Αρχείο ετικέτας γιωργος

“ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ”

Ήταν πρωί στο νησί του Πάσχα. Όλα τα πρόβατα μαζευτήκαμε και πήγαμε να σκοτώσουμε τον βοσκό πριν μας σκοτώσει και μας σουβλίσει όπως έκανε πέρσι στους γονείς μας. Καθώς βελάζαμε ομαδικά στο δρόμο, ξεπρόβαλαν δύο πρόβατα με κόκκινο μαλλί στην ομοιόμορφη μάζα μας. Οι περισσότεροι  συνοδοιπόροι μας τα γνώριζαν και έδειξαν αμέσως τον θαυμασμό τους κρατώντας κόκκινες σημαίες με άγνωστα σε εμάς εργαλεία. Άρχισαν να μιλούν για αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον δυϊσμό και τον πληθυσμό. Τα περισσότερα πρόβατα συμφώνησαν και αγόρασαν κουπόνια για κάποιο διαγωνισμό χωρίς δώρα. Εγώ και άλλα δέκα πρόβατα δεν καταλαβαίναμε τι σόι διαγωνισμός είναι αυτός χωρίς δώρα. Επίσης ξέραμε ότι ο στόχος μας ήτανε ο βοσκός και όχι ο ισμός. Τελικά μετά από μια βόλτα την οποία καθοδήγησαν αρκετοί λύκοι ανοίγοντας μας το δρόμο, βρεθήκαμε μπροστά στο αρχηγείο του βοσκού όπου το περιφρουρούσαν αρκετοί λύκοι, κάποιοι ήταν με πολιτικά. Αφού βελάσαμε μερικές τελευταίες φορές, τα κόκκινα πρόβατα και οι ακόλουθοι τους, άρχισαν να φεύγουν ξεχνώντας τον σκοπό μας: να σκοτώσουμε τον βοσκό. Τότε εμείς τα έντεκα πρόβατα επιτεθήκαμε στο αρχηγείο με πέτρες και ξύλα. Αμέσως όρμησαν πάνω μας όχι οι λύκοι, αλλά κόκκινες νεαρές προβατίνες, που με κάποια ασύλληπτη γλώσσα προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την πορεία μας προς τον στόχο. Τελικά απογοητευμένοι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το μαντρί. Ξαφνικά ο Μπέκος πέταξε μιαν ιδέα: γιατί δεν το σκάμε στην εξοχή; Πέντε πρόβατα από τα έντεκα τον αποκάλεσαν ηλίθιο και επέστρεψαν στο μαντρί. Αυτά τα πέντε ήταν τα πρώτα που σφάχτηκαν την Κυριακή του Πάσχα. Ακολούθησαν δέκα ανεξάρτητα τρία με ψυχολογικά προβλήματα και ένα που ήταν μαύρο. Όσο για εμάς τα υπόλοιπα έξι, ζούμε στην εξοχή με τους απογόνους μας τα έξι τελευταία χρόνια.

Γιώργος Μικάλεφ  (2007)

Μεταφορές Ο Κάγκουρας

Η κοπέλα περπάτησε στην άκρη του δρόμου. Σηκώθηκε στις μύτες τον ποδιών της, τέντωσε το χέρι της και έκοψε ένα πανέμορφο άνθος από ένα περίεργο φυτό. Το πλησίασε στο κατάλευκο πρόσωπο της και το μύρισε. Το πρόσωπο της πλημμύρισε από ευωδιά.

-Κοίτα ένα σπάνιο πλάσμα με καλοσχηματισμένο στήθος και άψογο κώλο.

Σχολίασε ο Μπάμπης καθώς προσπέρασε την κοπέλα με το φορτηγάκι της δουλειάς.

-Πραγματικά, σπάνιο μουνί.

Αποκρίθηκε ο Λάκης στο διπλανό κάθισμα.

-Αν δεν είχαμε δουλειά την παίρναμε παρτούζα! Χαχαχα!

Γέλασε, και έλαμψαν τα τρία μπροστινά δόντια που του είχαν απομείνει. Ήταν ένα μοναδικά απαίσιο θέαμα. Ο Μπάμπης έστριψε δεξιά στην διασταύρωση και συνέχισε χωρίς να σχολιάσει τα λόγια του αφεντικού του που συνεχώς καυχιόταν για τις ερωτικές του περιπέτειες. Στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα παλιό rock κομμάτι των The Sounds… «αγκαλιά τραγουδώντας στη βροχή, σαν τα παιδιά…»

-Άλλαξε κάνα τραγούδι. Μου ΄χεις φάει την Παναγία τόση ώρα.

Ο Μπάμπης όμως δεν έδωσε και πάλι σημασία γιατί του άρεσε το τραγούδι.

Δούλευαν μαζί στην εταιρία μεταφορών «Ο ΚΑΓΚΟΥΡΑΣ» τα τελευταία οχτώ χρόνια. Ήταν η πρώτη μεταφορική εταιρία που άνοιξε στην πόλη. Την είχε ιδρύσει ο Τάκης, ο αδελφός του Λάκη που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο πριν έξι χρόνια. Ήταν μόνο 27 χρονών. Από τότε ο Λάκης έγινε ιδιοκτήτης στην επιχείρηση, αφού ο αδερφός του όντας γνωστός ομοφυλόφιλος δεν είχε παιδιά ούτε γυναίκα.

Ο Λάκης ήταν 42 χρονών κατεστραμμένος από το αλκοόλ και τις γυναίκες των περιοδικών. Είχε χάσει από μικρός ένα μεγάλο μέρος της όρασης του από τον αυνανισμό. «Άξιζε τον κόπο» παινευόταν συνέχεια. Είχε προσλάβει τον Μπάμπη, που ήταν παλιόφιλοι, εδώ και δύο χρόνια για οδηγό γιατί ο ίδιος δεν έβλεπε τον Χριστό του.

Είχαν μπει τώρα στην εθνική. Δεξιά και αριστερά τους ήταν χτισμένα πολλά επώνυμα καταστήματα, κυρίως αυτοκινήτων. Ο Λάκης γυρνάει προς τον Μπάμπη και πάει να του πει κάτι σχετικό με τη δουλειά…

-Αυτός ο χωριάτης μου φάνηκε…

Κοιτώντας όμως έξω από το αυτοκίνητο πέφτει το βλέμμα του στα “MULTIDRAMA”.

-Γαμημένοι μπάσταρδοι! Γαμώ την Παναγία σας καριόλιδες…

-Τι βρίζεις ρε Λάκη? Τη μάνα σου γαμήσανε?

