…8 η ώρα και τελείωσα με τα μαθήματά μου. Χμμμμ ας πάω να δω τι κάνει η μαμά.
Ειδήσεις βλέπει…όπως πάντα, τέτοια ώρα. Ας κάτσω για παρέα, έτσι και αλλιώς δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω – και αυτός ο πονοκέφαλος με έχει πεθάνει. Κάπου πρέπει να κρύωσα, να κόλλησα κάποια γρίπη.
<<Περισσότερα νοσοκομεία σε επιφυλακή, μετά το πρώτο κρούσμα της νέας γρίπης στη χώρα..>>
Μαμάαα…λες να κόλλησα και εγώ αυτή τη νέα γρίπη?
Κοίτα να δεις που και η γρίπη χωρίζεται σε νέα και παλιά λες και είναι μόδα και κάποιος την φτιάχνει για να’ χει να ασχολείται με κάτι.
‘η μαμά με λοξοκοίταξε με περιέργεια και ξαναγύρισε το βλέμμα της στην τηλεόραση’
<< Δωρεάν εμβόλια για τη νέα γρίπη στους φτωχούς του κόσμου…>>
Μαμάα…φτωχοί λέγονται τα ποντίκια ή τα ποντίκια φτωχοί και είναι τα ζώα για τα πειράματα ?
‘Η μαμά ξεροκαταπίνει βγάζοντας ένα χμμμμ…’
<<Η Καναδή υπουργός Φυσικών Πόρων, ή οι συνεργάτες της, ξέχασε ντοσιέ με εμπιστευτικά έγγραφα για πυρηνικό αντιδραστήρα της χώρας σε ένα στούντιο τηλεοπτικού σταθμού και, μάλιστα, δεν έκαναν τίποτα για να τα ανακτήσουν επί μια εβδομάδα, ανακοίνωσε το τηλεοπτικό δίκτυο CTV.>>
Και μετά μου λες εμένα γιατί ξεχνάω συνεχεία το μπουφάν μου στην τάξη…
<< Κάτω από ισχυρά μέτρα αστυνόμευσης ξεκίνησε, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης, η δίκη του 21χρονου φοιτητή της Πολυτεχνικής του ΑΠΘ, γνωστού ως «φοιτητή με τα πράσινα παπούτσια…>>
Μαμά…Κρύψε τα πράσινα all star για να μην δεις το παιδί σου στη φυλακή.
Η μαμά άλλαξε κανάλι…πάω να σερφάρω λίγο μέχρι να κοιμηθώ, αρκετά ενημερώθηκα για σήμερα…
…8 η ώρα και τελείωσα με τα μαθήματά μου. Χμμμμ ας πάω να δω τι κάνει η μαμά.
Ειδήσεις βλέπει…όπως πάντα, τέτοια ώρα. Ας κάτσω για παρέα, έτσι και αλλιώς δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω.
<<Πρόσθετα μέτρα κατά της χρήσης κουκούλας…
Ωχ, δεν θα ξαναβάλω ποτέ πια κουκούλα. Δεν θα το παίξω ξανά μούρη στο σχολείο. Μα γιατί ? Η κουκούλα σημαίνει κάτι , μαμά ? Σαν τα σκουλαρίκια – τα μαλλιά και τα μούσια ?
Καμία απάντηση…η μαμά είναι προσηλωμένη στην κυρία με το μπλε ταγέρ και το φωτεινό κραγιόν.
<< Με 2-10 χρόνια επιπλέον ποινής θα χρεώνονται όσοι συλλαμβάνονται σε επεισόδια αποκρύπτοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους…
Αχά, θέλουν να ξέρουν ποιος είσαι για να μην σε βάλουν φυλακή…
Η μαμά με κοιτάζει περίεργα…μάλλον δίκιο θα’ χω και παραξενεύτηκε που τα πιάνω τόσο γρήγορα αν και τόσο μικρός.
<<Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι άσυλο διακίνησης ιδεών, και όχι άσυλο διακίνησης μολότοφ…
Καλά ρε μαμά, θες να διαβάσω για να μπω εκεί μέσα ? Και τι θα κάνω εκεί ? Διακίνηση μολότοφ ? Και μετά τι θα γίνω ?
Πάλι καμία απάντηση…αυτή τη φορά η μαμά δείχνει πιο σκεπτική.
<< …σειρά μέτρων για το σωφρονιστικό σύστημα, προκειμένου να αποτραπούν οι αποδράσεις κρατουμένων…
Ε αυτό έπρεπε να γίνει επιτέλους. Κοίταζα ένα ελικόπτερο και ήξερα ότι ήταν το κανάλι που ενημέρωνε τη μαμά για την κίνηση αλλά μετά άκουσα ότι έτσι φεύγουν από τη φυλακή…
Είχα μπερδευτεί πολύ…δηλαδή γιατί να μην πάνε με αυτοκίνητο ?
<< Στα μπουζούκια γλέντησε χτες η γνωστή τραγουδοποιός εμφανώς καταβεβλημένη από…
Η μαμά άλλαξε κανάλι…πάω να σερφάρω λίγο μέχρι να κοιμηθώ, αρκετά ενημερώθηκα για σήμερα…
Η κοπέλα περπάτησε στην άκρη του δρόμου. Σηκώθηκε στις μύτες τον ποδιών της, τέντωσε το χέρι της και έκοψε ένα πανέμορφο άνθος από ένα περίεργο φυτό. Το πλησίασε στο κατάλευκο πρόσωπο της και το μύρισε. Το πρόσωπο της πλημμύρισε από ευωδιά.
-Κοίτα ένα σπάνιο πλάσμα με καλοσχηματισμένο στήθος και άψογο κώλο.
Σχολίασε ο Μπάμπης καθώς προσπέρασε την κοπέλα με το φορτηγάκι της δουλειάς.
-Πραγματικά, σπάνιο μουνί.
Αποκρίθηκε ο Λάκης στο διπλανό κάθισμα.
-Αν δεν είχαμε δουλειά την παίρναμε παρτούζα! Χαχαχα!
Γέλασε, και έλαμψαν τα τρία μπροστινά δόντια που του είχαν απομείνει. Ήταν ένα μοναδικά απαίσιο θέαμα. Ο Μπάμπης έστριψε δεξιά στην διασταύρωση και συνέχισε χωρίς να σχολιάσει τα λόγια του αφεντικού του που συνεχώς καυχιόταν για τις ερωτικές του περιπέτειες. Στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα παλιό rock κομμάτι των The Sounds… «αγκαλιά τραγουδώντας στη βροχή, σαν τα παιδιά…»
-Άλλαξε κάνα τραγούδι. Μου ΄χεις φάει την Παναγία τόση ώρα.
Ο Μπάμπης όμως δεν έδωσε και πάλι σημασία γιατί του άρεσε το τραγούδι.
Δούλευαν μαζί στην εταιρία μεταφορών «Ο ΚΑΓΚΟΥΡΑΣ» τα τελευταία οχτώ χρόνια. Ήταν η πρώτη μεταφορική εταιρία που άνοιξε στην πόλη. Την είχε ιδρύσει ο Τάκης, ο αδελφός του Λάκη που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο πριν έξι χρόνια. Ήταν μόνο 27 χρονών. Από τότε ο Λάκης έγινε ιδιοκτήτης στην επιχείρηση, αφού ο αδερφός του όντας γνωστός ομοφυλόφιλος δεν είχε παιδιά ούτε γυναίκα.
Ο Λάκης ήταν 42 χρονών κατεστραμμένος από το αλκοόλ και τις γυναίκες των περιοδικών. Είχε χάσει από μικρός ένα μεγάλο μέρος της όρασης του από τον αυνανισμό. «Άξιζε τον κόπο» παινευόταν συνέχεια. Είχε προσλάβει τον Μπάμπη, που ήταν παλιόφιλοι, εδώ και δύο χρόνια για οδηγό γιατί ο ίδιος δεν έβλεπε τον Χριστό του.
Είχαν μπει τώρα στην εθνική. Δεξιά και αριστερά τους ήταν χτισμένα πολλά επώνυμα καταστήματα, κυρίως αυτοκινήτων. Ο Λάκης γυρνάει προς τον Μπάμπη και πάει να του πει κάτι σχετικό με τη δουλειά…
-Αυτός ο χωριάτης μου φάνηκε…
Κοιτώντας όμως έξω από το αυτοκίνητο πέφτει το βλέμμα του στα “MULTIDRAMA”.
-Γαμημένοι μπάσταρδοι! Γαμώ την Παναγία σας καριόλιδες…
-Τι βρίζεις ρε Λάκη? Τη μάνα σου γαμήσανε?
-Αυτά τα μουνιά… είχα πάει να αγοράσω ένα κομπιούτερ για να βλέπω καμιά ξεβράκωτη στο ίντερνετ. Είχα δει ένα φυλλάδιο στην εφημερίδα με δόσεις, καλή προσφορά μου φάνηκε και πάω να το αγοράσω και δεν μου εγκρίνανε τις δόσεις οι πουσταράδες. Γαμώ το σπίτι τους και γαμώ το μουνί που τους ξέρναγε.
Ενώ οι βρισιές του Λάκη δεν είχαν τελειωμό, ο Μπάμπης θυμήθηκε την κουβέντα που πήγε να αρχίσει πριν.
-Κάτι πήγες να μου πεις πριν.
-Α ναι. Πολύ παράξενος μου φάνηκε ο χωριάτης. Τελικά δεν μου είπε τι στο διάολο έχει μέσα το κουτί. Και είναι και βαρύ το γαμημένο. Μου γάμησε την πλάτη.
Είπε ο Λάκης, κοιτώντας το ξύλινο κιβώτιο που μετέφεραν στο πίσω μέρος του φορτηγού.
-Κανένα παράνομο φυτοφάρμακο θα είναι. Δεν μου γέμισε το μάτι.
-Μας δίνουν να τρώμε του κόσμου τα σκατά οι γαμιόληδες και χρυσοπληρώνουμε κι από πάνω. Σκατόβλαχοι.
-Και θέλει να το παραδώσουμε και στου διαόλου τη μάνα.
-Βρωμάει η δουλειά μου φαίνεται Μπάμπη…
Και πράγματι το περίεργο φορτίο τους είχε μια αποκρουστική μυρωδιά. Σαν κάτι να έχει ψοφήσει εδώ και μέρες. Αλλά οι δύο άντρες πλέον είχαν συνηθίσει τις άσχημες μυρωδιές, αφού ζούσαν και οι δύο κοντά στη χωματερή και δεν τους έκανε καμία εντύπωση.
-Εδώ έμενε παλιά ο Δημήτρης.
Είπε ο Λάκης με ένα ύφος (σπάνιας γι’ αυτόν) μελαγχολίας, δείχνοντας ένα διώροφο ετοιμόρροπο σπίτι, γεμάτο ψηλά χόρτα. Λες και ήθελαν να κρύψουν το σπίτι, για να μην θυμάται κανείς τι έγινε εκεί μέσα.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ άτυχος από τη γέννηση του. Ο πατέρας του ήταν ανώμαλος και η μάνα του πνευματικά καθυστερημένη. Δυστυχώς το παιδί πήρε και από τους δύο γονείς, με αποτέλεσμα να τρελαθεί και να μένει στο σπίτι κλεισμένος. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Μια μέρα φεύγει κρυφά από το σπίτι. Έλειψε τέσσερις μέρες. Όταν γύρισε μύριζε σαν ψοφίμι και τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα. Την ίδια μέρα βρήκαν νεκρή μια κοπέλα στο δασάκι. Βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη και είχε βιαστεί κατ’ επανάληψη, πριν και μετά το θάνατο της. Ο πατέρας του κατάλαβε τι έγινε και κάλεσε αμέσως την αστυνομία όμως ο Δημήτρης είχε γίνει καπνός.
Οι δύο μεταφορείς στην ανάμνηση και μόνο της ιστορίας είχαν ανατριχιάσει αρκετές φορές. Ο Μπάμπης σπάει την σιωπή…
-Οι γονείς του μετακόμισαν από τότε που… Δεν γύρισαν ποτέ πίσω.
Ήταν και οι δύο παλιοί συμμαθητές με τον Δημήτρη. Δεν το χώρεσε ποτέ ο νους τους ότι θα είχε τέτοια άσχημη κατάληξη.
Ο Λάκης ένοιωθε άσχημα και άλλαξε θέμα.
-Μου φαίνεται ότι αυτή η μαλακία εκεί πίσω βρωμάει άσχημα.
-Δεν πάει να μυρίζει… τα λεφτά τα πήρες μπροστά. Σε κάνα μισάωρο θα έχουμε φτάσει.
-Μωρέ δεν σταματάμε σε καμία ερημιά να δούμε τι έχει και να χέσω επί της ευκαιρίας?
-Πες το έτσι ρε Λάκη. Άμα θες να χέσεις αλλάζει το πράμα.
Έχει εδώ πιο κάτω μια ερημιά μετά το βενζινάδικο του Μπίλι.
Ακόμα θυμάται ο Μπάμπης εκείνη τη μέρα και ας πέρασε τόσος καιρός. Ήταν χειμώνας και είχαν ένα μακρινό δρομολόγιο σε κάποιο χωριό. Έξω έβρεχε δυνατά. Ο Λάκης χεζόταν και δεν ήθελε να βραχεί. Σφιγγότανε και κάθε τόσο έριχνε βροντερές και κοφτές κλανιές που βρώμιζαν το χώρο. Σε κάποια στιγμή ο Λάκης γυρνάει και του λέει: Πρέπει να λέρωσα το βρακί μου. Στην πραγματικότητα είχε χέσει και το παντελόνι του, και το κάθισμα αλλά και τη μοκέτα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την φρικαλέα αυτή μυρωδιά.
Ο Μπάμπης έστριψε σε έναν χωματόδρομο, συνέχισε γύρω στα διακόσια μέτρα και σταμάτησε σε ένα παλιό οικόπεδο που το βράδυ λειτουργούσε ως γαμηστρόνας για παράνομα ζευγάρια και νέους εραστές με άστεγο έρωτα.
-Μια χαρά είμαστε εδώ. Πετάγομαι να χέσω εκεί πίσω και έρχομαι. Αν δε γυρίσω σε δέκα λεπτά περίμενε με κι άλλο. Έχω πρόβλημα στο έντερο τελευταία.
-Δεν θέλω να ξέρω. πήγαινε και κάνε όση ώρα θέλεις.
Ο Λάκης χάθηκε πίσω από ένα λόφο από μπάζα κρατώντας μια εφημερίδα πολλαπλής χρήσης. Την ίδια ώρα ο Μπάμπης άνοιξε τις πίσω πόρτες του μικρού φορτηγού και άρχισε να το παρατηρεί. Για έναν περίεργο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει δίσταζε να το ανοίξει. Προτιμούσε να κάνει τη μεταφορά του να πληρωθεί και να γυρίσει σπίτι του. Όμως η περιέργεια πολεμούσε σκληρά κάθε αναστολή και με σύντομες κινήσεις έσυρε προσεκτικά το μπαούλο έξω από το φορτηγάκι ακουμπώντας το στο έδαφος.
Την ίδια ώρα ο Λάκης προσπαθούσε να χέσει ισορροπώντας στο ανώμαλο έδαφος. Κάτι είχε καταφέρει μέχρι στιγμής. Ήταν γυμνός από τη μέση και κάτω λόγο παλιάς δυσάρεστης εμπειρίας. Είχε σκύψει με λυγισμένα γόνατα και είχε ιδρώσει αρκετά. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να διαβάσει και την εφημερίδα αν και δεν έβλεπε καλά. Σε μια άτυχη στιγμή χάνει την ισορροπία του και προσγειώνεται πίσω σε κάτι μαλακό. Ένοιωσε τον γυμνό κώλο του να έχει πασαλειφτεί με τα ίδια του τα σκατά. Άρχισε να βλαστημάει σιωπηλά. Δεν ήθελε να το μάθει ο Μπάμπης και κατά συνέπεια όλοι η παρέα τους και να γελάνε για καιρό. Του έφτανε η κοροϊδία από εκείνη τη φορά που είχε χεστεί. Ακόμα απορούσε πως το θυμόταν όλοι.
Σηκώθηκε σιγά-σιγά και σκύβει να αρπάξει ένα κομμάτι εφημερίδας για να σκουπιστεί. Ξαφνικά βλέπει δύο πόδια γυμνά και βρώμικα να στέκονται μπροστά του. Χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει σηκώνει με αργά το βλέμμα του προς τα επάνω. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει. Ήταν ο Δημήτρης! Πρέπει να τριγυρνούσε μες το δάσος σαν το αγρίμι τα χρόνια που έλειπε. Έτσι μαρτυρούσε η πρωτόγονη εμφάνιση του. Είχε λίγα γένια όπως τότε, αλλά άγρια, μακριά ξανθά μαλλιά που είχαν κολλήσει μεταξύ τους και φάνταζαν σαν μια ενιαία τριχωτή μάζα. Ήταν ολόγυμνος και το σώμα του είχε σημάδια από ουλές, σαν να πάλευε με αρκούδες. Το βλέμμα του ήταν τόσο απόκοσμο σαν να ήταν κτήνος. Πάει να του μιλήσει.
-Δημήτρη…
Βλέπει το χέρι του παλιού του φίλου να κρατά μία πέτρα και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα του την βλέπει να προσγειώνεται στο κεφάλι του και τα πάντα γύρω του να σβήνουν.
Πίσω στο φορτηγό ο Μπάμπης μόλις είχε καταφέρει να ανοίξει το ξύλινο κιβώτιο. Είχε αφαιρέσει το καπάκι προσεκτικά χωρίς να φαίνεται αρκετά η παραβίαση. Το άγνωστο φορτίο τους, έβγαζε τώρα μία έντονη δυσοσμία που του προκάλεσε αναγούλα. Έτσι με το ένα χέρι κάλυπτε τη μύτη του με το μανίκι και με το άλλο τραβούσε στην άκρη τα υφασμάτινα καλύμματα του φορτίου. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να γονατίσει στο χώμα και να ξεράσει το πρωινό του.
Κάτω από τα καλύμματα βρισκόταν το νεκρό σώμα μιας νεαρής κοπέλας τυλιγμένο άτσαλα με σελοφάν. Το κορμί της ήταν γεμάτο μώλωπες και τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο. Το κεφάλι της είχε αφαιρεθεί από το υπόλοιπο σώμα και είχε τοποθετηθεί στην αγκαλιά του κορμιού της κοιτώντας τώρα τον ουρανό με τα άψυχα μάτια της. Ήταν ένα βλέμμα αρρωστημένο που θα στοίχειωνε για πάντα τα όνειρα του Μπάμπη, εάν βέβαια ζούσε για πάντα.
Ξαπλωμένος στο πάτωμα μην μπορώντας να ξεστομίσει λέξη, πασαλειμμένος με εμετό προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το μακάβριο θέαμα που αντίκρισε. Κυρίως αυτά τα αθώα νεκρά μάτια που τον κοίταζαν. Μια απαλή λάμψη από κάποια μεταλλική επιφάνια τον ανάγκασε να γουρλώσει τα μάτια του. Μία μορφή που δεν μπορούσε να διακρίνει εξαιτίας του ήλιου στεκόταν μπροστά κρατώντας κάτι που θύμιζε τσεκούρι. Ενστικτωδώς αρπάζει το πόδι του υποψήφιου φονιά του και το τραβάει με δύναμη σωριάζοντας τον στο χώμα. Αμέσως σηκώνεται στα πόδια του αντικρίζοντας άλλο ένα απαίσιο θέαμα που τον έκανε να παγώσει. Ο άγριος άντρας που κάποτε λεγόταν Δημήτρης, πεσμένος στο έδαφος σηκώνει γρήγορα το τσεκούρι που κείτονταν δίπλα του και με μια αστραπιαία κίνηση το προσγειώνει στο δεξί πόδι του Μπάμπη. Εκείνος πέφτει κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Αίμα πεταγόταν στο χώμα από το ακρωτηριασμένο μέλος σαν μακάβριο σιντριβάνι. Ο Μπάμπης σπαρταρούσε σαν ψάρι κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, προσπάθησε να πιάσει το πόδι του για να το βάλει πίσω στη θέση του. Στη συνέχεια δέχτηκε κι άλλα χτυπήματα στην πλάτη και αρκετά στο κεφάλι, είχε όμως είδη χάσει τις αισθήσεις του πριν δεχτεί τα θανάσιμα χτυπήματα του φίλου από τα παλιά. Το κτήνος προχώρησε προς το όχημα των νεκρών, κοίταξε μέσα στο κιβώτιο. Το θέαμα τον έκανε να χαμογελάσει από ευτυχία. Πενήντα μέτρα πιο μακριά σε μια λίμνη αίματος βρισκόταν το άψυχο κορμί του Λάκη. Είχε μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι από το χτύπημα και δυο τρεις δαγκωματιές στο αριστερό του χέρι.
Ο Βλαδίμηρος στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου του εδώ και δεκαεφτά λεπτά. Ο καθρέφτης είχε πάνω σχέδια της disney, με την μικρή γοργόνα. Οι φωνές ακουγόταν και σήμερα… και μάλιστα αρκετά έντονα, από κάποιο μέρος που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σκέφτηκε πως θα πρέπει να φταίει το άρρωστο μυαλό του τελικά…
«Βλαδίμηρε έλα που είσαι τόση ώρα? Περιμένει η μανούλα.»
«Ναι μητέρα έρχομαι. Αλλά… μήπως είμαι λίγο μεγάλος για να με κάνεις μπάνιο?»
Η γυναίκα χαστούκισε το γιο της με αρκετή δύναμη ώστε να αφήσει ένα μεγάλο σημάδι στο τροφαντό του μάγουλο. Τον κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα λες και τον υπνώτιζε.
«Ποιος σου τα ‘μαθε αυτά, μπορείς να μου πεις? Αχ… αυτές οι ταινίες που βλέπεις, θα σε καταστρέψουν! Τι τις θέλεις μπορείς να μου πεις? Αφού έχουμε σε κασέτες όλα τα επεισόδια από το μικρό σπίτι στο λιβάδι… Αλλά βέβαια, η αχαριστία σου δεν έχει όρια. Να δω όταν θα πεθάνω ποιος θα σε φροντίζει, γιατί εσύ θα με πεθάνεις, να δω τι θα κάνεις τότε…»
«Μανούλα μη λες τέτοια σε παρακαλώ. Θα σ’ αγαπάω για πάντα. Συγγνώμη που ήμουν κακό παιδί. Θα επανορθώσω για όλα στο υπόσχομαι. Έλα τώρα να με κάνεις μπανάκι και να δούμε την αγαπημένη μας σειρά.»
