Αρχείο ετικέτας ποιηση

Παρουσίαση του Χρήστου Αντισθένη Ζάχου στις εκδόσεις των συναδέλφων στις 9 Μαΐου

Παρουσίαση του  φίλου και συνεργάτη μας Χρήστου Αντισθένη Ζάχου εφ’ όλης της ύλης με εκδοθέντα και ανέκδοτα ποιήματα. Θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Χάρης Λογγαράκης και Μαρία-Ειρήνη Φλουτσάκου. Την εκδήλωση θα συνοδέψει μουσικά ο Πάνος Γεωργαλής. Θα προλογίσει η Μαρία Γεωργίου.

Τετάρτη 9 Μαΐου, στις 8 μ.μ. στις Εκδόσεις των Συναδέλφων (Καλλιδρομίου 30, Εξάρχεια)

Η Νόσος της Ποίησης

https://www.facebook.com/events/373588396471666/

 

Ακούστε εδώ και μια συζήτηση του Χρήστου με την Θέκλα Τσελέπη στην εκπομπή «καθόμαστε στο κόκκινο» 105,5FM

*Για δική σας διευκόλυνση, (προσπερνώντας ειδήσεις διαφημιστικά κλπ) ακούστε από το 14 λεπτό κι έπειτα.

 

 

Παρουσίαση του Χρήστου Αντισθένη Ζάχου εφ’ όλης της ύλης, Παρασκευή 23/3 στις 8:00μμ, στο Ιδιώνυμο

Παρουσίαση
του Χρήστου Αντισθένη Ζάχου
εφ’ όλης της ύλης
με εκδοθέντα κι ανέκδοτα ποιήματα
θα διαβάσουν οι ηθοποιοί
Χάρης Λογγαράκης &
Μαρία Ειρήνη Φλουτσάκου
Την εκδήλωση θα συνοδέψει μουσικά
ο Πάνος Γεωργαλής με την κιθάρα του
Θα προλογίσει η Μαρία Γεωργίου
Παρασκευή 23/3 στις 8:00μμ.
Ιδιώνυμο – Κοραή 11Α Κορυδαλλός
(Πλατεία Αγ Γεωργίου)

Τρίτη 1/3/16 στις 9μμ στο Ράδιο Ψαλίδι, «Βραδινές Περιπλανήσεις – Αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη»

Τρίτη 1/3 στις 9:00μμ στο Ράδιο Ψαλίδι, οι «Βραδινές Περιπλανήσεις» επιστρέφουν με νέο αίμα και νέα φωνή και σας καλούν σε ένα ηδονικό ταξίδι στα λημέρια της ποίησης του Κ.Π. Καβάφη, ντυμένη με ανάλογα όμορφες μελοποιήσεις του έργου του και όχι μόνο…

Γεμίστε τα ποτήρια σας (ανάψτε τις πίπες σας, δέστε το “ψαγμένο” σας κασκόλ) και Συντονιστείτε στο Ράδιο Ψαλίδι να ταξιδέψετε μαζί μας.

«Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το
πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια
όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες
που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια
φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή —
και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες
ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα
στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες
επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες —
πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που
σε κύτταζαν•
πώς έτρεμαν μες στην φωνή,
για σε, θυμήσου, σώμα.»

Ράδιο Ψαλίδι
Προηγούμενες εκπομπές μπορείτε να ακούσετε εδώ

Δεν τραγουδούν για μας εμάς τα πουλιά …του Γιώργου Μικάλεφ

 

άνθρωποι όμορφα χορεύουν
μέσα στα όμορφα τους ρούχα
ήθος ασπρόμαυρης ταινίας
ηθικόν ακμαίον προς ακμαιότατον
λουστραρισμένη ανθρωπότης
στο κατώφλι του ολέθρου

τα ωραία τα χρόνια τα θαμπά
του κόσμου το κέντρο μια οπή
με ημερομηνία πλήξεως
μέχρι και τα πουλιά την ύμνησαν…
τα πουλιά των ανδρών
γιατί τα άλλα του ουρανού…