-Αυτά τα μουνιά… είχα πάει να αγοράσω ένα κομπιούτερ για να βλέπω καμιά ξεβράκωτη στο ίντερνετ. Είχα δει ένα φυλλάδιο στην εφημερίδα με δόσεις, καλή προσφορά μου φάνηκε και πάω να το αγοράσω και δεν μου εγκρίνανε τις δόσεις οι πουσταράδες. Γαμώ το σπίτι τους και γαμώ το μουνί που τους ξέρναγε.

Ενώ οι βρισιές του Λάκη δεν είχαν τελειωμό, ο Μπάμπης θυμήθηκε την κουβέντα που πήγε να αρχίσει πριν.

-Κάτι πήγες να μου πεις πριν.

-Α ναι. Πολύ παράξενος μου φάνηκε ο χωριάτης. Τελικά δεν μου είπε τι στο διάολο έχει μέσα το κουτί. Και είναι και βαρύ το γαμημένο. Μου γάμησε την πλάτη.

Είπε ο Λάκης, κοιτώντας το ξύλινο κιβώτιο που μετέφεραν στο πίσω μέρος του φορτηγού.

-Κανένα παράνομο φυτοφάρμακο θα είναι. Δεν μου γέμισε το μάτι.

-Μας δίνουν να τρώμε του κόσμου τα σκατά οι γαμιόληδες και χρυσοπληρώνουμε κι από πάνω. Σκατόβλαχοι.

-Και θέλει να το παραδώσουμε και στου διαόλου τη μάνα.

-Βρωμάει η δουλειά μου φαίνεται Μπάμπη…

Και πράγματι το περίεργο φορτίο τους είχε μια αποκρουστική μυρωδιά. Σαν κάτι να έχει ψοφήσει εδώ και μέρες. Αλλά οι δύο άντρες πλέον είχαν συνηθίσει τις άσχημες μυρωδιές, αφού ζούσαν και οι δύο κοντά στη χωματερή και δεν τους έκανε καμία εντύπωση.

-Εδώ έμενε παλιά ο Δημήτρης.

Είπε ο Λάκης με ένα ύφος (σπάνιας γι’ αυτόν) μελαγχολίας, δείχνοντας ένα διώροφο ετοιμόρροπο σπίτι, γεμάτο ψηλά χόρτα. Λες και ήθελαν να κρύψουν το σπίτι, για να μην θυμάται κανείς τι έγινε εκεί μέσα.

Ο Δημήτρης ήταν πολύ άτυχος από τη γέννηση του. Ο πατέρας του ήταν ανώμαλος και η μάνα του πνευματικά καθυστερημένη. Δυστυχώς το παιδί πήρε και από τους δύο γονείς, με αποτέλεσμα να τρελαθεί και να μένει στο σπίτι κλεισμένος. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Μια μέρα φεύγει κρυφά από το σπίτι. Έλειψε τέσσερις μέρες. Όταν γύρισε μύριζε σαν ψοφίμι και τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα. Την ίδια μέρα βρήκαν νεκρή μια κοπέλα στο δασάκι. Βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη και είχε βιαστεί κατ’ επανάληψη, πριν και μετά το θάνατο της. Ο πατέρας του κατάλαβε τι έγινε και κάλεσε αμέσως την αστυνομία όμως ο Δημήτρης είχε γίνει καπνός.

Οι δύο μεταφορείς στην ανάμνηση και μόνο της ιστορίας είχαν ανατριχιάσει αρκετές φορές. Ο Μπάμπης σπάει την  σιωπή…

-Οι γονείς του μετακόμισαν από τότε που… Δεν γύρισαν ποτέ πίσω.

Ήταν και οι δύο παλιοί συμμαθητές με τον Δημήτρη. Δεν το χώρεσε ποτέ ο νους τους ότι θα είχε τέτοια άσχημη κατάληξη.

Ο Λάκης ένοιωθε άσχημα και άλλαξε θέμα.

-Μου φαίνεται ότι αυτή η μαλακία εκεί πίσω βρωμάει άσχημα.

-Δεν πάει να μυρίζει… τα λεφτά τα πήρες μπροστά. Σε κάνα μισάωρο θα έχουμε φτάσει.

-Μωρέ δεν σταματάμε σε καμία ερημιά να δούμε τι έχει και να χέσω επί της ευκαιρίας?

-Πες το έτσι ρε Λάκη. Άμα θες να χέσεις αλλάζει το πράμα.

Έχει εδώ πιο κάτω μια ερημιά μετά το βενζινάδικο του Μπίλι.

Ακόμα θυμάται ο Μπάμπης εκείνη τη μέρα και ας πέρασε τόσος καιρός. Ήταν χειμώνας και είχαν ένα μακρινό δρομολόγιο σε κάποιο χωριό. Έξω έβρεχε δυνατά. Ο Λάκης χεζόταν και δεν ήθελε να βραχεί. Σφιγγότανε και κάθε τόσο έριχνε βροντερές και κοφτές κλανιές που βρώμιζαν το χώρο. Σε κάποια στιγμή ο Λάκης γυρνάει και του λέει: Πρέπει να λέρωσα το βρακί μου. Στην πραγματικότητα είχε χέσει και το παντελόνι του, και το κάθισμα αλλά και τη μοκέτα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την φρικαλέα αυτή μυρωδιά.

Ο Μπάμπης έστριψε σε έναν χωματόδρομο, συνέχισε γύρω στα διακόσια μέτρα και σταμάτησε σε ένα παλιό οικόπεδο που το βράδυ λειτουργούσε ως γαμηστρόνας για παράνομα ζευγάρια και νέους εραστές με άστεγο έρωτα.

-Μια χαρά είμαστε εδώ. Πετάγομαι να χέσω εκεί πίσω και έρχομαι. Αν δε γυρίσω σε δέκα λεπτά περίμενε με κι άλλο. Έχω πρόβλημα στο έντερο τελευταία.

-Δεν θέλω να ξέρω. πήγαινε και κάνε όση ώρα θέλεις.

Ο Λάκης χάθηκε πίσω από ένα λόφο από μπάζα κρατώντας μια εφημερίδα πολλαπλής χρήσης. Την ίδια ώρα ο Μπάμπης άνοιξε τις πίσω πόρτες του μικρού φορτηγού και άρχισε να το παρατηρεί. Για έναν περίεργο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει δίσταζε να το ανοίξει. Προτιμούσε να κάνει τη μεταφορά του να πληρωθεί και να γυρίσει σπίτι του. Όμως η περιέργεια πολεμούσε σκληρά κάθε αναστολή και με σύντομες κινήσεις έσυρε προσεκτικά το μπαούλο έξω από το φορτηγάκι ακουμπώντας το στο έδαφος.

