Αντάμπαρα: το αντάμπαρα είναι η πρώτη λέξη που πρέπει να μάθεις, μετά το τουρουτουτούρου βέβαια. Το αντάμπαρα το χρησιμοποιούμε όταν μια κατάσταση έχει καλώς. Για παράδειγμα όταν ρωτάμε: την έβγαλες την παραγγελία; Απαντάμε με αυτή τη λέξη.
Τουρουτουτούρου: το τουρουτουτούρου το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε πως κάτι είναι σε εξέλιξη. π.χ. “να δέσω αυτό το κιβώτιο;” η απάντηση είναι τουρουτουτούρου. Το τουρουτουτούρου ήταν και η πρώτη λέξη που βγήκε και πάει με όλα.
Ουασάλαπα: αυτή η λέξη ακολουθεί τις δυο προηγούμενες και είναι το συμπέρασμα των δυο πρώτων. π.χ. αντάμπαρα+τουρουτουτούρου=ουασάλαμπα. Δηλαδή όλα έχουν γίνει όπως πρέπει. Τραβουντέι: αυτή η λέξη χρησιμοποιείται όταν κάτι συμβαίνει. π.χ. τι έχεις ρε? Τραβουντέι! Ο συνομιλητής καταλαβαίνει πως κάτι έχεις.
Γκαγκανιέλα: αυτή η λέξη είναι συμπερασματική και κι ενδεικτική παράλληλα. Δηλαδή παίρνω χαμπάρι τι γίνεται.
Αμπέμπα μπεάκουε: χρησιμοποιείται ως ονομαστική λέξη για κάποιο πρόσωπο.
Γιουπρουκρούτνι: δείχνει μια κατάσταση… περίεργη.
Αλ Μαχμούτ γουασάλαπα: αυτή η λέξη είναι για πολύ προχωρημένους και δεν θα καταλάβεις.
Γουασάλαπα πάπαλα!: η κατάληξη και το τέλος μια κατάστασης.
Μπάκα—μπάκα: αυτή η λέξη προσδιορίζει πως όλα εξελίσσονται καλώς.
Αβαβά!: αυτή η λέξη δείχνει μια κατάσταση. Λέμε η κατάσταση είναι αβαβά!
Κουρκουτέλια!: αυτή η λέξη σημαίνει πως όλα είναι ανακατεμένα και μπερδεμένα.
Πιπιρικιτίκι: λέξη πειραχτική με αίσθηση χιούμορ κι επίσης δύσκολη για νέους χρήστες να την κατανοήσουν.
Ούμα πάρα ούμα: ε, μη θέλεις να τα ξέρεις και όλα… αυτό δεν θα μάθεις ποτέ τι σημαίνει. Ας κρατήσουμε και κάτι για μας να συνεννοούμαστε χωρίς να καταλαβαίνουν οι επιτήδειοι
Ασάταρα—τάταρα: αυτή η λέξη σημαίνει το αυτονόητο. Ότι όλα είναι φώς φανάρι.
Σούξου μούξου τουρουρού:κουραφέξαλα! Αυτό δεν σημαίνει τίποτα!
Πλίτσι—πλίτσι: θα στάξεις!!!
Τσίντσιρι: σκατά στα μούτρα σας βρομώπουστες, μαλάκες ανυποψίαστοι.
Αφού λοιπόν μάθεις να χρησιμοποιείς αυτές τις λέξεις στο καθημερινό σου λεξιλόγιο, είσαι έτοιμος να πιάσεις δουλειά ως χαμάλης σε μια αποθήκη χωρίς μησθό και ΙΚΑ, αλλά με πολλούς ΡΟΥΦΙΑΝΟΥΣ!
Εμπρός λοιπόν άξιε νέε!
Ο Πούτσος μου είναι αξιοθέατο! Θα βάλω ζωγράφους να Τον ζωγραφίσουν, φωτογράφους να Τον φωτογραφίσουν και ποιητές λυρικούς, μελωδικά με στίχους λατρείας να Τον εκθειάσουν!
Θα Τον εκθέσω σε μουσεία, γκαλερί και εικαστικές εκθέσεις, να πληρώνουν είσοδο για να Τον δουν και να Τον θαυμάσουν από κοντά, τουρίστες και λοιποί φίλοι του κάλους και του εκλεκτού.
Θα γίνει αντικείμενο μελέτης από τους ειδικούς και θα κερδίσει την Αθανασία που του πρέπει.
Για την διάδοση της γνώσης του κάλους, θα διδάσκεται στα σχολεία και θα είναι απαραίτητο μάθημα για όλες τις ειδικότητες στα πανεπιστήμια. Η ημέρα της πρώτης Του εκσπερμάτωσης, θα κηρυχθεί επίσημη αργία παγκοσμίως. Οι νέοι που θα θέλουν να λάβουν λίγο από το μεγαλείο Του, θα μαζεύονται στις πλατείες και θα αυνανίζονται φιλοσοφώντας προς τιμήν του.
Θα γίνει σύμβολο λατρείας και γονιμότητας και θα τιμάται από χιλιάδες πιστούς ανά τον κόσμο. Θα καθιερωθεί ημέρα λατρείας η ημερομηνία της γέννησης Του, και θα στηθεί στον τόπο όπου έζησε και μεγαλούργησε, ένας μεγαλοπρεπής ναός, όπου θα φέρει αγαλμάτινο ομοίωμα Του σε πραγματικές διαστάσεις(!) εντός του ναού. Επίσης, γύρω Του θα υπάρχουν και διάφορα άλλα ομοιώματα Του, σε διάφορες φάσεις (στητός, πεσμένος, ντεμί, προφίλ, αμφάνς κ.α.) Το εξωτερικό σχήμα του ναού θα έχει το σχήμα Του—σε τεράστιες όμως διαστάσεις για να χωράνε όλοι οι πιστοί.
Τα Αιδοία που θα Τον έχουν γευτεί, θα τιμώνται και θα δοξάζονται σε ειδικές τελετές ως ευλογημένα απ’ Αυτόν. Θα αγιοποιηθούν και θα συνουσιάζονται με κάθε πιστό για να μεταδώσουν λίγη από την ευλογία Του. Στο εσωτερικό του ναού θα υπάρχουν αγαλμάτινα ομοιώματα των Αιδοίων αυτών και θα είναι στημένα περιμετρικά γύρω από το ομοίωμα Αυτού. Το ομοίωμα Αυτού θα βρίσκεται στο κέντρο του ναού.