δεν τραγουδούν για εμάς τα πουλιά
ούτε για πράγματα ανούσια, νεκρά
το σύγχρονο πολιτισμό τον ανθρώπινο
στα σκατά θα τον εθάψουν
μαζί με τα κουφάρια μας
και δεν επρόκειτο να κλάψουν

κι όταν ούτε σπόρος
από την πούστικη τη ράτσα μας
στη Γη δεν θα υπάρχει
τότε λεύτερα θα πετούν αιώνια
και δεν θα πεθαίνουν στον αέρα
και δεν θα πεθαίνουν τραγουδώντας

Γιώργος Μικάλεφ

Ένα ωραίο πρωινό

Πάει καιρός από τότε που ζήτησα σε κάποιο βιβλιοπωλείο, ποιήματα του Ρώμου Φιλύρα και του Γιάννη Σκαρίμπα. Μου είπαν πως δεν υπάρχει τίποτα. Μετά από πολύ καιρό, βρήκα μόνο ένα (ίσως και το πιο σημαντικό) βιβλίο του Φιλύρα, το “Η ζωή μου εις το δρομοκαϊτειον”. Το πήρα φυσικά. Η έκδοση ήταν σχετικά πρόσφατη, του 2007. Η προηγούμενη, δεν θα ‘ταν το 1920;

Δεν ήμουν ποτέ βιβλιοφάγος και ούτε με ενδιέφερε να γίνω. Εραστής της ποίησης ίσως και των καταραμένων – χρησιμοποιώντας ευρύτερα τον όρο. Ήταν εύκολο να ανακαλύπτω “νέους” παλαιότερους συγγραφείς, κοιτάζοντας με μια πιο προσεκτική ματιά τα βιβλία που είχα διαβάσει.

Μέσα από την επιμέλεια του Γιώργου Σαββίδη στο έργο του Κ. Καρυωτάκη, γνώρισα τον Λεφτέρη Πούλιο, τον Κώστα Σοφιανό, το Χρήστο Βαλαβανίδη και άλλους. Μέσα από την ποίηση του Καρυωτάκη, τον Φιλύρα, τον Poe, τον Baudelaire, τον Verlaine και άλλους. Μέσα από τον Bukowski, τον Hemingway, τον Genet, τον Sartre, αλλά και τον Γιάννη Λειβαδά (όντας μεταφραστής του) και το κουβάρι, όσο έχεις διάθεση να τραβάς, τόσο εκτυλίσσεται.

Ήταν αναμενόμενο λοιπόν να ανακαλύψω πως, πολλοί απ’ αυτούς δεν υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία, αλλά ούτε και σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Και περισσότερο, οι ελληνόφωνοι ποιητές, χαμένοι ή πεταμένοι στα καλάθια αχρήστων. Έμαθα λοιπόν πού να ψάχνω μπας και βρω τίποτα σημαντικό.

Όταν μιλάς για ποίηση σε αυτό τον τόπο, όλοι θα σου πουν τρία και μόνο ονόματα – λες και όλα ξεκίνησαν και πέθαναν μαζί με αυτούς. Για άλλους, ούτε λόγος. Ή μάλλον, κάτι θα βρουν να σου πουν… η ποίηση δεν πουλάει, δεν φέρνουμε τέτοια βιβλία, γιατί δεν παίρνεις κι εσύ ένα μπεστ σέλερ τσελεμεντέ; Ξέρεις πόσο έχει πουλήσει αυτό; Ή, τι θα έλεγες για εκείνο το άρλεκιν, το διάβασα και είναι κάτα-ΠΛΗΚΤΙΚΌ! Αρκετά με αυτά. Με κούρασα!

Όταν λοιπόν, μετά από καιρό, ζήτησα ξανά από κεντρικό βιβλιοπωλείο στην Αθήνα για ποιήματα των Σκαρίμπα και Φιλύρα, η απάντηση ήταν η ίδια. Δεν υπάρχουν!

“Πώς γίνεται να μην υπάρχουν;” ρώτησα.