Την ίδια ώρα ο Λάκης προσπαθούσε να χέσει ισορροπώντας στο ανώμαλο έδαφος. Κάτι είχε καταφέρει μέχρι στιγμής. Ήταν γυμνός από τη μέση και κάτω λόγο παλιάς δυσάρεστης εμπειρίας. Είχε σκύψει με λυγισμένα γόνατα και είχε ιδρώσει αρκετά. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να διαβάσει και την εφημερίδα αν και δεν έβλεπε καλά. Σε μια άτυχη στιγμή χάνει την ισορροπία του και προσγειώνεται πίσω σε κάτι μαλακό. Ένοιωσε τον γυμνό κώλο του να έχει πασαλειφτεί με τα ίδια του τα σκατά. Άρχισε να βλαστημάει σιωπηλά. Δεν ήθελε να το μάθει ο Μπάμπης και κατά συνέπεια όλοι η παρέα τους και να γελάνε για καιρό. Του έφτανε η κοροϊδία από εκείνη τη φορά που είχε χεστεί. Ακόμα απορούσε πως το θυμόταν όλοι.

Σηκώθηκε σιγά-σιγά και σκύβει να αρπάξει ένα κομμάτι εφημερίδας για να σκουπιστεί. Ξαφνικά βλέπει δύο πόδια γυμνά και βρώμικα να στέκονται μπροστά του. Χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει σηκώνει με αργά το βλέμμα του προς τα επάνω. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει. Ήταν ο Δημήτρης! Πρέπει να τριγυρνούσε μες το δάσος σαν το αγρίμι τα χρόνια που έλειπε. Έτσι μαρτυρούσε η πρωτόγονη εμφάνιση του. Είχε λίγα γένια όπως τότε, αλλά άγρια, μακριά ξανθά μαλλιά που είχαν κολλήσει μεταξύ τους και φάνταζαν σαν μια ενιαία τριχωτή μάζα. Ήταν ολόγυμνος και το σώμα του είχε σημάδια από ουλές, σαν να πάλευε με αρκούδες. Το βλέμμα του ήταν τόσο απόκοσμο σαν να ήταν κτήνος. Πάει να του μιλήσει.

-Δημήτρη…

Βλέπει το χέρι του παλιού του φίλου να κρατά μία πέτρα και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα του την βλέπει να προσγειώνεται στο κεφάλι του και τα πάντα γύρω του να σβήνουν.

Πίσω στο φορτηγό ο Μπάμπης μόλις είχε καταφέρει να ανοίξει το ξύλινο κιβώτιο. Είχε αφαιρέσει το καπάκι προσεκτικά χωρίς να φαίνεται αρκετά η παραβίαση. Το άγνωστο φορτίο τους, έβγαζε τώρα μία έντονη δυσοσμία που του προκάλεσε αναγούλα. Έτσι με το ένα χέρι κάλυπτε τη μύτη του με το μανίκι και με το άλλο τραβούσε στην άκρη τα υφασμάτινα καλύμματα του φορτίου. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να γονατίσει στο χώμα και να ξεράσει το πρωινό του.

Κάτω από τα καλύμματα βρισκόταν το νεκρό σώμα μιας νεαρής κοπέλας τυλιγμένο άτσαλα με σελοφάν. Το κορμί της ήταν γεμάτο μώλωπες και τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο. Το κεφάλι της είχε αφαιρεθεί από το υπόλοιπο σώμα και είχε τοποθετηθεί στην αγκαλιά του κορμιού της κοιτώντας τώρα τον ουρανό με τα άψυχα μάτια της. Ήταν ένα βλέμμα αρρωστημένο που θα στοίχειωνε για πάντα τα όνειρα του Μπάμπη, εάν βέβαια ζούσε για πάντα.

Ξαπλωμένος στο πάτωμα μην μπορώντας να ξεστομίσει λέξη, πασαλειμμένος με εμετό προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το μακάβριο θέαμα που αντίκρισε. Κυρίως αυτά τα αθώα νεκρά μάτια που τον κοίταζαν. Μια απαλή λάμψη από κάποια μεταλλική επιφάνια τον ανάγκασε να γουρλώσει τα μάτια του. Μία μορφή που δεν μπορούσε να διακρίνει εξαιτίας του ήλιου στεκόταν μπροστά κρατώντας κάτι που θύμιζε τσεκούρι. Ενστικτωδώς αρπάζει το πόδι του υποψήφιου φονιά του και το τραβάει με δύναμη σωριάζοντας τον στο χώμα. Αμέσως σηκώνεται στα πόδια του αντικρίζοντας άλλο ένα απαίσιο θέαμα που τον έκανε να παγώσει. Ο άγριος άντρας που κάποτε λεγόταν Δημήτρης, πεσμένος στο έδαφος σηκώνει γρήγορα το τσεκούρι που κείτονταν δίπλα του και με μια αστραπιαία κίνηση το προσγειώνει στο δεξί πόδι του Μπάμπη. Εκείνος πέφτει κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Αίμα πεταγόταν στο χώμα από το ακρωτηριασμένο μέλος σαν μακάβριο σιντριβάνι. Ο Μπάμπης σπαρταρούσε σαν ψάρι κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, προσπάθησε να πιάσει το πόδι του για να το βάλει πίσω στη θέση του. Στη συνέχεια δέχτηκε κι άλλα χτυπήματα στην πλάτη και αρκετά στο κεφάλι, είχε όμως είδη χάσει τις αισθήσεις του πριν δεχτεί τα θανάσιμα χτυπήματα του φίλου από τα παλιά. Το κτήνος προχώρησε προς το όχημα των νεκρών, κοίταξε μέσα στο κιβώτιο. Το θέαμα τον έκανε να χαμογελάσει από ευτυχία. Πενήντα μέτρα πιο μακριά σε μια λίμνη αίματος βρισκόταν το άψυχο κορμί του Λάκη. Είχε μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι από το χτύπημα και δυο τρεις δαγκωματιές στο αριστερό του χέρι.


