Το μετεκλογικό σχέδιο ενός βροντόσαυρου για το κυκλοφοριακό & άλλες ανούσιες μαλακίες …του Γιώργου Μικάλεφ

Ξυπνητήρι στις 6. Το αριστερό μου μάτι άνοιξε παρά τέταρτο και το δεξί παρά δέκα. Δεν είχα να πάω για δουλειά και η σκέψη του να βγω από το σπίτι, είχε να σχηματιστεί στο μυαλό μου εδώ και έξι βδομάδες. Έξω στον μπροστινό δρόμο θόρυβος, φωνές, πράγματα να σπάνε… μεγάλα πράγματα, ωραία, αξίας. Κατάφερα με μερικά σκουριασμένα βήματα να φτάσω ως την κουζίνα. Έφτιαξα κρύο καφέ, στιγμιαίο με λευκή ζάχαρη και γάλα. Υπέροχος όπως πάντα από την πρώτη γουλιά. Τάισα τα ψάρια. Είχανε γίνει σαν ιχθυόσαυροι. Τζάμια σπάγανε. Πολλά τζάμια. Δεν ξαφνιαζόμουν πια. Συνήθισα. Κοίταξα προς το παράθυρο το μπροστινό. Οι χοντρές πουά κουρτίνες κλειστές. Θυμήθηκα ότι κάποτε είχαμε γάτες εκεί έξω. Τις τάιζα μόλις σηκωνόμουν. Φαγώθηκαν όλες από την πρώτη μέρα… Είχε πέσει μαύρη πείνα από τα ξημερώματα. Ο κόσμος έτρωγε σκύλους, τα παιδιά του, τις γάτες… Έβαλα να ακούσω τις “νοκτούρνες” του Σοπέν.

Συνεχιζόταν ο σαματάς έξω. Τράβηξα ένα ελάχιστο την κουρτίνα να δω τι ήταν… Άλλος ένας γαμημένος βροντόσαυρος στη γειτονιά μας. Έκανε σμπαράλια όλα τα αυτοκίνητα που ήταν έξω παρκαρισμένα. Ένας γέρος του πετούσε πράσινες, πλαστικές καρέκλες και χριστοπαναγίες από το μπαλκόνι, αλλά ο βροντόσαυρος… στην ιουρασική του παπάρα. Πήγα για κατούρημα και μετά στην τραπεζαρία ή σ’αυτό που κάποτε ονομάζαμε έτσι. Ήταν μια απέραντη αποθήκη από κονσέρβες και μαλακίες μακράς διαρκείας. Άνοιξα για πρωινό μια κονσέρβα με καλαμάρι Καλιφόρνιας και μία με καλαμπόκι. Τα έβαλα σε ένα πιατάκι και πρόσθεσα αρκετό αλάτι Ιμαλαΐων. Ξεκλείδωσα με προσοχή τα πατζούρια και όταν βεβαιώθηκα ότι το πίσω μπαλκόνι μου δεν είχε καταληφθεί από αιμοδιψείς πτερόσαυρους, βγήκα να φάω το πρωινό μου. Ο γείτονας με χαιρέτησε από την απέναντι πολυκατοικία. Έπινε και αυτός νωρίς τον καφέ του όπως πάντα. Φορούσε το φαρδύ, κοντό, ροζ μπουρνούζι της κοντόχοντρής, ροζ γυναίκας του. Ήλπιζα να τον είχανε κατασπαράξει τίποτα λυσσασμένα αρμαντίλλο. Του ένευσα. Φάνηκε να χάρηκε που με είδε. Είχε την τηλεόραση στη διαπασών ο μαλάκας. Πάει γυρεύοντας σκέφτηκα να… και πριν προλάβω να ολοκληρώσω την σκέψη μου με μια φριχτή κατάληξη, με πρόλαβε η πραγματικότητα. Ένας τεράστιος γορίλας ύψους έντεκα μέτρων, ξεπετάγεται πίσω από την απέναντι πολυκατοικία, αρπάζει τον γείτονα με το δεξί του χέρι και τον καταβροχθίζει. Ρίχνει ένα ρέψιμο και εξαφανίζεται.

Τελείωσα το πρωινό μου, μπήκα μέσα και κλείδωσα τη μπαλκονόπορτα. Θρονιάστηκα στην ωραία μου πολυθρόνα και άνοιξα την τηλεόραση. Στο μπροστινό δρόμο εν τω μεταξύ, ο βροντόσαυρος ακόμα έκανε κακό χαμό. Παίζει να έφαγε και τον κωλόγερο από πάνω γιατί σταμάτησε να φωνάζει. Δεν τον συμπαθούσα και ποτέ είναι η αλήθεια. Η τηλεόραση έδειχνε πρωινάδικα σε επανάληψη. Μια ξανθιά με βυζιά στο ένα κανάλι, δυο μελαχρινές με βυζιά στο άλλο και τρεις άντρες με βυζιά σε ένα τρίτο. Το άφησα στο τελευταίο. Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές… Δεν περνάνε δυο λεπτά και διαφημίσεις. Ένα μουνί κατακλύζει την οθόνη… Ένα όμορφο μεγάλο μουνί που ξυριζόταν. Σταματάει να ξυρίζεται και οι τρεις μαλάκες με τα τρία ζευγάρια βυζιά συνεχίζουν να λένε ξενέρωτες, εμετικές μαλακίες και η ζωή συνεχίζεται… και η ζωή συνεχίζεται… Τελικά ο κόσμος δεν είναι και τόσο άσχημος… ή όχι?

Γιώργος Μικάλεφ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.