Εκεί θα μαζεύονται οι πιστοί και θα κάνουν τις τελετές δοξασίας. Έπειτα θα συνουσιάζονται όλοι μαζί ενώ θα ψάλουν λόγια τιμητικά που—ο Μέγας Πούτσος—τους αξίωσε να απολαύσουν αυτή την μεγάλη παρτούζα και σήμερα. Κατά τη διάρκεια της ομαδικής συνουσίας, θα εκστασιάζονται με κρασί, μπύρα και χασίς πρώτης ποιότητας. Μετά την τελετή λατρείας, θα αποχωρούν από τον ναό ευλαβικά, ενώ στο πέρασμα τους δεν θα αφήνουν τίποτα όρθιο και αγάμητο από την έκσταση και την ευλογία που έχουν πάρει από τον Μέγα αυτό αναρχικό, φιλήδονο, ποιητικά πλασμένο, θεϊκό Πούτσο.
Θα αποκτήσει αποστόλους που θα γυρνάν τον κόσμο και θα διδάσκουν το έργο Του. Θα γίνει θρησκεία και οι πιστοί θα Τον τιμούν με έναν αυνανισμό κάθε μέρα ή ένα γαμήσι.
Αμαρτωλοί θα θεωρούνται εκείνοι που μένουν ανέραστοι και αυτοί που αρνούνται, κόντρα στη φύση τους, τον αυνανισμό. Η τιμωρία τους θα είναι αυτό που οι ίδιοι επιλέξανε, δηλαδή να παραμείνουν ανέραστοι μακριά από κάθε ηδονή της ζωής. Όσοι μετανοούν, ο Μεγάλος Πούτσος θα τους συγχωρεί και θα τους δέχεται στο Βασίλειο της “ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΔΟΝΗΣ”!
Και οι δοξολογίες αυτές θα γίνονται εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Στα 15 της η Kathleen Maddox το ‘σκασε απ’ το σπίτι. Από μια σύντομη σχέση με τον καρπερό συνταγματάρχη Scott η Kathleen έμεινε έγκυος. Ο συνταγματάρχης βρήκε άλλη και αυτή στα 16 της πια, πήγε και γέννησε το παιδί του στο Cincinnati, Ohio στις 12 Νοέμβρη του 1934. Αργότερα παντρεύτηκε κάποιον William Manson και ο γιος της πείρε το επώνυμο του συζύγου της. Η Kathleen ήταν αλκοολικιά και ελευθέρων ηθών και λέγεται πως κάποτε πούλησε το παιδί της με αντάλλαγμα μπύρα…
Ο θείος του όμως τον πήρε πίσω λίγες μέρες μετά. Με τον θείο και τη θεία του έμεινε για ένα διάστημα καθώς η μάνα του συνελήφθη για ληστεία μαζί με τον αδερφό της και έφαγε πέντε χρονάκια. Ο θείος και η θεία ήταν θρήσκοι και τον έπαιρναν στην εκκλησία αλλά δεν του άρεσε καθόλου η εκκλησία. Το σπίτι τους ήταν μεγάλο και ο μικρός Charles είχε ότι ζητούσε. Όπως αναφέρει ο ίδιος είχε και έναν θείο που από ότι φαίνετε είχε πάρει τα βουνά. Αυτός του είχε πει: “Δεν παραδινόμαστε, είμαστε ακόμα επαναστάτες και θα είμαστε επαναστάτες μέχρι το τέλος του κόσμου”.
Όταν βγήκε η μάνα του, τον έπαιρνε μαζί της από δω και από εκεί σε ξενοδοχεία με τους εραστές της. Ήθελε να τον δώσει για υιοθεσία αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι ο Charles κατέληξε στον Gibault School for Boys. Το ‘σκασε από εκεί δέκα μήνες αργότερα και πήγε να βρει τη μάνα του αλλά εκείνη δεν τον ήθελε… ο ίδιος λέει πως η μάνα του, του έμαθε πως ότι του έλεγε ήταν ψέμα και έτσι έμαθε να μην πιστεύει κανέναν και για τίποτα.
Ακολούθησαν μικροκλοπές ώσπου τον συνέλαβαν και τον έβαλαν σε κάποιο ίδρυμα από όπου το έσκασε μια μέρα μετά. Μετά τον έβαλαν στο Boys Town (σαν όνομα από gay-band ακούγεται) και το μεγάλο αυτό γεγονός το έγραψαν και στην εφημερίδα! Τέσσερις μέρες μετά το έσκασε και ακολούθησαν δύο ένοπλες ληστείες. Στην δεύτερη όμως τον τσακώσανε και τον οδήγησαν στο Indiana School for Boys όπου εκεί όπως λέει τον βίαζαν και τον χτυπούσαν επανειλημμένα. Όταν μπήκε ήταν 13 χρονών. Από αυτό το κολαστήριο το έσκασε 18 φορές! Οι ληστείες και οι κλοπές συνεχίστηκαν και εξελίχθηκαν και ακολούθησε εγκλεισμός σε αρκετά ιδρύματα… National Training School for Boys, Natural Bridge Honor Camp, Federal Reformatory στο Petersburg Virginia και στο Federal Reformatory στο Chillicothe Ohio από όπου βγήκε το 1954 σε ηλικία 19 ετών. Είχε λάβει κάποια μόρφωση και έδειχνε να έχει φτιάξει… Στα 20 του παντρεύεται την δεκαεφτάχρονη Rosalie Jean Willis και τα βγάζει πέρα με διάφορες δουλειές εδώ και εκεί και με καμιά κλοπή αυτοκινήτου. Συνελήφθη τον Μάρτη του 1956 και έφαγε ποινή τριών ετών στο Terminal Island στο San Pedro της California. Εντωμεταξύ η Rosalie γέννησε τον Charles Manson Junior. H Rosalie τώρα έμενε μαζί με την πεθερά της και επισκέπτονταν τον Charles μαζί στη φυλακή μέχρι που η πρώτη βρήκε γκόμενο. Ο Charles τα έκανε σκατά στη συνέχεια αφού πήγε να αποδράσει πάλι και έφαγε 5 χρονάκια υπό αστυνομική επιτήρηση. Όταν βγήκε ασχολήθηκε με κλοπές, πλαστογραφήσεις και εργάστηκε και σκληρά ως νταβατζής… αυτά είχαν ως συνέπεια ο Charlie να φάει δέκα χρόνια φυλακή. Βγήκε λίγο νωρίτερα, στις 21 Μαρτίου του 1967 και λέγετε πως δεν ήθελε να βγει. Ήταν ακόλουθο έχοντας περάσει την μισή ζωή του σε φυλακές, ιδρύματα και αναμορφωτήρια να θεωρήσει την φυλακή σαν το σπίτι του! Την περίοδο του εγκλεισμού του, έμαθε να κόβει τους ανθρώπους με το μάτι και έμαθε να ζει στην αλήθεια της φυλακής. Επίσης διδάχτηκε κιθάρα από τον gangster εποχής Alvin “Creepy” Karpis. Έτσι άρχισε να παίζει κιθάρα και να γράφει μουσική κατά την περίοδο του εγκλεισμού του. Όταν βγήκε είδε τον κόσμο που είχε αλλάξει. Το Haight-Ashbury της California ήταν ο παράδεισος των hippies. Εκεί ξεκίνησε η δημιουργία της οικογένειας του Charles Manson…