Γιώργος Σάπιος

*από το βιβλίο του κώλου

Ο Δράκος: Η Μανία Του Λυκανθρώπου

Στο ξενοδοχείο σήμερα είχε πολύ κίνηση. Τρία group ήρθανε. Το πρώτο ήταν ένα καπί από την Τρίπολη. Ο Μανόλης κουβάλησε μόνος του σχεδόν όλες τις αποσκευές στα δωμάτια. Δεν τον πείραξε ιδιαίτερα γιατί ήταν αρκετά εύσωμος και δυνατός. Αυτό που του την έσπασε ήταν ότι δεν πήρε φιλοδώρημα από κανέναν ενώ περίμενε να βγάλει και κάτι από τις υπηρεσίες του και την ευγένεια του. Καβούρια στις τσέπες έχουν? σκέφτηκε… γαμημένοι αναξιοπαθούντες, βρωμόγεροι που θέλετε και διακοπές…

Έπιασε διακριτικά κάτω από τον πάγκο της reception την τσάντα του. Πήγε να την ανοίξει αλλά μια φωνή τον απέτρεψε…

-401, είπε μια χαριτωμένη κοπέλα γύρω στα είκοσι. Φορούσε ένα πολύχρωμο παρεό πάνω από το κάτασπρο μαγιό της… Το 401, επανέλαβε…

-Αμέσως είπε ο Μανόλης μόλις κατάφερε να απομακρύνει το βλέμμα του από τα ζουμερά της στήθη που τον κοιτούσαν απειλητικά. Της έδωσε το κλειδί, εκείνη τον ευχαρίστησε και ανέβηκε τις σκάλες. Ο Μανόλης ένοιωσε το πέος του να προσπαθεί να σκίσει το παντελόνι του και να το σκάσει καθώς ανακάλυψε ότι το κάτω μέρος του μαγιό ήταν string. Τα κωλομέρια της κατάφεραν να τον μαγέψουν και να τον κάνουν να τρέξει στην τουαλέτα και να εκτονωθεί. Ήταν η έβδομη φορά σήμερα.

Το τέλος της τουριστικής περιόδου είχε πάντα τις εκπλήξεις του. Έκανε ακόμα αρκετή ζέστη και οι παραλίες του νησιού είχαν αρκετό κόσμο. Ο Μανόλης γύρισε στο πόστο του δέκα λεπτά αργότερα για να έρθει αντιμέτωπος με άλλο ένα group. Άλλο ένα καπί… από τις βλαστήμιες του γονάτισε την Παναγία.

Ήταν αποφασισμένος να την βρει. Την άκουσε στο σαλόνι να μιλάει με τους δικούς της στο τηλέφωνο… θα πήγαινε στα τουριστικά μαγαζιά το βράδυ να ψωνίσει αναμνηστικά, για να έχει να θυμάται τις πρώτες τις διακοπές στην Κέρκυρα. Το πιο σημαντικό που άκουσε ήταν ότι είχε έρθει ολομόναχη… Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φύγει με το ίδιο λεωφορείο και να την ακολουθήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Έλπιζε μόνο να μην φύγει πριν σχολάσει εκείνος.

Περίμενε διακριτικά στην απέναντι πλευρά του δρόμου στο περίπτερο του Διομήδη. Μετά το πρώτο μισάωρο ο Διομήδης φοβήθηκε μήπως προσπαθούσε να τον κλέψει και του ‘λαβε το λόγο. Μετά από μια ώρα και αρκετή κουβέντα είχαν γίνει φίλοι και τον κέρασε και παγωτό. Μετά από μιάμιση ώρα συνειδητοποίησε ότι του την έπεφτε αλλά αποφάσισε να τον ανεχτεί λιγάκι ακόμα. Πέρασαν δύο ώρες… επιτέλους την είδε να έρχεται με ένα λευκό καλοκαιρινό φόρεμα και να κάθετε στη στάση. Όταν το λεωφορείο έφτασε, εκείνος χαιρέτησε τον ανώμαλο περιπτερά, πέρασε βιαστικά το δρόμο και μπήκε μέσα τελευταίος. Είχε αρκετό κόσμο και ήταν αδύνατο να τον καταλάβει. Τους χώριζε μια παρέα από πουτανόγριες και πορνογέροντες, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα άτομα της πέμπτης ηλικίας.

Κατέβηκαν στην ίδια στάση και εκείνος φρόντισε να κρατήσει την κατάλληλη απόσταση ασφαλείας. Την ακολουθούσε για δύο ώρες από μαγαζί σε μαγαζί. Με δυσκολία έκρυβε το εργαλείο του που άρχισε να υψώνετε ανησυχητικά, πράγμα επικίνδυνο για τα εύθραυστα αγαλματίδια στα ράφια των τουριστικών. Κάποια στιγμή στο δρόμο πίσω από τον Άγιο Σπυρίδωνα του έριξε ένα βλέμμα αλλά  μάλλον δεν πρέπει να τον κατάλαβε. Η αμφιβολία του τον έκανε να σκεφτεί αρκετά να αναβάλει αυτό που είχε στο μυαλό του. Ώσπου να το σκεφτεί (ήταν και λίγο αργός…) κράτησε παραπάνω απόσταση ώσπου την έχασε σε κάτι δρομάκια. Αγχώθηκε μήπως δεν την βρει… όμως την είδε σε ένα στενό πιο κάτω που δεν είχε καθόλου κόσμο… έβγαζε φωτογραφίες με την ψηφιακή της τα απλώματα που ένωναν τα κτίρια με φρεσκοπλυμένα σώβρακα. Ο Μανόλης χαμογέλασε… ήταν η ευκαιρία που περίμενε όλη μέρα. Κρύφτηκε σε μία πόρτα και άνοιξε την τσάντα έβγαλε μια παλιά μάσκα λυκανθρώπου… την φόρεσε και κατέβασε το παντελόνι του…

Βγήκε έξω με μια πρωτόγνωρη σιγουριά και ένα πρωτόγονο συναίσθημα, κρατώντας σφιχτά στο δεξί χέρι, το ορθωμένο του τριχωτό μαρκούτσι. Εκείνη ήταν γυρισμένη πλάτη όταν της σήκωσε το φόρεμα και της τον ακούμπησε με φόρα στο δεξί κωλομέρι. Η κοπέλα έντρομη από το θέαμα του σάτυρου, έβαλε της φωνές και τον χτύπησε με την τσάντα της… εκείνος παραπάτησε και έπεσε χωρίς όμως να σταματήσει στιγμή να τον παίζει. Δίχως να χάσει χρόνο η κοπελιά τράβηξε φωτογραφία τον αποκρουστικό αυνανιστή και άρχισε να τρέχει. Ήταν πιο έξυπνη από ότι μπορούσε το άρρωστο μυαλό του να φανταστεί. Όταν οι νοικοκυραίοι θορυβημένοι από τις φωνές βγήκαν στα παράθυρα να δουν τι τρέχει ο δράκος είχε εξaφανιστεί…