“Δεν γνωρίζω” ήταν η απάντηση.

Προφανώς, οι εκδοτικοί που είχαν τα δικαιώματα, έχουν εδώ και χρόνια κλείσει και κανένας άλλος εκδοτικός δεν έχει πάρει τα δικαιώματα να προβεί σε κάποια νέα έκδοση. Έτσι, δεν υπάρχουν!

“Κακώς”, είπα, “πολύ κακώς!” και αποχώρησα νιώθοντας στο πετσί μου κι ακόμα πιο μέσα, την περιφρόνηση, την αδιαφορία και το αλαζονικό γεμάτο μίσος, βλέμμα του πωλητή.

Ωραία ως εδώ, όλα καλά! Ίσως, αν δεν είχε ασχοληθεί ο Σαββίδης με τον Καρυωτάκη, να μην γνωρίζαμε το έργο του. Κι αν κάπως μαθαίναμε γι’ αυτό, να το ψάχναμε σε κλειστούς εκδοτικούς, σε σούπερ μάρκετ βιβλιοπωλεία και να μας έλεγαν με θρασύτητα: «Δεν υπάρχει!». Ίσως ο κόσμος να χόρτασε από αυτοκτοονημένους ποιητές και να τους καταδίκασε όλους σε έναν αιώνιο θάνατο, χειρότερο από τον βιολογικό. Ίσως κι εγώ να βαρέθηκα να ασχολούμαι με όλα αυτά και να κοιτάξω να πάω με τους άλλους μαζί, ή με αυτούς, ή με εκείνους, ή με εσάς! Ίσως να φωνάξουμε όλοι μαζί – ελάτε λοιπόν, μην ντρέπεστε – ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥΣ!!! (συγνώμη Κατερίνα, αλλά ξέρω πως εσύ δεν έγινες ποτέ «ποιητής» όπως το εννοούνε. Ούτε κι εσύ Νικόλα. Εσύ ήσουν Κροκ!).

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΟΙ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΑΝ ΑΚΟΜΑ! ΦΥΛΑΧΘΕΊΤΕ! ! !

Χρήστος

Ανθολόγιο (τεύχος#4)

Όσο πολύ κι αν προσπαθείς,
όσο μακριά κι αν πέσεις,
στον πούτσο μου θα καρφωθείς
να μην μπορείς να χέσεις!

………………………………………………….
Πάνω ψηλά στον Όλυμπο που ‘χει δυο μέτρα χιόνι,
σε πήδαγα και μου ‘λεγες “Η τρύπα μου κρυώνει”
Κι όταν σου τον εφόρεσα τον πούτσαρο στον κώλο
σου άρεσε που έβλεπες απέναντι στον Βόλο

……………………………………………………
Ο πούτσος μου εχόρευε ζεϊμπέκικο βαρύ
Κι εσύ που τον εκοίταξες τον ήθελες πολύ
Σηκώθηκες λοιπόν, χτυπώντας παλαμάκια
και έβαλες στο στόμα σου τα δυο μου αρχιδάκια

Ελένη

διαβάστε και άλλα από το ανθολόγιο της Ελένης

*από το τεύχος #4 που μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ

“THE GHOST OF ROBERT IRWIN”

Another night in the hospital
And my mind is growing digital
I think there’s something wrong in here
A lack of pain, a lack of fear
………………………………………….

I could build castles with my head
My paintings were black and sometimes red
Self mutilation was never easy
And the doctors are always busy
……………………………………………

It’s October of 1932
So many things I have to do
But I’m tied on my hospital bed
Talking every day with a brain-dead
………………………………………….

“I am the ghost of Robert Irwin
You can see me only when you are drinking
I am the ghost of Robert Irwin
And my dream is out of sleeping”
……………………………………….

Today my mind was clear to see
A little girl smiling to me
I never thought that it could be
Please Alice set me free
……………………………………….

She was an angel but she was blind
She used to help me with my mind
But now she said I’m going too far
It seems to me another scar
…………………………………………

Now I walk alone the street
And I don’t give no goddamn shit
The priest said that I’m a sinner
But Ethel called me handsome dreamer
………………………………………………….

