγάλο αφεντικό που το έπαιζε κυριλέ.
Ο κ. Μάκης άρχισε ξανά να μιλάει για την ανιψιά του τη Μιρέλλα που χόρευε στο ποπ συγκρότημα της γειτονιάς της και ήθελε να βρει στέκι κανένα εστιατόριο στο Καμπιέλο να τραγουδάει και να χορεύει με την παρέα της. Ήταν μόλις 11 ετών και το μέλλον της διαγράφονταν υπέρλαμπρο. Σίγουρα θα κέρδιζε στο «Ελλάδα έχεις ταλέντο» και θα ξεπερνούσε τη Μαντόνα. Σίγουρα αυτά! Αφού το είπε ο κ. Μάκης! Θεέ μου, τότε ο Δημήτρης άρχισε να μιλάει για άλλα πράγματα και οι υπόλοιποι, προφανώς βαριεστημένοι από τις ίδιες μαλακίες του κ. Μάκη, εστίασαν στο νέο διάλογο. Ο βαρετός κύριος τα πήρε και τους διέταξε όλους να μπούνε για μάθημα.
Έτσι κύλησαν οι μήνες ως τα Χριστούγεννα που αποτέλεσαν σωτήριες διακοπές για τον Δημήτρη και την κοπελιά του, όπου μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και την έκαναν για Πήλιο. Περισσότερο ο Δημήτρης είχε ανάγκη αυτή την εκδρομή γιατί το στρες τον σκότωνε και του ρουφούσε όλη την ενέργεια. Δυστυχώς ο Δημήτρης ξεθάρρεψε και νόμιζε ότι το Πήλιο είναι Κέρκυρα, έτσι την άρπαξε και στο γυρισμό ταβλιάστηκε με πνευμονία. Εδώ επαναλαμβάνεται το παραπάνω σκηνικό: Ειδοποίησε το αφεντικό του κι αυτός ο κερατάς νευρίασε, του φώναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα του.
Ευτυχώς τον κάλυψαν οι συνάδελφοι και για μια βδομάδα έκατσε σπιτάκι του. Δεν ανάρρωσε όμως πλήρως κι έτσι μέσα στον μήνα ξανά τα ίδια. Ο καλός κ. Μάκης δεν του έδωσε άδεια κι αναγκάστηκε ο δύσμοιρος ο Μήτσος να τρέχει στη δουλειά με 39-40 πυρετό. Υπάρχει Θεός όμως που βλέπει και ξεπληρώνει τα καλά όλων μας. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Δημήτρης κατάλαβε με τι όρθιο ζώο είχε να κάνει. Τα πανεπιστήμια δεν κάνουν τον άνθρωπο, είχε δίκιο ο παππούς του ο ξενοδοχοϋπάλληλος. Η ευγένεια και η συμπεριφορά σε κάνουν άνθρωπο. Σημαντικό αυτό το μάθημα για την πορεία του φίλου μας αφού εκτίμησε ακόμα περισσότερο τον παππού του που τελείωσε το δημοτικό με 6.
Όταν κάποιος σε μουντζώνει όλη η κακοτυχία του κόσμου σε κυνηγάει. Με καλή υγεία πλέον (άσχετα ότι τράβηξε τα πάνδεινα με τα δόντια του) ο Δημήτρης ξεκίνησε να πάει για δουλειά. Έστριψε στο πρώτο στενό στη Λεμονιά και συνέχισε ευθεία για την πολυκατοικία. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο από έναν κάδο και 5 λυσσασμένες γάτες όρμισαν πάνω του και τον γέμισαν γρατζουνιές. «Κωλόγατα!» σκέφτηκε. Γεμάτος αίματα πήρε τον κ. Μάκη να του πει πως θ’ αργήσει και θα πάει στο νοσοκομείο. Ο κ. Μάκης είχε την κλασική αντίδραση. Ευτυχώς ο μικρός φρόντισε γρήγορα τα τραύματά του και ξεκίνησε για τη δουλειά ξανά. Εκεί τον περίμενε ο κ. Μάκης και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να φωνάζει γιατί έτρεχε να ανοίξει αυτός το μαγαζί. Ο Δημήτρης πραγματικά έγινε έξαλλος αλλά και πάλι δεν έδειξε τα νεύρα του. Κακώς.