Έτσι και έγινε. Η μάνα τον πήρε από το χέρι στο μπάνιο και όταν τελείωσε, τον σκούπισε με την αγαπημένη του πετσέτα, του έβαλε ένα παιδικό μπουρνούζι και έκατσαν μαζί με τον πατέρα στο σαλόνι να δουν την αγαπημένη τους σειρά στο βίντεο. Ο πατέρας κάθισε δεξιά, η μάνα αριστερά και ο Βλαδίμηρος στη μέση. Ήταν μόλις 25 χρονών.
Σαββάτο βράδυ. Η πλατεία “Ληστών” γεμάτη. Κόσμος πηγαινοερχόταν όπως πάντα στο πλακόστρωτο. Άλλοι απλά έκαναν γύρες και άλλοι, οι πιο φιλόδοξοι, είχαν επιδοθεί στην ανεύρεση άδειου τραπεζιού. Μια παρέα από μικρά αγόρια στη γωνία, είχε καρφωθεί σε δυο αγγλίδες που σουλατσάρανε και που τα λευκά φορέματα τους, δεν άφηναν πολύ χώρο στην φαντασία. Ο αρχηγός τους πήγε να τους μιλήσει με τα πενιχρά αγγλικά που γνώριζε, αλλά εκείνες του χαμογέλασαν και συνέχισαν τη βόλτα τους, ώσπου ένας ξυρισμένος/λαδωμένος τύπος με σχεδόν ανοιχτό πουκάμισο, ξεκίνησε το καμάκι με επιτυχία. Δυο-τρεις κάγκουρες στο πεντοφάναρο μαρσάριζαν με μανία, σπάζοντας τα νεύρα αρκετών. Αραιά και που, περνούσε και κανένα emo, προκαλώντας τα σχόλια των θεατών… “είσαι σαν την μνηστή του Frankenstein” είπε εύστοχα ένας trendakias που καθόταν αραχτός σε ένα καναπεδάκι κάτω από τα βόλτα και η ροζ γκόμενα του γέλασε υπερήφανη. Πρέπει να ‘τανε σινεφίλ… η κοπέλα με το περίεργο κούρεμα, που για να βλέπει μπροστά της έπρεπε να γέρνει το κεφάλι της πίσω, λόγο της φράντζας, αποκαλύπτοντας έτσι τα καταγάλανα μάτια της, κρατήθηκε να μη γελάσει… ήταν από της αγαπημένες της ταινίες.
Την κοπέλα τη λέγανε Νανά και ήταν δεκαέξι χρονών, μικροκαμωμένη με βαριές δερμάτινες μπότες, μαύρο φουστάνι και ένα μαύρο λεπτό μακρυμάνικο μπλουζάκι που άφηνε το αφάλι της μαζί με την κατάλευκη μεσούλα της έκθετη. Απ’ το λαιμό της κρεμόταν μία ανάποδη πεντάλφα… λάθος το σύμβολο των HIM ήταν, το heartagram… φορούσε ακόμα ένα σωρό από περίεργα βραχιόλια στα χέρια. Είχε ένα σκουλαρίκι στο δεξί ρουθούνι και άλλα δέκα μοιρασμένα στα αυτιά. Την είχε πιάσει μια τρομερή φαγούρα στο κεφάλι από τη ζέστη σε συνδυασμό με τις μεγάλες ποσότητες των υλικών διάπλασης εκκεντρικών χτενισμάτων, αλλά δεν τόλμησε να ξυστεί και να προσφέρει ευχαρίστηση στους γύρω της. Πιο πολύ βέβαια την έτρωγε το μουνί της που ήταν φρεσκοξυρισμένο… αλλά αυτό κι αν τολμούσε να ξύσει δημόσια… θα πήγαινε στον Τάκη, το αγόρι της ή κάτι τέτοιο, και ήθελε να κάνει εντύπωση…
Ο Βλαδίμηρος βγήκε έξω να πετάξει τα σκουπίδια… μια από τις ελάχιστες δραστηριότητες που του επέτρεπαν να βγαίνει από το σπίτι. Το σπίτι στο λόφο ήταν αρκετά απομονωμένο. Το μόνο κτίσμα εκεί κοντά ήταν μια εγκαταλειμμένη βίλα στο πίσω μέρος του δασώδους λόφου, λίγο πιο πάνω απ’ τη λίμνη. Στους πρόποδες του λόφου υπήρχαν μερικά σπίτια όπως αυτά που βλέπουμε στις ταινίες με τις γειτονιές των προαστίων με τους ωραίους κήπους και τους καλούς γείτονες. Κάπου εκεί βρισκόταν και ένα video club… η άλλη αιτία που τον έκανε να βγαίνει στον έξω κόσμο. Αυτή ήταν η συμφωνία. Κάθε δεύτερη μέρα θα βγαίνει για να πετάει τα σκουπίδια και μια φορά τη βδομάδα θα νοίκιαζε μία ταινία. Ο κόσμος, έλεγαν οι γονείς του, ήταν αρκετά επικίνδυνος γεμάτος αδίστακτους κλέφτες και φονιάδες, μικρόβια και αρρώστιες, γυναίκες δολοφόνισσες και πειρασμούς μακριά από τον δρόμο του Θεού. Έτσι, καθώς ο κόσμος άρχισε να γίνετε ολοένα και πιο επικίνδυνος, σύμφωνα πάντα με τους γονείς του, αναγκάστηκαν να τον βγάλουν από το σχολείο, όταν πήγαινε ακόμα έκτη δημοτικού και να τον προστατεύουν στο σπίτι.
Φορούσε τις παντόφλες του, τις πιτζάμες του και από πάνω το μπουρνούζι του. Ο κάδος ήταν στα δέκα μέτρα από το πορτόνι του κήπου. Πέταξε τις δυο μαύρες πλαστικές σακούλες και καθώς γυρνούσε είδε κάτι να γυαλίζει μες στο σκοτάδι… εκεί στην άκρη του δρόμου. Έκανε δυο βήματα και τότε αντίκρισε μια κασέτα πεταμένη στα χόρτα. Γονάτισε και την σήκωσε. Στο χάρτινο εξώφυλλο ήταν ζωγραφισμένο ένα παράξενο πρόσωπο με μούσια, μακριά μαλλιά και έναν αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο. Ήταν μια πρόχειρη ζωγραφιά με μαύρο στυλό.
Η εξώπορτα ακούστηκε να ανοίγει και η μάνα του βγήκε έξω ανήσυχη.
«Τι κάνεις τόση ώρα εκεί έξω νυχτιάτικα? Έχασες το δρόμο αγόρι μου?»
«Συγγνώμη μαμά. Αφαιρέθηκα.» Απολογήθηκε ο Βλαδίμηρος ανοίγοντας το πορτόνι και κατευθυνόμενος προς το σπίτι.
«Μπες αμέσως μέσα και άλλη φορά να κλειδώνεις το πορτόνι.» Είπε αυστηρά η γυναίκα και πήγε να κλειδώσει…
Η Νανά ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι του Τάκη περίμενε πότε θα επιστρέψει από την τουαλέτα. Είχε μείνει με τα εσώρουχα… ένα μαύρο κιλοτάκι και ένα μαύρο φανελάκι που κάλυπτε το σχεδόν ανύπαρκτο στήθος της. Ποτέ της δεν συμπάθησε τους στηθόδεσμους αλλά πάντα ζήλευε τις κοπέλες με τα μεγάλα στήθη. Στα αγόρια αρέσουν τα μεγάλα βυζιά, σκεφτόταν συνέχεια και εκείνη ήθελε πολύ να αρέσει στα αγόρια. Κοίταξε μια αφίσα με την Jameson στον τοίχο… φορούσε μαύρα εσώρουχα και κρατούσε μια κιθάρα… την κρατάει λες και κρατάει κανέναν πούτσο… πάντως αν είχα ένα ζευγάρι από δαύτα θα έπεφταν όλοι στα πόδια μου, σκέφτηκε και χαμογέλασε στην ιδέα. Τι κάνει και ο άλλος ο μαλάκας εκεί μέσα… μινάρει? Μύρισε τις μασχάλες της να δει αν βρωμάνε… περπάτησε πολύ και με όλα αυτά που φορούσε είχε ιδρώσει αρκετά. Έξυσε το μουνί της με μανία καθώς την έπιασε μια τρομερή φαγούρα πάλι… ούτε μουνόψειρες να ‘χα…
Παρατηρούσε το δωμάτιο… της άρεσαν οι αφίσες στους τοίχους, αν και κάπως ξεθωριασμένες. Ειδικά αυτή με τον Morrison να είναι καταζητούμενος είχε γίνει κώλος. Η ηλεκτρική κιθάρα του Τάκη ήταν ακουμπισμένη στο γραφείο δίπλα στην ντουλάπα. Έγραφε πάνω Dean και είχε και δυο φτεράκια. Πρέπει να ήταν ακριβή σκέφτηκε αλλά ποτέ δεν μου ‘παιξε κάτι. Όταν την πρωτοείδε πριν δυο βδομάδες που πήγε πρώτη φορά εκεί, πολλά πέρασαν από το μυαλό της… μέχρι πως θα της έγραφε και τραγούδι, που θα γινόταν τρελή επιτυχία σαν το Angie ή το Julia. Τώρα θυμήθηκε ξανά αυτές τις σκέψεις και μαζί θυμήθηκε και το τραγούδι του Ρακιντζή, αυτό που λεγόταν Νανά… το είχε ακούσει πρώτη φορά από έναν μεγαλύτερο φίλο της που της το τραγουδούσε όποτε την έβλεπε… Μα είναι τόσο καλή… η μικρή μου η Νανά… που έχει μάτια γαλανά… μα ποτέ κανείς δε θέλησε να τα προσέξει…
Η πόρτα με την αφίσα των Motorhead άνοιξε προς τα μέσα και ο Τάκης μπήκε στο δωμάτιο. Δεν φορούσε μπλούζα και οι γυμνασμένοι κοιλιακοί του σε συνδυασμό με το μαλλί του που της θύμιζε τον Ville Valo, την ερέθιζε αρκετά. Είχε και tattoo. Κάτι tribal παπαριές κάτω από τον αφαλό, αλλά καλυπτόταν αρκετά από τις πυκνές του τρίχες, πράγμα που δεν της άρεσε καθόλου.
«Άργησα? Δεν άργησα.»
«Τι έκανες τόση ώρα? Έπαιζες το πουλάκι σου?»
«Και αν σου πω ναι τι θα κάνεις? Θα με τιμωρήσεις?» Η Νανά χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώθηκε από το κρεβάτι και του ξεκούμπωσε το μαύρο τζιν που φορούσε… το κατέβασε και είδε αμέσως τον πούτσο του να σηκώνετε αυτόματα μέσα από το σώβρακο. Εκείνος την έριξε στο κρεβάτι και ξάπλωσε από πάνω της ανοίγοντας της τα πόδια… το γαμηστήρι του, καθώς ήρθε σε επαφή με τη ζεστασιά που έκρυβε η Νανά ανάμεσα απ’ τα πόδια της, δάκρυσε από συγκίνηση. Η σπηλιά της Νανάς άρχισε να δακρύζει και αυτή με μια μικρή καθυστέρηση. Της έβγαλε το φανελάκι και άρχισε να της γλύφει τις ρώγες καθώς εκείνη αναστέναζε και του έμπηγε τα νύχια της στην πλάτη. Κατέβασε το χέρι της χαμηλά και του έπιασε τα τριχωτά του παπάρια… τα έσφιξε… τα έσφιξε πολύ…
«Ηρέμησε… γιατί τα πέρασες? Πονάνε…» διαμαρτυρήθηκε ο Τάκης και εκείνη θυμήθηκε τις φορές που την είχε πονέσει εκείνος και συνέχισε να τα σφίγγει. Ανέβηκε εκείνη από πάνω ζεσταίνοντας του τον κρεάτινο σωλήνα. Ελευθέρωσε τον πούτσο του από το σώβρακο και κατευθείαν τον έβαλε στο στόμα της. Τον έγλυψε, τον ρούφηξε, τον πιπίλησε για κάνα δίλεπτο ώσπου ο Τάκης την άρπαξε και την έβαλε πάλι κάτω. Πήγε να της σκίσει την κιλότα μα το μόνο που κατάφερε ήταν να την πονέσει και να φάει ένα γερό βρίσιμο… «καλά μαλάκας είσαι? Θα φύγω χωρίς κιλότα?» αλλά δεν το συνέχισε γιατί ήθελε πολύ να γαμηθεί και ο Τάκης είχε ταλέντο. Κατέβασε μόνη της την κιλότα της και εκείνος μπήκε μέσα της με φόρα… «καλά είσαι τελείως μαλάκας? Τι το πέρασες το μουνί μου?» εκείνος απολογήθηκε μουγκρίζοντας χωρίς να σταματήσει το έργο του… μετά από πέντε λεπτά τον έβγαλε και τελείωσε στην κοιλιά της.
«Σοβαρολογείς?»
«Όπως βλέπεις…»
«Τελικά είσαι πράγματι μαλάκας… προτιμάς να μινάρεις στο μπάνιο παρά να γαμάς εμένα.»
«Τι λες μωρέ βλαμμένο? Τι σε έπιασε?»
«Πως με είπες ρε γρηγορογαμίκουλα?»
«Δεν πας να γαμηθείς λέω εγώ…»
«Αυτό ήθελα ρε μαλάκα, αλλά εσύ μόνο να τον παίζεις είσαι ικανός και να λες μαλακίες για ρίχνεις μικρούλες στο κρεβάτι σου… παλιαρχίδι.»
«Δεν σου κακόπεσε όμως. Όταν βόγκαγες προχτές που σε ‘σκισα ήτανε καλά.»
«Προσποιούμουνα ρε μιναρίτα, μπας και σου σηκώνετε που και που για να με γαμήσεις. Έτσι εξηγείτε που δεν έχεις ποτέ μόνιμη γκόμενα ρε μαλάκα… έτσι όπως γαμάς καλύτερα να γινόταν όλες λεσβίες… άχρηστε παπάρα που νομίζεις πως είσαι και κάποιος… κοιτάξτε ρε έναν γαμιά με το μικρό του το ψωλάκι που ούτε σε ξύστρα δεν εφαρμόζει…» Τις τελευταίες της λέξεις της ακολούθησε ένα δυνατό χαστούκι που της ήρθε ξώφαλτσο και που την άφησε άφωνη. Μετά από ένα βουβό λεπτό που ακολούθησε, η Νανά βρέθηκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας ολόγυμνη με τα ρούχα της πεταμένα στο πάτωμα. Έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε να βρίσει άλλο και αυτή η φαγούρα δεν έλεγε να σταματήσει. Τα μαλλιά της είχαν γίνει κώλος και το μακιγιάζ της μουνί. Η κοιλιά της είχε ακόμα σπέρμα… Ήξερε πως το παρατράβηξε, αλλά στο γαμήσι είχε κάποιες απαιτήσεις που αν δεν τηρούταν από τους συντρόφους της γινόταν ανεξέλεγκτα επιθετική άθελα της. Ήταν και ο Τάκης μαλάκας έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε στην προσπάθεια της να δικαιολογηθεί. Άρχισε να ντύνετε πριν τη δει κανείς…
Ο Βλαδίμηρος είχε πάει για ύπνο στο δωμάτιο του, που είχε την ίδια μωρουδίστικη διακόσμηση εδώ και 25 χρόνια. Τον είχε πάρει ο ύπνος όταν άκουσε και πάλι τις φωνές. Τις άκουγε κάθε βράδυ. Του θύμιζαν τους ήχους που έβγαζαν από τα σάπια στόματα τους οι νεκροζώντανοι στις ταινίες που έβλεπε. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, θυμάται και αυτές τις φωνές. Καμιά φορά σταματούσαν για κάνα δυο μέρες αλλά ποτέ δεν είχαν πάψει για περισσότερο. Η μάνα του έλεγε πως είναι μέσα στο κεφάλι του και πως αν διαμαρτυρηθεί ξανά θα τιμωρηθεί σκληρά.
Καθώς στριφογυρνούσε προσπαθώντας να αποκοιμηθεί, ένοιωσε κάτι σκληρό στην κοιλιά του. Τότε θυμήθηκε την κασέτα… την είχε κρύψει στη τσέπη της πιτζάμας. Σηκώθηκε προσεκτικά και την έβαλε στο μικρό κασετόφωνο που είχε στο κομοδίνο, αφού έβγαλε πρώτα την κασέτα με τον Νταλάρα που του είχε χαρίσει η μάνα του στα γενέθλια του. Πάτησε το play αφού πρώτα χαμήλωσε τελείως την ένταση και η κασέτα άρχισε να γυρίζει. Δυνάμωσε λίγο τη φωνή και κόλλησε το αυτί του στο μεγάφωνο. Το μυαλό του σταμάτησε και άρχισε να παίρνει ανάποδες στροφές (σαν τις στροφές που θα έπαιρνε η κασέτα αν τη γύριζε στην αρχή) και η καρδιά του πάγωσε απ’ αυτό το πρωτάκουστο άκουσμα που άκουσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει και πολύ τους στίχους, εξαιτίας τόσο της χαμηλής έντασης, όσο και της γνώσης του σε αυτήν την ξένη διεφθαρμένη γλώσσα. Όμως κάτι ήταν εκεί μέσα στην ταινία που γύριζε, κάτι που δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσει με τα λόγια που είχε μάθει ως τώρα.
Όταν η κασέτα τελείωσε, έστεκε ακόμα εκεί κολλημένος στο μαγνητόφωνο αποχαυνωμένος, ώσπου να καταλάβει δεκαεφτά λεπτά αργότερα ότι η κασέτα είχε σταματήσει. Όταν δοκίμασε να σηκωθεί κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα απ’ την ζαλάδα. Κατάφερε με κόπο να κάτσει στο κρεβάτι του και να πάρει στα χέρια του το εξώφυλλο που είχε η κασέτα. Ήταν ένα κομμάτι χαρτί που κάποιος το χε ζωγραφίσει με αυτήν την παράξενη μορφή που του θύμιζε κάποιον μεσσία. Το γύρισε ανάποδα μπας και δει κάτι γραμμένο αλλά τίποτα. Μόνο αυτό το πρόσωπο με τα μάτια που μπορούσαν να σε υπνωτίσουν με την ίδια ευκολία που υπνώτισαν τον Βλαδίμηρο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του ύστερα από μισή ώρα αποχαυνωμένης παρατήρησης, με τους λιγοστούς, σκόρπιους στοίχους που είχε κρατήσει (λέμε τώρα) από ένα τραγούδι, να γυρίζουν στο χωρίς λαιμό κεφάλι του.…amechanicalman… dobestIcan… I have… family… mechanical boy… mother’s toy… play at backyard sometimes… mechanical boy… past is illusion… confusion, The future… confusion… illusion… I had a little monkey… sent it to country… fed him on… … a choo-choo knocked my monkey coo-coo… my monkey is dead…
Ο Τάκης ήταν 21 χρονών και τα πρωινά την έβγαζε συνήθως έξω από κάνα λύκειο προσπαθώντας να ψαρέψει κοριτσάκια. Τώρα που ήταν καλοκαίρι, τριγυρνούσε στο “Ληστών” τα πρωινά για τον παραπάνω λόγο και πάλι. Είχε αδυναμία στις παρθένες, μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε πέσει έξω. Η Νανά ήταν αρκετά προχωρημένη για την ηλικία της και είχε και πολλές απαιτήσεις στο κρεβάτι… Τα μεσημέρια ο Τάκης την έβγαζε στο γυμναστήριο και τα βράδια τραγουδούσε που και που σε κάνα μαγαζί. Εκείνος βέβαια διατυμπάνιζε πως είχε συγκροτήματα και πως θα έβγαζε σύντομα και δίσκο… Όλες του οι δραστηριότητες είχαν ως σκοπό το κυνήγι του σχολικού μουνιού. Τώρα την είχε δει ελαφρώς gothic, πράγμα αρκετά γελοίο για κάποιον που τον λένε Τάκη, αλλά έτσι έριχνε εύκολα τις κοπέλες που αυτοαποκαλούταν ψαγμένες και ώριμες καθώς και τις emo, gothic κτλ εξωτερικού, δηλαδή αυτές που ήταν trendy καμουφλαρισμένες. Φαινόταν αρκετά γυμνασμένος και το καλοκαίρι φούσκωνε τα μπράτσα του μυστηριωδώς. Έμενε σε μια γκαρσονιέρα στην πόλη, δώρο των γονιών του που ήταν μασόνοι. Του είχαν αγοράσει στα τελευταία του γενέθλια και έναν πολλών κυβικών μουνομαγνήτη… έτσι αποκαλούσε ο Τάκης τις μηχανές του μπροστά στους φίλους του. Αλλά τώρα για τον Τάκη θα μιλάμε…
Τρεις ώρες φροντιστήριο τη μέρα είναι αρκετά βάρβαρο το καλοκαίρι, ειδικά τις απογευματινές ώρες και ειδικά σήμερα για τη Νανά. Η πείνα επίσης που της έφερνε ένα αίσθημα σαν τάση για εμετό ήταν εξίσου ενοχλητική, ειδικά όταν ήξερε ότι έχει ακόμα δύο ώρες αρχαία χωρίς διάλειμμα. Σήμερα δεν έφτιαξε τα μαλλιά της. Δεν είχε καμία διάθεση να κάθετε μία ώρα στον καθρέφτη μετά την προχθεσινή της ταπείνωση. Η Νανά σήμερα έμοιαζε περισσότερο με gothic παρά με emo. Με τα (βαμμένα) κατάμαυρα μαλλιά να χύνονται στους ώμους της, απελευθερωμένα από τα δεσμά των συνθετικών, ένοιωθε σίγουρα λιγότερη φαγούρα από χθες. Μπορεί η σχέση της με τον Τάκη να περιορίστηκε μόνο σε μερικές μυστικές συνουσίες της συμφοράς, αλλά δεν της άρεσε καθόλου να την ταπεινώνουν. Ας πρόσεχα, σκέφτηκε ήθελα να πουλήσω μούρη… να έχω γκόμενο με συγκρότημα… συγκρότημα της πούτσας… πάρ’ τα τώρα μωρή μαλάκο… αυτό το αρχίδι ο Τάκης θα κοκορεύεται τώρα στους φίλους του που με γάμησε και με πέταξε έξω ξεβράκωτη… ο καριόλης…
«Με προσέχεις καθόλου?»