“I am the ghost of Robert Irwin
You can see me only when you are drinking
I am the ghost of Robert Irwin
And my dream is out of sleeping”
………………………………………………

Veronica always asked for more
She’s just a little fucking whore
About art she doesn’t care
And now I feel only despair
…………………………………………

I watch my life fades away
I’ll bet this is my final day
No one cares what’s in my head
So I send them to the dead
……………………………………..

Now it’s 1938
I can’t feel no more hate
Sleeping in my cold cell
There’s a place for me in hell

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη-ζωής

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΗ

 

Αμάρτησα η δύστυχη με αμαρτία τόση,
που μόνο ένας δέσποτας μπορούσε να με σώσει.
Ξεκίνησα η αμαρτωλή για το μικρό ξωκλήσι,
να πάω να βρώ το δέσποτα να με ‘ξομολογήσει.

……………………………………………………………….

–«Καλή σου μέρα Δέσποτα, έχεις για λίγο χρόνο;
Είναι βαρύ το κρίμα μου, έχω μεγάλο πόνο.»
–«Πέρασε μέσα τέκνο μου να ξομολογηθείς,
κι απ’τον μεγαλοδύναμο στο τέλος θα κριθείς.»

……………………………………………………………..
Άρχισα να του ‘μολογώ όλες τις αμαρτίες,
τα κρίματα, τα βάσανα, πολλές μου ακολασίες,
τρίσβαθα της ψυχούλας μου και το κρυφό μαράζι,
και ένιωσα τον Δέσποτα να βαριαναστενάζει.

……………………………………………………………….
Λυπάται ο έρμος σκέφτηκα, ραγίστηκε η ψυχή του.
που να την είχα φανταστεί τη θύελλα στο κορμί του.
Κει που ξομολογιόμουνα της αμαρτίας τη μέθη, (τη δυσκολία των όχι)
το χέρι του δεσπόταρου μέσ’στο βρακί μου ευρέθη. (εχώθη)

…………………………………………………………….
Ταράζομαι και σείομαι απ’το βουβό το πάθος
κι αναφωνεί ο Δέσποτας: «Θεέ μου μέγα λάθος».
Ψαχούλευε ο άθλιος του κώλου μου το χάσμα
σιγανομουρμουρίζοντας: «Ωωωω..μα τι θείο φάσμα».

……………………………………………………………
«Αυτός είναι υπέροχος, διαολεμένος κώλος,
τέτοιον δεν έχει η παπαδιά, δεν έχει ο κόσμος όλος.»
«Αλίμονο», ανέκραξε, «και άλλο δε θ’αντέξω»,
και έβγαλε τον πούτσο του από το ράσο έξω.

………………………………………………………….
Συνέχισα να του μιλώ για λάθη περασμένα
κι αυτός τον έπαιζε αργά, αργά και καυλωμένα.
Μονολογούσε ο Δέσποτας: «Τέκνο μου λέγε κι άλλα…
πες για τις πίπες τις τρελές, τα όργια τα μεγάλα!!!!!!!!!!!!».

…………………………………………………………..
Με εντολή του Δέσποτα συνέχισα να λέω
και κάπου κάπου βούρκωνα, με έπιανα να κλαίω.
Του έλεγα για πηδήματα, για τις παρτούζες όλες
και για το πώς ερούφαγα αχόρταγα τις ψώλες.

…………………………………………………………….
Και χάιδευε και βόγκαγε, έψελνε και τρισάγιo,
και κάπου κάπου έλεγε: «Θεέ, δώς μου κουράγιο.»
Λεπτομερείς περιγραφές μου ζήταγε να κάνω,
Αλλιώς, κατά πώς έλεγε, την άφεση τη χάνω.

…………………………………………………………..
Ο Δέσποτας είχε φτιαχτεί και μέρα μεσημέρι
απ’το πολύ το παίξιμο, τούχε πιαστεί το χέρι.
Εμούγκριζε και γκάριζε, καύλα είχε μεγάλη,
όταν στα ξάφνου με βουτά, με πιάνει απ’το κεφάλι.