Όταν γύρισε σπίτι ήταν περασμένες δώδεκα και για καλή του τύχη η μάνα του κοιμόταν. Έτσι ξάπλωσε στο κρεβάτι του ανάσκελα και έκατσε να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεων του. Είχε ορκιστεί στον εαυτό του να σταματήσει από τότε που ήταν παιδί. Στο δημοτικό είχε κάνει την εμφάνιση της για πρώτη φορά η αρρώστια του ματάκια. Από τότε δεν μπορούσε να το σταματήσει… τα καλοκαίρια επισκεπτόταν συνεχώς τις παραλίες γυμνιστών του νησιού όπου περνούσε την περισσότερη ώρα στην θάλασσα χαζεύοντας τη γυμνή γυναικεία σάρκα και αφιερώνοντας ώρες ολόκληρες σε ενδοπαλαμικές παλινδρομήσεις μέχρι τελικής πτώσεως του πέους. Το χειμώνα την έβγαζε από εδώ και από εκεί. Η μάνα του αποφάσισε να τον πάει σε ειδικό μιναρολόγο μετά από ένα τραγικά δυσάρεστο γεγονός…

Ήταν 18 χρονών και διάβαζε στο σπίτι για τις εξετάσεις της πρώτης γυμνασίου όταν το κουδούνι χτύπησε και η θεία η Μαριώ με τα μεγάλα βυζόμπαλα πέρασε στο σαλόνι. Ενώ εκείνη του μιλούσε για την αξία της μόρφωσης, εκείνος είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στα στήθια της, ώσπου ένοιωσε ένα εξόγκωμα στο κάτω μέρος της πιτζάμας του που άρχισε να μεγαλώνει απειλητικά. Για κακή του τύχη ήταν αδύνατο να το κρύψει. Μάταια προσπαθούσε να το καλύψει με το βιβλίο της γεωγραφίας και των μαθηματικών, έτσι αποφάσισε να βάλει τα χέρια στις τσέπες και να παλέψει με το κτήνος μέχρι εκείνο να ηρεμίσει. Η μάχη ήταν άνιση. Η καύλα τελικά τον κυρίευσε ολοκληρωτικά… σηκώθηκε όρθιος και μπροστά στα έκπληκτα μάτια της θείας Μαριώς κατέβασε τα βρακιά του και απελευθέρωσε τον δράκοντα. Τότε ήταν που η αδικοχαμένη θεία αντίκρισε τον τρόμο! Το θηρίο άρχισε να εκτοξεύει ακατάπαυστα υγρό πυρ πάνω στη άτυχη γυναίκα ώσπου η αδύναμη καρδιά της δεν άντεξε…

Τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, η ωριμότητα του τον έκανε να πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις. Γνωρίζοντας ότι οι ανεξέλεγκτες καύλες του, μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε ποινικά κολάσιμες πράξεις, έπρεπε να πάρει κάποιες προφυλάξεις για να μην τον αναγνωρίζουν. Είχε πάντα μαζί του μια παλιά μάσκα λυκανθρώπου που την είχε αγοράσει από κάποιο πάγκο για κάποιες απόκριες. Την είχε πάντα μαζί του σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης… σήμερα ήταν η πρώτη φορά που έπεσε στην ανάγκη της! Πρέπει να έφταιγε η πρόσφατη διακοπή της φαρμακευτικής του αγωγής. Πάντως το μπανιστήρι δεν το είχε κόψει ποτέ, ήταν μέρος της αγωγής.

Πριν από λίγες ώρες ανακάλυψε πως η μάσκα τον τροφοδοτούσε με μια πρωτόγονη και ταυτόχρονα μυστηριώδη μαγική δύναμη που τον προστάτευε και τον μετέφερε σε έναν άλλο παράλληλο κόσμο στον οποίο ήταν κυρίαρχος. Λίγα λεπτά μετά την μεγαλειώδη ανακάλυψη… αποκοιμήθηκε αγκαλιά με ένα αυξανόμενο αίσθημα περηφάνιας.

“ανώμαλος επιδειξίας”…

“απόπειρα βιασμού”…

“το κτήνος πίσω από την μάσκα”…

“προβοκάτσια ξένων συμφερόντων”…

Βλέποντας ο Μανόλης τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα, καθώς πήγαινε το πρωί στην δουλειά του με τα πόδια, τον πλημμύρισε ένα νέο κύμα υπερηφάνειας. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η αρρώστια του θα τροφοδοτούσε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ένιωσε για πρώτη του φορά σπουδαίος και συνεχώς χαζογελούσε. Καθώς πλησίαζε στο ξενοδοχείο τον κυρίευσε το άγχος… μήπως τον αναγνώριζε η κοπέλα? Αλλά αδύνατον σκέφτηκε αφού τον αντίκρισε μόνο για μια στιγμή και μετά φορούσε και τη μάσκα. Σίγα μην τον θυμόταν από μια φορά που τον είδε στη reception…

Στο ξενοδοχείο επικρατούσε νεκρική σιγή. Όταν ήρθε το αφεντικό τον ενημέρωσε ότι σχεδόν όλες οι κρατήσεις είχαν ακυρωθεί. Αναθεμάτιζε συνεχώς την κοπέλα που έδωσε τόση έκταση στο γεγονός…

-Την πουτάνα πρώτη φορά την ακούμπησε πούτσα στη ζωή της? Έπρεπε να το κάνει βούκινο? Να δω πως θα τη βγάλουμε το Χειμώνα? Τι με κοιτάς σα μαλάκας… δεν άκουσες τι έγινε χτες με το ψωλάκι του 401?

-Ναι το έμαθα πριν λίγο… και η κοπέλα είναι εδώ ακόμα? Ρώτησε ο Μανόλης διστακτικά.

-Έφυγε η ψώλα νωρίς το πρωί… αφού πέρασε το μισό βράδυ με τους μπάτσους και το άλλο μισό με τους δημοσιογράφους. Και αυτός ο μινάρας του κερατά με την καυλομάσκα του, τι στο διάολο ήθελε? Ας πήγαινε σε μια πουτάνα ο βλαμμένος να δώσει. Φέτος θα κλείσουμε πιο νωρίς έτσι σκατά που ήρθαν τα πράγματα… Αποσύρθηκε στο γραφείο του φωνάζοντας και βρίζοντας. Ο Μανόλης κοίταξε την τσάντα και με ανακούφιση ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει την μάσκα σπίτι.