«Εεεε… ναι, ναι…»
Το χέσιμο το καλοκαίρι ήταν ανέκαθεν φριχτό βασανιστήριο για τους δυσκοίλιους και σήμερα ειδικά για τον Βλαδίμηρο, που είχε να βγάλει κάτι εδώ και τέσσερις μέρες… και είχε πολλά να βγάλει. Το μέχρι σκασμού φαγητό ήταν υποχρεωτικό από τη γέννηση του και τώρα πλέον, δυόμισι δεκαετίες μετά, το είχε συνηθίσει και το απολάμβανε αδιαμαρτύρητα. Πάλι καλά που ήταν μόνο 110 κιλά. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του στο περιοδικό με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα που κρατούσε. Η φωτογραφία της Μαρίας της άσχημης απέκτησε μια κηλίδα ιδρώτα στο πρόσωπο.
Ο Βλαδίμηρος σκούπισε το μέτωπο του προς τα πίσω χτενίζοντας προς τα πίσω τις αραιές ξανθές του μπούκλες. Μόλις κοίταξε ξανά το περιοδικό είδε το μουσκεμένο πρόσωπο της άσχημης Μαρίας και το μυαλό του δημιούργησε τους πιο παράλογους συνειρμούς. Του φαινόταν πάντα υπερβολικά όμορφη… ίσως γιατί ήταν από τις λίγες σειρές της σύγχρονης τηλεόρασης που τον άφηνε η μαμά του να βλέπει και είχε πέσει και αυτός θύμα της αλλόκοτης γοητείας. Τα επόμενα 33 δευτερόλεπτα του έδωσε να καταλάβει ώσπου η διαπεραστική φωνή της μάνας του…
«θα τυφλωθείς! Σταμάτα αμέσως να κάνεις αυτήν την ποταπή πράξη! Σε διατάζω! Βλαδίμηρε. Σε διατάζω να σταματήσεις!»
«Συγνώμη μητέρα» απολογήθηκε εκείνος κοιτώντας το μάτι που τον παρακολουθούσε από την κλειδαρότρυπα.
«Έτσι και σε ξαναδώ να κάνεις αυτό το απαίσιο πράγμα θα σου κόψω το πουλάκι και θα το πετάξω στις κότες του Τζέμου!»
«Συγνώμη… δεν θα το ξανακάνω…» είπε ο Βλαδίμηρος και ίσως για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, έδειξε σημάδι τσαντίλας στην απολογία του. Σηκώθηκε από τη λεκάνη κρατώντας το περιοδικό με τη φωτογραφία της αγαπημένης του και πήγε στην γωνία του μπάνιου, αριστερά από την πόρτα. Εκεί ήταν ένα μέρος που δεν μπορούσε να τον δει ο μεγάλος αδελφός… γράψε λάθος… που δεν μπορούσε να τον δει η μητέρα του. Εκεί λοιπόν συνέχισε το κατάπτυστο έργο του που όταν τελείωσε, η Μαρία είχε αποκτήσει νέους παχύρρευστους λεκέδες. Ένοιωσε ελεύθερος, ένοιωσε πως πετούσε. Φαντάστηκε τον εαυτό του και την άσχημη στη γωνία του μπάνιου να φιλιούνται και να αλληλοχουφτώνονται με μανία μακριά από τον παντεπόπτη οφθαλμό. Μεταφέρθηκαν σε ένα λιβάδι, σαν αυτό στο μικρό σπίτι στο λιβάδι, και κυλιόταν στο γρασίδι ενώ φιλιότανε παθιασμένα. Της έπιανε τον κώλο και ήταν τόσο σφιχτός σαν τον ζυμαρούλη πριν μπει στον φούρνο. Το στήθος της στη χούφτα του, το αισθανόταν σαν ένα σάκο με καυτή άμμο. Το πρόσωπο του είχε ένα χαμόγελο πρωτόγνωρης ελευθερίας η οποία άρχισε να εξαφανίζετε λίγα δευτερόλεπτα μετά τη βίαιη είσοδο της μάνας του στην τουαλέτα και μετά από τα πρώτα χτυπήματα με το δερμάτινο λουρί…
Όταν επιτέλους τα αρχαία τελείωσαν, η Νανά κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες για να γλιτώσει από την αγάμητη καθηγήτρια της και την εφιαλτική πολυκατοικία που έμοιαζε με προέκταση του εαυτού της. Σχεδόν υπνωτισμένη από την πείνα περπάτησε μέχρι την ψησταριά του θεσσαλονικιού, πήρε μια λαχταριστή πίτα με γύρο κι απ’ όλα και συνέχισε το δρόμο της. Στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι της πάτησε ένα πλαστικό αντικείμενο και το άκουσε να σπάει. Ήταν μια κασέτα. Την σήκωσε με το ελεύθερο της χέρι. Την έβαλε στην τσέπη και δάγκωσε την τελευταία μπουκιά της πίτας. Πέταξε στον κήπο του γείτονα το γεμάτο σάλτσες περιτύλιγμα και έβγαλε τα κλειδιά της και άνοιξε.
Το σπίτι ήταν άδειο. Στο ψυγείο βρήκε ένα σημείωμα απ’ τη μάνα της που έγραφε πως θα κοιμηθεί στον Κώστα απόψε και να βολευτεί με ότι υπήρχε στο ψυγείο. Η Νανά έριξε μια ματιά στο ψυγείο, έτσι για να βεβαιωθεί πόσο κλασμένη την είχε. Και πράγματι, εκτός από ένα κουτί γάλα που κάποτε ήταν φρέσκο, κάτι χαλασμένα φρούτα και ένα μισοφαγωμένο γιαούρτι δεν υπήρχε τίποτα. Ευτυχώς που ήταν κι ο πατέρας της κάποτε ζωντανός και στραβώθηκε και την παντρεύτηκε. Είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Η μάνα της ερωτεύτηκε τρελά την πολύ μεγάλη του περιουσία και σε ένα χρόνο, τον παντρεύτηκε, γκαστρώθηκε και έμεινε χήρα την ώρα που ίδρωνε από πάνω του.
Πήγε στο στερεοφωνικό του σαλονιού, έβγαλε την κασέτα από την σπασμένη θήκη και την έβαλε μέσα. Το εξώφυλλο που ήταν ένα κομμάτι χαρτί ζωγραφισμένο στο χέρι, είχε μια γνώριμη άσπρη νεκροκεφαλή, με μαύρο φόντο. Το κοίταξε μπάντα κι άλλη, αλλά δεν έγραφε τίποτα. Την γύρισε στην αρχή και την έβαλε να παίζει σχεδόν στο τέρμα… το πρώτο κομμάτι ήταν τόσο δυνατό και γρήγορο που την άφησε με μια έκφραση αποχαύνωσης… diediediemydarling… καμιά σχέση με τους tokyo motel και τα άλλα gay συγκροτήματα που άκουγε ως τώρα. Στο δεύτερο τραγούδι έπιασε τον εαυτό της να χοροπηδάει και να χτυπιέται στο σαλόνι… weare 138… weare 138… weare 138… στο τρίτο τραγούδι είχε μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα και πέταξε την μπλούζα της στο πάτωμα χωρίς να σταματήσει να χτυπιέται σαν βουρλισμένο… Mommy, canIgooutandkilltonight… μέχρι το τέλος της κασέτας είχε καταναλώσει όλη την ενέργεια που της είχε απομείνει για σήμερα και έπεσε στο πάτωμα ξερή και αποκοιμήθηκε…
Ο Βλαδίμηρος περπατώντας στις μύτες των χοντρών του ποδιών, έφτασε ως την κουζίνα. Ο πατέρας του και η μάνα του ήταν καθισμένοι στο τραπέζι. “Πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτόν απόψε” είπε η μάνα του και ο πατέρας συμφώνησε, “αν μας καταλάβει τη γαμήσαμε. Αλλά είναι τόσο ηλίθιος που δεν πρόκειται να το προσέξει ποτέ” και ξέσπασαν και οι δύο σε φριχτά γέλια. Ο Βλαδίμηρος που παραμόνευε από την άκρη του τοίχου, σκούντησε με μια άγαρμπη κίνηση το βάζο απ’ το τραπεζάκι και αυτό προσγειώθηκε στο πάτωμα σε 138 κομμάτια. Οι γονείς του αμέσως σηκώθηκαν… “Καλώς τον γιο μας τον μονάκριβο” είπαν ταυτόχρονα και ξέσπασαν ξανά σε γέλια. Τότε ο Βλαδίμηρος κοίταξε την κοιλιά της μάνας του και την είδε τόσο φουσκωμένη, λες και ήταν στον ενδέκατο μήνα. Μετά κοίταξε τα στόματα… “Χριστέ μου” είπε. Είχαν δυο σειρές από σουβλερά δόντια και γλώσσες ερπετού. Τα νύχια τους άρχισαν να μακραίνουν τόσο πολύ που έμοιαζαν με μαχαίρια. Το βλέμμα του τώρα έπεσε στο ραδιόφωνο στο τραπέζι. Ήταν το δικό του ραδιόφωνο, μόνο που τώρα φάνταζε σαν το μοναδικό όπλο που θα μπορούσε να χρειαστεί άνθρωπος για να αντιμετωπίσει δυο τέρατα σαν και τούτα. Τους απέφυγε με δυο ελιγμούς και το άρπαξε. Άρχισε να τους χτυπάει μανιασμένα και καθώς τα χτυπήματα διέλυαν τα κεφάλια τους θαρρείς και ήταν από τσόφλι, πατήθηκε το play και ακούστηκε στο τέρμα η κασέτα… don’tdoanythingillegal… ξεκινούσε το κομμάτι και ο Βλαδίμηρος συνέχισε να χτυπάει βίαια τα κεφάλια μέχρι που δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτά… μόνο αίμα παντού. Ένα μαϊμουδάκι μπήκε ξαφνικά μέσα στην κουζίνα και άρχισε να χορεύει σαν μαστουρωμένο. Εκείνος το πλησίασε και αυτό του έδειξε την κοιλιά στο πτώμα που ήταν κάποτε η μάνα του. Οι φωνές που άκουγε τόσα χρόνια… ερχόταν τώρα από εκεί μέσα. Άρχισε να φουσκώνει κι άλλο, ώσπου δεν έπαιρνε άλλο. Έσκασε σκορπίζοντας σάρκες και αίματα παντού. Από την κοιλιά ξεπηδούσαν μωρά ζόμπι που γρύλιζαν και τότε τα πάντα πάγωσαν. Ο Βλαδίμηρος άρχισε να πέφτει με τόση φόρα, σαν να κατέβαινε με μια τσουλήθρα στην κόλαση, για να προσγειωθεί στο κρεβάτι του, απ’ όπου και ξύπνησε…
Ήταν πολύ νωρίς. Ο πατέρας του δεν είχε φύγει ακόμα για δουλειά. Πάλι άκουγε τα ζόμπι, όπως συνήθιζε να λέει τις φωνές στο κεφάλι του και του ήρθε στο μυαλό ακόμα πιο έντονα ο εφιάλτης και τα μωρά και του ήρθε και η γεύση του εμετού στο στόμα αλλά το συγκράτησε. Το μισό βράδυ το είχε περάσει ακούγοντας την περίεργη κασέτα και ήξερε πως κάπως σχετιζόταν τα τραγούδια με τον εφιάλτη που είδε. Ένοιωθε μίσος και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Μίσος προς ποιον όμως?
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε τα ρούχα που του είχε διαλέξει η μαμά του χθες το βράδυ και πήγε να φάει πρωινό. Στο τραπέζι κοιτούσε κάθε τόσο την κοιλιά της μάνας του, μήπως δει κάτι περίεργο, αλλά τίποτα. Συνέχισε πάντως να την παρατηρεί κάθε τόσο…
Τα μπάνια στη θάλασσα για τη Νανά ήταν απαγορευμένη διασκέδαση. Πρώτον γιατί τα μαλλιά της θα χάλαγαν και δεύτερον γιατί δεν ήξερε να κολυμπάει. Μέχρι πέρσι που δεν ήταν emo περιοριζόταν σε καμιά βουτιά στα ρηχά αραιά και που, όταν έκανε ανυπόφορη ζέστη. Απ’ το Χειμώνα και μετά το πείρε απόφαση πως τελείωσαν τα μπάνια για το υπόλοιπο της ζωής της, αφού πλέον είχε βρει αυτό που αναζητούσε. Ήταν πια emo και θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
Αυτά μέχρι χτες. Σήμερα είχαν περάσει 12 ώρες απ’ τη στιγμή που άκουσε την κασέτα. Το punk είχε μπει μέσα της. Δεν ήξερε μέχρι χτες τι ήταν, αλλά σήμερα μόλις σηκώθηκε από το πάτωμα νωρίς το πρωί, έτρεξε πάνω στο δωμάτιο της και πληκτρολόγησε κάποιους στοίχους στο internet και έμαθε πως οι Misfits της άλλαξαν τη ζωή! Μετά ανακάλυψε τους Sex Pistols, Ramones, Dead Kennedys, Black Flag και δεν συμμαζεύετε… και όλα αυτά σε ταχύτητα road runner. Η emo Νανά ήταν πλέον παρελθόν. Άκουσε τραγούδια που είχαν αρχίδια και αποφάσισε να σκίσει τις αφίσες από τα άλλα τα αρχίδια στον τοίχο. Δεν το πίστευε. Ήξερε πια πως για την υπόλοιπη ζωή της θα ήταν… punk! Προς το παρόν ήθελε να πάει στο video club και να αγοράσει την αφίσα των Misfits με την νεκροκεφαλή. Θυμήθηκε γιατί της φάνηκε γνώριμη αυτή η νεκροκεφάλα… την είχε δει πρώτη φορά στο video club της γειτονιάς, την ώρα που έψαχνε για αφίσες των tokyo hostel. Φόρεσε λοιπόν το πιο λιωμένο τζιν που βρήκε και ένα μαύρο ξώκοιλο μπλουζάκι, ενώ τα μακριά μαλλιά της τα άφησε απείραχτα και σήμερα από χημικές ουσίες. Πήρε λεφτά και έτρεξε έξω με ένα πρωτόγνωρο χαμόγελο για τα δικά της δεδομένα…
Το video club ήταν άδειο εκτός από την υπάλληλο και έναν περίεργο, χοντρό τύπο με αραιά ξανθά μαλλιά που έψαχνε στις ταινίες τρόμου. Η Νανά μπήκε μέσα με φούρια και άρχισε να ψάχνει σαν τρελή τις αφίσες. Δεν την έβρισκε πουθενά και άναψε ακόμα περισσότερο στην ιδέα ότι είχε πουληθεί και κάποιος μαλάκας την είχε στον τοίχο του. Ιδρώτας έσταζε πάνω στις ζελατίνες. Είχε κοκκινίσει τόσο πολύ που μια έκρηξη θα μπορούσε να είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο. Δεν άργησε να έρθει βέβαια, διαφορετικά δεν θα το ‘γραφα… την ώρα που κατευθυνόταν τυφλή από θυμό προς την κοπέλα του μαγαζιού, συγκρούστηκε με ένα ιδρωμένο γουρούνι, όπως τον απεκάλεσε δευτερόλεπτα αργότερα, που πήγαινε προς την ίδια κατεύθυνση.
«Ρε μαλάκα, δεν βλέπεις που πας?» Εκείνος δεν αποκρίθηκε. Της φάνηκε σαν καθυστερημένος. Είχε κοκκινίσει αυτόματα και έσκυψε να μαζέψει την ταινία που του ‘πεσε στο πάτωμα.
«Σου μιλάω ρε βρωμερό γουρούνι. Ούτε συγνώμη δε λες?»
«Σε παρακαλώ να μιλάς καλύτερα. Εδώ δεν είναι σπίτι σου.» Είπε εξαγριωμένη η υπάλληλος.
«Άντε γαμήσου και εσύ μωρή μαλάκο.»
«Τσακίσου έξω ρε κακομαθημένο σκατόπαιδο. Και να μην ξαναπατήσεις εδώ.» Είπε η υπάλληλος, έτοιμη για ένοπλο αγώνα.
«Γαμώ τον Χριστό σας εδώ μέσα. Μια αφίσα ήθελα γαμώ το κωλομάγαζο σας και γαμώ την Παναγία σας» και έφυγε εξαγριωμένη έξω βλαστημώντας. Για μια ακόμα φορά σε αυτό το παραμύθι, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα της. Όταν ήθελε κάτι και δεν μπορούσε να το ‘χει άμεσα, καλύτερα να μην βρισκόσουνα μπροστά της.
«Τι θες και συ?» Ούρλιαξε η πωλήτρια στο αμίλητο γομάρι «Καθυστερημένος είσαι?»
«Όχι… με λένε Βλαδίμηρο… Βλαδίμηρο Καραγιάννη.»
Η Νανά σχεδόν την ίδια στιγμή που έκλεινε πίσω της η πόρτα είχε είδη μετανιώσει για την συμπεριφορά της, αλλά τώρα σκέφτηκε είναι αργά. Να μπω μέσα να ζητήσω συγνώμη? Έγινα που έγινα ρεντίκολο, τώρα να ‘μπαινα και μέσα να απολογηθώ θα με περνούσαν για τελείως βουρλισμένο. Ας περιμένω τουλάχιστον τον χοντρό να του ζητήσω συγνώμη… αλλά μπα… ας την κάνω καλύτερα… αν και δεν φταίω εγώ, αυτός μου έριξε ένα σμπούκιο σαν να συγκρούστηκα με το τραμ το τελευταίο. Δε γαμιέται… πάω να μορφωθώ στο internet.
Φτάνοντας στο σπίτι πέντε λεπτά αργότερα, βρήκε απ’ έξω και το ποζεροαυτοκίνητο του Κώστα, του επόμενου χρηματικού στόχου της μάνας της. Δεν είχε ιδέα τι μάρκα ήταν αλλά ήταν σίγουρη πως μ’ αυτό αγόραζες σπίτι. Τον κωλόγερο, είπε μέσα της, έτσι βγάζει γκόμενες…
Ξημερώματα… Ο Βλαδίμηρος στριφογυρνάει στο κρεβάτι του μη μπορώντας να κοιμηθεί. Σκεφτόταν ότι τα χρόνια περνάνε γρήγορα. Τώρα θα μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του άντρα, όμως ήξερε ότι δεν ήταν. Όταν ερχόταν σε επαφή με τον έξω κόσμο καταλάβαινε πως το κοιτούσαν όπως κοιτούσαν αυτούς τους Amish σε ένα δοκιμαντέρ που είχε δει κάποτε. Κάτι του φράζει το δρόμο, κάτι τον εμποδίζει να μεγαλώσει και να ζήσει σαν τους άλλους… Σήμερα είχε τόσα πολλά νεύρα για ότι είχε συμβεί και στο video club… κατάλαβε πως του ήταν αδύνατο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ακόμα και από ένα μικρό κορίτσι…
Στέκεται ανάσκελα με τα μάτια καρφωμένα στο ξύλινο ταβάνι. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έκανε χθες, τι έκανε προχθές, τι έκανε τον τελευταίο καιρό… τίποτα. Ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ! Το πιο σημαντικό που του είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια ήταν αυτή η κασέτα και ο τύπος με τα μούσια που προσπαθούσε να του δείξει πράγματα που δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Και κάτι άλλο… Ήταν σίγουρος πως οι φωνές που ακούει και αυτή τη στιγμή ακόμα, είναι υπαρκτές και όχι δημιουργήματα του άρρωστου μυαλού του, σαν τους τρελούς στις ταινίες. Εδώ ήταν άλλη ταινία σκέφτηκε. Εδώ κάτι συμβαίνει… όχι… εδώ δεν είναι ταινία. Είναι η ζωή μου και κάτι συμβαίνει… “ποια είναι?” Είπε μια φωνή που αυτή τη φορά ήταν πράγματι απ’ το κεφάλι του.
Τότε συνειδητοποίησε για πρώτη ίσως φορά μέσα σε δυόμισι δεκαετίες, ότι δεν ζούσε στην πραγματικότητα εκείνος αλλά «αυτοί». Ο … δεν έζησε ποτέ. Ο ποιος? «αλήθεια πως με λένε?» Εκείνη ήταν η πρώτη φορά στη ζωή (του?) που απέκτησε συνείδηση της ύπαρξης του! Ποιοι ήταν «αυτοί» που του έκλεβαν τη ζωή τόσα χρόνια? Ποιοι ήταν εκείνοι που τον μετέτρεψαν σε ένα μηχανικό αγόρι όπως στο τραγούδι? Ήταν αυτοί που τον έκοψαν απ’ το σχολείο και απ’ τους παιδικούς του φίλους. Ήταν αυτοί που τον έκλεισαν στο σπίτι και τον εμπόδισαν να κάνει οτιδήποτε στη ζωή του. Αυτοί που ακόμα και τώρα τον έκαναν μπάνιο, την στιγμή που σε όλα τα έργα οι άντρες στην ηλικία του έκαναν μπάνιο μόνοι τους!
Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Είχε ιδρώσει και ήξερε ότι δεν ήταν από τη ζέστη. Θυμήθηκε μια φράση. Μια φράση που είχε ακούσει αρκετές φορές στη ζωή του. «Εδώ μέσα είναι η ζωή σου. Αφού έχεις εμάς. Τι να πας να κάνεις εκεί έξω?» Το βλέμμα του στράφηκε προς την πόρτα. Το κεφάλι του βομβαρδιζόταν από αναμνήσεις.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό (του) «αυτοί» αποφάσιζαν για τη ζωή (του)… τι φαγητό του αρέσει, τι θα δει στην τηλεόραση, τι θα φορέσει, πότε θα μιλάει, πότε θα το βουλώνει, τι θα γίνει όταν ή άμα μεγαλώσει…
Προχώρησε ξυπόλητος προς την πόρτα που ήταν πάντα ανοιχτή, βγήκε στο διάδρομο και συνέχισε την πορεία του. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και ιδρώτας έσταζε στις καλοκαιρινές του πιτζάμες. Είχε μια έκφραση ανατριχιαστική μα ταυτόχρονα αποφασιστική. Τα βήματα του ακουγόταν στο ξύλινο πάτωμα, σαν μονότονη πένθιμη μελωδία που σε συνδυασμό με τις φωνές που είχαν λυσσάξει σήμερα, έφτιαχναν την πιο αρρωστημένη μουσική σύνθεση! Έφτασε στην εξώπορτα ξεκλείδωσε και βγήκε έξω. Κατέβηκε τα σκαλάκια της βεράντας και κατευθύνθηκε προς την μικρή ξύλινη αποθήκη του κήπου. Μπήκε μέσα. Εκεί, στο λιγοστό φως της νύχτας, το αντίκρισε…
Ο Βλαδίμηρος άρπαξε το τσεκούρι, το κράτησε με τα δυο του χέρια και το κοίταζε. Καθώς το παρατηρούσε ήταν λες και εκείνο τον κοιτούσε, λες και εκείνο τον κρατούσε, λες και εκείνο τον έλεγχε… τα χέρια του έσφιγγαν το τσεκούρι όλο και πιο δυνατά. Οι φλέβες διαγράφονταν πια καθαρά πάνω στα χοντρά και άτσαλα χέρια του και στο ιδρωμένο μέτωπο του. Ένα μοχθηρό χαμόγελο έκανε το πρόσωπο του να δείχνει ακόμα πιο αρρωστημένο…
Προχώρησε λίγα βήματα και κοντοστάθηκε μερικά μέτρα μπροστά από το σπίτι που τόσα χρόνια λειτουργούσε ως η προσωπική του φυλακή. Τώρα το έβλεπε καθαρά. Το μυαλό του είχε ξεθολώσει. Τώρα το ήξερε. Ήξερε ποιοι ήταν στα αλήθεια οι άνθρωποι που θεωρούσε γονείς του. Ήταν «αυτοί», οι δεσμοφύλακες της ζωής του, οι ένοχοι, οι εχθροί… και τώρα το αγόρι θα γινόταν ο δήμιος, ο δικαστής. Στα χέρια κρατούσε το όργανο του νόμου. Είχε έρθει η στιγμή που θα απέδιδε δικαιοσύνη.
Έκανε διστακτικά ένα βήμα μπροστά και μετά άλλο ένα και ήξερε από το πρώτο βήμα ότι δεν θα σταματούσε. Το μίσος που το αποθήκευε τόσα χρόνια μέσα του τον καθοδηγούσε και απόψε θα ξεσπούσε.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια κρατώντας σφιχτά στα δυο του χέρια το τσεκούρι. Το μόνο που ακουγόταν αυτή την ώρα ήταν οι φωνές. Πολλές φωνές… Με το πόδι του άνοιξε τη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού. Διέσχισε το διάδρομο ώσπου έφτασε έξω από το δωμάτιο των γονιών του. Έκανε να ανοίξει όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χωρίς να το σκεφτεί ρίχνει μια κλοτσιά στην πόρτα, αλλά δεν άνοιξε. Σηκώνει το τσεκούρι ψηλά και το προσγειώνει πάνω της. Ακούει τη μάνα του να ουρλιάζει. Συνεχίζει την μανιασμένη προσπάθεια του να διαλύσει την πόρτα, το ένα χτύπημα πίσω από το άλλο. Την ίδια ώρα ο πατέρας του αρχίζει να απειλεί τον άγνωστο εισβολέα.
«Έχω καραμπίνα μαλάκα, φύγε το καλό που σου θέλω» Ακούστηκε και η μάνα να ουρλιάζει…
«Έχουμε καλέσει την αστυνομία. Άσε μας ήσυχους…» ξεσπώντας σε λυγμούς. Το τσεκούρι προσγειώνεται στην κλειδαριά, ακολουθεί μία κλοτσιά και η πόρτα ανοίγει. Αντικρίζει τους γονείς του έντρομους, γεμάτους απορία και με μία κρυφή αίσθηση ενοχής. Η μάνα του είπε κλαίγοντας…
«Αγάπη μου δε κοιμάσαι?» Την ίδια στιγμή ο Βλαδίμηρος σηκώνει το τσεκούρι και ρωτάει…
«Τι είναι αυτές οι φωνές?»
«Ποιες φωνές?» απάντησε με μια ερώτηση ο μπαμπάς του τρέμοντας και το τσεκούρι κατεβαίνει και καρφώνετε αστραπιαία στο στήθος του πατέρα, αιφνιδιάζοντας τον. Εκείνος γονατίζει προσπαθεί να το ξεκολλήσει από τα στήθος του αλλά μάταια. Πέφτει προς τα πίσω νεκρός στα πόδια της γυναίκας του που δεν σταμάτησε να κλαίει και να φωνάζει «γιατί?» Ο νεαρός φονιάς πατάει την κοιλιά του νεκρού πατέρα του γεμίζοντας αίμα την πατούσα του και με τα χέρια του τραβάει το ματωμένο τσεκούρι από τον θώρακα.
«Ρωτάς γιατί» ούρλιαξε εκείνος. «Απλά πρέπει, δεν μπορώ να σταματήσω. Εσείς γράψατε την ιστορία της ζωής μου και εγώ γράφω τώρα τον επίλογο της δικιάς σας.» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε στη μάνα του πριν ξεκινήσει να την χτυπάει με μανία με το τσεκούρι. Σταμάτησε μόνο όταν εξαντλήθηκε. Τότε ήταν που οι φωνές ακούστηκαν δυνατότερα από ποτέ… άναρθρες κραυγές από το… από το πάτωμα!
Πέταξε το κατακόκκινο χαλί στη άκρη και ανακάλυψε μια καταπακτή που οδηγούσε σε ένα κρυφό υπόγειο! Από εκεί κάτω ακουγόταν. Χωρίς φόβο, με ένα αρρωστημένο χαμόγελο ξέροντας για το τι περίπου θα δει, άνοιξε την καταπακτή. Μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε σε μια αμπαρωμένη ξύλινη πόρτα με κάγκελα στο πάνω μέρος. Πίσω απ’ τα κάγκελα κάτι κινούταν… Ήταν τα πλάσματα που άκουγε τόσο καιρό… Δεν ήταν στο μυαλό του. Ήταν στο υπόγειο. Στο σκοτεινό μυστικό υπόγειο που μυρίζει απαίσια. Ξεαμπάρωσε την πόρτα και μαζί με τα πλάσματα, απελευθερώθηκε και η μπόχα τους. Έκανε εμετό όταν ένοιωσε να τον πλησιάζουν οι ανάσες τους. Δεν γύρισε να κοιτάξει παρά μόνο όταν κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της σκάλας. Ήταν πολλά. Άλλα σερνόταν και άλλα περπατούσαν. Ήταν όλα τυφλά καχεκτικά ανθρώπινα πλάσματα με άσπρα μακριά μαλλιά, αν και όλα φαινόταν τόσο νέα. Σίγουρα νεότερα απ’ αυτόν! Κάποια ήταν μωρά και άλλα παιδιά, αλλά κανένα δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ τον Βλαδίμηρο Καραγιάννη! Η άθλια σωματική τους ανάπλαση και η βρώμα τους, τα μετέτρεπε σε φρικιαστικά πλάσματα που πράγματι έμοιαζαν με τα ζόμπι στις ταινίες του Romero και του Fulci.
Άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια σκοντάφτοντας. Αυτό που είδε δεν περιγράφετε. Παρέλαση τεράτων! Ένα-ένα τα πλάσματα έβγαιναν από το μπουντρούμι τους, ανέβαιναν και περνούσαν από μπροστά του, τον μύριζαν και συνέχιζαν το δρόμο τους για την ελευθερία. Ήταν τα περισσότερα τόσο αδύνατα… σκελετωμένα και γεμάτα βρωμιές. Κάποια ήταν θηλυκά και κάποια είχαν φουσκωμένες κοιλιές. Ήταν δεκάδες. Ήταν τα αδέρφια του. Το ήξερε… για αυτό δεν φοβήθηκε. Η μαϊμού πήγε να του το δείξει στο όνειρο του, αλλά δεν το κατάλαβε μέχρι αυτήν την στιγμή το τι εννοούσε.
Δυο τρία απ’ τα αδέρφια του, ίσως τα πιο σκελετωμένα γονάτισαν προς τους γονείς του και άρχισαν να τους δαγκώνουν, κόβοντας μεγάλα κομμάτια κρέας απ’ το δέρμα τους. Δεν άντεξε να δει άλλο και τράβηξε κι αυτός προς τα έξω μαζί με τα υπόλοιπα αδέλφια του, αφού πρώτα έβαλε στην τσέπη του την κασέτα του, “την μόνη αλήθεια που βρισκόταν σε αυτό το σπίτι” σκέφτηκε. Εκείνα πρέπει να πεινούσαν πολύ. Αν και τυφλά, βρήκαν το δρόμο προς τα έξω. Είχαν αναπτύξει τις υπόλοιπες αισθήσεις τους τόσα χρόνια εκεί κάτω.
Κατέβαινε τώρα την κατηφόρα του λόφου. Δεν ήξερε που να πάει, απλά περπατούσε ξυπόλητος με τις πυτζάμες κατακόκκινες από το αίμα. Είχε σχεδόν ξημερώσει. Στο βάθος του δρόμου διέκρινε τα πρώτα σπίτια. Τα αδέρφια του κατέβαιναν και αυτά το λόφο παραπατώντας. Κανένα δεν τον ενόχλησε, απλά τον μύριζαν. Αρκετά είχαν είδη φτάσει μέχρι τα σπίτια και είχαν κινήσει την περιέργεια των γειτόνων. Αγουροξυπνημένοι κάποιοι βγήκαν έξω από τα σπίτια τους και το θέαμα που αντίκρισαν τους προκάλεσε τον τρόμο. Ακούστηκαν και κάποια ουρλιαχτά. Ο Βλαδίμηρος όμως δεν νοιαζόταν, απλά κατέβαινε το δρόμο γεμάτος αίματα, με ένα βλέμμα που κοιτούσε στην ενεργό πλευρά του απείρου.
Η στιγμή που ξεκούτιανε ήταν όταν οι σειρήνες ξεκίνησαν να βιάζουν τη σιωπή του πρωινού. Έτρεξε τότε και χάθηκε μέσα στα δέντρα του λόφου. Έτρεχε μη γνωρίζοντας προς τα πού πήγαινε, μέχρι που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Τότε άρχισε να τρέχει σαν διάολος.
Όταν κουράστηκε και σταμάτησε, είχε φτάσει στην άλλη πλευρά του λόφου. Εκεί που βρισκόταν εκείνο το μεγάλο σπίτι σκέφτηκε…
Καμιά ώρα πριν την σφαγή στο σπίτι στο λόφο και πριν τα ζόμπι κάνουν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους στο νησί και αρκετή ώρα πριν οι πυροβολισμοί και οι κραυγές σηκώσουν στο πόδι τη γειτονιά και το νησί ολόκληρο, η Νανά κοιμόταν αμέριμνη. Κάτι την έκανε όμως να ανοίξει τα γαλανά της μάτια που όταν δεν γινόταν έξω φρενών και όταν δεν ντυνόταν σαν φρικιό, την έκανα να μοιάζει με άγγελο. Η πόρτα… κάποιος άνοιξε την πόρτα… κάποιος στεκόταν πίσω της. Κάποιος ανεξήγητος λόγος την έκανε να παγώσει και την εμπόδιζε να γυρίσει πλευρό και να κοιτάξει τον νυχτερινό επισκέπτη. Άκουσε βήματα… τέσσερα βήματα. Τώρα είχε σταθεί ακριβώς πίσω της. κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Ένα χέρι άρχισε να την αγγίζει. Της χάιδεψε τη γυμνή της πλάτη και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, ώσπου έφτασε στο εσώρουχο της και προσπάθησε να το παραβιάσει…
Το ξόρκι τότε που την πάγωσε, λύθηκε και η Νανά πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της και χωρίς να κοιτάξει πίσω, άρπαξε το ρόπαλο του baseball που βρισκόταν δίπλα απ’ το γραφείο της και της το είχε χαρίσει ένας παλιός γκόμενος. Γυρνάει για να αντικρίσει τον βρωμόγερο τον Κώστα με το σώβρακο που είχε μετατραπεί σε αντίσκηνο.
«Μαμααααααά» φώναξε η Νανά με όλη της τη δύναμη και εκείνος της όρμισε αμέσως και πριν προλάβει να τον χτυπήσει, την άρπαξε και της έκλεισε το στόμα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο προσπαθούσε να κατεβεί χαμηλά. Εκείνη τον πάτησε δυνατά με τη φτέρνα της στο χοντρό δάκτυλο του δεξιού του ποδιού, με αποτέλεσμα την άμεση απελευθέρωση της.
«Μαμαααααά… που είσαι γαμώ την πουτάνα μου…» ούρλιαξε η Νανά και μόλις είδε τον ανώμαλο να επιτίθεται ξανά του έριξε με το ρόπαλο στο κεφάλι. Τον πήρε πάνω απ’ το δεξί αυτί και το ρόπαλο έσπασε σε δυο κομμάτια. Στα χέρια της Νανάς έμεινε το μικρότερο. Απ΄ τα βαμμένα, ξανθά μαλλιά του επίδοξου παιδεραστή-βιαστή άρχισε να τρέχει αίμα, αλλά το χτύπημα δεν τον πτόησε καθόλου, ούτε η μάνα της μικρής που μπήκε στο δωμάτιο χασμουριώντας με τα εσώρουχα και έτσι έκανε άλλη μια επίθεση η οποία έλιξε άδοξα για αυτόν… με το αιχμηρό κομμάτι του μπαστουνιού σφηνωμένο βαθιά στο αριστερό του μάτι.
«Τι έκανες γαμώ το Χριστό σου?» Τσίριξε η μάνα της και πετώντας την μικρή στην άκρη, γονάτισε πλάι στο κορμί του γαμιά της που σπαρταρούσε και προσπάθησε μάταια να του κρατήσει το χέρι.
«Θα παντρευόμασταν… με αγαπούσε γαμώ τη Παναγία σου… με αγαπούσε γαμώ το Χριστό σου…» είπε κλαίγοντας, κοιτώντας την κόρη της με μίσος και αμέσως αγκάλιασε το ματωμένο κτήνος που σταμάτησε να σπαρταράει και το μόνο που έκανε πια ήταν να αιμορραγεί. Το ίδιο συνέβη και στη γυναίκα μετά το γερό χτύπημα που ένιωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της από ένα κύπελλο που κερδήθηκε σε εφηβικό πρωτάθλημα τένις.
Η Νανά ντύθηκε και έβαλε γρήγορα στη τσάντα της λίγα ρούχα. Πήγε δίπλα στο δωμάτιο της μάνας της και έψαξε παντού για λεφτά. Βρήκε αρκετά… ένα χοντρό πάκο πενηντάρικα. Πήρε και ότι βρήκε στα ρούχα του μαλάκα και έφυγε τρέχοντας από την πίσω πόρτα. Στο μυαλό της ήρθαν οι στίχοι απ’ το τραγούδι που είχε ακούσει die… die… diemydarlingκαι άρχισε να το σιγοτραγουδάει με την παράφωνη φωνούλα της.
Όταν έφτασε στα δέντρα που κάλυπταν το λόφο εκατό μέτρα μετά την πίσω αυλή, σκέφτηκε να γυρίσει να πάρει την κασέτα αλλά μετά το ξανασκέφτηκε… δεν γαμιέται μια κασέτα είναι…
Μετά από αρκετό περπάτημα στη δασώδη έκταση του λόφου, μπορούσε να διακρίνει την λίμνη. Κοιτώντας λίγο πιο ψηλά ανατρίχιασε βλέποντας τη θρυλική «βίλα»! Στάθηκε εκεί και την κοιτούσε σαν χαζό. Θυμήθηκε όλες τις ιστορίες που είχε ακούσει απ’ τις γριές τις γειτονιάς…
Ήταν το καλοκαίρι του 1666 όταν το σπίτι στο λόφο το αγόρασε ένας πλούσιος Άγγλος αριστοκράτης μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του, η οποία ασχολούταν με τις απόκρυφες τέχνες. Ήταν νέος και όμορφος και άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, μία κάθε μήνα δηλαδή. Η γυναίκα του Αυγούστου όμως, του φύλασσε μια φρικτή έκπληξη. Μια τόσο απαίσια έκπληξη που αν την ήξερε δεν θα άλλαζε ποτέ το πουκάμισο του Ιουλίου… Την ώρα που την έπαιρνε από πίσω ο κωλομπαράς ευγενής, πράξη που στη νεαρή χωριατοπούλα δεν άρεσε καθόλου, έβγαλε από κάτω απ’ το μαξιλάρι ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι και απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ο αριστοκρατικός πούτσος απέκτησε νέο σπίτι στο κωλαράκι της χωριατοπούλας. Ενώ εκείνος ούρλιαζε και αιμορραγούσε, η κοπέλα σφίχτηκε και άφησε άστεγο το ακρωτηριασμένο μέλος… η πράξη συνοδεύτηκε από μια κούφια κλανιά.
Εκείνος έζησε. Εκείνη όχι. Ικέτευε τη μάνα του να κάνει κανένα μαγικό να φυτρώσει άλλο, αλλά τίποτα. Τον τελευταίο μήνα της άθλιας ζωής του τον πέρασε σκοτώνοντας περαστικούς και ακρωτηριάζοντας τους. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν θα φύτρωνε άλλο λουκάνικο, αυτοκτόνησε.
Το σπίτι το κάψανε. Το ξαναχτίσανε μετά από πολλά χρόνια και το ονομάσανε «βίλα». Αλλά πάντα κάτι γινόταν και κανείς δεν έμενε για πολύ. Λένε ακόμα πως είναι στοιχειωμένο…
Ενώ η Νανά σκεφτόταν όλα αυτά συνειδητοποίησε ότι ακουγόταν πυροβολισμοί από μακριά. Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Στοιχειωμένο-ξεστοιχειωμένο δεν πρόκειται να πλησιάσει κανείς εκεί… Το δρομάκι ήταν γεμάτο βάτα και μέχρι να φτάσει ως την είσοδο, είχε ματώσει αρκετές φορές. Την ώρα που άνοιγε την μεγάλη ξύλινη πόρτα ένοιωσε κάποιον να την παρακολουθεί. Γύρισε και είδε τον τύπο απ’ το video club να την κοιτάζει γεμάτος αίματα.
«Εσένα πυροβολούν?» Τον ρώτησε η Νανά και εκείνος έγνεψε καταφατικά.
«Εκεί θα κάτσεις? Πάμε μέσα. Είναι ασφαλής. Δεν θα σε ψάξει κανείς εδώ.» Έτσι μπήκαν και οι δύο μέσα στο παλιό διώροφο σπίτι. Ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση παρόλο που οι τελευταίοι ένοικοι είχαν φύγει πριν 23 χρόνια. Κάθισαν στο σαλόνι σε έναν μεγάλο καναπέ, αφού έβγαλαν πρώτα το πράσινο σεντόνι που τον κάλυπτε.
«Συγνώμη για χτες» είπε ο Βλαδίμηρος χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια ούτε στιγμή.
«Εγώ θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη. Φέρθηκα σαν σκύλα.»
«Δεν πειράζει…»
«Όταν νευριάζω δεν ξέρω τι κάνω…»
«Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Χθες η αντίδραση σου με βοήθησε να καταλάβω κάποια πράγματα.»
«Σε χτύπησαν? Είσαι γεμάτος αίματα.»
«Δεν είναι δικό μου αίμα.»
«Να αρχίσω να τρέχω δηλαδή?»
«Δεν χρειάζεται» της είπε κοιτάζοντας την για πρώτη φορά στα μάτια. Της άγγιξε τις πληγές από τα αγκάθια στα χέρια.
«Δεν είναι τίποτα…» είπε εκείνη, «…δεν είναι τίποτα σε σχέση με ότι έκανα σήμερα… αλλά και εσύ δεν πρέπει να πηγαίνεις πίσω.» Ο Βλαδίμηρος χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη συζήτηση που έκανε με φυσιολογικό άνθρωπο μετά από πολύ καιρό. Επίσης αισθανόταν πως έκανε και κάτι στη ζωή του, σκοτώνοντας τους γονείς του και ελευθερώνοντας τα αδέρφια του απ’ το μπουντρούμι που βρισκόταν…
«Σταμάτα να χαμογελάς σαν χαζός. Με τρομάζεις.»
«Συγνώμη.»
«Καλύτερα να ασφαλίσουμε την πόρτα» είπε και το βλέμμα της έπεσε αμέσως σε ένα μεγάλο μπαούλο που βρισκόταν κάτω απ’ τις σκάλες που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα. Σηκώθηκε και τράβηξε για εκεί… όταν έφτασε στις σκάλες γύρισε και κοίταξε πίσω, απορημένη και κάπως αγριεμένη…
«Περιμένεις να το μετακινήσω εγώ μήπως?» Και αμέσως ο Βλαδίμηρος σηκώθηκε και μετακίνησε το μπαούλο προς την πόρτα, προσπαθώντας συνεχώς να κρύψει το πόσο αδύναμος ήταν παρά την σωματική του διάπλαση. Στο τελευταίο σπρώξιμο τον βοήθησε και η Νανά.
«Εδώ δεν πρόκειται να μας ψάξουν ποτέ… άμα βρουν και την πόρτα αμπαρωμένη δεν πρόκειται να προσπαθήσουν με τίποτα να την ανοίξουν. Το σπίτι είναι στοιχειωμένο βλέπεις… κανείς δεν πατάει εδώ μέσα…»
Στον πάνω όροφο είχε τρία μεγάλα υπνοδωμάτια. Το ένα είχε σάπιο πάτωμα και έτσι προτίμησαν να το αποφύγουν. Βγήκαν προσεκτικά στο μεγάλο μπαλκόνι για να ρίξουν μια ματιά έξω. Ακουγόταν πυροβολισμοί ακόμα. Αλλά ήταν μακριά από τη βίλα. Ξάπλωσαν και οι δύο στο μεγάλο κρεβάτι με τον ουρανό. Το στρώμα ήταν γεμάτο σκόνη αλλά είχαν σημαντικότερα πράγματα να σκεφτούν.
Η Νανά πρώτη ξεκίνησε να αφηγείται τι της είχε συμβεί και όλος τυχαίως ξεκίνησε από την κασέτα που είχε βρει, για να καταλήξει στο διπλό φονικό. Ο Βλαδίμηρος έδειξε αρκετό ενδιαφέρον, αν και η ματωμένη πιτζάμα του είχε μεταμορφωθεί σε αντίσκηνο κάπου στη μέση της αφήγησης. Η Νανά το είχε προσέξει αλλά συνέχισε χωρίς να πει τίποτα, φοβούμενη την πιθανή αντίδραση μια τέτοιας παρατήρησης.