…………………………………………………………
«Ώρα να σκύψεις τέκνο μου, τι η αμαρτία μεγάλη
σε όσα χρόνια λειτουργώ… δεν είδα τέτοιο χάλι!!!!!!!!»
Αφού το είπε ο Δέσποτας…τι άλλο πια να κάνω…
στην πίπα επιδόθηκα χωρίς να αμαρτάνω.

…………………………………………………………
–«Σ’αρέσει έτσι Δέσποτα, το θες κάπως αλλιώς?»
–«Καλά το κάνεις τέκνο μου, ορθώς πολύ ορθώς.»
–«Δέσποτα εκουράστηκα… μου πιάστηκε το στόμα.»
–«Συνέχισε αμαρτωλή…πολύ απέχω ακόμα.»

……………………………………………………………..
Άαααααααααντε να τού’βρω το ρυθμό, να φύγει η αμαρτία
πίπα σε γέρικη ψωλή είν’ σκέτη μαλακία.
Κι εκεί που σιγοέβριζα: «το κέρατό μου όλο»
με τρόμο ακούω τον Δέσποτα: «Και τώρα θέλω κώλο».

…………………………………………………………
Ε τι να κάνω…γύρισα…μ’έπιασε απ’τη μέση
κι ευχόμουνα η άμοιρη ο πούτσος του να πέσει.
Αμ… ο Δεσπότης ντούρεψε σαν είδε τέτοιον κώλον
και άρχισε να φωνασκεί: «Θα στονε χώσω όλον».

…………………………………………………………….
Και όρμησε ασυγκράτητος, ουρλιάζοντας «ΧΡΙΣΤΕΕΕΕΕΕΕ ΜΟΥ»
τόση ευλάβεια, εγώ, δεν είχα δει ποτέ μου!!!
Λυσσομανούσε ο έκφυλος, σκούζοντας «ΑΜΑΡΤΩΩΩΩΩΩΩΩΩΛΑΑΑΑΑΑ»
«Για να σωθείς ακόλαστη, θα μου τα πάρεις όοοοοοοοολα».

…………………………………………………………….
Πετάχτηκ’ απ’το κεφάλι του ως και το καλυμμαύκι,
τον ένιωθα να καίγεται σαν της Λαμπρής κεράκι.
Σε μια στιγμή εφώναξε: «Σ’αρέσει αυτός ο πούλος;»
που μόνο δεν γκρεμίστηκε της εκκλησιάς ο τρούλος.

…………………………………………………………..
Και «τι σου κάνω μάνα μου;» κι ήθελε να απαντάω
«Όλον τον δίνεις Δέσποτα, με κάνεις να πονάω…»
Και δώστου-πάρτου ο Δέσποτας, «σε σκίζω βρε καριόλα»
«Γαμώ τον κώλο σου γαμώ και τα καντήλια όλα.»

……………………………………………………………
Κι εκεί που είχε χαραχτεί πόνος στα δυό μου χείλη
στον κώλο μου εμπλέχτηκε το θείο πετραχήλι.
Μα αυτός εκείιιιιιι ακράτητος: «Ναι, όλον σου τον δίιιιιιινω»
και τέλος ζητωκραύγασε «Αμαρτωλή σε χύυυυυυυυνω»!!!!!!!!!!!

……………………………………………………………..
Απόκαμε ο Δέσποτας, πέφτει πίσω στον πάγκο,
για μια στιγμή εγώ νόμισα πως έπαθε λουμπάγκο.
«Ώρα καλή σου τέκνο μου και πλέον μη λυπάσαι,
τι ο θεός σε άκουσε, ευλογημένη νάσαι.»

………………………………………………………………
«Ύπαγε τώρα τέκνο μου, πλέον μην αμαρτάνεις,
αντί για σεξ, πρέπει εσύ μια προσευχή να κάνεις.
Κι αν η ψυχή σου τέκνο μου στο μέλλον αμαρτήσει,
πρόθυμος είν’ ο Δέσποτας να σε ‘ξομολογήσει.»