Όταν συνάντησε την Lynette “Squeaky” Fromme της μίλησε και της είπε πως την έδιωξε ο πατέρας της από σπίτι. Εκείνη γοητεύτηκε από τον Manson και τον ακολούθησε. Η Patricia Krenwinkel, καλλιτεχνικής και φιλάνθρωπης φύσης που προέρχονταν από “καλή” οικογένεια ήθελε να αγαπήσει και να αγαπηθεί απεγνωσμένα… με τον Charles ένοιωθε αμέσως αυτή την αγάπη. Το βράδυ που έκαναν έρωτα ένοιωσε την αγάπη αλλά μετά την καταδίκη της, τον αποκαλεί νταβατζή, πως προσέλκυε τους άντρες με τις γυναίκες τις οικογένειας (δεν ήταν ψέμα, αλλά ήταν επιλογή τους). Ο Manson απέκτησε οπαδούς χρησιμοποιώντας την φιλοσοφία του, την αγάπη, το sex και τα ναρκωτικά. Το καλοκαίρι του 67 έφυγαν από τον San Francisco και με ένα χίπικο λεωφορείο ταξίδευαν πέρα-δώθε στα παράλια της Καλιφόρνιας. Στο μυαλό του είχε καρφωθεί η ιδέα να γίνει rock ‘n’ roll star και να μεταδώσει στους ανθρώπους τις ιδέες του με τα τραγούδια του…
Την άνοιξη του 1968 ο Dennis Wilson των Beach Boys σταμάτησε και πήρε δύο γυναίκες της οικογένειας που έκαναν οτοστόπ. Στη συνέχεια η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Wilson για κάποιους μήνες και ο Wilson τους πλήρωσε χρυσούς αυτούς τους μήνες. Πάνω από 20 άτομα είχαν εγκατασταθεί σε λίγο καιρό στο σπίτι. Εκεί ο Manson γνώρισε τυχαία τον Charles Watson (Tex) όπου αργότερα θα γινόταν μέλος της οικογένειας. Χάρη στον Dennis Wilson, ο οποίος πλήρωσε όλα τα έξοδα, ο Charles Manson ηχογράφησε στο studio κάποια τραγούδια του τα οποία όμως δεν είχαν κανένα μέλλον πράγμα που τον εξόργισε αρκετά. Αν τότε ο Manson είχε βγάλει κανένα δίσκο, πιστεύω πως θα είχαν αποφευχθεί τα αιματηρά γεγονότα του 1969. Βέβαια και τον Hitler θα μπορούσαμε να τον ξέραμε ως διάσημο ζωγράφο αλλά η ιστορία είχε άλλα σχέδια…
Τον Αύγουστο του 1968 η ιστορία με το σπίτι του Wilson είχε παρατραβήξει και η οικογένεια βρήκε νέο σπίτι σε ένα ράντσο όπου παλιότερα στην περιοχή αυτή γύριζαν ταινίες. Το ράντσο ανήκε σε έναν μισότυφλο, ογδοντάχρονο γέρο, τον George Spahn. Οι κοπέλες της οικογένειας του προσέφεραν χάδια και όλα ήταν μια χαρά. Για να ξεφεύγουν έπαιζαν διάφορους ρόλους… κάνανε τους cowboys, τους γύφτους, τους πειρατές. Όπως λένε τα μέλη της οικογένειας, κάθε μέρα ήταν Halloween. Πέρα απ’ αυτά ο Manson άρχισε να αυξάνει τον έλεγχο με ναρκωτικά και happenings όπως αυτό της σταύρωσης. Αναπαράσταιναν την σταύρωση του Χριστού με τον Manson πρωταγωνιστή και κάτω από την επήρεια ναρκωτικών η τελετουργία περνούσε σε άλλες διαστάσεις… Στις αρχές του Νοέμβρη απομονώθηκαν στην κοιλάδα του θανάτου (Death Valley). O Manson είχε πάθει κάτι παραπάνω από εμμονή με τα τραγούδια των Beatles… πίστευε πως περιείχαν μηνύματα για αυτόν… HELTER SKELTER. O Manson ήθελε να προκαλέσει φυλετικό πόλεμο ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς. Το κλίμα ήταν αρκετά τεταμένο στη χώρα είδη. Όταν θα ξεσπούσε ο πόλεμος η οικογένεια θα έβρισκε προστασία σε μια κρυφή πόλη μέσω μιας τρύπας που βρισκόταν στην έρημο, “bottomless pit”. Ο πόλεμος θα έληγε με νίκη της μαύρης φυλής αλλά επειδή θα ήταν ανίκανοι να κυβερνήσουν τον κόσμο θα έβγαινε ο Manson από τον λάκο, θα έστελνε του μαύρους να μαζέψουν βαμβάκι και θα έκανε κουμάντο αυτός.
Ακολούθησε απομόνωση και παράνοια η οποία αυξήθηκε όταν στο μυαλό του Manson καρφώθηκε η ιδέα ότι είχε σκοτώσει έναν μαύρο πάνθηρα και ότι οι πάνθηρες θα έπαιρναν εκδίκηση χτυπώντας την οικογένεια. Στην πραγματικότητα ήταν ένας μαύρος έμπορος ναρκωτικών.
25 Ιουλίου, 1969, τρία μέλη της οικογένειας στέλνονται στο σπίτι του Gary Hinman με σκοπό να πάρουν χρήματα από κάποια δουλειά με ναρκωτικά που δεν φέρθηκε εντάξει. Τον κράτησαν αιχμάλωτο στο ίδιο του το σπίτι για δύο μέρες. Πέρασε μια βόλτα και ο Charlie και του ‘κοψε το αφτί με ένα σπαθί. Μετά ο Bobby Beausoleil (μέλος της οικογένειας, μουσικός, ηθοποιός και συνεργάτης του Kenneth Anger) μαχαίρωσε τον Gary μέχρι θανάτου και βάλε. Όταν βρέθηκε το πτώμα ο τοίχος έγραφε με το αίμα του “POLITICAL PIGGY”.