Όταν τελείωσε η Νανά, ο Βλαδίμηρος ξεκίνησε την δικιά του αφήγηση. Και στη δικιά του, χρησιμοποίησε ως αρχή την κασέτα που βρήκε για να καταλήξει και αυτός σε ένα διπλό φονικό. Η Νανά τον λυπήθηκε αρκετά αλλά όταν άρχισε να της λέει για τα αδέρφια του που έμοιαζαν με ζόμπι, δεν κρατήθηκε και γέλασε δυνατά… μέχρι που κυλιόταν κάτω από το γέλιο. Εκείνος νευρίασε και την έπνιξε. Μετά αυτοκτόνησε…
Στο ξενοδοχείο σήμερα είχε πολύ κίνηση. Τρία group ήρθανε. Το πρώτο ήταν ένα καπί από την Τρίπολη. Ο Μανόλης κουβάλησε μόνος του σχεδόν όλες τις αποσκευές στα δωμάτια. Δεν τον πείραξε ιδιαίτερα γιατί ήταν αρκετά εύσωμος και δυνατός. Αυτό που του την έσπασε ήταν ότι δεν πήρε φιλοδώρημα από κανέναν ενώ περίμενε να βγάλει και κάτι από τις υπηρεσίες του και την ευγένεια του. Καβούρια στις τσέπες έχουν? σκέφτηκε… γαμημένοι αναξιοπαθούντες, βρωμόγεροι που θέλετε και διακοπές…
Έπιασε διακριτικά κάτω από τον πάγκο της reception την τσάντα του. Πήγε να την ανοίξει αλλά μια φωνή τον απέτρεψε…
-401, είπε μια χαριτωμένη κοπέλα γύρω στα είκοσι. Φορούσε ένα πολύχρωμο παρεό πάνω από το κάτασπρο μαγιό της… Το 401, επανέλαβε…
-Αμέσως είπε ο Μανόλης μόλις κατάφερε να απομακρύνει το βλέμμα του από τα ζουμερά της στήθη που τον κοιτούσαν απειλητικά. Της έδωσε το κλειδί, εκείνη τον ευχαρίστησε και ανέβηκε τις σκάλες. Ο Μανόλης ένοιωσε το πέος του να προσπαθεί να σκίσει το παντελόνι του και να το σκάσει καθώς ανακάλυψε ότι το κάτω μέρος του μαγιό ήταν string. Τα κωλομέρια της κατάφεραν να τον μαγέψουν και να τον κάνουν να τρέξει στην τουαλέτα και να εκτονωθεί. Ήταν η έβδομη φορά σήμερα.
Το τέλος της τουριστικής περιόδου είχε πάντα τις εκπλήξεις του. Έκανε ακόμα αρκετή ζέστη και οι παραλίες του νησιού είχαν αρκετό κόσμο. Ο Μανόλης γύρισε στο πόστο του δέκα λεπτά αργότερα για να έρθει αντιμέτωπος με άλλο ένα group. Άλλο ένα καπί… από τις βλαστήμιες του γονάτισε την Παναγία.
Ήταν αποφασισμένος να την βρει. Την άκουσε στο σαλόνι να μιλάει με τους δικούς της στο τηλέφωνο… θα πήγαινε στα τουριστικά μαγαζιά το βράδυ να ψωνίσει αναμνηστικά, για να έχει να θυμάται τις πρώτες τις διακοπές στην Κέρκυρα. Το πιο σημαντικό που άκουσε ήταν ότι είχε έρθει ολομόναχη… Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φύγει με το ίδιο λεωφορείο και να την ακολουθήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Έλπιζε μόνο να μην φύγει πριν σχολάσει εκείνος.
Περίμενε διακριτικά στην απέναντι πλευρά του δρόμου στο περίπτερο του Διομήδη. Μετά το πρώτο μισάωρο ο Διομήδης φοβήθηκε μήπως προσπαθούσε να τον κλέψει και του ‘λαβε το λόγο. Μετά από μια ώρα και αρκετή κουβέντα είχαν γίνει φίλοι και τον κέρασε και παγωτό. Μετά από μιάμιση ώρα συνειδητοποίησε ότι του την έπεφτε αλλά αποφάσισε να τον ανεχτεί λιγάκι ακόμα. Πέρασαν δύο ώρες… επιτέλους την είδε να έρχεται με ένα λευκό καλοκαιρινό φόρεμα και να κάθετε στη στάση. Όταν το λεωφορείο έφτασε, εκείνος χαιρέτησε τον ανώμαλο περιπτερά, πέρασε βιαστικά το δρόμο και μπήκε μέσα τελευταίος. Είχε αρκετό κόσμο και ήταν αδύνατο να τον καταλάβει. Τους χώριζε μια παρέα από πουτανόγριες και πορνογέροντες, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα άτομα της πέμπτης ηλικίας.
Κατέβηκαν στην ίδια στάση και εκείνος φρόντισε να κρατήσει την κατάλληλη απόσταση ασφαλείας. Την ακολουθούσε για δύο ώρες από μαγαζί σε μαγαζί. Με δυσκολία έκρυβε το εργαλείο του που άρχισε να υψώνετε ανησυχητικά, πράγμα επικίνδυνο για τα εύθραυστα αγαλματίδια στα ράφια των τουριστικών. Κάποια στιγμή στο δρόμο πίσω από τον Άγιο Σπυρίδωνα του έριξε ένα βλέμμα αλλά μάλλον δεν πρέπει να τον κατάλαβε. Η αμφιβολία του τον έκανε να σκεφτεί αρκετά να αναβάλει αυτό που είχε στο μυαλό του. Ώσπου να το σκεφτεί (ήταν και λίγο αργός…) κράτησε παραπάνω απόσταση ώσπου την έχασε σε κάτι δρομάκια. Αγχώθηκε μήπως δεν την βρει… όμως την είδε σε ένα στενό πιο κάτω που δεν είχε καθόλου κόσμο… έβγαζε φωτογραφίες με την ψηφιακή της τα απλώματα που ένωναν τα κτίρια με φρεσκοπλυμένα σώβρακα. Ο Μανόλης χαμογέλασε… ήταν η ευκαιρία που περίμενε όλη μέρα. Κρύφτηκε σε μία πόρτα και άνοιξε την τσάντα έβγαλε μια παλιά μάσκα λυκανθρώπου… την φόρεσε και κατέβασε το παντελόνι του…
Βγήκε έξω με μια πρωτόγνωρη σιγουριά και ένα πρωτόγονο συναίσθημα, κρατώντας σφιχτά στο δεξί χέρι, το ορθωμένο του τριχωτό μαρκούτσι. Εκείνη ήταν γυρισμένη πλάτη όταν της σήκωσε το φόρεμα και της τον ακούμπησε με φόρα στο δεξί κωλομέρι. Η κοπέλα έντρομη από το θέαμα του σάτυρου, έβαλε της φωνές και τον χτύπησε με την τσάντα της… εκείνος παραπάτησε και έπεσε χωρίς όμως να σταματήσει στιγμή να τον παίζει. Δίχως να χάσει χρόνο η κοπελιά τράβηξε φωτογραφία τον αποκρουστικό αυνανιστή και άρχισε να τρέχει. Ήταν πιο έξυπνη από ότι μπορούσε το άρρωστο μυαλό του να φανταστεί. Όταν οι νοικοκυραίοι θορυβημένοι από τις φωνές βγήκαν στα παράθυρα να δουν τι τρέχει ο δράκος είχε εξaφανιστεί…
Όταν γύρισε σπίτι ήταν περασμένες δώδεκα και για καλή του τύχη η μάνα του κοιμόταν. Έτσι ξάπλωσε στο κρεβάτι του ανάσκελα και έκατσε να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεων του. Είχε ορκιστεί στον εαυτό του να σταματήσει από τότε που ήταν παιδί. Στο δημοτικό είχε κάνει την εμφάνιση της για πρώτη φορά η αρρώστια του ματάκια. Από τότε δεν μπορούσε να το σταματήσει… τα καλοκαίρια επισκεπτόταν συνεχώς τις παραλίες γυμνιστών του νησιού όπου περνούσε την περισσότερη ώρα στην θάλασσα χαζεύοντας τη γυμνή γυναικεία σάρκα και αφιερώνοντας ώρες ολόκληρες σε ενδοπαλαμικές παλινδρομήσεις μέχρι τελικής πτώσεως του πέους. Το χειμώνα την έβγαζε από εδώ και από εκεί. Η μάνα του αποφάσισε να τον πάει σε ειδικό μιναρολόγο μετά από ένα τραγικά δυσάρεστο γεγονός…
Ήταν 18 χρονών και διάβαζε στο σπίτι για τις εξετάσεις της πρώτης γυμνασίου όταν το κουδούνι χτύπησε και η θεία η Μαριώ με τα μεγάλα βυζόμπαλα πέρασε στο σαλόνι. Ενώ εκείνη του μιλούσε για την αξία της μόρφωσης, εκείνος είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στα στήθια της, ώσπου ένοιωσε ένα εξόγκωμα στο κάτω μέρος της πιτζάμας του που άρχισε να μεγαλώνει απειλητικά. Για κακή του τύχη ήταν αδύνατο να το κρύψει. Μάταια προσπαθούσε να το καλύψει με το βιβλίο της γεωγραφίας και των μαθηματικών, έτσι αποφάσισε να βάλει τα χέρια στις τσέπες και να παλέψει με το κτήνος μέχρι εκείνο να ηρεμίσει. Η μάχη ήταν άνιση. Η καύλα τελικά τον κυρίευσε ολοκληρωτικά… σηκώθηκε όρθιος και μπροστά στα έκπληκτα μάτια της θείας Μαριώς κατέβασε τα βρακιά του και απελευθέρωσε τον δράκοντα. Τότε ήταν που η αδικοχαμένη θεία αντίκρισε τον τρόμο! Το θηρίο άρχισε να εκτοξεύει ακατάπαυστα υγρό πυρ πάνω στη άτυχη γυναίκα ώσπου η αδύναμη καρδιά της δεν άντεξε…
Τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, η ωριμότητα του τον έκανε να πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις. Γνωρίζοντας ότι οι ανεξέλεγκτες καύλες του, μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε ποινικά κολάσιμες πράξεις, έπρεπε να πάρει κάποιες προφυλάξεις για να μην τον αναγνωρίζουν. Είχε πάντα μαζί του μια παλιά μάσκα λυκανθρώπου που την είχε αγοράσει από κάποιο πάγκο για κάποιες απόκριες. Την είχε πάντα μαζί του σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης… σήμερα ήταν η πρώτη φορά που έπεσε στην ανάγκη της! Πρέπει να έφταιγε η πρόσφατη διακοπή της φαρμακευτικής του αγωγής. Πάντως το μπανιστήρι δεν το είχε κόψει ποτέ, ήταν μέρος της αγωγής.
Πριν από λίγες ώρες ανακάλυψε πως η μάσκα τον τροφοδοτούσε με μια πρωτόγονη και ταυτόχρονα μυστηριώδη μαγική δύναμη που τον προστάτευε και τον μετέφερε σε έναν άλλο παράλληλο κόσμο στον οποίο ήταν κυρίαρχος. Λίγα λεπτά μετά την μεγαλειώδη ανακάλυψη… αποκοιμήθηκε αγκαλιά με ένα αυξανόμενο αίσθημα περηφάνιας.
“ανώμαλος επιδειξίας”…
“απόπειρα βιασμού”…
“το κτήνος πίσω από την μάσκα”…
“προβοκάτσια ξένων συμφερόντων”…
Βλέποντας ο Μανόλης τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα, καθώς πήγαινε το πρωί στην δουλειά του με τα πόδια, τον πλημμύρισε ένα νέο κύμα υπερηφάνειας. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η αρρώστια του θα τροφοδοτούσε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ένιωσε για πρώτη του φορά σπουδαίος και συνεχώς χαζογελούσε. Καθώς πλησίαζε στο ξενοδοχείο τον κυρίευσε το άγχος… μήπως τον αναγνώριζε η κοπέλα? Αλλά αδύνατον σκέφτηκε αφού τον αντίκρισε μόνο για μια στιγμή και μετά φορούσε και τη μάσκα. Σίγα μην τον θυμόταν από μια φορά που τον είδε στη reception…
Στο ξενοδοχείο επικρατούσε νεκρική σιγή. Όταν ήρθε το αφεντικό τον ενημέρωσε ότι σχεδόν όλες οι κρατήσεις είχαν ακυρωθεί. Αναθεμάτιζε συνεχώς την κοπέλα που έδωσε τόση έκταση στο γεγονός…
-Την πουτάνα πρώτη φορά την ακούμπησε πούτσα στη ζωή της? Έπρεπε να το κάνει βούκινο? Να δω πως θα τη βγάλουμε το Χειμώνα? Τι με κοιτάς σα μαλάκας… δεν άκουσες τι έγινε χτες με το ψωλάκι του 401?
-Ναι το έμαθα πριν λίγο… και η κοπέλα είναι εδώ ακόμα? Ρώτησε ο Μανόλης διστακτικά.
-Έφυγε η ψώλα νωρίς το πρωί… αφού πέρασε το μισό βράδυ με τους μπάτσους και το άλλο μισό με τους δημοσιογράφους. Και αυτός ο μινάρας του κερατά με την καυλομάσκα του, τι στο διάολο ήθελε? Ας πήγαινε σε μια πουτάνα ο βλαμμένος να δώσει. Φέτος θα κλείσουμε πιο νωρίς έτσι σκατά που ήρθαν τα πράγματα… Αποσύρθηκε στο γραφείο του φωνάζοντας και βρίζοντας. Ο Μανόλης κοίταξε την τσάντα και με ανακούφιση ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει την μάσκα σπίτι.
Είχε πια χειμωνιάσει και ο δράκος είχε ξεχαστεί. Ώσπου μια μέρα το κτήνος ξύπνησε και πάλι και δεν έλεγε να ηρεμίσει με καμία μαλακία. Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε πίσω από μια στοίβα με παλιά ρούχα του πατέρα του, τη μάσκα. Την φόρεσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ένοιωσε πάλι αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη. Την έβγαλε και την στρίμωξε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. βγήκε βιαστικός από το δωμάτιο…
-Που πας αγόρι μου με τόσο κρύο έξω?
-Πάω για περπάτημα μάνα. Και βγήκε γρήγορα έξω αποφεύγοντας το παπαροπρήξιμο… ότι χειρότερο για εκείνη τη στιγμή…
Άλλο ένα χειμωνιάτικο απόγευμα και το σκοτάδι είχε απλωθεί στην Κέρκυρα. Το κρύο ήταν τσουχτερό και οι σκύλοι αλυχτούσαν λες και προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν την άτυχη γυναίκα για το κακό που θα συνέβαινε… αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα της έλεγαν να βάλει μπροστά το αμάξι και να εξαφανιστεί από το σκοτεινό μέρος που είχε παρκάρει…
Το κακό δεν άργησε να συμβεί. Ο Μανόλης περνούσε απ’ το δρόμο και εντόπισε το υποψήφιο θύμα του… ήταν μια γυναίκα μέσα στο αυτοκίνητο της, που προσπαθούσε να καλέσει κάποια φίλη της στο κινητό. Ο δράκος προσπέρασε το αυτοκίνητο και κρύφτηκε πίσω από ένα άλλο, παρκαρισμένο λίγα μέτρα πιο κάτω. Έβγαλε έξω τη μάσκα του λυκανθρώπου και τη φόρεσε. Οι σκύλοι τώρα ούρλιαζαν σαν λύκοι! Αφού σιγουρεύτηκε ότι η γυναίκα ήταν μόνη της, έκανε την κίνηση του.
Τον έβγαλε έξω και όρμησε στο αυτοκίνητο… άρχισε να αυνανίζεται με μανία ουρλιάζοντας σαν λύκος και χτυπώντας το πέος του στο τζάμι! Η γυναίκα μόλις αντίκρισε το φριχτό αυτό θέαμα πάγωσε από τον τρόμο. Ο δράκος άνοιξε βίαια την πόρτα και πριν προλάβει η γυναίκα να αντιδράσει, ένα λευκό υγρό άρχισε να εκσφενδονίζεται στο πρόσωπο της σε μεγάλες ποσότητες. Εκείνη άρχισε να τσιρίζει και πήδηξε στο διπλανό κάθισμα. Τράβηξε βίαια το χερούλι στην προσπάθεια της να γλιτώσει, με αποτέλεσμα να μείνει με το χερούλι στο χέρι. Ο δράκος που βρισκόταν ακόμα με το πουλί στο χέρι, αφού ξεφορτώθηκε και την τελευταία σταγόνα που του βάραινε τα αρχίδια, χάθηκε στο σκοτάδι ουρλιάζοντας.
Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα έντρομη και κατέβασε τις ασφάλειες. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Ήταν γεμάτο σπέρμα! Το καθάρισε με τα μανίκια της και κάλεσε την αστυνομία…
Η πόρτα του σπιτιού έτριξε καθώς έκλεινε. Η προσπάθεια του για να περάσει απαρατήρητος ήταν άκαρπη. Η γνωστή υστερική φωνή ακούστηκε από το δωμάτιο.
-Μανόλη… που είσαι Μανόλη?
-Τώρα μητέρα έρχομαι. Ήξερε τι θα ακολουθούσε. Μετά από μια τόσο ένδοξη μέρα, εκείνη θα του κατέστρεφε κάθε διάθεση. Τώρα θα επέστρεφε στην ταπεινωτική του ζωή. Είδη είχε αρχίσει να βλαστημάει θεούς και δαίμονες από μέσα του. Άφησε το μπουφάν με τη μάσκα του μέσα στον καναπέ και μπήκε στο δωμάτιο της μητέρας του.
-Που ήσουνα αγόρι μου?
-Πήγα για περπάτημα μητέρα.
-Πάλι για περπάτημα… πότε θα γνωρίσεις καμιά γυναίκα?
-Πάλι τα ίδια ρε μάνα? Πάλι τα ίδια?
-Βέβαια, σηκώνουμε και μούτρο τώρα… από τότε που μας άφησε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου σημασία δεν μου δίνεις… ίχνος σεβασμού. Τι σου ζήτησα? Ένα εγγόνι θέλω να μου κάνεις. Η κυρά-Νίτσα έχει τρία. Τρία… ακούς?
-Παράτα με ρε μάνα… πόσα παιδιά έχει η κυρά-Νίτσα. Αρκετά πια. Δεν αντέχω άλλο… τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα… δεν μου αρέσουν τα παιδιά. Κατάλαβε το!
-Για το καλό σου το λέω αγόρι μου. Για το καλό σου… η γειτονιά βλέπεις, λέει διάφορα… δεν σε έχουν δει και ποτέ και με καμιά κοπέλα… της κυρά-Σοφίας της μπακάλισσας ο γιος, δυο γκόμενες έχει. Μαλώσανε την άλλη φορά εδώ από κάτω… δυο κοπελάρες μέχρι κει πάνω… και ξέρεις πως είναι… σαν μόμολος… και συ που είσαι δύο μέτρα παλικάρι… αυτό λέγαμε με την κυρά-Όλγα στο μαγαζί. Μου έλεγε για της Λίτσας την κόρη… με αφρικάνο τα έμπλεξε! Αράπη! Για αυτό σου λέω αγόρι μου… βρες και συ μία να τη γκαστρώσεις. Λεβέντης είσαι. Φέρ’ την και στην πολυκατοικία να σε δούνε, να μη μας συζητάνε…
-Όταν λες μας συζητάνε… τι λένε δηλαδή?
-Να, θυμάσαι και τον Διομήδη τον τζιναβοτό… δεν το είχαν δει από μικρό ποτέ με γυναίκα… τελικά αποδείχτηκε ότι το παίρνει το γράμμα…
-Ποιος μωρέ? Ο περιπτεράς?
-Ναι αυτός… τον ξέρεις?
-Όχι μωρέ μάνα… μη λες βλακείες…
-Αυτό μας έλειπε…
-Μην ανησυχείς άλλο ρε μάνα. Θα τους δείξω εγώ… θα τους δείξω… Μην σε νοιάζει μάνα.
-Αχ Μανολάκη μου. Μόνο εσένα έχω. Κάνε με περήφανη γιε μου.
-Κοιμήσου μάνα και θα τα πούμε αύριο. Βγήκε κλείνοντας σιγά την πόρτα. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Έβγαλε ένα κουτί με φρέσκο γάλα… είχε λήξει μα δεν τον ένοιαζε. Ήπιε μονορούφι όσο είχε απομείνει και το πέταξε στα σκουπίδια αφήνοντας ένα κτηνώδες ρέψιμο που ακούστηκε μέχρι το πεντοφάναρο!
Το πολυτελές εστιατόριο “Αναγούλα” ήταν τίγκα και αυτό το βράδυ. Μόνο αν είχες κλείσει τραπέζι αρκετές μέρες πριν μπορούσες να φας εκεί. Στο γωνιακό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο, καθόταν μια παρέα ώριμων γυναικών και καταβρόχθιζαν ένα ολόκληρο γουρούνι πίνοντας το πιο ακριβό κρασί! Ο Μανόλης εκείνη την ώρα περνούσε απ’ έξω και βλέποντας τες φώναξε… “Ω ρε κάτι ψωλαράδες που σας χρειάζονται” και συνέχισε τον δρόμο του. Οι κυρίες ενοχλημένες χωρίς να σταματήσουν να τρώνε κοίταξαν προς το παράθυρο αλλά δεν είδαν κανένα.
Ο Μανόλης τώρα πλησίαζε τις τουαλέτες δίπλα στην παιδική χαρά της Γαρίτσας. Ήξερε ότι τέτοια ώρα όλο και κάποιον θα πετύχαινε εκεί μέσα. Το αρρωστημένο μυαλό του πλημμύρισε από ευχάριστες αναμνήσεις… τότε που είχε πάρει μάτι μια ηλικιωμένη Αλβανίδα την ώρα που έχεζε… την στιγμή της κορύφωσης κλώτσησε την πόρτα και περιέλουσε την γριά με σπέρμα… μια Μεγάλη Τρίτη είχε αυνανιστεί μπροστά σε δύο κινέζες τουρίστριες ουρλιάζοντας πολεμικές ιαχές από ταινίες καράτε… και άλλα πολλά κατορθώματα της εφηβείας που για να σας τα διηγηθώ πρέπει να φάμε δεκατρία τεύχη και είμαστε μόλις στο τρίτο…
Πάει καιρός από τότε και οι γυναίκες έπαψαν να πηγαίνουν εκεί για τις σωματικές τους ανάγκες. Για μια περίοδο βάλανε φύλακα αλλά δεν τον πληρώνανε και από τότε έγινε στέκι κωλομπαράδων, πούστηδων και κάθε λογής ανωμάλων.