Είχε πια χειμωνιάσει και ο δράκος είχε ξεχαστεί. Ώσπου μια μέρα το κτήνος ξύπνησε και πάλι και δεν έλεγε να ηρεμίσει με καμία μαλακία. Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε πίσω από μια στοίβα με παλιά ρούχα του πατέρα του, τη μάσκα. Την φόρεσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ένοιωσε πάλι αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη. Την έβγαλε και την στρίμωξε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. βγήκε βιαστικός από το δωμάτιο…

-Που πας αγόρι μου με τόσο κρύο έξω?

-Πάω για περπάτημα μάνα. Και βγήκε γρήγορα έξω αποφεύγοντας το παπαροπρήξιμο… ότι χειρότερο για εκείνη τη στιγμή…

Άλλο ένα χειμωνιάτικο απόγευμα και το σκοτάδι είχε απλωθεί στην Κέρκυρα. Το κρύο ήταν τσουχτερό και οι σκύλοι αλυχτούσαν λες και προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν την άτυχη γυναίκα για το κακό που θα συνέβαινε… αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα της έλεγαν να βάλει μπροστά το αμάξι και να εξαφανιστεί από το σκοτεινό μέρος που είχε παρκάρει…

Το κακό δεν άργησε να συμβεί. Ο Μανόλης περνούσε απ’ το δρόμο και εντόπισε το υποψήφιο θύμα του… ήταν μια γυναίκα μέσα στο αυτοκίνητο της, που προσπαθούσε να καλέσει κάποια φίλη της στο κινητό. Ο δράκος προσπέρασε το αυτοκίνητο και κρύφτηκε πίσω από ένα άλλο, παρκαρισμένο λίγα μέτρα πιο κάτω. Έβγαλε έξω τη μάσκα του λυκανθρώπου και τη φόρεσε. Οι σκύλοι τώρα ούρλιαζαν σαν λύκοι! Αφού σιγουρεύτηκε ότι η γυναίκα ήταν μόνη της, έκανε την κίνηση του.

Τον έβγαλε έξω και όρμησε στο αυτοκίνητο… άρχισε να αυνανίζεται με μανία ουρλιάζοντας σαν λύκος και χτυπώντας το πέος του στο τζάμι! Η γυναίκα μόλις αντίκρισε το φριχτό αυτό θέαμα πάγωσε από τον τρόμο. Ο δράκος άνοιξε βίαια την πόρτα και πριν προλάβει η γυναίκα να αντιδράσει, ένα λευκό υγρό άρχισε να εκσφενδονίζεται στο πρόσωπο της σε μεγάλες ποσότητες. Εκείνη άρχισε να τσιρίζει και πήδηξε στο διπλανό κάθισμα. Τράβηξε βίαια το χερούλι στην προσπάθεια της να γλιτώσει, με αποτέλεσμα να μείνει με το χερούλι στο χέρι. Ο δράκος που βρισκόταν ακόμα με το πουλί στο χέρι, αφού ξεφορτώθηκε και την τελευταία σταγόνα που του βάραινε τα αρχίδια, χάθηκε στο σκοτάδι ουρλιάζοντας.

Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα έντρομη και κατέβασε τις ασφάλειες. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Ήταν γεμάτο σπέρμα! Το καθάρισε με τα μανίκια της και κάλεσε την αστυνομία…

Η πόρτα του σπιτιού έτριξε καθώς έκλεινε. Η προσπάθεια του για να περάσει απαρατήρητος ήταν άκαρπη. Η γνωστή υστερική φωνή ακούστηκε από το δωμάτιο.

-Μανόλη… που είσαι Μανόλη?

-Τώρα μητέρα έρχομαι. Ήξερε τι θα ακολουθούσε. Μετά από μια τόσο ένδοξη μέρα, εκείνη θα του κατέστρεφε κάθε διάθεση. Τώρα θα επέστρεφε στην ταπεινωτική του ζωή. Είδη είχε αρχίσει να βλαστημάει θεούς και δαίμονες από μέσα του. Άφησε το μπουφάν με τη μάσκα του μέσα στον καναπέ και μπήκε στο δωμάτιο της μητέρας του.

-Που ήσουνα αγόρι μου?

-Πήγα για περπάτημα μητέρα.

-Πάλι για περπάτημα… πότε θα γνωρίσεις καμιά γυναίκα?

-Πάλι τα ίδια ρε μάνα? Πάλι τα ίδια?

-Βέβαια, σηκώνουμε και μούτρο τώρα… από τότε που μας άφησε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου σημασία δεν μου δίνεις… ίχνος σεβασμού. Τι σου ζήτησα? Ένα εγγόνι θέλω να μου κάνεις. Η κυρά-Νίτσα έχει τρία. Τρία… ακούς?

-Παράτα με ρε μάνα… πόσα παιδιά έχει η κυρά-Νίτσα. Αρκετά πια. Δεν αντέχω άλλο… τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα… δεν μου αρέσουν τα παιδιά. Κατάλαβε το!

-Για το καλό σου το λέω αγόρι μου. Για το καλό σου… η γειτονιά βλέπεις, λέει διάφορα… δεν σε έχουν δει και ποτέ και με καμιά κοπέλα… της κυρά-Σοφίας της μπακάλισσας ο γιος, δυο γκόμενες έχει. Μαλώσανε την άλλη φορά εδώ από κάτω… δυο κοπελάρες μέχρι κει πάνω… και ξέρεις πως είναι… σαν μόμολος… και συ που είσαι δύο μέτρα παλικάρι… αυτό λέγαμε με την κυρά-Όλγα στο μαγαζί. Μου έλεγε για της Λίτσας την κόρη… με αφρικάνο τα έμπλεξε! Αράπη! Για αυτό σου λέω αγόρι μου… βρες και συ μία να τη γκαστρώσεις. Λεβέντης είσαι. Φέρ’ την και στην πολυκατοικία να σε δούνε, να μη μας συζητάνε…

-Όταν λες μας συζητάνε… τι λένε δηλαδή?

-Να, θυμάσαι και τον Διομήδη τον τζιναβοτό… δεν το είχαν δει από μικρό ποτέ με γυναίκα… τελικά αποδείχτηκε ότι το παίρνει το γράμμα…

-Ποιος μωρέ? Ο περιπτεράς?

-Ναι αυτός… τον ξέρεις?

-Όχι μωρέ μάνα… μη λες βλακείες…

-Αυτό μας έλειπε…

-Μην ανησυχείς άλλο ρε μάνα. Θα τους δείξω εγώ… θα τους δείξω… Μην σε νοιάζει μάνα.

