18/3/2012
Τι και αν έφυγες και σε πήραν μακριά μου μέσα σε φωνές και ποδοβολητά άψυχων διπρόσωπων καγκουρό… Ήσουνα πάντα εκεί όταν έπεφτα αλλά ποτέ όταν σηκωνόμουν αβοήθητος τη νύχτα του τραγικού ξεσηκωμού… Τότε που μαύρα άλογα καβάλα σε τυχάρπαστα, δίκυκλα αυτοκίνητα, συγκρούστηκαν αιματηρά με τους κλόουν της πάνω γειτονιάς. Πλημυρισμένοι δρόμοι από άψυχες ψυχές και κουφάρια πλαστικού, αγοραίου έρωτα που μην έχοντας που να κρυφτούνε, πέσανε στις γραμμές του αστικού λεωφορείου και τα παρέσυραν τα ρακούν της Αστάρτης.
.. . ..
Μα εγώ θα σε αγαπάω και πάντα θα νοσταλγώ τις νύχτες που μου έλεγες το αντίο. Εκεί στο σκοτεινό δωμάτιο που η ψυχή μου σκότωνε τ’ αριστερό μου χέρι και το κατέστησε άχρηστο για τη μεγάλη μάχη. Και πάντα σε κοιτούσα να απομακρύνεσαι και να χάνεσαι στον ορίζοντα… ακόμα και τις νύχτες που έλειπα πέρα από τις θάλασσες που γνώρισαν τα πόδια σου.
.. . ..
Θυμήσου αγαπημένη μου και την θυσία την μεγάλη, τη δικιά μου. Τότε που έκοψα κομμάτια από τις σάρκες μου για να στις στείλω να χορτάσεις. Και τα δόντια της μαύρης αλεπούς ανίκανα την πληγή να κλείσουν. Καταδικασμένος σε θάνατο για τις φριχτές μου πράξεις, σου γράφω ένα γράμμα και ας ξέρω πως δεν θα το διαβάσεις ποτέ. Αγράμματη νεράιδα μου, είσαι το φως μες στην ψυχή μου εδώ στην ξένη.
.. . ..
Και ξανά μονάχος στο σκοτεινό κελί μου, με μόνη παρηγοριά το ορφανό ρακούν μου. Προσευχόμασταν μαζί στην ψυχή της Αστάρτης και ακόμα ζητάμε αγάπη από τις πληγές που αρνήθηκαν να κλείσουν. Τον ορφανό σύντροφο μου κοιτάω στα μάτια και του ζητώ παρηγοριά στο φόβο του θανάτου. Και εκείνος δακρυσμένος αγκαλιάζει το κοάλα και το φιλάει σταυρωτά στα στήθια. Πριν χαθεί το τελευταίο δάκρυ ο δεσμοφύλακας απομακρύνει το χέρι μου από τον αφαλό της μάνας Γης και εγώ κουλουριασμένος του ζητάω την αρχή της μαύρης ξέρας.
.. . ..
Στέκομαι σε απόσπασμα με γάτες και λουλούδια, περιμένοντας το τηλεφώνημα του πατέρα σου για να με σώσει. Μπροστά μου τέσσερα σκαθάρια με ουρά ποντικού και μάτια σμέρνας με κοίταξαν στα δόντια πριν καλά-καλά σταθώ στον ορθόλιθο της αυλόπορτας. Οι δικαστές με κοίταξαν στα μάτια και έξυσαν την πλάτη μου με τη μητρική συμπόνια του αλόγου. Μέτρησαν τρία γράμματα και τουφέκισαν τον καθαρό αέρα. Τα ποντίκια και τα ψάρια όρμισαν στις σάρκες μου και μέσα σε τρεις μέρες με κατασπάραξαν με θράσος.
.. . ..
Και αν πέθανα και τώρα σε κοιτάζω από το στομάχι ενός γαιοσκώληκα, ακόμα θα σε αγαπάω και θα νοσταλγώ το φευγιό σου…
Γιώργος Μικάλεφ
απλά, κορυφαίο!!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Να ‘σαι καλά Χρήστο!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!