Μπήκε μέσα και κλείστηκε σε μία τουαλέτα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με αισχρολογίες, τηλέφωνα και ανακοινώσεις… Διομήδης ο τζιναβοτός κάθε Σαββάτο 8.30μμ… Αλίκη πίπες 11.30πμ… γαμάω κώλο από 9 με 12 το βράδυ… Η μυρωδιά από κάτουρα και σκατά κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. Ο Μανόλης είχε βάλει σκοπό να κάνει χαλάστρα σε κάθε βρομιάρη πούστη που θα έμπαινε εκεί μέσα. Σεβότανε την διαφορετικότητα αλλά σε αυτήν την περίπτωση τους θεωρούσε υπεύθυνους για τον διωγμό των γυναικών από τον χώρο.
Δύο λεπτά αργότερα και αφού έριξε ένα ζεστό κατούρημα άκουσε βήματα. Κάποιος μπήκε μέσα. Ο Μανόλης χωρίς να χάσει χρόνο φόρεσε την μάσκα και ένοιωσε αυτόματα τη μανία του λυκανθρώπου να τον κυριεύει. Πίστευε ,εδώ και μία βδομάδα, ότι έπαιρνε την δύναμη του λύκου και του δράκου από τη μάσκα… ο επισκέπτης χτύπησε διακριτικά την πόρτα τρεις φορές… μάλλον συνθηματικό ήταν, σκέφτηκε. Η πόρτα άνοιγε προς τα έξω, έτσι στον δεύτερο χτύπο κλώτσησε με τη μπότα του την πόρτα, που με τη σειρά της χτύπησε στα μούτρα του άγνωστου επισκέπτη. Ο δράκος βγήκε έξω ουρλιάζοντας σαν λύκος αλλά αντικρίζοντας τον άντρα πεσμένο στο πάτωμα και την κηλίδα αίματος που πήγαζε από το πίσω μέρος του κεφαλιού του, αποφάσισε να το σκάσει τρέχοντας έξω διαολεμένα. Θα πρέπει αφού τον χτύπησε η πόρτα, να έπεσε χτυπώντας το κεφάλι του στον νιπτήρα.
“Ο δράκος της Κέρκυρας επιχείρησε χθες το βράδυ να δολοφονήσει τον δήμαρχο της πόλης μας. Ο δήμαρχος κατευθυνόμενος στο σπίτι του, ένοιωσε το κάλεσμα της φύσης και επισκέφθηκε τις κοντινότερες τουαλέτες. Μπαίνοντας μέσα αντίκρισε τον τρόμο στο χυδαίο πρόσωπο του μασκοφόρου δράκου. Ο λυκάνθρωπος προκάλεσε στον δήμαρχο ένα τραύμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ευτυχώς ο δήμαρχος είναι καλά στην υγεία του και νοσηλεύεται για παρακολούθηση σε ιδιωτική κλινική. Η αστυνομία κάνει λόγο για έναν δράκο φονιά, που δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία πιστεύουν ότι είναι ομοφυλόφιλος. Στο τμήμα από το πρωί ανακρίνονται σεσημασμένοι ομοφυλόφιλοι που σύχναζαν στις κακόφημες τουαλέτες…”
“Ο ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΣ ΞΑΝΑΧΤΥΠΑ. Σοκ στην τοπική κοινωνία έχει προκαλέσει η δράση του δράκου φάντασμα. Χτες αργά το βράδυ επιχείρησε να βιάσει τον δήμαρχο, όμως δεν τα κατάφερε λόγο πιθανής ανικανότητας και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Ο δήμαρχος όπως ισχυρίζεται έδωσε μάχη με τον δράκο και κατάφερε να τον τρέψει σε φυγή…”
“Πράκτορες των Αμερικάνων κρύβονται πίσω από τον δράκο. Ο δράκος χτες το βράδυ αποκάλυψε τις προθέσεις του. Επιχείρησε να δολοφονήσει τον δήμαρχο παρασέρνοντας τον σε δημόσιες τουαλέτες…”
“Δράκος: εχθρός της δημοκρατίας. Τραμπούκος της αντιπολίτευσης…”
Ο καφές ήταν ακόμα καυτός. Ο Μανόλης κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ και άκουγε περήφανος τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο. Η μάνα του είχε πάει στο μαγαζί της κυρά-Όλγας και εκείνος απολάμβανε την γαλήνη ενός μοναχικού πρωινού. Κρυφογελούσε με όλες αυτές τις εκδοχές που μετέδιδαν. Ως και κάτι αδελφές σε ένα πρωινό σχολίασαν την επίθεση του δράκου. Σκέφτηκε ακόμα και να πάρει τηλέφωνο σε κανένα κανάλι… τηλεφωνική επικοινωνία με τον δράκο… γέλασε στη σκέψη. Από την άλλη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι κινδύνευε περισσότερο να γίνει τσακωτός με την έκταση που είχε λάβει το θέμα. Είμαι διάσημος σκεφτόταν συνεχώς… να δούμε τι θα πουν οι γκιόσες της γειτονιάς…
Το μυαλό του (που έπαιρνε ανάποδες καυλοστροφές) άρχισε να πλέκει σενάρια. Ήθελε πάντα να φτάσει ψηλά ή τουλάχιστον να γίνει γνωστός με κάποιο τρόπο και αυτή ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Σκεφτόταν ότι μπορούσε να γίνει πιο ξακουστός και από τον Παπαχρόνη, τον ήρωα των παιδικών του χρόνων. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του ότι οι πράξεις του, ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα μέσα, από τα λεωφορεία μέχρι την τηλεόραση! Ήξερε όμως ότι για να ολοκληρωθεί το έργο του θα έπρεπε να αποκαλυφθεί… μόνο έτσι θα δοξαστώ ολοκληρωτικά… πρέπει να μάθουν όλοι ποιος είμαι αλλά όχι ακόμα, έχω πολλά να κάνω ακόμα… αυτές ήταν οι τελευταίες του σκέψεις πριν εισβάλει η μάνα του και ξεκινήσει να του λέει για τον γιο της κυρά-Μαρίας που γκάστρωσε την ανιψιά του αστυνόμου Σαΐνη!
Δύο τετράγωνα παραπάνω η μυστική αστυνομία με επικεφαλής τον αστυνομικό Σαΐνη λογομαχούσαν γα το νυχτερινό σχέδιο δράσης. Τη λύση έδωσε η πανέξυπνη ανιψιά του πρώην επιθεωρητή, η μικρή Τασούλα.
Ώρα έντεκα και εικοσιπέντε. Το κρύο θέριζε και σπάνια περνούσε αυτοκίνητο. Μονάχα ένας χοντρός κύριος έπαιρνε το σκύλο του για κατούρημα. Ο Μανόλης τον άφησε να τον προσπεράσει. Ο βραδινός του περίπατος στο πάρκο κόντευε να φτάσει στο τέλος του και τίποτα δεν κατάφερε να του εξάψει την περιέργεια. Πόσο του είχε λείψει το καλοκαίρι. Έκανε σχέδια για το επόμενο… τώρα που γνώριζε τη δύναμη της μάσκας, είχε σκοπό να μην αφήσει καμία τουρίστρια να φύγει χωρίς αναμνηστικό λεκέ.
Η σκέψη του διακόπηκε από τον ήχο των τακουνιών πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι, καμιά δεκαριά μέτρα πίσω του. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και έριξε μια κλεφτή ματιά. Το θέαμα ενός νεαρού κοριτσιού με κοτσιδάκια και με σχολική τσάντα στην πλάτη, που περπατούσε σε έναν έρημο δρόμο φορώντας τακούνια, τον απογείωσε για τα καλά. Του θύμισε το “πουτανομαθήτριες 3”.
Ο δράκος επιτάχυνε το βήμα και στο σταυροδρόμι λίγα μέτρα παρακάτω έγινε άφαντος. Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε τη μάσκα και πετάχτηκε ξανά στο δρομάκι παίζοντας βίαια το δασύτριχο πέος του που το είχε βγάλει έξω για τελευταία φορά στη σύντομη ζωή του… αντί να αντικρίσει το υποψήφιο θύμα του αντίκρισε δέκα αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους, ένας πίσω από κάθε θάμνο. Έκανε να τρέξει πίσω, αλλά πριν κάνει βήμα το μέτωπο του ήρθε σε επαφή με το περίστροφο του Σαΐνη. Έκανε να σηκώσει το παντελόνι αλλά μια φωνή τον σταμάτησε.
-Τα χέρια ψηλά λύκε. Φώναξε ένας αστυνομικός και εκείνος υπάκουσε τρομαγμένος. Το ίδιο και το καυλί του που ακόμα στεκόταν υψωμένο.
-Γονάτισε κάτω κάθαρμα. Γονάτισε… φώναξε ένας άλλος. Ο Μανόλης γονάτισε και το πέος του άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει.
-Ξάπλωσε μπρούμυτα μπάσταρδε… είπε μια γυναικεία φωνή πίσω του. Ήταν η Τασούλα. Η κοπέλα που έκανε το δόλωμα. Γύρισε να την αντικρίσει και εκείνη τον κλώτσησε με το τακούνι της στην πλάτη σωριάζοντας τον κάτω.
-Στο χώμα δράκε! Είπε και τον κλώτσησε ξανά στα πλευρά.
-Δεν είναι δράκος, είναι λυκάνθρωπος είπε ένας νεαρός αστυνομικός και άρχισε να χαζογελάει. Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι με δυνατά γέλια και χαχανητά. Ο δράκος γούρλωσε τα μάτια του. ένοιωσε τις μαγικές δυνάμεις που του πρόσφερε η μάσκα να τον κυριεύουν. Ένοιωσε πιο δυνατός και από τον Captain Planet. Σηκώθηκε αστραπιαία. Το παντελόνι του ήταν ακόμα κατεβασμένο και ο πούτσος του πιο καυλωμένος από ποτέ και γεμάτος χώματα. Επιτέθηκε σαν λυσσασμένο λυκόσκυλο στα όργανα της τάξης αλλά εκείνοι τον σώριασαν κάτω με τη μία. Τον κύκλωσαν και τον άρχισαν στις γρήγορες μέχρι που σταμάτησε κάθε προσπάθεια αντίδρασης.
-Μαλάκα. Αυτό θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου.
-Πρέπει να είναι πολύ ανώμαλος… πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα του ο αστυνόμος, ένα τριχωτό χέρι με κοφτερά νύχια του έγδαρε τη μούρη μέχρι το κρανίο! Ήταν μια πελώρια αρκούδα!!! Ουρλιαχτά, μουγκρίσματα και πυροβολισμοί έδιναν και έπαιρναν για το επόμενο μισό λεπτό. Στο τέλος είχε μείνει μόνο η αρκούδα και ο Μανόλης που είχε σηκωθεί όρθιος αλλά έτρεμε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κουνηθεί για να το σκάσει. Η αρκούδα τον πλησίασε περπατώντας στα τέσσερα και κοιτώντας περίεργα το κεφάλι του ανθρώπου που έμοιαζε με λύκο. Όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής κάτι την τράβηξε στο χαλαρωμένο πέος του λυκανθρώπου. Θα πρέπει να το πέρασε για κάποια λιχουδιά του δάσους και άρχισε να το γλύφει. Ο Μανόλης που σταμάτησε απότομα να τρέμει, άρχισε να καυλώνει για κακή του τύχη. Η αρκούδα διαισθάνθηκε κάποιο κίνδυνο και δάγκωσε το εχθρικό αντικείμενο ακρωτηριάζοντας το από το σώμα του Μανόλη. Στη συνέχεια τον κατασπάραξε ολόκληρο μην αφήνοντας ούτε ένα δείγμα από την ύπαρξη του λυκανθρώπου. Στο άκουσμα της σειρήνας η αρκούδα εξαφανίστηκε στα σκοτεινά σοκάκια της Γαρίτσας…
Από τότε οι Κερκυραίοι μόλις ο ήλιος πέσει και το σκοτάδι κάνει την εμφάνιση του κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους. Ο λυκάνθρωπος όμως δεν εμφανίστηκε από τότε… ούτε για να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του, ούτε για να χορτάσει με λαχταριστό ανθρώπινο κρέας. Κάποιες παλιές εξαφανίσεις αποδόθηκαν αμέσως στη μανία του κτήνους. Την νύχτα όποτε ακουγόταν ουρλιαχτά, οι μανάδες αγκάλιαζαν τα παιδιά τους σφιχτά και οι εραστές ορκιζόταν αιώνια αγάπη. Για την αρκούδα που το έσκασε από το τσίρκο κανείς δεν νοιάστηκε…
Ο μικρός Δημήτρης, ετών 22, μόλις τελείωσε την πρακτική του κι όλος χαρά ανακοινώνει στους δικούς του ότι τον προσέλαβαν για δουλειά σε ένα φροντιστήριο μαθηματικών στο κέντρο της Κέρκυρας. Του είχε βγει ο κώλος να διαβάζει για να περάσει τα μαθήματα στην ώρα τους και να ξαλαφρώσει τους δικούς του από τα έξοδα. Σπούδαζε στην Κρήτη κι όσο να ‘ναι τα έξοδα έτρεχαν.
Όποτε γυρνούσε στην Κέρκυρα για διακοπές, συχνά συναντούσε τον καθηγητή του, τον κύριο Μάκη, ο οποίος και τον κάλεσε μια μέρα στο φροντιστήριό του. Ο Δημήτρης πήγε όλο χαρά ελπίζοντας να του προσφέρει δουλειά στο μέλλον. Και ναι, αφάνταστη χαρά τον κυρίευσε όταν ο κύριος Μάκης του έδωσε το πράσινο φως και του είπε πως με χαρά θα τον προσλάβει μόλις τελειώσει απ’ τις σπουδές.
Ξεσκίστηκε λοιπόν ο μικρός, έκανε και την πρακτική του άψογα (του πρότειναν να μείνει για δουλειά αλλά ο κύριος Μάκης τον είχε κλείσει ήδη), κι άρχισε να κάνει όνειρα για το μέλλον. Στην καινούργια του δουλειά γνωρίστηκε με τους παλιούς, τον Τάσο, τον Μίλτο και την Εύα αλλά και με έναν συνομήλικό του, τον Γιώργο. Με τον Γιωργάκη έκανε και περισσότερο παρέα στη δουλειά, αφού ήταν και κοντά ηλικιακά.
Στην αρχή όλα ήταν ονειρικά κι ο Δημήτρης νόμιζε πως ήταν στον παράδεισο. Μετά τον πρώτο μήνα, άρχισε να παρατηρεί κάτι ύποπτες μουρμούρες μεταξύ των παλιών και μια διαφορετική αντιμετώπιση από το αφεντικό του. Έλεγε τα πάντα στο αφεντικό για να έχει τη συνείδησή του καθαρή και να μαθαίνει τη δουλειά ακόμα πιο καλά. Όμως παρατήρησε ότι το αφεντικό βαριόνταν πολύ να τον ακούει και του είπε πως μπορούσε να συνεχίσει βασιζόμενος στις αρχικές γραμμές του φροντιστηρίου. Ο Δημήτρης κι ο Γιώργος έκαναν αυτό όσο πιο καλά μπορούσαν. Φυσικά είχαν μεγάλο άγχος γιατί την ευθύνη την είχαν αυτοί και τα παιδιά του χρόνου έδιναν πανελλήνιες.
Μετά από λίγες ημέρες στη δουλειά, το αφεντικό μείωσε τις δικές του ώρες και ζήτησε από τον Δημήτρη να κάθετε 4 ώρες παραπάνω για να ασχολείται με της πληρωμές, τα τηλέφωνα και τις αποδείξεις. Ο Δημήτρης, παρόλο που δεν ήταν ο τομέας του και παρόλο που δεν θα έβλεπε την γκόμενά του όσο συχνά μπορούσε, δέχτηκε την πρόταση. Ήθελε το αφεντικό του -και παλιός καθηγητής του- να μην έχει παράπονο από αυτόν.
Οι πρώτοι μήνες πέρασαν σχετικά ήρεμα. Βέβαια, ο κύριος Μάκης όπως κάθε αφεντικό, είχε τα χούγια του. Έτσι καμιά μικρή αμέλεια είτε του Γιώργου είτε του Δημήτρη γίνονταν αφορμή να ακούσουν τον εξάψαλμο. Έλεγαν όμως ότι εφόσον ήταν άπειροι, το αφεντικό είχε δίκιο. Δεν ήξεραν ακόμα ότι το αφεντικό έκανε την τρίχα τριχιά και ήταν ένα διψασμένο βαμπίρ, που δε διψούσε για αίμα αλλά ήθελε να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα ζωηράδας κι αντοχής που μπορούσαν να έχουν οι δύο νέοι υπάλληλοι.
Το πρώτο καμπανάκι βάρεσε στο μυαλό του Δημήτρη όταν ο κ. Μάκης κάλεσε στο γραφείο τον Γιώργο και τον έκανε ρόμπα. Ο λόγος? Μια καραπουτανάρα μητέρα έκανε παράπονο ότι ο Γιώργος καταστρέφει το τετράδιο του γιου της, επειδή του κόλλησε ένα αυτοκόλλητο που έγραφε «10’». Ο κ. Μάκης αντί να κάνει παρατήρηση στην κυρία, έβρισε πολύ άσχημα το Γιώργο.
Ήταν γύρω στα Χριστούγεννα και οι μαθητές θα έγραφαν ένα τεστ παρόμοιο με αυτό του σχολείου. Για κάθε τάξη και καθηγητή, ο Δημήτρης ξεπατώνονταν να βγάλει τις φωτοτυπίες, λες και οι άλλοι είχαν αναπηρία και δε μπορούσαν να το κάνουν. Τότε του φόρτωσαν για μόνιμα κι αυτή την εργασία. Στη μέση της χρονιάς άκουσε πολλά ο Δημητράκης κι όλο και πιο πολύ έπεφτε η αυτοεκτίμησή του, η εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στη νοημοσύνη του. Πίστεψε σε ένα σημείο ότι είναι ηλίθιος, μετά κοίταξε τους βαθμούς του στο πτυχίο, και κατάλαβε ότι ο κ. Μάκης ήταν και πολύ κομπλεξικός κι έψαχνε τρόπο να φαίνεται αυτός το αστέρι του μαγαζιού και ήθελε συνεχώς επιβεβαίωση και γλείψιμο. Στ’ αρχίδια του του Δημήτρη η διασημότητα, τα λεφτά ήθελε για να μπορέσει να πάρει το γκομενάκι του διακοπές στη Σαντορίνη τον Αύγουστο.
Ο κ. Μάκης παραπονιούνταν για τα πάντα. Ακόμα και στα διαλλείματα που όλοι κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων, ο κ. Μάκης ενοχλούνταν από τις απόψεις του Δημήτρη κι ήθελε πάντα να βγαίνει αυτός από πάνω. Ως το τέλος της χρονιάς ο Δημήτρης είχε γίνει το παιδί για όλες τις δουλειές: έβγαζε φωτοτυπίες, αγόραζε αναλώσιμα απ’ το βιβλιοπωλείο, έφτιαχνε καφέδες και φρόντιζε τα κλιματιστικά. Καλός μαλάκας ήταν. Όταν έχεις φιλότιμο σε γαμάνε κανονικά κι όποιος πει το αντίθετο είναι μεγάλος μαλάκας. Μια μέρα ο κ. Μάκης φώναξε από το γραφείο του τον Δημήτρη να μαζέψει τα αποφάγια που είχε αφήσει ένα παιδί πάνω στο τραπέζι. Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Ο Δημήτρης υπάκουσε αλλά άλλαξε τακτική. Δεν έκανε τη χάρη στον πούστη τον κ. Μάκη να κάτσει για αποδείξεις ή τηλέφωνα. Έφυγε. Το αφεντικό παρεξηγήθηκε αλλά συγνώμη, μαθηματικός σπούδασε όχι παραδουλεύτρα!! Γι’ αυτό έφαγε 4 χρόνια σπουδών? Υποτίθεται πως υπάρχει και καθαρίστρια.
Δυστυχώς τα πράγματα χειροτέρεψαν για το Δημήτρη. Ως το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν ο περίγελος του φροντιστηρίου, το παιδί για όλες τις δουλειές και γενικά ο μαλάκας της παρέας. Είχε κι αυτός το φταίξιμό του, έπρεπε να μην τα είχε ανεχτεί όλα αυτά. Αλλά όσες προσπάθειες και να έκανε, κανένα αποτέλεσμα. Όποτε διεκδικούσε αυτά που του άξιζαν, ο κ. Μάκης στράβωνε τη μούρη του γιατί ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήξερε πως αυτή τη φορά δεν θα περνούσε το δικό του. Κατά βάθος μισούσε τον Δημήτρη και δεν ήξερε κι αυτός το λόγο.
Όμως ο Δημήτρης χρωστάει πολλά σε αυτή την πουτάνα που λέγεται διαίσθηση. Πολλές φορές τον έσωσε ή τον προειδοποίησε για πράγματα που θα γίνονταν. Την τελευταία μέρα στη δουλειά ο Δημήτρης μίλησε στον Μίλτο για ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ και γνώριζε ότι έχει άσχημη εξήγηση. Μετά από 5 λεπτά ήταν και οι δύο στο γραφείο και άκουγαν τον εξάψαλμο από το αφεντικό. Η μαλακία ήταν του κ. Μάκη αλλά ποιος τολμούσε να μιλήσει? Μέσα σε αυτό το ευχάριστο κλίμα τελείωσε η σχολική χρονιά. Ενώ νόμιζε πως γλίτωσε, ο Δημήτρης φορτώθηκε ένα ιδιαίτερο καλοκαιριάτικα συν το φορτίο να καθαρίσει την απίστευτα βρώμικη βιβλιοθήκη για την οποία καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι ο κ. Μάκης.
Το καλοκαίρι αυτό ήταν το λιγότερο, εφιαλτικό. Το αφεντικό να κάνει διακοπές και ο μαλάκας να δουλεύει. Όμως είχε ξεκαθαρίσει πως μέχρι τέλος Ιουλίου μπορούσε να δουλέψει. Είχε υποσχεθεί στο γκομενάκι πως λόγο της καθυστέρησης των διακοπών, εκτός από Σαντορίνη θα πήγαιναν και Μύκονο (σαν ερωτευμένοι πιγκουΐνοι). Το γκομενάκι έχει κι αυτό σημαντικό ρόλο στην υπόθεση διότι εκτός από ικανοποίηση προσέφερε και ψυχική θεραπεία στον ήρωά μας. Ευτυχώς υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν του έκανε τα νεύρα ζαρτιέρες.