-Αχ Μανολάκη μου. Μόνο εσένα έχω. Κάνε με περήφανη γιε μου.

-Κοιμήσου μάνα και θα τα πούμε αύριο. Βγήκε κλείνοντας σιγά την πόρτα. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Έβγαλε ένα κουτί με φρέσκο γάλα… είχε λήξει μα δεν τον ένοιαζε. Ήπιε μονορούφι όσο είχε απομείνει και το πέταξε στα σκουπίδια αφήνοντας ένα κτηνώδες ρέψιμο που ακούστηκε μέχρι το πεντοφάναρο!

Το πολυτελές εστιατόριο “Αναγούλα” ήταν τίγκα και αυτό το βράδυ. Μόνο αν είχες κλείσει τραπέζι αρκετές μέρες πριν μπορούσες να φας εκεί. Στο γωνιακό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο, καθόταν μια παρέα ώριμων γυναικών και καταβρόχθιζαν ένα ολόκληρο γουρούνι πίνοντας το πιο ακριβό κρασί! Ο Μανόλης εκείνη την ώρα περνούσε απ’ έξω και βλέποντας τες φώναξε… “Ω ρε κάτι ψωλαράδες που σας χρειάζονται” και συνέχισε τον δρόμο του. Οι κυρίες ενοχλημένες χωρίς να σταματήσουν να τρώνε κοίταξαν προς το παράθυρο αλλά δεν είδαν κανένα.

Ο Μανόλης τώρα πλησίαζε τις τουαλέτες δίπλα στην παιδική χαρά της Γαρίτσας. Ήξερε ότι τέτοια ώρα όλο και κάποιον θα πετύχαινε εκεί μέσα. Το αρρωστημένο μυαλό του πλημμύρισε από ευχάριστες αναμνήσεις… τότε που είχε πάρει μάτι μια ηλικιωμένη Αλβανίδα την ώρα που έχεζε… την στιγμή της κορύφωσης κλώτσησε την πόρτα και περιέλουσε την γριά με σπέρμα… μια Μεγάλη Τρίτη είχε αυνανιστεί μπροστά σε δύο κινέζες τουρίστριες ουρλιάζοντας πολεμικές ιαχές από ταινίες καράτε… και άλλα πολλά κατορθώματα της εφηβείας που για να σας τα διηγηθώ πρέπει να φάμε δεκατρία τεύχη και είμαστε μόλις στο τρίτο…

Πάει καιρός από τότε και οι γυναίκες έπαψαν να πηγαίνουν εκεί για τις σωματικές τους ανάγκες. Για μια περίοδο βάλανε φύλακα αλλά δεν τον πληρώνανε και από τότε έγινε στέκι κωλομπαράδων, πούστηδων και κάθε λογής ανωμάλων.

Μπήκε μέσα και κλείστηκε σε μία τουαλέτα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με αισχρολογίες, τηλέφωνα και ανακοινώσεις… Διομήδης ο τζιναβοτός κάθε Σαββάτο 8.30μμ… Αλίκη πίπες 11.30πμ… γαμάω κώλο από 9 με 12 το βράδυ… Η μυρωδιά από κάτουρα και σκατά κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. Ο Μανόλης είχε βάλει σκοπό να κάνει χαλάστρα σε κάθε βρομιάρη πούστη που θα έμπαινε εκεί μέσα. Σεβότανε την διαφορετικότητα αλλά σε αυτήν την περίπτωση τους θεωρούσε υπεύθυνους για τον διωγμό των γυναικών από τον χώρο.

Δύο λεπτά αργότερα και αφού έριξε ένα ζεστό κατούρημα άκουσε βήματα. Κάποιος μπήκε μέσα. Ο Μανόλης χωρίς να χάσει χρόνο φόρεσε την μάσκα και ένοιωσε αυτόματα τη μανία του λυκανθρώπου να τον κυριεύει. Πίστευε ,εδώ και μία βδομάδα, ότι έπαιρνε την δύναμη του λύκου και του δράκου από τη μάσκα… ο επισκέπτης χτύπησε διακριτικά την πόρτα τρεις φορές… μάλλον συνθηματικό ήταν, σκέφτηκε. Η πόρτα άνοιγε προς τα έξω, έτσι στον δεύτερο χτύπο κλώτσησε με τη μπότα του την πόρτα, που με τη σειρά της χτύπησε στα μούτρα του άγνωστου επισκέπτη. Ο δράκος βγήκε έξω ουρλιάζοντας σαν λύκος αλλά αντικρίζοντας τον άντρα πεσμένο στο πάτωμα και την κηλίδα αίματος που πήγαζε από το πίσω μέρος του κεφαλιού του, αποφάσισε να το σκάσει τρέχοντας έξω διαολεμένα. Θα πρέπει αφού τον χτύπησε η πόρτα, να έπεσε χτυπώντας το κεφάλι του στον νιπτήρα.

“Ο δράκος της Κέρκυρας επιχείρησε χθες το βράδυ να δολοφονήσει τον δήμαρχο της πόλης μας. Ο δήμαρχος κατευθυνόμενος στο σπίτι του, ένοιωσε το κάλεσμα της φύσης και επισκέφθηκε τις κοντινότερες τουαλέτες. Μπαίνοντας μέσα αντίκρισε τον τρόμο στο χυδαίο πρόσωπο του μασκοφόρου δράκου. Ο λυκάνθρωπος προκάλεσε στον δήμαρχο ένα τραύμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ευτυχώς ο δήμαρχος είναι καλά στην υγεία του και νοσηλεύεται για παρακολούθηση σε ιδιωτική κλινική. Η αστυνομία κάνει λόγο για έναν δράκο φονιά, που δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία πιστεύουν ότι είναι ομοφυλόφιλος. Στο τμήμα από το πρωί ανακρίνονται σεσημασμένοι ομοφυλόφιλοι που σύχναζαν στις κακόφημες τουαλέτες…”

“Ο ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΣ ΞΑΝΑΧΤΥΠΑ. Σοκ στην τοπική κοινωνία έχει προκαλέσει η δράση του δράκου φάντασμα. Χτες αργά το βράδυ επιχείρησε να βιάσει τον δήμαρχο, όμως δεν τα κατάφερε λόγο πιθανής ανικανότητας και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Ο δήμαρχος όπως ισχυρίζεται έδωσε μάχη με τον δράκο και κατάφερε να τον τρέψει σε φυγή…”

