Καιρό είχα να γράψω… Τώρα που χορτάσαμε παγωτό, καφέ και θάνατο, είναι ο καιρός καλός για εξωτερική αναζήτηση και καταγραφή…
Ο δρόμος φαινόταν ατέλειωτος και πράγματι ήταν… ο καθένας διαλέγει τον δρόμο του και ο δικός μας θαρρείς δεν θα τέλειωνε ούτε εκείνο το βράδυ. Ένοιωσα να πνίγομαι και σου ζήτησα να σταματήσεις. Κατέβηκα από τ’ αμάξι ζαλισμένος. Έπεσα στα γόνατα. Βγήκες να με βοηθήσεις, να δεις τι μου συμβαίνει μα σαν με αντίκρισες σε πλημύρισε ο τρόμος σαν κατάλαβες πως δεν ήμουν εγώ αυτός που κοιτούσες… Εγώ ήμουν χαμένος κάπου μακριά και τα μάτια μου είχαν κλείσει…
Όταν τα άνοιξα δεν ήξερα που βρισκόμουν. Η μυρωδιά της αρρώστιας έμπαινε μέσα στα πνευμόνια μου… Ένα σπασμένο κομμάτι καθρέφτη στο πάτωμα βουτηγμένο στο αίμα, μου έδωσε να καταλάβω πως ήμουν σε κακά χάλια. Το φως κίτρινο και άρρωστο σαν το δέρμα μου εκείνο το βράδυ. Μια πόρτα στο βάθος και θόρυβοι… σημεία ζωής σκέφτηκα και είπα να τρέξω και την άνοιξα για να βρεθώ μαζί με τους ζωντανούς, μα με το θέαμα που αντίκρισα πεθύμησα ξανά τους σάπιους και τους σπασμένους… Αντίκρισα ένα μάτσο ανδρείκελα με βαθιά ντεκολτέ, τόσο ερωτευμένα με την ομορφιά τους, τραβάγανε μαλακία μπροστά σε έναν τεράστιο σπασμένο καθρέφτη στον τοίχο, την ώρα που οι μανάδες τους ξεπούλαγαν ισόβια τις ζαρωμένες σάρκες τους με δημοσιουπαλληλικά όνειρα. Δεν άντεξα… ξέρασα πάνω στους εφιάλτες τους και μπήκα στο τρένο…
Πάρκαρα το τρένο στο γκαράζ και μπήκα σπίτι. Έφτιαξα καφέ να ξενερώσω. Τα χέρια μου χτυπημένα και το κουταλάκι μου έφυγε δυο φορές από τα χέρια και η Παναγία μου έφυγε τρεις φορές από το στόμα…
Έκατσα στον καναπέ μετά από καιρό και άνοιξα την τηλεόραση. Είχα ξεχάσει πόσο άνετος ήταν. Κρύωνα και σκεπάστηκα με μια κουβέρτα. Το κεφάλι μου το ένοιωθα τόσο άσχημα χτυπημένο που δεν άντεξα και έβαλα ειδήσεις. Ακρωτηριασμοί, πατρίδες, δώρο ένα πλυντήριο, σεισμός, θάνατοι, φόβος θανάτου, φόβος φτώχειας, φόβος τρομοκρατίας, φόβος, έλεγχος, φαντασμαγορικά σώου με τραγούδι και χορό και μπόλικη δόση χούντας. Άντε γαμηθείτε… πείρα δυο χάπια και έπεσα για ύπνο…
Ξύπνησα και είδα το πρόσωπο σου να λάμπει. Καθόμασταν σε μια στάση λεωφορείου. Έλαμπες. Η παράσταση είχε τελειώσει και χαζεύαμε το κωλόμπαρο απέναντι με τα δωμάτια από πάνω που κανείς δεν θα νοίκιαζε. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην πολυκατοικία και τα καλώδια απ’ τις κεραίες που τρυπούσαν τα πλευρά της. Σε κοίταξα ξανά… ήρθε το λεωφορείο να μας πάρει στο σπίτι…. Σ’ αγαπώ…
Το τηλέφωνο χτυπάει… Μόλις είχα καταφέρει να κοιμηθώ. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει όπως κάθε φορά που χτυπάει τέτοια ώρα το τηλέφωνο… Το σήκωσα… η φωνή σου στο ακουστικό… είμαστε βλέπεις καταδικασμένοι να σηκωνόμαστε, μαχαιρωμένοι κάθε φορά από αυτοαποκαλούμενους ανθρώπους και οι καρδιές μας να χτυπάνε ακόμα και όταν θα κολυμπάμε στα βαθιά, με μυαλά αυτοπυρπολημένα, να ατενίζουμε στο χάος τους και να ζητάμε λύτρωση… Σε φιλώ… Καλή σου νύχτα…
Γιώργος Μικάλεφ
Θα έλεγα πως είναι ένα από τα καλύτερά σου,
αλλά ας αφήσουμε τις μετριοφροσύνες και ας πούμε την αλήθεια:
Αριστούργημα!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ευχαριστώ αδερφέ! Εβίβες!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!