Η γκαντεμιά του Δημήτρη όμως δεν είχε τέλος. Λόγω αλλεργίας αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο και να σταματήσει τη δουλειά. Αυτό το σκηνικό θα επαναληφθεί ξανά σ’ αυτήν την ιστορία. Ειδοποίησε το αφεντικό του κι αυτός ο κερατάς νευρίασε, του φώναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα του. Τότε ο Δημήτρης τον έγραψε στ’ αρχίδια του και μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε την κοπελιά του και την έκανε για τα νησιά.
Αρχές Σεπτέμβρη, το αφεντικό τον κάλεσε και ζήτησε τη βοήθειά του για τις εγγραφές. Ο Δημήτρης πήγε. Τόσο μαλάκας ήταν. Δεν εξηγείτε διαφορετικά, ήταν μαλάκας γιατί είχε φιλότιμο. Ο κ. Μάκης όμως δεν το εκτιμούσε και νόμιζε ότι είναι το αφεντικό που το προσκυνούν όλοι, ότι είναι ο άρχοντας του συστήματος. Όσες ώρες κάθισαν μαζί στο γραφείο, ο Δημήτρης διαπίστωσε πόσο ανιαρός και ρηχός άνθρωπος ήταν το αφεντικό του. Συνεχώς μιλούσε για τον εαυτό του, την οικογένειά του και τα κατορθώματα των ανιψιών του. Τα δικά του παιδιά είχαν μόλις μπει στο νηπιαγωγείο. Τόσες φορές άκουσε τις ίδιες ιστορίες που θα τις θυμάται για όλη του τη ζωή. Μετά άρχισε να συνειδητοποιεί πόσες ανασφάλειες είχε αυτός ο τρομερός τύπος που ήθελε συνεχώς επιβεβαίωση των ικανοτήτων, τόσο των δικών του όσο και της οικογένειάς του. Λες και οι γύρω του δεν ήθελαν να ξύσουν από μόνοι τους τ’ αρχίδια τους και ήθελαν αφορμή.
Στα πάντα η οικογένεια του κ. Μάκη ήταν η καλύτερη. Αναρωτιέμαι γιατί δεν τους έβαλαν ακόμα στη λεγεώνα των υπερ-ηρώων. Όποτε απεγνωσμένα προσπαθούσε ο Δήμος να ανοίξει κουβέντα για κάτι άλλο, καταλάβαινε πως πιο εύκολα ανεβαίνεις στο Έβερεστ χωρίς ορειβατικό εξοπλισμό. Και εννοείτε πως το κλίμα τον Ιμαλάϊων ήταν 100 βαθμούς θερμότερο. Σε ό,τι και να αναφέρονταν ο βαριόμοιρος, πάντα θα πετάγονταν και μια σχετική ιστορία για το σόι του γιαγκούλα. Σοβαρά, η υπομονή είχε αρχίσει να εξαντλείται και τα νεύρα άρχιζαν να βαράνε. Τα νεύρα θα έστελναν τον Δημήτρη ξανά στο νοσοκομείο.
Η νέα χρονιά άρχισε με ζόρια και παρατηρήσεις. Μετά ήρθαν οι προσβολές μπροστά στους μαθητές. Τα παιδιά φυσικά έχουν περισσότερο μυαλό από τους μεγάλους γιατί απλά δεν βασίζονται σ’ αυτό. Έχουν κάτι καλύτερο που λέγεται ένστικτο ή διαίσθηση. (Αυτό το είχε ακόμα ζωντανό μέσα του ο Δημήτρης. Το τέρας δεν το είχε σκοτώσει). Ο κ. Μάκης πρόσβαλε τον υπάλληλό του μπροστά στους «πελάτες» του επειδή οι δεύτεροι είχαν πετάξει πατατάκια στο πάτωμα. Ανάγκασε τον υπάλληλό του να μαζέψει τις βρώμες για δεύτερη φορά. Όμως τα παιδιά γνωρίζουν γιατί διαβάζουν τα μάτια των άλλων πολύ πιο καθαρά. Κάθισαν λοιπόν και βοήθησαν τον καθηγητή τους και δεν έφυγαν στην ώρα τους.
Από τότε ο κ. Μάκης ήταν μια απεχθής φιγούρα στα μάτια τους και δεν έχαναν ευκαιρία να εκφράζουν την απέχθειά τους στον καθηγητή τους. Για τον Δημήτρη αυτό ήταν νίκη. Τα παιδιά τον αγαπούσαν και καταλάβαιναν πολύ καλά ποιος είναι ο κύριος διευθυντής. Ένας κομπλεξικός μαλάκας που νόμιζε πως με το να μειώνει τους άλλους αυτός γίνονταν ανώτερος. Δεν ήξερε όμως πως τα αντίθετο κατάφερνε. Όλοι τον σιχαίνονταν κι ας τον έγλυφαν μπροστά στα μάτια του. Αυτός είτε εθελοτυφλούσε είτε όντως πίστευε στην ανωτερότητα του· ναι, αυτός και η Άρια φυλή, μη χέσω μέσα στο Χίτλερ τους.
Η χρονιά συνεχίζονταν κανονικά με βρισιές, προσβολές και υποτίμηση της νοημοσύνης του Δημήτρη. Όλοι μα όλοι έκαναν το σχόλιό τους λες και ήταν βαλτοί από το αφεντικό. Μέχρι και για τσιγάρα τον έστειλαν λες κι αυτός δεν ήθελε να κάνει διάλειμμα! Ο Δημήτρης αναθεμάτισε την ώρα που αποφάσισε να πηγαίνει στη δουλειά με μηχανή. Για να βγει στο περίπτερο έπρεπε να περάσει μέσα από τα δαιδαλώδη στενά της παλιάς πόλης και να βγει είτε στο Λιστόν, είτε στην πλακάδα του Αγίου Σπυρίδωνα. Όμως ήταν αποφασισμένος και δεν τους ξαναέκανε τη χάρη όταν του το ζήτησαν. Αλλά δεν ξαναπήγε και στη δουλειά με μηχανή. Η άσκηση κάνει πολύ καλό.
Από εκείνο το σημείο και μετά άρχισε η αντίσταση. Όποτε έθιγαν την προσωπικότητά του ή τα πιστεύω του, τα έχωνε κι αυτός χοντρά και έκοβε φάτσες. Αυτοί που στην αρχή τον θεωρούσαν ένα χαμένο φλωράκο δεν πίστευαν ότι είχε και δική του δύναμη και πιστεύω. Αυτό που δεν υπήρχε περίπτωση να απαρνηθεί ο Δημήτρης ήταν η πίστη στον πατέρα του και στη μέταλ μουσική! Κάποτε θίχτηκαν και τα δύο κι ο μικρός αποτυχημένος τους έβαλε όλους στη θέση τους. Και κυρίως το μεγάλο αφεντικό που το έπαιζε κυριλέ.
Ο κ. Μάκης άρχισε ξανά να μιλάει για την ανιψιά του τη Μιρέλλα που χόρευε στο ποπ συγκρότημα της γειτονιάς της και ήθελε να βρει στέκι κανένα εστιατόριο στο Καμπιέλο να τραγουδάει και να χορεύει με την παρέα της. Ήταν μόλις 11 ετών και το μέλλον της διαγράφονταν υπέρλαμπρο. Σίγουρα θα κέρδιζε στο «Ελλάδα έχεις ταλέντο» και θα ξεπερνούσε τη Μαντόνα. Σίγουρα αυτά! Αφού το είπε ο κ. Μάκης! Θεέ μου, τότε ο Δημήτρης άρχισε να μιλάει για άλλα πράγματα και οι υπόλοιποι, προφανώς βαριεστημένοι από τις ίδιες μαλακίες του κ. Μάκη, εστίασαν στο νέο διάλογο. Ο βαρετός κύριος τα πήρε και τους διέταξε όλους να μπούνε για μάθημα.
Έτσι κύλησαν οι μήνες ως τα Χριστούγεννα που αποτέλεσαν σωτήριες διακοπές για τον Δημήτρη και την κοπελιά του, όπου μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και την έκαναν για Πήλιο. Περισσότερο ο Δημήτρης είχε ανάγκη αυτή την εκδρομή γιατί το στρες τον σκότωνε και του ρουφούσε όλη την ενέργεια. Δυστυχώς ο Δημήτρης ξεθάρρεψε και νόμιζε ότι το Πήλιο είναι Κέρκυρα, έτσι την άρπαξε και στο γυρισμό ταβλιάστηκε με πνευμονία. Εδώ επαναλαμβάνεται το παραπάνω σκηνικό: Ειδοποίησε το αφεντικό του κι αυτός ο κερατάς νευρίασε, του φώναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα του.
Ευτυχώς τον κάλυψαν οι συνάδελφοι και για μια βδομάδα έκατσε σπιτάκι του. Δεν ανάρρωσε όμως πλήρως κι έτσι μέσα στον μήνα ξανά τα ίδια. Ο καλός κ. Μάκης δεν του έδωσε άδεια κι αναγκάστηκε ο δύσμοιρος ο Μήτσος να τρέχει στη δουλειά με 39-40 πυρετό. Υπάρχει Θεός όμως που βλέπει και ξεπληρώνει τα καλά όλων μας. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Δημήτρης κατάλαβε με τι όρθιο ζώο είχε να κάνει. Τα πανεπιστήμια δεν κάνουν τον άνθρωπο, είχε δίκιο ο παππούς του ο ξενοδοχοϋπάλληλος. Η ευγένεια και η συμπεριφορά σε κάνουν άνθρωπο. Σημαντικό αυτό το μάθημα για την πορεία του φίλου μας αφού εκτίμησε ακόμα περισσότερο τον παππού του που τελείωσε το δημοτικό με 6.
Όταν κάποιος σε μουντζώνει όλη η κακοτυχία του κόσμου σε κυνηγάει. Με καλή υγεία πλέον (άσχετα ότι τράβηξε τα πάνδεινα με τα δόντια του) ο Δημήτρης ξεκίνησε να πάει για δουλειά. Έστριψε στο πρώτο στενό στη Λεμονιά και συνέχισε ευθεία για την πολυκατοικία. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο από έναν κάδο και 5 λυσσασμένες γάτες όρμισαν πάνω του και τον γέμισαν γρατζουνιές. «Κωλόγατα!» σκέφτηκε. Γεμάτος αίματα πήρε τον κ. Μάκη να του πει πως θ’ αργήσει και θα πάει στο νοσοκομείο. Ο κ. Μάκης είχε την κλασική αντίδραση. Ευτυχώς ο μικρός φρόντισε γρήγορα τα τραύματά του και ξεκίνησε για τη δουλειά ξανά. Εκεί τον περίμενε ο κ. Μάκης και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να φωνάζει γιατί έτρεχε να ανοίξει αυτός το μαγαζί. Ο Δημήτρης πραγματικά έγινε έξαλλος αλλά και πάλι δεν έδειξε τα νεύρα του. Κακώς.
Μετά από 3 μέρες με άγριες φωνές και υποτίμηση της νοημοσύνης του από τον δράκο, κατέληξε στο νοσοκομείο με σπασμένα νεύρα. Ευτυχώς ήταν κάτι που πέρασε μέσα σε λίγες ώρες. Νεύρωση στομάχου θα πάθαινε ο άνθρωπος αλλά ήταν και κωλόφαρδος. Την Δευτέρα στη δουλειά μαθεύτηκε το νέο και ηρέμησε κάπως ο κυριούλης. Για λίγο μόνο. Όταν ξεχάστηκε κάπως το γεγονός επανήλθε στην παλιά του συνήθεια να ταπεινώνει και να μειώνει με κάθε ευκαιρία. Πλέον ο Δημήτρης είχε συνηθίσει σ’ αυτήν τη συμπεριφορά και δεν του έκανε τρομερή εντύπωση. Το ποτήρι ξεχείλισε όμως όταν ο κ. Μάκης, σε μια από τις παρατηρήσεις του, ισχυρίστηκε ότι ο Δημήτρης τον κάνει ρεζίλι στους πελάτες του. Ήξερε όμως ότι μια τάξη του 13 κατάφερε να την κάνει τάξη του 16,5. Αυτό δεν το έβλεπε ο κύριος. Μετά από 2 βδομάδες γκρίνιας και φαγωμάρας (κυρίως χωρίς λόγο, απλά γκρίνια να γίνεται) η χρονιά έφτασε στο τέλος της.
Ο κ. Μάκης ξαφνικά φαγώθηκε να συμβουλεύει τον Δημήτρη για τις σπουδές του και το μέλλον του. Τον παρότρυνε να σπουδάσει στο εξωτερικό, στην Αμερική, όπου θα μπορούσε να δουλέψει κιόλας. Λες και ξέρει ο κύριος τι θα γίνει εκεί. Ο Δημήτρης την ψιλιάστηκε τη δουλειά, ότι δηλαδή ήθελε να του ρίξει σουτ, και απάντησε πως ούτε θέλει, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Τα υπονοούμενα από την πλευρά του αφεντικού του δεν ήταν λίγα. Ακόμα και οι συνάδελφοι τον χαιρέτησαν λες και δεν θα τον ξαναέβλεπαν ποτέ στη ζωή τους. Πίσω από την πλάτη του είχαν γίνει πολλές συζητήσεις κι είχαν αποφασιστεί πράγματα και θάματα. Το χειρότερο είναι η πουστιά αυτή. Ούτε να ξέρει τίποτα και να μένει ξεκρέμαστος για τη νέα χρονιά.
Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ον που παίρνει θάρρος από την ίδια την απελπισία του. Ο Δημήτρης δεν τα έβαψε μαύρα. Ίσα-ίσα ψιλοχάρηκε και σκέφτηκε να κάνει κάτι διαφορετικό. Αν συνεχίσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου, όσο ξοφλημένο και να σε θεωρούν, πάντα τα καταφέρνεις. Αποφάσισε λοιπόν κι αυτός να ασχοληθεί με πράγματα που τον γεμίζουν και τον χαλαρώνουν. Ξύρισε το κεφάλι του και σήκωσε μοϊκάνα, έκανε 5 τατουάζ και έφτιαξε το δικό του συγκρότημα. Επειδή δεν ήταν πούστης σαν το αφεντικό του, προσέλαβε τη Μιρέλλα και την παρέα της να κάνουν την αρχή στις συναυλίες του. Όσο για τον κ. Μάκη, αγανάκτησαν οι καθηγητές του, έκαναν κατάληψη στο χώρο και τελικά το έκαψαν το μπουρδέλο! Στη φωτιά σιγόψησαν λουκανικάκια και τραγούδησαν το σουξέ του Δημήτρη, Fuck Mr. Makis, που έπαιζε σε όλα τα ραδιόφωνα……
Ελένη
*Το παραμύθι αυτό μπορείτε να το κατεβάσετε από τη βιβλιοθήκη του κώλου…
Και αναρωτιέμαι… είναι δυνατόν τα φιλαράκια να μετράνε τόσα πολλά επεισόδια και σεζόν και αυτή εδώ η γαμάτη σειρά να σταμάτησε στο επεισόδιο 12? 18 επεισόδια είναι όλα και όλα και προβλήθηκαν πρώτη φορά στο NBC τη σεζόν 1999-2000. Στη χώρα μας προβλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα από το Star. Εισαγωγή με το τραγούδι Bad Reputation της Joan Jett και τους πρωταγωνιστές να στήνονται για φωτογράφηση.
Είμαστε στη σχολική χρονιά 1980-1981. Όπως μας λέει και ο τίτλος έχουμε να κάνουμε με φρικιά και με φλώρους. Η Lindsay (Linda Cardellini) είναι μια “ήσυχη” έφηβη που θέλει να κάνει παρέα με τα πιο “άγρια” παιδιά και προσπαθεί να τα προσεγγίσει. Ο μικρότερος της αδερφός με την παρέα του, έναν εβραίο και έναν ψηλό “γυαλάκια”, αντιμετωπίζουν τα πειράγματα τον συμμαθητών τους. Όλους αυτούς τους απασχολούν ζητήματα όπως το sex, οι καφρίλες, τα μαθηματικά, η rock μουσική, ο Χριστός, η Παναγία, οι προβληματικές τους οικογένειες, τα ναρκωτικά και τα σχετικά της ηλικίας… μόνο που εδώ δεν έχουμε μια νεανική σειρά του καλουπιού, αλλά κάτι πολύ πιο αγνό και όμορφο και γι’ αυτό και τελείωσε νωρίς. Το χιούμορ της ταινίας είναι έξυπνο και όχι εκβιαστικό. Η μουσική είναι της εποχής… The Who, Grateful Dead, Joplin, Billy Joel, Moody Blues…
Τα επεισόδια μπορείτε να τα βρείτε στο Youtube ή να τα κατεβάσετε. Για όσους δεν έχουν ιδέα ας πάρουν μια γεύση απ’ το youtube. Εγώ αυτή τη σειρά την αγαπάω…
Ένα κορίτσι περπατά στο δρόμο. Βρέχει καταρρακτωδώς. Πόσο χρονών να’ ναι; 16-17; Ποιος ξέρει; Κάπου εκεί. Πως σε λένε; Δεν απαντάς. Τώρα αρχίζεις να τρέχεις όμως σύντομα θυμάσαι ότι αν τρέχεις στη βροχή μουσκεύεσαι περισσότερο. Περπατάς πάλι. Φτάνεις στο σχολείο αργοπορημένη. Ο διευθυντής σου βάζει τις φωνές αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, λες και μιλάει σε κάποια άλλη γλώσσα. Συνεχίζει να βρέχει. Οι φίλες σου μιλάνε για μαλακίες πάλι. Πας μόνη σου μια βόλτα. Περνά δίπλα σου. Η Γη χάνεται κάτω από τα ποδιά σου αλλά αυτός δεν σου ρίχνει ούτε ένα τόσο δα βλεμματάκι. μια μέρα θα του μιλήσεις, ναι. Κάποτε…
Στο δρόμο για το σπίτι περπατάς σαν χαμένη, δεν βλέπεις μπροστά σου και πέφτεις πάνω σε έναν τύπο. Σε βρίζει και του απαντάς με μια χειρονομία. Φτάνεις σπίτι αλλά δεν πεινάς. Περνάς την ώρα σου ζωγραφίζοντας και γράφοντας ποιήματα. Ονειρεύεσαι μια ζωή καλύτερη, που όμως δεν σου ανήκει. Παραβίασες το νόμο. Δεν σου έχει πει κανείς ότι δεν έχεις δικαίωμα να ονειρεύεσαι;;; Πρέπει να τιμωρηθείς.
Γιατί όλα είναι σκατά;;; Θες να μιλήσεις με κάποιον. Παίρνεις την κολλητή σου αλλά δεν το σηκώνει. Αρχίζεις να κλαις. παίρνεις ένα τηλέφωνο στην τύχη. το σηκώνει μια άγνωστη φωνή. Εσύ συνεχίζεις να καλείς και αυτός το κλείνει. Και τώρα, τι;; Πως έγινες έτσι;; Αναπολείς τα παλιά. Μπορεί και να ‘σουν ευτυχισμένη. Τουλάχιστον μπορούσες να νιώσεις. Ένιωθες τις ακτίνες του ήλιου να σου ζεσταίνουν την πλάτη, ένιωθες χαρά όταν ήσουν με τις φίλες σου, ένιωθες φόβο όταν ήσουν μόνη στο σκοτάδι. Τώρα όλα γκρίζα. Δεν την παλεύεις άλλο. Κορώνα ξυραφάκι, γράμματα θηλιά. Ντιν!… γράμματα…. Ναι έχει ένα σκοινί στην αποθήκη. Άντε πάνε παρ’ το. Θα σου δείξω εγώ πως να κάνεις θηλιά. Να, έτσι. Μπράβο. Τώρα ξέρεις. Κάνε αυτό που πρέπει. Καλύτερα να δέσεις τη μια άκρη στο κάγκελο του μπαλκονιού και μετά να πηδήξεις. Ναι, καλύτερα. Ο αυχένας σου θα σπάσει ακαριαία, δεν θα νιώσεις πόνο. Στο υπόσχομαι. Δεν θα πονέσεις, όχι. Μην αλλάξεις γνώμη. τόση προετοιμασία θα πάει τζάμπα. Σκαρφαλώνεις στο κάγκελο. Στέκεσαι όρθια ισορροπώντας. Ζωή και θάνατος μαζί. Το καθένα από τη μια πλευρά του κάγκελου. Μπρος ή πίσω; Όλοι λένε να κοιτάς μπροστά, ποτέ πίσω! Ισχύει… Άνοιξε τα χέρια, πάρε βαθιά ανάσα. Νιώθεις ελεύθερη. Ναι.. Επιτέλους… Νιώθεις το αίσθημα ότι δε σε απασχολεί τίποτα, την… αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού! Το φεγγάρι κρυφοκοιτάζει. Όχι δε σε κοροϊδεύει. Σε ενθαρρύνει. Άντε, θα σε δει κανένας. Μην αργείς. Μη σκέφτεσαι τι θα βρεις. Σκέψου τι αφήνεις! Ωραία, ήρεμα. Πέσε. Μπράβο. Ντουκ….
2. ΤΑ ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – THE REIGN OF SILENCE
Σ’ ένα μέρος, που όλοι ξέρουν που είναι αλλά κανείς δεν ξέρει που ακριβώς, υπάρχει ένα μαύρο σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, που όλοι το ξέρουν και δεν το ξέρουν συγχρόνως, ζουν τα αμίλητα παιδιά. Αυτή είναι η πολλά υποσχόμενη νέα γενιά. Κάθονται όλη μέρα και κοιτάνε με το κενό βλέμμα τους μαύρους τοίχους. Το βράδυ δεν κοιμούνται, όχι. Δεν αξίζουν την ξεκούραση του ύπνου. Έτσι τους είπαν, έτσι θα ‘ναι. Το βράδυ λοιπόν, όταν κλείνουν τα φώτα, και κανείς δεν βλέπει τίποτα γύρω του, τα αμίλητα παιδιά κλαίνε. Κλαίνε αθόρυβα για να μην τους ακούσει ο διπλανός. Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι είναι δυστυχισμένα. Γιατί κάποιος τους είπε ότι πρέπει να είναι ευτυχισμένα, ότι είναι πολύ τυχερά που βρίσκονται εκεί και πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη. Έτσι τους είπαν, έτσι θα είναι.
