τα δουλικά λιάζανε το πρωί
των αρχόντων τα βλαστάρια
πού να βρει χρόνο ο κύριος
πού να βρει χρόνο η κυρία
στο δρόμο ιθαγενείς, με χαιρετούρες
τον κόσμο βάρβαρα ανταριάζουν
οι εξατμίσεις χλιμιντρούν
και άλογα την άσφαλτο βλαστημάνε
το μεσημέρι οι χωριάτες μεθυσμένοι
απ’ το καφενείο αγναντεύουν
ξένα καπούλια να περνούν και αυτοί ξερνοβολάνε
τα μεγαλεία που η ζήση τους χρωστάει
σημαίες πάνω απ’ τα καύκαλα ανεμίζουν
κόκκινα γράμματα «ελευθερία ή θάνατος»
και εγώ νηφάλιος συλλογούμαι
νισάφι πια, γιατί όλοι τους δεν ψοφούνε;
βράδυ, υγρή δροσιά, λίγη γαλήνη… πουθενά
κουνούπια οι άνθρωποι πετούν, για αίμα διψασμένοι
ανήλεο θανάτου χειροκρότημα, βάλσαμο ψυχής, σαν μελωδία
μα τα όνειρα για πάντα δεν κρατούνε
τα δουλικά γυαλίζαν το ξημέρωμα
τα σκούτερ των κυρίων
και το παπί μας αγάπη μου
πάλι μπροστά δεν παίρνει
Γ.Μικάλεφ