Στις 9 Αυγούστου του 1969, στο σπίτι του σκηνοθέτη Roman Polanski ο οποίος απουσίαζε, βρισκόταν η σύζυγος του Sharon Tate (8 μηνών έγκυος), ο κομμωτής Jay Sebring (πρώην γκόμενος της Sharon), ο Wojciech Frykowski (φίλος του σκηνοθέτη) με την γκόμενα του την Abigail Folger (σερβιτόρα) και ένας νεαρός που βρισκόταν απ΄ έξω στο αυτοκίνητο του, ο 18χρονος Steven Parent. Ο τελευταίος σκοτώθηκε πρώτος. Ο Watson μαζί με την Atkins, την Krenwinkel και την Kasabian έφτασαν στο σπίτι. Ο Manson είχε δώσει οδηγίες στον Watson και στις γυναίκες είπε να κάνουν ότι τους πει ο Watson. Αυτός μπαίνοντας πρώτος πυροβόλησε τον Parent 4 φορές. Στην συνέχεια μπήκε στο σπίτι από ένα παράθυρο. Πλακώθηκε στο ξύλο με τον Frykowski και όταν τον ρώτησε τι και πως ο Watson απάντησε “Iamthedevil, andI’mheretodothedevil’sbusiness” Το θέαμα που άφησαν πίσω τους τα μέλη της οικογένειας ήταν φριχτό. Όλοι νεκροί… συνολικά 102 μαχαιριές! Στην μπροστινή πόρτα έγραφε “PIG” με το αίμα της Saron η οποία βρέθηκε με σκοινί περασμένο στο λαιμό της δύο φορές. Το σκοινί περνούσε από το δοκάρι για να καταλήξει στον λαιμό του κομμωτή. Ο Frykowski και η Abigail κείτονταν στο γρασίδι και ο μικρός στο αυτοκίνητο. Τα θύματα είχαν δεθεί πρώτα και κάποια είχαν προσπαθήσει να το σκάσουν, αλλά η δουλειά του διαβόλου έπρεπε να γίνει και έγινε… το επόμενο βράδυ ακολούθησε επίσκεψη στο σπίτι του ζεύγους La Bianca. Γνώριζαν το σπίτι αφού είχαν παρευρεθεί παλιότερα σε ένα γειτονικό πάρτι. Αυτή τη φορά ο Manson μπήκε στο σπίτι και έδεσε τα δύο θύματα. Στη συνέχεια έφυγε και άφησε την οικογένεια να κάνει τα υπόλοιπα… ο κύριος La Bianca βρέθηκε καρφωμένος με μια πιρούνα και ένα μαχαίρι. Η λέξη “WAR” είχε χαραχτεί στη σάρκα του και η κυρία βρέθηκε με μια μαξιλαροθήκη στο κεφάλι δεμένη με ένα καλώδια πορτατίφ. Στους τοίχους γραμμένα με αίμα… “DEATH TO PIGS” και “RISE” και στο ψυγείο “HELTER SKELTER”. Σύνολο 67 μαχαιριές!!!οι γυναίκες οι οποίες έβαψαν με αίμα τα χέρια τους εκείνη τη νύχτα στη συνέχεια έριξαν όλο το φταίξιμο στους άντρες και ειδικά στον Manson. Είπαν πως τις είχε κάνει robot και αυτές εκτελούσαν μηχανικά εντολές…
Στην κοινωνία του LA ακολούθησε πανικός μόλις μαθεύτηκαν. Πολλά όπλα πουλήθηκαν, αστέρες της showbiz το έβαλαν, φήμες διαδώσεις, κουτσομπολιά για εμπλοκή του Polanski στους φόνους… η αστυνομία ερευνούσε τις δύο υποθέσεις που σχετίζονταν μεταξύ τους. Στο διάστημα που ακλούθησε, μέλη της οικογένειας συνελήφθησαν για άσχετες με τους φόνους κατηγορίες, αλλά γρήγορα χάρη στο μεγάλο στόμα ενός θηλυκού μέλους της οικογένειας αποκαλύφθηκαν όλα…
15 Ιουνίου του 1970 ξεκινάει η δίκη. Ο Manson ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό του αλλά του αρνήθηκαν. Στη δίκη απαγορεύτηκε στα μέλη της οικογένειας (αυτά που δεν είχαν συλληφθεί) να βρίσκονται στην αίθουσα λόγο παρεμπόδισης της δίκης και αυτοί την έστησαν απ’ έξω. Ακόμα και πρόεδρος Nixon βγήκε και δήλωσε πως ο Charles Manson είναι ένοχος και αυτό πριν ολοκληρωθεί η δίκη! Ο Manson μίλησε για το Helter Skelter και τα σχέδια του, ξύρισε το κεφάλι του, χάραξε χιαστί το μέτωπο του (σήμερα έχει το σημάδι μιας σβάστικας), επιτέθηκε στον δικαστή… αλλά το τέλος της δίκης είναι αυτονόητο… μέχρι σήμερα σαπίζει στην φυλακή, αυτός 4 από τους ακολούθους του. Αρχικά καταδικάστηκαν όλοι σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβιες καθείρξεις.
Πολλά βιβλία γράφτηκαν, πολλές ταινίες και δοκιμαντέρ γυρίστηκαν και όλα (σχεδόν) μπορείτε να τα ψάξετε και να τα βρείτε στο διαδύκτιο. Το πιο εύκολο είναι τα ψάξετε στο youtube από όπου μπορείτε να βρείτε πολύ υλικό (συνεντεύξεις, ντοκιμαντέρ, τραγούδια κλπ). Ένα cd βρήκα στο internet που λέγεται “LIE the love and terror cult” και περιέχει τραγούδια όπως το Arkansas, Mechanical Man (που διασκευάστηκε από τον Marilyn Manson), Garbage Dump (που διασκευάστηκε από τον GG Allin) κλπ. Από ότι έχω ψάξει υπάρχουν και άλλα που έχουν κυκλοφορήσει πολλά, μεταξύ των οποίων ζωντανές ηχογραφήσεις από τις φυλακές. Δεν γράφω άλλα. Αυτά βρήκα αυτά έγραψα. Συγχωρέστε με αν βρείτε λάθη. Ακολουθεί κάτι από την επικαιρότητα…
Η Lynette “Squeaky” Fromme η πιο αξιαγάπητη φατσούλα της οικογένειας Manson, ύστερα από ποινή φυλάκισης 34 ετών βγήκε από τη κλινική του Texas που βρισκόταν έγκλειστη, αυτόν τον Αύγουστο. Το έγκλημα της ήταν μια απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Gerald Ford με ένα σαρανταπεντάρι τον Σεπτέμβρη του 1975 στο Sacramento όταν εκείνη ήταν 26 ετών. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε αφού οι μυστικοί πράκτορες που υπήρχαν για την ασφάλεια του προέδρου την ακινητοποίησαν έγκαιρα. Η Squeaky για κακή της τύχη ήταν το πρώτο θύμα ενός σκληρό νόμου που επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης για δολοφονίες εναντίον προέδρων της Αμερικής, νόμος που φτιάχτηκε μετά τη δολοφονία του J.F. Kennedy το 63. Κατάφερε και απέδρασε από τη φυλακή στις 23 Δεκέμβρη του 1987 αλλά την τσάκωσαν δύο μίλια μακριά την μέρα των Χριστουγέννων.
Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιον άλλο κόσμο, που καμία σχέση δεν έχει με τον δικό μας συνέβησαν τα εξής:
Ήταν νωρίς το πρωί όταν ο Νίκος σηκώθηκε να πάει στη δουλειά του. Δεν μπορούσε να λείψει γιατί θα την έχανε αν δεν παρουσιαζόταν. Τα δάνεια κόντευαν να τον πνίξουν, η πρώην γυναίκα του ζητούσε ολοένα και πιο μεγάλη διατροφή. Οδηγούσε αμέριμνος. Πέρασε με το αυτοκίνητο του μπροστά απ’την πλατεία.” Παλιά υπήρχαν δέντρα εδώ, τώρα φύτρωσαν κάμερες” λέει στον εαυτό του. “Δεν πειράζει που τα έκοψαν όλα πάντως, τουλάχιστον μπορώ να βρω πάρκινγκ.”
Φτάνει με κάποια λεπτά καθυστέρηση στη δουλειά του. “Ο διευθυντής ζήτησε να σε δει” του είπε βιαστικά η γραμματέας καθώς έτρεχε για να πάει για ψώνια στο νέο μεγάλο εμπορικό κατάστημα που άνοιξε στην περιοχή. Ο Νίκος ένιωθε πνιγμένος.” Τι να θέλει τώρα?” σκεφτόταν από μέσα του.
Μπαίνει στο γραφείο. Ο διευθυντής όταν τον βλέπει κουμπώνει το παντελόνι του, δένει τη ζώνη του και διώχνει τις γυμνές υπαλλήλους του. “Καλώς τον” λέει με ευδιάκριτη ειρωνεία. “Γιατί άργησες? Ξέρεις καλά ότι τα θύματα (όπως συνήθιζε να λέει τους καταναλωτές των προϊόντων του) ολοένα και αυξάνονται. Το ίδιο και οι απαιτήσεις μου από σένα. Το τσιπάκι σου έδειξε ότι δεν εργάζεσαι αρκετά για να πλουτίσω περισσότερο, και ότι δεν ακολούθησες κατά γράμμα τις εντολές που σου έδωσα για το πώς να ζεις. ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ.”
Ο Νίκος γύρισε σπίτι. Άνοιξε την τηλεόραση. Ήταν απαραίτητη για κάθε σπίτι. Ακόμη και τα παιδιά στο σχολείο καλλιεργούσαν το πνεύμα τους μέσω αυτής. Είδε κάποιους μεσσίες, οι οποίοι έταζαν πράγματα στον κόσμο αλλά ποτέ δεν τηρούσαν τις υποσχέσεις τους. Δεν καταλάβαινε ποτέ όμως πως εκλέγονταν πάντα αυτοί. Ο μεσσίας ενός κόμματος μίλαγε για την πάταξη της τρομοκρατίας. Οι τρομοκράτες έσπασαν πάλι μία τζαμαρία ενός πολυεθνικού καταστήματος και έγραψαν συνθήματα στον τοίχο. Καταστρέφουν τον κόσμο υποστήριξε ο μεσσίας.
Κυριακή πρωί. Ο Νίκος σηκώθηκε για να πάει στην εκκλησία να παρακαλέσει τον Θεό να τον σώσει και να αναστήσει τη καημένη τη μητέρα του που πέθανε πέρσι. Πηγαίνει στην εκκλησία προσεύχεται και φιλάει κάποιες ζωγραφιές σε ξύλο. Πιθανώς πίστευε ότι θα τον βοηθήσουν να συνεχίσει τη ζωή του. Μόλις φεύγει απ’το ιερό για εκείνον μέρος κατά λάθος χτυπάει το κεφάλι του σε κάποια εικόνα και του φεύγει το τσιπάκι. Ένιωσε για λίγα δευτερόλεπτα να ξεθολώνει το μυαλό του και να βλέπει καθαρά ότι ζει σε μία απάτη. Συνειδητοποιεί όμως ότι οι παρευρισκόμενοι στην εκκλησία τον είδαν σαν παρείσακτη απειλή. Αυτός άρχισε να τρέχει για να ξεφύγει απ’το οργισμένο πλήθος . Δύο στενά πιο κάτω τον άρπαξε ένα χέρι. Ήταν τρομοκράτης. Δεν τον φοβόταν όμως. Σιγά-σιγά μαζεύτηκε όλη η ομάδα τρομοκρατών και του εξήγησε τα σχέδιά της. Αυτός δέχτηκε να τους βοηθήσει.
Αργά το βράδυ πηγαίνει με τους συντρόφους τους στη βουλή. Από αυτό το κτήριο δίνονταν εντολές στα τσιπάκια. Αφού μπήκαν αθόρυβα μέσα κατέβασαν τον διακόπτη που τα έθετε σε λειτουργία.
Μέσα σε μία ώρα είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία ένας μανιασμένος όχλος. Οι μεσσίες που κυβερνούσαν επιστράτευσαν κάποιους παράξενους τρομοκράτες. Τους αποκαλούσαν αστυνόμους. Δεν ήταν σαν εμάς. Φορούσαν κράνος και όχι κουκούλα και ήταν οπλισμένοι με θανατηφόρα όπλα και όχι πέτρες και ξύλα όπως εμείς. Όταν τους επιτέθηκαν πολλοί οπισθοχώρησαν και άλλοι έπεσαν νεκροί. Αυτός με κάποια άλλα στελέχη πήγαν στη βουλή. Εκεί είχαν μείνει λίγοι απ’τους αστυνόμους. Αφού τους σκότωσαν γρήγορα μπήκαν μέσα. Έπαθαν έκπληξη όταν είδαν όλους τους μεσσίες να φρουρούνται από μεγάλο αριθμό αστυνόμων. Ο Νίκος είχε πάρει τα μέτρα του. Δεν το είχε πει στους δικούς του. Ήταν ζωσμένος με εκρηκτικά. Ξέφυγε απ’τους αστυνόμους και άρχισε να κυνηγάει κάποιον απ’τους μεσσίες που μόλις τον είδε άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Έφτασαν σε ένα μικρό δωμάτιο. Όταν αντίκρισε το πρόσωπό του είδε ότι ήταν ο μεσσίας του αριστερού κόμματος. Άκουγε πυροβολισμούς. Οι σύντροφοί του σίγουρα είχαν πέσει. Ο μεσσίας του πρόσφερε μια θέση στην εξουσία και μεγάλο αριθμό χρημάτων. Αυτός το σκέφτηκε λίγο. Απάντησε” Ούτε ένας από σας δεν πρέπει να μείνει ζωντανός”. Και ακούγεται μια έκρηξη απ΄το κτήριο της βουλής. Κανείς δεν πρέπει να έμεινε ζωντανός.