Και τα χρόνια περνούσαν στο μαύρο σπίτι. Αργά και βασανιστικά. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται. Ούτε να ζητάνε, ούτε καν να σκέφτονται. Ένα παιδί όμως ήταν διαφορετικό. Ένα βράδυ δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει δυνατά. Κι όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί που κλαίνε κάθε βράδυ. Τώρα όλο το σπίτι κλαίει. Ένα πανίσχυρο κύμα προερχόμενο από την ομοιόμορφη μάζα ξεχύνεται.
-Σπάστε τους τοίχους!
Και τους σπάνε. Παιδιά ξεχύνονται τώρα από τα παράθυρα, τις πόρτες, τις τρύπες στους τοίχους. Και κατακλύζουν τον κόσμο. Και σκοτώνουν με την ορμή τους αυτούς που τα καταπίεζαν και τα περιόριζαν. Αυτούς που δεν τα μάθανε να μιλάνε.
Η πρωτόγονη δύναμη κυρίευσε τον κόσμο, εξαφάνισε τον πολιτισμό. και τα αμίλητα παιδιά κατασπαράχθηκαν μεταξύ τους, γιατί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η ανθρωπότητα εξαφανίστηκε. Τα αμίλητα παιδιά έφτιαξαν έναν καινούριο κόσμο, έναν αμίλητο κόσμο, τον δικό τους κόσμο!
Εκείνοι που μάθανε στα παιδιά να είναι αμίλητα, προφανώς, πέτυχαν το σκοπό τους.
3.ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ….
Αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ μας στην παραλία. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Στο τέλος ξαπλώσαμε στην άμμο κοιτάζοντας την θάλασσα. Το φεγγάρι καθρεπτιζόταν πάνω της. Κι ένα μικρό καραβάκι, κάτι σαν ιδιωτικό κότερο, λικνιζόταν στο κύμα. Όμως, κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Κάτι δεν ήταν φυσιολογικό. Τελικά κατάλαβα. Το καράβι δεν ήταν δεμένο και είχε και σβηστή μηχανή. Δηλαδή, στην ουσία, ταξίδευε μόνο του, ακυβέρνητο, ανάλογα με τις διαθέσεις του ανέμου. Το ίδιο παράξενο το βρήκαν και οι άλλοι. Αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί να ρίξουμε μια ματιά. Πήραμε μια βάρκα και πήγαμε κάνοντας κουπί.
Φτάσαμε μετά από πολλή ώρα γιατί βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή. Μπήκαμε μέσα. Φωνάξαμε αλλά δεν πήραμε καμιά απόκριση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την παραβιάσαμε εύκολα.
-«Θεέ μου! Βρωμάει εδώ μέσα!»
Είχε δίκιο, μύριζε χαλασμένο κρέας. Μπήκαμε μέσα, αλλά πεταχτήκαμε αμέσως έξω γεμάτοι αηδία. Επέμεναν να φύγουμε. Εγώ όμως ήθελα να ξαναμπώ.
Και το έκανα. Το δωματιάκι ήταν σχετικά μικρό. Έπιπλα, βιβλία και άλλα μικροπράγματα ήταν πεταγμένα δεξιά και αριστερά. Και στο βάθος ήταν δυο πτώματα, στο τελευταίο στάδιο της αποσύνθεσης, όπου το πετσί είναι κολλημένο πάνω στα κόκαλα. Αρχικά, δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που μου έκανε τόση εντύπωση. Στάθηκα ακίνητος κοιτάζοντας για πολλή ώρα. Τελικά κατάλαβα. Οι δυο σκελετοί ήταν αγκαλιά! Δεν έχω ιδέα για την αιτία που προκάλεσε το θάνατό τους, πάντως ο θάνατος του βρήκε αγκαλιασμένους. Και είναι πραγματικά ανατριχιαστικό το γεγονός ότι μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο γενναιόδωρος από τη ζωή. Γυρίζοντας να φύγω, πρόσεξα ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι ο ένας σκελετός. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ποίημα:
Μια φορά κι έναν καιρό
σ’ ένα μέρος τρομερό
θα χορέψουμε τανγκό
και θα πω πως σ’ αγαπώ
Μα μετά εσύ θα φύγεις
θα μ’ αφήσεις μοναχό
τον έρωτα να αποφύγεις
κάτι τόσο δυνατό
Τον κόσμο τώρα όλον ψάχνω
απελπισμένα να σε βρω
θέλοντας να σου θυμίσω
πως για σένα μόνο ζω
Τώρα όμως που σε βρήκα
δε σ’ αφήνω ούτε λεπτό
μια ζωή θέλω να σ’ έχω
στο δικό μου το πλευρό
Το χέρι όταν σου κρατώ
άνοιξη μες στην καρδιά
σ’ αγαπάω σου φωνάζω
και χαμογελάς πλατιά
Τώρα είσαι ευτυχισμένη
πιο πολύ όμως εγώ
κι ένα πράγμα μόνο ξέρω
——- σ’ αγαπώ
Κι έχω μια κρυφή ελπίδα
ζει βαθιά μες στην καρδιά
όταν έρθει εκείνη η ώρα
να πεθάνουμε αγκαλιά…
Το όνομα ήταν σβησμένο, για αυτό ας βάλει ο καθένας ό,τι θέλει. Αρκεί να μη χαλάει ο ρυθμός! Πήρα το ποίημα, το έβαλα στην τσέπη μου και έφυγα. Βγήκα έξω κλαίγοντας…
4.ΑΝΟΙΞΕ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ
Τον μεταφέρανε στο κελί του αργά τη νύχτα. Πέρασε το βράδυ του χτυπώντας σαν τρελός τον τοίχο. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό κελί.
-Ρε φίλε, δεν σταματάς για λίγο να βαράς;
-Ποιος είσαι εσύ;
-Με λένε Αλέξη και είμαι αυτός που δεν τον άφησες να κοιμηθεί όλο το βράδυ!
Κι έτσι γεννήθηκε μια δυνατή φιλία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αν και ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, αν και δεν είχε δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν εκείνος ο υγρός τοίχος που χώριζε τα βρωμερά κελιά τους. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι μέρες του Θοδωρή περνούσαν ευχάριστα χάρη στον Αλέξη. Κι αυτό γιατί ο Αλέξης ήταν πολύ ανοιχτός τύπος. Του μιλούσε όλη μέρα και όλη νύχτα. Του διηγούνταν για τα αμέτρητα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο, τα θαυμαστά μέρη που είχε επισκεφθεί, τις μεγάλες προσωπικότητες που είχε γνωρίσει, τις γυναίκες που είχε ερωτευτεί, τις χρυσές δουλειές που είχε κάνει βγάζοντας λεφτά με το τσουβάλι. Και ο Θοδωρής άκουγε κατάπληκτος και αισθανόταν τυχερός που έτυχε να γνωρίσει έναν άνθρωπο τόσο σημαντικό. Και οι μέρες περνούσαν…
-Ρε συ Αλέξη. Το κελί σου έχει παράθυρο;
-Βέβαια, το δικό σου δεν έχει;
-Όχι.
-Κρίμα, γιατί το κελί μου έχει υπέροχη θέα! Μακάρι να μπορούσες να δεις κι εσύ.
-Σε παρακαλώ, μπορείς να μου πεις τι βλέπεις; Σε παρακαλώ!
-Με μεγάλη μου χαρά! Από το παράθυρό μου λοιπόν μπορώ να δω ένα σωρό φανταστικά πράγματα. Στο βάθος βλέπω καταπράσινα βουνά, που τις κορυφές τους τις κρύβουν σύννεφα. Και όταν δύει ο ήλιος, παίρνουν ένα χρώμα σαν τη φωτιά.
Σταμάτησε.
-Πες μου κι άλλα Αλέξη! Πες μου κι άλλα!
-Πολύ καλά λοιπόν, συνεχίζω. Βλέπω και μια λίμνη, με βαθιά μπλε, ήσυχα νερά. Και πάνω στα νερά της υπάρχουν εκατοντάδες πολύχρωμα πουλιά. Και κάθε πρωί ηλικιωμένοι ψαράδες με γραφικές βαρκούλες απλώνουν τα δίχτυα τους.
-Πρέπει να είναι πολύ όμορφα!
Ακούστηκε ένα αμυδρό γελάκι.
-Ναι, είναι. Και δε σου έχω πει ακόμη για το πάρκο. Υπάρχει ένα πάρκο μπροστά στη φυλακή.
Η φωνή του τώρα είναι ψιθυριστή.
-Κι είναι γεμάτο μικρά παιδάκια που παίζουν ό,τι παιχνίδι μπορείς να φανταστείς. Οι μάνες κάθονται και τα επιβλέπουν συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους. Και όταν βραδιάσει, το πάρκο γεμίζει ζευγαράκια που κάνουν βόλτα στις όχθες τις λίμνης.
Και όλο το βράδυ περιμένω να ξημερώσει για να απολαύσω την πρωινή ομίχλη που κάθεται πάνω στο νερό.
Σταμάτησε απότομα και έβηξε τόσο δυνατά που παραλίγο να γκρεμιστεί ο τοίχος.
-Κουράστηκα, είπε. Θα συνεχίσουμε αύριο.
Και ο Θοδωρής κοιμήθηκε. Και είδε υπέροχα όνειρα, είδε όλα αυτά που του διηγήθηκε ο Αλέξης…
Κι ενώ κοιμόταν, ξημέρωνε η μέρα που θα έπαιρνε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής του.
-Αλέξη… Ξύπνησες; Γιατί δεν απαντάς;
Όμως, όσο κι αν φώναζε, δεν έπαιρνε απάντηση. Κάποια στιγμή πέρασε μπροστά από το κελί του ο φύλακας. Ρώτησε για το φίλο του.
-Αα, δεν κατάλαβες τίποτα; Πέθανε το πρεζόνι χθες βράδυ. Είχε καρκίνο, είπαν.
Προσπάθησε να φωνάξει αλλα το λόγια βγήκαν ψιθυριστά.
-Πόσο χρονών ήταν;
-Γύρω στα είκοσι. Α, και να μην ξεχάσω, η τελευταία του επιθυμία ήταν να σε μεταφέρουμε στο δικό του κελί. Σε μια ώρα μεταφέρεσαι.
Ήρθαν να τον πάρουνε. Τουλάχιστον τώρα θα ήταν καλύτερα με το παράθυρο. Τον οδήγησαν στο νέο του σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα μια κραυγή αντήχησε σε όλη τη φυλακή.
-ΨΕΥΤΗΗΗΗ!!! Άθλιε ψεύτη! Καταραμένος να’σαι!
Και πεσμένος όπως ήταν στο πάτωμα, με δάκρυα να κυλάνε στα βρώμικα μάγουλά του, ψιθύρισε:
Ο Jesus Christ Allin γεννήθηκε, στις 29 Αυγούστου του 1956 στο Lancaster, New Hampshire της Αμερικής. Είχε και έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Merle Allin (junior) ο οποίος μικρός τον αποκαλούσε GG επειδή το Jesus του ‘πεφτε λιγάκι δύσκολο. Ο πατέρας του ήταν ένας αντικοινωνικός, θεοσεβούμενος, σκατάνθρωπος, τρελός και ακραία βίαιος προς την οικογένεια του. Η μάνα του GG, πριν πάει στο σχολείο, άλλαξε το όνομα του σε Kevin Michael Allin για να έχει μια πιο φυσιολογική ζωή πράγμα που δεν κατάφερε αφού το κακό είχε ήδη ξεκινήσει. Από μικρός η συμπεριφορά του ήταν αρκετά ιδιαίτερη. Λόγου χάρη ντυνόταν με τα ρούχα της μάνας του και πήγαινε σχολείο. Σύντομα στράφηκε στο “Punk Rock”.
Το ντεμπούτο του πιο ακραίου τροβαδούρου στην ιστορία, ήταν με τους Jabbers το 1980 και το album “Always Was, Is and Always Shall Be” με τραγούδια όπως “Assface”, “One Man Army” και “Bored to Death” και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πιασάρικο punk album. Με τον καιρό, άρχισε να αλλάζει η σκηνική του παρουσία, που γινόταν όλο και πιο απρόβλεπτη, ενώ τα ναρκωτικά είχαν ήδη μπει στη ζωή του. Τελικά οι Jabbers διαλύθηκαν. Ο GG Allin συνέχισε ως frontman με άλλα συγκροτήματα… “The Scumfucs”, “The Texas Nazis”, “Murder Junkies” κλπ. Επίσης κυκλοφόρησε και ένα εξαιρετικό country album, το “Carnival Of Excess” με τους “Criminal Quartet”. Περιέχει μερικά γαμάτα τραγούδια όπως το “Carmelita” του Warren Zevon, “Fuck Authority” και “Son of Evil”. Το 1986 γεννήθηκε η κόρη του.
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 οι καταχρήσεις ξέφυγαν από κάθε όριο και η συμπεριφορά του γινόταν ολοένα και πιο κτηνώδης. Στις επεισοδιακές συναυλίες του έδινε καφρορεσιτάλ! Έμενε ολόγυμνος στη σκηνή, έχεζε, πασαλειβόταν με σκατά, τα πετούσε στο κοινό με το οποίο έπαιζε ξύλο συνεχώς, αυτοτραυματιζόταν με διάφορα αντικείμενα και άλλα τέτοια. Οι «σατανάδες» του Black Metal που σόκαραν κάποτε τον κόσμο με τα σφαγμένα πρόβατα και τα μαχαίρια, θα έτρεχαν να κρυφτούν για να μη τους πετύχει καμιά κουράδα. Για τα κατορθώματα του είχε συλληφθεί δεκάδες φορές. Το 1989 είχε καταδικαστεί για μια περίεργη περίπτωση σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης.
Σε μια solo εμφάνιση του στο New York University έδωσε μια παράσταση που οι λιγοστοί θεατές δεν θα ξεχάσουν εύκολα… φορώντας μονάχα τις μπότες του και ένα κολάρο σκύλου, καθάρισε μια μπανάνα και αφού την έβαλε στον κώλο του, την πέταξε στο κοινό ρωτώντας το αν πεινάει. Διώχθηκε αμέσως μετά από ένστολους. Μάλλον δεν πεινούσανε.
Στις εμφανίσεις του σε εκπομπές της τηλεόρασης (Jerry Springer, Jane Whitney…) δεχόταν την έντονη αποδοκιμασία του κοινού με τις «εκκεντρικές» θεωρίες του. Ο GG Allin βρισκόταν σε ένα συνεχή πόλεμο. Ένας σταυροφόρος καφρίλας που ήθελε να κάνει το rock n roll ξανά επικίνδυνο…
Είχε αρκετά (περίεργα) τατουάζ στο σώμα του. Ο Merle λέει ότι η διαφορά των δικών του τατουάζ είναι ότι εκείνος πλήρωνε για αυτά, ενώ του GG του αρκούσε μια βελόνα και λίγο μελάνι. Χαρακτηριστικό το «LIVE FAST DIE»
Η αποστολή του σε αυτόν τον κόσμο τελείωσε στις 28 Ιουνίου του 1993 στη Νέα Υόρκη από υπερβολική δόση, μετά από μια επεισοδιακή συναυλία στο Gus station, όπου οι οπαδοί του βγήκαν στο δρόμο και έγινε της πουτάνας.
Το documentary «Hated: GG Allin and The Murder Junkies” έχει αρκετό ενδιαφέρον. Περιέχει συνεντεύξεις από τον GG Allin, τον αδερφό του, πρώην συνεργάτες όπως τον Dee Dee Ramone, τον γυμνό drummer, αποσπάσματα από live εμφανίσεις απείρου κάλους καθώς και σκηνές από την κηδεία του. Αρκετά «όμορφα» video υπάρχουν επίσης στο youtube για όποιον ενδιαφέρεται.
Ο GG Allin ήταν τα άκρα. Η προσωποποίηση της αρρώστιας και της σήψης του κόσμου όπου έζησε. Το δημιούργημα μιας κοινωνίας που ζει μέσα στο ψέμα και στον καθωσπρεπισμό. Πέθανε και έγινε άλλος ένας underground μάρτυρας του τρου Rock ‘n’ Roll…
Κατά συρροή δολοφόνοι, μανιακοί, τέρατα από άλλους πλανήτες, σχιστομάτικα φαντάσματα, γιγάντια μυρμήγκια, λυκάνθρωποι, βρικόλακες, σατανιστές, δαιμονισμένοι, μωρά δολοφόνοι… με δύο λόγια… ταινίες τρόμου! Κλειδώνεις την πόρτα, κλείνεις τα φώτα και διαλέγεις την πιο ασφαλή θέση. Αν είναι και χέσιμο η ταινία να εύχεσαι να μην χρειαστεί να πας στην τουαλέτα. Ο δολοφόνος μπορεί να είναι μέσα στην ντουζιέρα ή να τον αντικρίσεις στον καθρέφτη και να πάθεις καρδιακό επεισόδιο (αν είναι και ο Candyman τότε είναι που τη γάμησες). Καλά, αν θες να πας και στην κουζίνα τότε ας το καλύτερα. Μπορεί να βρεθείς με όλα τα μαχαιροπίρουνα καρφωμένα πάνω σου ή να βρουν το κεφάλι σου στο ψυγείο.
Είτε βρίσκεσαι σε πόλη είτε σε επαρχία, κινδυνεύεις το ίδιο. Ο Jason μπορεί να σκορπίσει τον θάνατο από μια κατασκήνωση, μέχρι στο Manhattan ή ακόμα και στο διάστημα! Το θέμα είναι, θα πας από την μαχαίρα του Jason ή από τα ζόμπι που στο “Κακό” έτρωγαν τους Αθηναίους?
Ακόμα και ο ύπνος έγινε επικίνδυνος όταν έχεις να κάνεις με τον Freddy. Ποιος δεν τρόμαξε όταν πρωτοείδε τον «εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες»? Θυμάμαι τον νεαρό Johnny Depp να τον καταπίνει το κρεβάτι του και έναν πίδακα αίματος να εκτοξεύεται στο ταβάνι! Ίδια μοίρα είχε και ο Kevin Bacon στο πρώτο “Παρασκευή και13” που βρήκε τραγικό θάνατο στο κρεβάτι του, από ένα μαχαίρι που τον διαπέρασε! Δεν το κρατούσε πάντως ο Jason… αν το ήξερε η Drew Barrymore στο “Scream” θα είχε γλιτώσει τον γκόμενο της από το ξεκοίλιασμα! Η τελευταία, ήταν η πρώτη “τρομακτική ταινία” που είδα στον κινηματογράφο.
Ήμουν δώδεκα χρονών και από τότε εθίστηκα άσχημα. Πήγαινα στο video club και νοίκιαζα αποκλειστικά ταινίες τρόμου. Διακόσες δραχμές η κασέτα για τρεις μέρες. Τρέλα!!! Τώρα δύο ευρώ για μία. Είχα δει φοβερές ταινίες όπως “Το Ξύπνημα Των Θρύλων”, “Ginger Snaps”, “Εξορκιστής”, “Hell Of The Living Dead” και αμέτρητες άλλες παλιές και πιο καινούριες.
Με την εξάπλωση του internet, ανοίχτηκαν άλλοι ορίζοντες. Εκεί που περίμενες μια ταινία στον κινηματογράφο ή σε κασέτα στο video club, την κατεβάζεις αμέσως και την βλέπεις ή την παίρνεις από τον “my friend” από την Σενεγάλη. Η συγκίνηση του κινηματογράφου όμως δεν συγκρίνεται (ούτε το ψάξιμο στα ράφια των video club).
Συγκίνηση προκαλεί και η αντίδραση της πλειοψηφίας του θηλυκού πληθυσμού. Το καλοκαίρι είδαμε με μια φίλη το “The Strangers” ή στα Ελληνικά “Κλείδωσες?”. Ήταν και η κοπέλα μου μαζί, αλλά πέρασε την περισσότερη ώρα έξω, και την υπόλοιπη στην αγκαλιά μου με κλειστά τα μάτια και τα αυτιά. Είχα καιρό να δω τόσο καλή ταινία. Αν δεν την έχετε δει, μην χάνετε χρόνο! Θυμάμαι επίσης το “The Texas Chainsaw Massacre”, το remake. Ήταν αρκετά καλό. Τα ουρλιαχτά στην αίθουσα ήταν αρκετά για να σε κουφάνουν. Μες την αρρώστια ξεχώριζε το ιδρωμένο κορμί της Jessica Biel από το “Seven Heaven”. Πολύ καλό ήταν και το “The Texas Chainsaw Massacre: The Beginning” που είχε αρκετή καφρίλα και εξηγούσε πως και γιατί ξεκίνησαν να σφάζουν. Τον πρώτο “σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι” (1974) του Hooper, όταν τον είδα σε κασέτα για πρώτη φορά, έμεινα μαλάκας από το ποσοστό αρρώστιας της ταινίας! Ήταν μεγάλη καφρίλα. Μια οικογένεια μες την παράνοια και ένα κτήνος με δερμάτινη μάσκα (Leatherface) και αμφιλεγόμενα γρυλίσματα!
Ο Tobe Hooper λίγα χρόνια αργότερα μας προσέφερε ένα ακόμα αριστούργημα, το “Eaten Alive” (1977). Ο Hooper κινείται στα ίδια αιματηρά μονοπάτια με τον σχιζοφρενή με το πριόνι. Εδώ δολοφόνος είναι ένας περίεργος ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, που έχει για φίλο έναν αχόρταγο κροκόδειλο!
Οι ταινίες τρόμου, είτε τις βλέπετε στον υπολογιστή, είτε στον κινηματογράφο, είτε σε dvd ή όπου αλλού, προσφέρουν ένα μοναδικό συναίσθημα ζεστασιάς που δεν θα το βρείτε αλλού. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος με τα καλά του και τα στραβά του, που μας περιμένει να τον εξερευνήσουμε σαν μικρά παιδιά. Από τις νοσταλγικές ταινίες της Hammer, μέχρι τα σύγχρονα remake του “Dracula”. Από τον Hooper και τον “Leatherface”, μέχρι την οικογένεια του Rob Zombie στο “The Devil’s Rejects”. Από το αλλόκοτο “The Blair witch project”, μέχρι το χεσμεντέ “Rec”… ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ευτυχώς έχω και πατζούρια! Καλό χέσιμο!