Μετά από 3 μέρες με άγριες φωνές και υποτίμηση της νοημοσύνης του από τον δράκο, κατέληξε στο νοσοκομείο με σπασμένα νεύρα. Ευτυχώς ήταν κάτι που πέρασε μέσα σε λίγες ώρες. Νεύρωση στομάχου θα πάθαινε ο άνθρωπος αλλά ήταν και κωλόφαρδος. Την Δευτέρα στη δουλειά μαθεύτηκε το νέο και ηρέμησε κάπως ο κυριούλης. Για λίγο μόνο. Όταν ξεχάστηκε κάπως το γεγονός επανήλθε στην παλιά του συνήθεια να ταπεινώνει και να μειώνει με κάθε ευκαιρία. Πλέον ο Δημήτρης είχε συνηθίσει σ’ αυτήν τη συμπεριφορά και δεν του έκανε τρομερή εντύπωση. Το ποτήρι ξεχείλισε όμως όταν ο κ. Μάκης, σε μια από τις παρατηρήσεις του, ισχυρίστηκε ότι ο Δημήτρης τον κάνει ρεζίλι στους πελάτες του. Ήξερε όμως ότι μια τάξη του 13 κατάφερε να την κάνει τάξη του 16,5. Αυτό δεν το έβλεπε ο κύριος. Μετά από 2 βδομάδες γκρίνιας και φαγωμάρας (κυρίως χωρίς λόγο, απλά γκρίνια να γίνεται) η χρονιά έφτασε στο τέλος της.
Ο κ. Μάκης ξαφνικά φαγώθηκε να συμβουλεύει τον Δημήτρη για τις σπουδές του και το μέλλον του. Τον παρότρυνε να σπουδάσει στο εξωτερικό, στην Αμερική, όπου θα μπορούσε να δουλέψει κιόλας. Λες και ξέρει ο κύριος τι θα γίνει εκεί. Ο Δημήτρης την ψιλιάστηκε τη δουλειά, ότι δηλαδή ήθελε να του ρίξει σουτ, και απάντησε πως ούτε θέλει, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Τα υπονοούμενα από την πλευρά του αφεντικού του δεν ήταν λίγα. Ακόμα και οι συνάδελφοι τον χαιρέτησαν λες και δεν θα τον ξαναέβλεπαν ποτέ στη ζωή τους. Πίσω από την πλάτη του είχαν γίνει πολλές συζητήσεις κι είχαν αποφασιστεί πράγματα και θάματα. Το χειρότερο είναι η πουστιά αυτή. Ούτε να ξέρει τίποτα και να μένει ξεκρέμαστος για τη νέα χρονιά.
Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ον που παίρνει θάρρος από την ίδια την απελπισία του. Ο Δημήτρης δεν τα έβαψε μαύρα. Ίσα-ίσα ψιλοχάρηκε και σκέφτηκε να κάνει κάτι διαφορετικό. Αν συνεχίσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου, όσο ξοφλημένο και να σε θεωρούν, πάντα τα καταφέρνεις. Αποφάσισε λοιπόν κι αυτός να ασχοληθεί με πράγματα που τον γεμίζουν και τον χαλαρώνουν. Ξύρισε το κεφάλι του και σήκωσε μοϊκάνα, έκανε 5 τατουάζ και έφτιαξε το δικό του συγκρότημα. Επειδή δεν ήταν πούστης σαν το αφεντικό του, προσέλαβε τη Μιρέλλα και την παρέα της να κάνουν την αρχή στις συναυλίες του. Όσο για τον κ. Μάκη, αγανάκτησαν οι καθηγητές του, έκαναν κατάληψη στο χώρο και τελικά το έκαψαν το μπουρδέλο! Στη φωτιά σιγόψησαν λουκανικάκια και τραγούδησαν το σουξέ του Δημήτρη, Fuck Mr. Makis, που έπαιζε σε όλα τα ραδιόφωνα……
Ελένη
*Το παραμύθι αυτό μπορείτε να το κατεβάσετε από τη βιβλιοθήκη του κώλου…