Άλλο ένα Σάπιο Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι …του Γιώργου Μικάλεφ  

Μέρες γιορτινές, λαμπρές & λίγο σκοτεινές. Η γειτονιά της κυρά-Ευφροσύνης είχε στολιστεί με λαμπάκια, άγιους Βασίληδες, ταράνδους, πλαστικούς χιονάνθρωπους, καμπανάκια και άλλα στολίδια. Η γριούλα είχε φτάσει τα ογδόντα με μεγάλη δυσκολία και συνεχώς αναρωτιόταν αν θα ξαναζήσει άλλο Πάσχα. Τα εγγόνια της ζούσαν στην Τασκένδη μαζί με τα παιδιά της και ο άντρας της κάπου ψηλά, να πετάει χαρούμενος παρέα με ιπτάμενους αναρχικούς στο νοητό σύμπαν κάποιου δημοσιογράφου.

Μονάχη συντροφιά της, ένα τσούρμο γατιά που αλήτευαν στη γειτονιά. Έβγαινε κάθε πρωί στον κήπο της μικρής γκαρσονιέρας που έμενε και τάιζε τα αιλουροειδή. Τους είχε δώσει ονόματα μεγάλων ζωγράφων. Θεόφιλος, Ζαν Μισέλ, Μπέικον, Μόντι, Φρίντα…  Εκείνα με το που άκουγαν την καλή γιαγιά τους να ανοίγει τα παράθυρα, ορμούσαν στην αυλή γεμάτα χαρά και λαιμαργία και γέμιζαν τις μεγάλες πια κοιλιές τους.

Το φαινόμενο των αδέσποτων γατιών ξένιζε πολλούς στην γειτονιά της γριούλας. Συχνές ήταν οι περιπτώσεις που ο κύριος Βάϊος κλωτσούσε τα γατιά ή τους πετούσε πέτρες με αρκετά αδερφίστικο τρόπο. Μία φορά είχε βρίσει αισχρά την κυρά Ευφροσύνη όταν είδε ότι τάιζε τις ορδές των εχθρών του. Εκείνη δεν έτρεφε μίσος για κανέναν. Σκεφτόταν ότι ίσως ο κύριος Βάϊος να είχε άσχημα παιδικά χρονιά και πουλί μικρού παιδιού.

Οι μέρες περνούσαν και η παραμονή των Χριστουγέννων είχε φτάσει. Τα παιδιά έτρεχαν στη γειτονιά και έλεγαν χαρούμενα τα κάλαντα, άλλο με σκουφάκι άγιου Βασίλη, άλλο με την κιθαρίτσα του, ένας πιτσιρικάς με το τύμπανο του και ένα κοριτσάκι πουλούσε σπίρτα έξω από ένα μαγαζί με κυλόττες. Η καλή γριούλα βγήκε τη βόλτα της και σιγά-σιγά με το μπαστουνάκι της και το καρότσι για τα ψώνια, σύρθηκε μέχρι το σούπερ παντοπωλείο της γειτονιάς. Ψώνισε τα απαραίτητα για το γιορτινό της πιάτο και την καλύτερη γατοτροφή “μιξ πάρτι” για τα γατιά της… έτσι για να τα γιορτάσουν και αυτά τα Χριστούγεννα. Η μέρα εκείνη όμως, της επιφύλασσε μια εφιαλτική έκπληξη…

Στο γυρισμό για το σπίτι, αντίκρισε μία φρίκη που της μαύρισε την ψυχή και ράγισε την αδύναμη καρδιά της. Το χαμόγελο της το γιορτινό, βιάστηκε από κάποιο ανδρείκελο, που αποφάσισε να ρίξει φόλες στη γειτονιά. Το αρρωστημένο θέαμα, περιελάμβανε μια ντουζίνα αιλουροειδών, που ξερνούσαν ξεψυχώντας, τα λιωμένα σωθικά τους… οι γάτες που την είχαν γλυτώσει, θρηνούσαν απελπισμένες τον μαρτυρικό θάνατο των συντρόφων τους. Η κυρά-Ευφροσύνη δεν άντεξε και πριν προλάβει να βουρκώσει λιποθύμησε. Την μάζεψαν κάποιοι Χριστιανοί που την γνώριζαν από την εκκλησία και την πήγαν στο σπίτι. Την έβαλαν να ξαπλώσει σε ένα ντιβάνι και έμεινε μαζί της μια χήρα από την κάτω Αχαγιά μέχρι να συνέλθει…

Σηκώθηκε μισή ώρα αργότερα με μια δίψα για εκδίκηση. Ο κύριος Βάϊος ήταν ο στόχος της και θα τον χτυπούσε εκεί που πονάει… Ήταν σίγουρη πως εκείνος ήταν το τέρας… Καθησύχασε την χήρα ότι είναι καλά και την έδιωξε ευγενικά, πριν προλάβει να της δώσει απόρρητες πληροφορίες για την πουτάνα της γειτονιάς. Πήγε στο αποθηκάκι και πήρε το ποντικοφάρμακο. Είχε μπόλικο… Στρώθηκε αμέσως και έφτιαξε τους πιο λαχταριστούς λουκουμάδες που μπορούσε να φτιάξει, τους έριξε λαχταριστή μερέντα από πάνω, φόρεσε το καλύτερο χαμόγελο της και βγήκε παγανιά…