Διαβολοτάτη

ΣΚΙΕΣ

Τέλεια φαίνονται όλα
φήμες είναι όμως κακές
γιατί εγώ φοβάμαι
του νου μου τις σκιές

Και θ’ αυτοκτονήσω
μια μέρα σκοτεινή
που ήλιος θα ‘χει φύγει
για χώρα μακρινή

Και θα με συγχωρέσεις
μια νύχτα μαγική
που θα σου ψιθυρίσω
πως σ’ αγαπώ στ’ αυτί

Στ’ αστέρια θα το γράψω
κι όταν ψηλά κοιτάς
θα βλέπεις τι σου είπα
και θα χαμογελάς

Θοδωρής

διαβάστε ποιήματα του Θοδωρή εδώ

*από το τεύχος 6

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΙΜΟΛΑ

Πέντε φίλοι κάθονταν και τα έπιναν ένα βράδυ
στο διπλανό παγκάκι είχε αράξει ένας γέρος
παράξενα άρχισε να μιλά, για θρύλους αρχαίους
για ιστορίες ξεχασμένες και για ήρωες νεκρούς

Και όπως τα ‘φερε η ρημάδα η κουβέντα
τους είπε για έναν θησαυρό πολύτιμο
που η ινδιάνικη φυλή των Ιμόλα έκρυψε
βαθιά μέσα σε μια καταραμένη σπηλιά

Οι πέντε φίλοι τότε σηκώθηκαν αμέσως πάνω
και πήγαν και φτιάξαν τις βαλίτσες τους
στο πρώτο πλοίο μπήκαν για να βρουν
τον χαμένο υπερπολύτιμο θησαυρό τους

Χρόνια έψαχναν τη μυστική σπηλιά
ακούραστοι, με τους σάκους στον ώμο
και τελικά τη βρήκαν, αγνοώντας όμως
τα σχέδια της παιχνιδιάρας μοίρας

Μέρες βάδιζαν στα σκοτεινά μονοπάτια
το πρωτόγονο ένστικτο ακολουθώντας
ώσπου στο τέλος να τος μπροστά τους
ο περίεργος θησαυρός των Ιμόλα

Ούτε βουνά χρυσάφι, ούτε νομίσματα
παρά μόνο ένας όρθιος σκελετός
και πάνω στο λευκό κρανίο του
ένα στέμμα σκοτεινό να φεγγοβολά

Όλοι το φόρεσαν εκτός από έναν
μα στο κεφάλι πάνω όταν το ‘βαζαν
μια σπίθα απόκοσμη έλαμπε στα μάτια
και το στέμμα όλο και σκοτείνιαζε

Σε λίγο τσακώνονταν και βρίζονταν
το στέμμα ποιος πρώτος θα φορέσει
και στο τέλος ο ένας έφαγε τον άλλον
και το αίμα τους έβαψε το πάτωμα

Κι όταν μόνος έμεινε ο πέμπτος της παρέας
τη πηγή του μαύρου φωτός πήρε στα χέρια
στο κεφάλι τη φόρεσε δίχως δεύτερη σκέψη
η λογική ξεψύχησε, η παράνοια κυριάρχησε

Το τέλος του κακόμοιρου ήταν αποτρόπαιο
οι σιχαμερές λεπτομέρειες ας παραληφθούν
το στέμμα πλέον κολυμπά μεγαλοπρεπές
μέσα σε μια λίμνη με αίμα και σάρκες

Γέλια ακούστηκαν τσιριχτά και απαίσια
και δυο δαίμονες βγήκαν απ’τις σκιές
το στέμμα βάλανε στη θέση του ξανά
και χορό στήσανε πάνω από τα πτώματα

Κι αφού τη δίψα τους λαίμαργα ξεδίψασαν
μεταμορφώθηκαν σε γέρικες φιγούρες
και στους δρόμους ξεχύθηκαν να διηγηθούν
το θρύλο για το θησαυρό των Ιμόλα
Θοδωρής

δημοσιεύτηκε  στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού Το Κόλο