Την αυγή το σύστημα είχε πέσει. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Κάποιοι έπρεπε να θυσιαστούν. Οι τρομοκράτες. Εκείνο το πρωί όλα τα λεφτά μαζεύτηκαν στην πλατεία και τα έκαψαν για να ζεσταθούν οι φτωχοί. Τα αστυνομικά τμήματα γκρεμίστηκαν και έγιναν παιδικές χαρές. Παντού φυτεύτηκαν δέντρα. Οι τράπεζες έγιναν ιδρύματα και οι εκκλησίες σχολεία. Όλες οι τηλεοράσεις καταστράφηκαν. Η βουλή τέλος έγινε χώρος για να γίνονται συναυλίες και εκδηλώσεις. Πλέον δεν κυβερνούσε κανείς. Όλοι ήταν τώρα ευτυχισμένοι.
Στους τοίχους γράφτηκε: ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ ΟΛΟΙ-ΟΛΟΙ.
κι όσοι από σας νομίζετε ψεύτικη την ιστορία αυτή
περιμένετε λίγα χρονάκια, ώσπου να επαληθευτεί
Kάποια στιγμή νομίζεις ότι όλα τελείωσαν. Και τότε η ζωή σπεύδει να σε διαψεύσει. Όλα καταρρέουν. Νιώθεις μόνος. Αβοήθητος. Ψάχνεις κάποιον να σε σηκώσει. Να σου δώσει το χέρι. Να σου μιλήσει. Να μιλήσει αληθινά όμως. Νιώθεις τόση δυστυχία, εδώ και χρόνια. Αρχίζεις να τη συνηθίζεις. Τώρα σου αρέσει! Δε σε ενοχλεί. Την αγαπάς. Αγαπάς την αρρωστημένη αυτή κατάσταση.
Κάποιος που είναι στο σκοτάδι για χρόνια, αυτό που λαχταρά περισσότερο είναι το φως. Κι όμως, όταν κάποιος ανοίξει την πόρτα της φυλακής του, και το φως ορμητικό, κατακλύζει το δωμάτιο, δεν μπορεί να το αντέξει. Κλείνει τα
μάτια του γιατί πονάνε. Θέλει πίσω το σκοτάδι του.
Έτσι, κάποια στιγμή έρχεται αυτός που περίμενες πολύ καιρό πριν. Άργησε αλλά ήρθε. Θέλει να σου ανοίξει τα μάτια. Να σου δείξει το δρόμο, να σου διδάξει τα μυστικά του φωτός. Εσύ όμως, σαν το φυλακισμένο, θέλεις το σκοτάδι σου, το αγαπάς πλέον. Κι έτσι τον διώχνεις. Διώχνεις το μοναδικό πλάσμα που ενδιαφέρεται για σένα. Όμως, αυτό το πλάσμα που δεν το έχεις ξαναδεί στη ζωή σου, αν και είναι συνεχώς δίπλα σου, σε αγαπάει. Και δεν φεύγει. Επιμένει να σε σώσει.
Αν δεν δώσεις στο φυλακισμένο το σκοτάδι του γρήγορα, τα μάτια του καταστρέφονται. Έτσι, τυφλώνεται.
Κι έτσι, ο φίλος σου σου δείχνει το φως. Προσπαθεί να σε σώσει με όλη του τη δύναμη. Εσύ όμως, σαν το φυλακισμένο πονάς. Η Αλήθεια είναι σαν καρφιά που καρφώνονται στο σώμα σου. Και εσύ τότε τρελαίνεσαι, χάνεις τα λογικά
σου. Τώρα βλέπεις μόνο ένα τέρας να σε τοξοβολεί με φωσφορίζοντα φαρμακερά βέλη.
Τώρα ο φυλακισμένος, τυφλός πλέον, ορμά εναντίον του άγνωστου εισβολέα. Κλείνει την πόρτα με μανία. Τώρα είναι και οι δυο στο σκοτάδι. Έχει πλεονέκτημα. Του επιτίθεται, τον σκοτώνει, και αφήνει το σκοτάδι να καλύψει τα ίχνη του εγκλήματος.
Όχι άλλο φως, τσιρίζεις. Τότε βγάζεις μια πολεμική κραυγή και επιτίθεσαι στο τέρας. Είναι ασύγκριτα δυνατότερο αλλά δεν αντιστέκεται. Αφού σε αγαπάει. Τα χέρια σου σφίγγεις γύρω από το λαιμό του και σε λίγο είναι νεκρό.
Όμως, το σώμα του φεγγοβολεί και το σκοτάδι δεν μπορεί να καλύψει τα ίχνη αυτού του εγκλήματος. Πρέπει να γίνει το φως σκοτάδι. Πώς όμως; Μα φυσικά! Φωτιά! Και φτιάχνεις έναν τεράστιο βωμό στα έγκατα της αβύσσου. Εκεί πάνω τοποθετείς τον φωτεινό άγγελο και ανάβεις τη φωτιά. Και το φως έγινε σκοτάδι, τα φτερά του έγιναν στάχτη και τα χρυσαφιά μαλλιά του έγιναν καπνός. Τώρα είσαι ελεύθερος να ζήσεις στο σκοτάδι σου.