Τα  τρία παιδιά του κύριου Βάϊου παίζανε στην παιδική χαρά μόνα τους. Θα ήταν πολύ εύκολο σκέφτηκε. Στο μαντρότοιχο πριν την παιδική χαρά, ένα σύνθημα έγραφε “ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΛΑ ΘΑ ΤΗ ΔΩΣΩ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ”. Δεν ήταν η μόνη που το σκέφτηκε λοιπόν… Πλησίασε περισσότερο προς την παιδική χαρά, κρατώντας στο δεξί της χέρι, ένα μεγάλο πιάτο λουκουμάδες, έτοιμους να αποτελειώσουν τα Χριστούγεννα… Τα παιδάκια του κύριου Βάϊου μυρίσανε τους λουκουμάδες και δειλά-δειλά, σαν υποψιασμένα, νηστικά γατάκια άρχισαν να την πλησιάζουν και εκείνα…

Τότε ήταν που μέσα σε ένα σύννεφο κίτρινου καπνού, εμφανίστηκε ο πατέρας Παϊσιος καβάλα σε ένα ευνουχισμένο, γαλανόλευκο γαϊδουράκι και της είπε: “Παιδιά είναι τούτα μωρή και δε φταίνε. Τούρκοι δεν είναι μα Γραικοί. Το αμάξι να του κάψεις και άσε τα άλλα στο Θεό.” Έτσι και έκανε. Εγκατέλειψε το σχέδιο της και αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή σχέδιο καινούριο και μεταμεσονύκτιο, βασισμένο στη συμβουλή του γέροντα. Όσο και αν ήθελε να πονέσει αυτό το κάθαρμα, τα παιδιά δεν ‘φταιγαν σε τίποτα… τουλάχιστον ακόμα…

Πήρε τέσσερα γκαζάκια και μια παλιά της ρόμπα και τα στρίμωξε όλα μέσα σε ένα χαρτοκούτι. Έβαλε το περιεχόμενο μέσα σε μια γιορτινή σακούλα, πείρε και ένα μπιτονάκι με βενζίνη που είχε για δύσκολες ώρες και βγήκε στο δρόμο σαν άλλος Άγιος Βασίλης, να δώσει ένα και μοναδικό δώρο, σε έναν τυχερό που το άξιζε.

Το αυτοκίνητο του κύριου Βάϊου βρισκόταν στο ίδιο σημείο όπως πάντα. Μια καλογυαλισμένη, μαύρη μερσεντές. Έβγαλε το δώρο από τη σακούλα, το τοποθέτησε κάτω από το αμάξι και άδειασε στο χαρτοκούτι τη βενζίνη. Αφού πότισε καλά το δώρο, το εύφλεκτο υγρό κύλησε στο δρόμο και δημιούργησε ένα υπέροχο υγρό φυτίλι που θα της έδινε λίγο χρόνο να απομακρυνθεί. Άναψε την φωτιά με ένα σπίρτο και σύρθηκε με το μπαστούνι της όσο πιο γρήγορα μπορούσε μακριά. Σε λιγότερο από μισό λεπτό ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και το κωλάμαξο του κύριου Βάϊου, τυλίχτηκε στις φλόγες…

Πίσω από τα παραθυρόφυλλα της γειτονιάς, έντρομα μάτια νοικοκυραίων, αντίκριζαν τον εφιάλτη της τρομοκρατίας. Η αστυνομία ήρθε σε λίγα λεπτά. Κανείς δεν ήταν στο δρόμο παρά μία γριούλα με το μπαστούνι της, που τάιζε μερικές γάτες. Δεν θεώρησαν αναγκαίο ούτε καν να τη ρωτήσουν μήπως είδε κανέναν να πετάει…

 Η γριούλα ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε να φτάσει μέχρι το σπίτι της. Είχε πάρει μαζί της γατοτροφή για να ταΐσει τις γάτες που είχαν απομείνει, για ξεκάρφωμα. Όταν έφτασε στο σπίτι της, είχε είδη ξημερώσει. Έφτιαξε ένα ζεστάκι να πιει, έκατσε αναπαυτικά στην αγαπημένη πολυθρόνα και ένα λαμπερό χαμόγελο έφτανε μέχρι τα μαραμένα της αυτιά.

Ο άγιος Βασίλης ήρθε με μια μέρα καθυστέρηση στη γειτονιά της κυρά-Ευφροσύνης. Φορούσε μια όμορφη μαύρη στολή και έπινε μπύρα. Είχε κόψει τα αναψυκτικά γνωστής εταιρίας. “Είναι για τον πούτσο αυτοί οι καριόληδες” έλεγε συνέχεια. Μοίρασε αρκετά όμορφα δώρα, σχεδόν σε όλα τα σπίτια και προσέφερε και στον κύριο Βάϊο ένα γερό εγκεφαλικό απ’ το οποίο δεν επανήλθε ποτέ. Μάλλον ο κύριος Βάϊος δεν ήταν και τόσο καλό παιδάκι…

Γιώργος Μικάλεφ

 

 fb links: george micalef art & εκδόσεις το κόλο

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ*

*εξαιρούνται οι φασίστες και αρκετοί άλλοι

στη μνήμη του Μπασκιά &  των άλλων…

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

One thought on “Άλλο ένα Σάπιο Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι …του Γιώργου Μικάλεφ  ”

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.