Κοντεύουν μεσάνυχτα.
Να τα γέλια, κι οι κοφτές ανάσες, κι οι αφράτοι καναπέδες. Σε καθένα μας αντιστοιχεί ένα ποτήρι κρασί και μια φέτα συζήτησης. Κάνουμε χημεία εδώ και ανακατεύουμε τις ηλικίες. Ευδιάθετοι “κανίβαλοι” εισέβαλαν στο σαλόνι μου απόψε. Υποσχέθηκαν να θυμηθούν και να πάρουν τη ζώη στ’αστεία. “Και το θέμα της αποψινής συγκέντρωσης, να παίξουν τύμπανα παρακαλώ, έρωτας και νιάτα”, ανακοινώνει ο Τόνυ κι ευθύς ανοίγει το χορό της αναπόλησης. Κάποιο κορίτσι δραστήριο και πόνηρό, κάποια στιγμή, σε κάποιο νηπιαγωγείο. Βαριά η περίπτωση της πρώτης αγάπης. Η Λία, από την άλλη ξεδίπλωσε ευαισθησία. Διήγηση και δάκρυα. 15 χρονών πάνω σε μια Piaggio. Το αγόρι της έμεινε για πάντα σ’εκείνη την ηλικία μετά το ατύχημα.
Αν και άδειασε το ποτήρι μου, γέμισε το σπίτι ιστορίες. Τί είναι αυτό που κάνει τον έρωτα τόσο σπουδαίο θέμα συζήτησης; Γιατί δε λέμε εμπειρίες για γδαρμένα γόνατα; Πιτσιρίκια κάτω από ποδήλατα; Σφηνωμένα κεφάλια σε βάτα να γελάνε εγκάρδια με αγκάθια στο σώμα και πατίνια στις πατούσες; Ας είναι, δε θα χαλάσω την ατμόσφαιρα. Ξύνω το μάγουλό μου. Υπήρχε μια εποχή που δεν χρειαζόταν ξύρισμα. Αρχίζω να κόβω βόλτες σ’ένα απόγευμα του Αυγούστου. Γυμνές πατούσες. Φωνές κουνουπιών. Παραμερίζω μικρά καλάμια. Τσαλαβουτώ στην όχθη της λίμνης. Πρόσωπα γυναικεία καθρεφτίζονται πάνω της. Κι αν είχα γεννηθεί μες στο νερό;
Όταν βυθίζομαι δεν ακούω τίποτε. Μόνο μουσική. Μυρίζει ωραία το κύμα κι έχει μαγευτική κίνηση το φύκι. Εδώ κάτω. Κάπου κάπου με κυκλώνουν μικρά ψάρια. Διάθλαση φωτός. Θέλει λίγη προσπάθεια για να μην αναπνεύσεις. Το καλό με τα κορίτσια που αγαπήσαμε είναι ότι πάντα μας τράβαγαν στην επιφάνεια όταν παραδινόμασταν στα χρώματα των υφάλων. Τί να απέγινε η Λίνα; Η Δανάη να έγινε ακροβάτις; Εκείνο το κορίτσι, με όνομα που θύμιζε ουράνιο σώμα, να είναι ευτυχισμένη; Η Κλειώ κάνει ακόμη γκριμάτσες στον ύπνο της; Γυναίκες που μας αγάπησαν ή πανάκεια εφηβείας;
Κοιτάζω τη συμμορία μας. Ωραία παιδιά όλα τους. “Παιδιά”, έτσι μας είπαν χρόνια πριν, για προσβολή. Το πήραμε κι εμείς στην πλάκα και μείναμε τρελοκομείο. Φοράμε μια μάσκα για τον έξω κόσμο. Έτσι, για παιχνίδι. Να μεταμφιεζόμαστε ενήλικες για αποπροσανατολισμό. Κι όταν η συγκυρία το επιτρέψει, πετάμε τα παραφερνάλια και ξεγυμνώνεται ο μικρός δαίμονας. Με αυλό και τραγούδια στη φαρέτρα. Γεφυρισμοί και φαλλικά. Παλιά ιστορία. Αν υπάρχει χρόνος.
Η Λίλλυ με περιεργάζεται όσο ο νους μου στροβιλίζεται φυγόκεντρα με άξονα τα γέλια της παρέας. Μου αγγίζει απαλά το χέρι. Με αιφνιδιαστική ταχύτητα τη φορτώνω στην πλάτη. Χασκογελάει και κάτι βγάζει από την τσέπη της. Μου φοράει ένα σκουφί ξωτικού. Πράσινο με κόκκινη φούντα. Περνάει τα πόδια της μέσα από τα χέρια μου. Απλώνει τα μαλλιά της κουρτίνα μπροστά στο πρόσωπό μου. Την κρατάω σφιχτά κι αρχίζω να τρέχω προς την εξώπορτα. “Κάνει κρύο έξω, δεν είναι για μας. Ας μείνουμε εδώ, στη δική μας κρυψώνα”, μου λέει και η φωνούλα της σπάει από το χοροπηδητό. Δεν της δίνω σημασία. Πεταγόμαστε έξω. Ουρλιαχτά και χάχανα. Έχει δίκιο. Πέφτουν μύτες από το κρύο αλλά εμείς στον κόσμο μας!
Κάτι τέτοιες βραδιές από το παράθυρο του σαλονιού βλέπω τον εαυτό μου να μας περιεργάζεται καθώς χασκογελάμε και χορεύουμε. Σπεύδω να του ανοίξω να μπει. Έχει γδαρμένα γόνατα κι άτριχα μάγουλα. Είναι βρεγμένος αλλά δε θέλει να στεγνώσει. Μου βγάζει τη γλώσσα και χαχανίζει. Γίνεται ένα με την προοπτική. Προτιμάει τη θάλασσα αυτός. Βυθίζεται. Κάνει κρύο στην αρχή. Πάντα παίζουν μουσική τα κοχύλια. Είναι ανούσιες οι ανθρώπινες ιαχές στο βυθό. Κοράλλια και υπόγεια ρεύματα. Το καλό με τα κορίτσια που αγαπήσαμε είναι ότι πάντα μας τράβαγαν στην επιφάνεια όταν παραδινόμασταν στα χρώματα των υφάλων.
Κοντεύουν ξημερώματα.
Ιωσήφ Σίβερας
…
.