Ήταν ένα πρωινό στο Μεξικό όπου ο ήλιος ξεχνάει να δύσει… Οι πρωταγωνιστές μας κάθονται και πίνουν καφέ στην βεράντα του διώροφου σπιτιού τους… Όταν η Λολίτα ρωτάει τον Χόρχε αν ήθελε ένα πλούσιο πρωινό εκείνος της απαντά κοιτάζοντας την στα μάτια τα οποία λαμπύριζαν στο φως του ήλιου «Ναι, Λολίτα»… Η Λολίτα σαγηνευμένη τρέχει στην κουζίνα να φτιάξει το πλούσιο πρωινό του Χόρχε. Όπως έτρεχε, είχε ξεχάσει ότι είχε κλείσει την τζαμαρία και έτσι έπεσε επάνω της με αποτέλεσμα ένα γυαλί να πέσει στο χέρι της και να το κάνει κομμάτια… Ο Χόρχε χωρίς να καταλάβει τίποτα, φώναζε «Μωρή Λολίτα, κόκαλα έχουν τα νάτθοθ??».Και εκείνη απάντησε «Όχι Χόρχε, μιθό λεπτό μόνο!!» χωρίς να θέλει να καταλάβει τίποτα ο Χόρχε, η Λολίτα προσπαθούσε να κολλήσει πάλι το χέρι στον ώμο της. Όταν δεν έβρισκε άκρη, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάτι για να κολλήσει το χέρι της, πήγε τρέχοντας στο γραφείο του Χόρχε και βρήκε συρραπτικό και άρχισε να χτυπάει το χέρι της με μανία… Γεμάτη αίματα, φτάνει στην βεράντα και λέει στον Χόρχε με δάκρυα στα μάτια «Χόρχε… είδα μια κατθαρίδα θτο θυρτάρι του γραφείου θου!!!».Τότε, ο Χόρχε νευριασμένος λέει στη Λολίτα «Μωρή τεμπέλα πάλι κθέχαθες να βγάλειθ έκθω το πθώφιο ποντίκι??» Και τότε η Λολίτα απάντησε «Όχι Χόρχε μάλλον θα φταίει ο πθωφιος αθβός…» Τρέχει ο Χόρχε επάνω και βλέπει την κατσαρίδα στο συρτάρι… Άνοιξε τα μάτια τόσο πολύ που οι βολβοί των ματιών του πετάχτηκαν έξω και ούρλιαξε «Λολίίίίίίίταααααααα!!!!!!!». Όταν εκείνη με ένα χέρι του απάντησε «Χόρχε?». Κατεβαίνει ο Χόρχε σαν μανιασμένος ψάχνοντας απεγνωσμένα την Λολίτα… Εκείνη είχε κρυφτεί στο ντουλάπι που είχαν για να βάζουν τα παπούτσια τους. Η Λολίτα, τρομαγμένη καθώς ήταν, είχε ξεχάσει ότι το χέρι της έτρεχε αίμα και όπου πήγαινε άφηνε μικρές στάλες αίματος… Τότε ο Χόρχε ανοίγοντας το ντουλάπι βρίσκει την Λολίτα με το κομμένο χέρι και την τραβάει έξω από τα μαλλιά. Με το τράβηγμα αυτό ο Χόρχε ξερίζωσε όλα τα μαλλιά της με αποτέλεσμα να μείνει καραφλή. Άρχισε να την χτυπάει μανιωδώς στο κεφάλι ρωτώντας την γιατί η κατσαρίδα κυκλοφορούσε στο συρτάρι του γραφείου του… Καθώς την χτυπούσε στο κεφάλι όλα της τα δόντια έπεσαν στο πάτωμα του διώροφου σπιτιού… Η Λολίτα γεμάτη αίματα φώναζε «Χοθέέέέέέ Αρμάάάάντοοοο» Τότε ένας άντρας μικροσκοπικός μπαίνει μέσα στο δωμάτιο του τρόμου κλαίγοντας για την Λολίτα… Με το ντουφέκι του στον ώμο πυροβολεί με κλειστά μάτια και πετυχαίνει τη Λολίτα στο πόδι. Από το ουρλιαχτό και το χάος που επικρατούσε στο δωμάτιο έσπασε το τύμπανο της Λολίτας και έτσι έμεινε κουφή από το δεξί αυτί… Ο Χοσέ Αρμάντο από τον πανικό του πυροβολούσε όποιον έβρισκε μπροστά του με αποτέλεσμα να σκοτώσει τον Χόρχε, να σκοτώσει τον πιτσαδόρο που έφερνε την πίτσα, να σκοτώσει την γκόμενα του Χόρχε που ήταν κρυμμένη στην ντουλάπα με τα ρούχα, να σκοτώσει την κατσαρίδα και να πετύχει τη Λολίτα στο αριστερό μάτι… Η κουλή, καραφλή, φαφούτα, κουτσή, κουφή και πλέον τυφλή Λολίτα, πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 99 ετών… Και από τότε έζησαν αυτοί καλά (όσοι σώθηκαν δηλαδή)και εμείς καλύτερα….
Ως υπέρμαχος του «χρησιμοποιείστε τα ΜΜΜ» χρησιμοποιώ αρκετά συχνά το μέτρο και λιγότερο τα λεωφορεία.
Μέσα σε αυτά μπορείς να συναντήσεις όλων των ειδών τους ανθρώπους. Ανθρώπους που ποτέ σου δεν θα πίστευες πως υπάρχουν κάπου ανάμεσά μας και όμως…
Κατεβαίνεις τις κυλιόμενες. Κάθεσαι στην άκρη. Ουπς, κάποιος σε σπρώχνει να περάσει βιαστικά από δίπλα. Γιατί τρέχει? Δεν έχει καν φτάσει το μετρό.
Είσαι στη σήραγγα. Το μετρό φτάνει σε 2 λεπτά όπως φαίνεται στο κρεμαστό ταμπλό. Γρήγορα, ωραία. Βιάζεσαι? Όχι…Όλοι έχουν μαζευτεί στο σημείο που βγάζουν οι σκάλες – ένας κυριούλης γυρνάει βιαστικά το κομπολόι του – μια κυρία βρίζει γιατί την έσπρωξε ένας τύπος με σκουλαρίκια και μαλλιά «αλήτης» σιγομουρμουράει – ένας χοντρούλης ανθρωπάκος μασουλάει το κρουασάν «πρέπει να το φάω όλο πριν έρθει ο συρμός» σκέφτεται –
Έφτασε ο συρμός. Πριν καν βγει ο κόσμος όλοι τρέχουν να σπρώξουν για να μπουν. «Να βγούμε πρώτα» ακούγεται μια φωνή,«Τι λέει τούτος» σκέφτεται κάποιος άλλος προσπαθώντας να σπρώξει τη γριούλα που δυσκολεύεται να μπει στο τραίνο λόγω της απόστασης από την αποβάθρα – «προσοχή το μωρό»φωνάζει μια μητέρα κρατώντας ένα πιτσιρίκι στο χέρι και τραβώντας το για να το χωρέσει πριν κλείσουν οι πόρτες.
Κρατιέμαι από την σιδερένια μπάρα. Μια κυρία με σπρώχνει σκύβοντας να μαζέψει κάτι νάιλον σακούλες,«τεράστιος κώλος» – Δίπλα μου κάτι μυρίζει άσχημα, ένας τύπος αρκετά περίεργα μελαχρινός αφήνει ελεύθερη να αναδυθεί η μυρωδιά του σώματός του – ένας αλήτης (μούσια και σκουλαρίκια) ακούει death metal και μαζί ακούει και όλος ο συρμός (μάλλον τα ακουστικά του είναι φτηνιάρικα) – 1Η στάση, μια θέση αδειάζει , η κυριούλα με τις νάιλον σακούλες σκύβει αρπάζει τις σακούλες όπως όπως παραμερίζοντάς με ξανά με την κολάρα της, σπρώχνει τους πάντες και χώνεται στην κενή θέση αφήνοντας έναν αναστεναγμό «αχχ παναγία μου» (τι να σου κάνει και η Παναγία) –
2Ηστάση, μπαίνει ένας δίμετρος με ξανθιά περούκα και ψηλοτάκουνα. Τι το θέλαμε τώρα αυτό…Τα μάτια όλου του συρμού (ακόμη και τα δικά μου) πάνω στο δίμετρο πλάσμα που δείχνει αδιάφορο (και καλά κάνει).
3Ηστάση, μπαίνει ένα ατημέλητο παλικαράκι με σκισμένα ρούχα και αρχίζει την γνωστή κασέτα «βγήκα από τη φυλακή και…» κανείς δεν τον ακούει όλοι κοιτάζουν το πάτωμα – το ταβάνι , μόνο μια γριούλα του δίνει μερικά λεπτάκια άλλωστε και να δώσεις δεν ξέρες αν όντως κάνεις καλό ή κακό (ακόμα δεν έχω καταλήξει)
4Ηστάση, ήρθε η ώρα να κατέβω, ένα χέρι με βουτάει από τον αγκώνα με πιέζει προς τα πίσω «συγνώμη να κατέβω μου λέει» «μα…» προσπαθώ να πω ,με περνάει, κατεβαίνει «μπιπ μπιπ» κάνουν οι πόρτες πετάγομαι…
Βγήκα στο τσακ.
Ξεκινάει ο συρμός και εγώ πηγαίνω μαζί του…«μα πως…»…
η τσάντα μου πιάστηκε…
ευτυχώς ο συρμός σταματάει…freedom στην τσάντα μου…ίσα ίσα που τσαλακώθηκε λιγάκι…όλοι γελάνε με μένα…κοκκινίζω από ντροπή αλλά δεν πειράζει…
Ήταν πρωί στο νησί του Πάσχα. Όλα τα πρόβατα μαζευτήκαμε και πήγαμε να σκοτώσουμε τον βοσκό πριν μας σκοτώσει και μας σουβλίσει όπως έκανε πέρσι στους γονείς μας. Καθώς βελάζαμε ομαδικά στο δρόμο, ξεπρόβαλαν δύο πρόβατα με κόκκινο μαλλί στην ομοιόμορφη μάζα μας. Οι περισσότεροι συνοδοιπόροι μας τα γνώριζαν και έδειξαν αμέσως τον θαυμασμό τους κρατώντας κόκκινες σημαίες με άγνωστα σε εμάς εργαλεία. Άρχισαν να μιλούν για αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον δυϊσμό και τον πληθυσμό. Τα περισσότερα πρόβατα συμφώνησαν και αγόρασαν κουπόνια για κάποιο διαγωνισμό χωρίς δώρα. Εγώ και άλλα δέκα πρόβατα δεν καταλαβαίναμε τι σόι διαγωνισμός είναι αυτός χωρίς δώρα. Επίσης ξέραμε ότι ο στόχος μας ήτανε ο βοσκός και όχι ο ισμός. Τελικά μετά από μια βόλτα την οποία καθοδήγησαν αρκετοί λύκοι ανοίγοντας μας το δρόμο, βρεθήκαμε μπροστά στο αρχηγείο του βοσκού όπου το περιφρουρούσαν αρκετοί λύκοι, κάποιοι ήταν με πολιτικά. Αφού βελάσαμε μερικές τελευταίες φορές, τα κόκκινα πρόβατα και οι ακόλουθοι τους, άρχισαν να φεύγουν ξεχνώντας τον σκοπό μας: να σκοτώσουμε τον βοσκό. Τότε εμείς τα έντεκα πρόβατα επιτεθήκαμε στο αρχηγείο με πέτρες και ξύλα. Αμέσως όρμησαν πάνω μας όχι οι λύκοι, αλλά κόκκινες νεαρές προβατίνες, που με κάποια ασύλληπτη γλώσσα προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την πορεία μας προς τον στόχο. Τελικά απογοητευμένοι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το μαντρί. Ξαφνικά ο Μπέκος πέταξε μιαν ιδέα: γιατί δεν το σκάμε στην εξοχή; Πέντε πρόβατα από τα έντεκα τον αποκάλεσαν ηλίθιο και επέστρεψαν στο μαντρί. Αυτά τα πέντε ήταν τα πρώτα που σφάχτηκαν την Κυριακή του Πάσχα. Ακολούθησαν δέκα ανεξάρτητα τρία με ψυχολογικά προβλήματα και ένα που ήταν μαύρο. Όσο για εμάς τα υπόλοιπα έξι, ζούμε στην εξοχή με τους απογόνους μας τα έξι τελευταία χρόνια.
Ψηλά, φτάσε ψηλά
Ξεκίνα από τα χαμηλά
Άλλαξε μυαλά, άλλαξε ματιά
Δες τον κόσμο αλλιώς, γίνε πονηρός
Δες τα όλα αλλιώς, γίνε πιο σωστός
Ένα ένα τα σκαλιά, ανέβα πιο ψηλά
Φύγε μακριά,άνοιξε πανιά
Τρέχα σταθερά, σβήσε τα παλιά
και πίσω μην κοιτάς
συγνώμες μην ζητάς
Και όσους αγαπάς, θυμήσου να ξεχνάς
Γίνε ένας φονιάς και όσα λησμονάς
πάψε να ζητάς, θυμήσου να ξεχνάς
Κανένας είσαι και από παντού είσαι
Στο πουθενά πηγαίνεις, κι αν ξέρεις που πηγαίνεις
Στα ψηλά εκεί θα πας
Την βοήθεια να ξεχνάς και όσα προσπερνάς
Γίνε ένας φονιάς, για όσους σ’αγαπούν
για όσους σε μισούν, όσους θέλουν να σε δουν
Ψηλά, κει στα ψηλά
Και κάψ’ τα χαμηλά
Γκρέμισ’ τα παλιά, συ σαι για ψηλά
Γίνε ένας άλλος
Άπ’ τον εαυτό σου πιο μεγάλος
Άπ’ το σώμα σου να βγεις
Στο μάτι όλων συ θα μπεις
Γίνε κάποιος φοβερός, από όλους πιο ψηλός
Γίνε συ ηθοποιός, καλλιτέχνης ξακουστός
Γίνε ένας πολιτικός, εγκληματίας ορκωτός
Μάθε να πετάς, γίνε σαματάς
Όλο πιο πολλά, μάθε να ζητάς
Μα ποτέ κει στα ψηλά μην κοιτάξεις χαμηλά
Δεν υπάρχει χαμηλά, μονάχα πιο ψηλά
Το λάθος αν το κάνεις σου το λέω
Θα πεθάνεις.