“Πράκτορες των Αμερικάνων κρύβονται πίσω από τον δράκο. Ο δράκος χτες το βράδυ αποκάλυψε τις προθέσεις του. Επιχείρησε να δολοφονήσει τον δήμαρχο παρασέρνοντας τον σε δημόσιες τουαλέτες…”

“Δράκος: εχθρός της δημοκρατίας. Τραμπούκος της αντιπολίτευσης…”

Ο καφές ήταν ακόμα καυτός. Ο Μανόλης κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ και άκουγε περήφανος τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο. Η μάνα του είχε πάει στο μαγαζί της κυρά-Όλγας και εκείνος απολάμβανε την γαλήνη ενός μοναχικού πρωινού. Κρυφογελούσε με όλες αυτές τις εκδοχές που μετέδιδαν. Ως και κάτι αδελφές σε ένα πρωινό σχολίασαν την επίθεση του δράκου. Σκέφτηκε ακόμα και να πάρει τηλέφωνο σε κανένα κανάλι… τηλεφωνική επικοινωνία με τον δράκο… γέλασε στη σκέψη. Από την άλλη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι κινδύνευε περισσότερο να γίνει τσακωτός με την έκταση που είχε λάβει το θέμα. Είμαι διάσημος σκεφτόταν συνεχώς… να δούμε τι θα πουν οι γκιόσες της γειτονιάς…

Το μυαλό του (που έπαιρνε ανάποδες καυλοστροφές) άρχισε να πλέκει σενάρια. Ήθελε πάντα να φτάσει ψηλά ή τουλάχιστον να γίνει γνωστός με κάποιο τρόπο και αυτή ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Σκεφτόταν ότι μπορούσε να γίνει πιο ξακουστός και από τον Παπαχρόνη, τον ήρωα των παιδικών του χρόνων. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του ότι οι πράξεις του, ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα μέσα, από τα λεωφορεία μέχρι την τηλεόραση! Ήξερε όμως ότι για να ολοκληρωθεί το έργο του θα έπρεπε να αποκαλυφθεί… μόνο έτσι θα δοξαστώ ολοκληρωτικά… πρέπει να μάθουν όλοι ποιος είμαι αλλά όχι ακόμα, έχω πολλά να κάνω ακόμα… αυτές ήταν οι τελευταίες του σκέψεις πριν εισβάλει η μάνα του και ξεκινήσει να του λέει για τον γιο της κυρά-Μαρίας που γκάστρωσε την ανιψιά του αστυνόμου Σαΐνη!

Δύο τετράγωνα παραπάνω η μυστική αστυνομία με επικεφαλής τον αστυνομικό Σαΐνη λογομαχούσαν γα το νυχτερινό σχέδιο δράσης. Τη λύση έδωσε η πανέξυπνη ανιψιά του πρώην επιθεωρητή, η μικρή Τασούλα.

Ώρα έντεκα και εικοσιπέντε. Το κρύο θέριζε και σπάνια περνούσε αυτοκίνητο. Μονάχα ένας χοντρός κύριος έπαιρνε το σκύλο του για κατούρημα. Ο Μανόλης τον άφησε να τον προσπεράσει. Ο βραδινός του περίπατος στο πάρκο κόντευε να φτάσει στο τέλος του και τίποτα δεν κατάφερε να του εξάψει την περιέργεια. Πόσο του είχε λείψει το καλοκαίρι. Έκανε σχέδια για το επόμενο… τώρα που γνώριζε τη δύναμη της μάσκας, είχε σκοπό να μην αφήσει καμία τουρίστρια να φύγει χωρίς αναμνηστικό λεκέ.

Η σκέψη του διακόπηκε από τον ήχο των τακουνιών πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι, καμιά δεκαριά μέτρα πίσω του. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και έριξε μια κλεφτή ματιά. Το θέαμα ενός νεαρού κοριτσιού με κοτσιδάκια και με σχολική τσάντα στην πλάτη, που περπατούσε σε έναν έρημο δρόμο φορώντας τακούνια, τον απογείωσε για τα καλά. Του θύμισε το “πουτανομαθήτριες 3”.

Ο δράκος επιτάχυνε το βήμα και στο σταυροδρόμι λίγα μέτρα παρακάτω έγινε άφαντος. Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε τη μάσκα και πετάχτηκε ξανά στο δρομάκι παίζοντας βίαια το δασύτριχο πέος του που το είχε βγάλει έξω για τελευταία φορά στη σύντομη ζωή του… αντί να αντικρίσει το υποψήφιο θύμα του αντίκρισε δέκα αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους, ένας πίσω από κάθε θάμνο. Έκανε να τρέξει πίσω, αλλά πριν κάνει βήμα το μέτωπο του ήρθε σε επαφή με το περίστροφο του Σαΐνη. Έκανε να σηκώσει το παντελόνι αλλά μια φωνή τον σταμάτησε.

-Τα χέρια ψηλά λύκε. Φώναξε ένας αστυνομικός και εκείνος υπάκουσε τρομαγμένος. Το ίδιο και το καυλί του που ακόμα στεκόταν υψωμένο.

-Γονάτισε κάτω κάθαρμα. Γονάτισε… φώναξε ένας άλλος. Ο Μανόλης γονάτισε και το πέος του άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει.

-Ξάπλωσε μπρούμυτα μπάσταρδε… είπε μια γυναικεία φωνή πίσω του. Ήταν η Τασούλα. Η κοπέλα που έκανε το δόλωμα. Γύρισε να την αντικρίσει και εκείνη τον κλώτσησε με το τακούνι της στην πλάτη σωριάζοντας τον κάτω.

-Στο χώμα δράκε! Είπε και τον κλώτσησε ξανά στα πλευρά.

-Δεν είναι δράκος, είναι λυκάνθρωπος είπε ένας νεαρός αστυνομικός και άρχισε να χαζογελάει. Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι με δυνατά γέλια και χαχανητά. Ο δράκος γούρλωσε τα μάτια του. ένοιωσε τις μαγικές δυνάμεις που του πρόσφερε η μάσκα να τον κυριεύουν. Ένοιωσε πιο δυνατός και από τον Captain Planet. Σηκώθηκε αστραπιαία. Το παντελόνι του ήταν ακόμα κατεβασμένο και ο πούτσος του πιο καυλωμένος από ποτέ και γεμάτος χώματα. Επιτέθηκε σαν λυσσασμένο λυκόσκυλο στα όργανα της τάξης αλλά εκείνοι τον σώριασαν κάτω με τη μία. Τον κύκλωσαν και τον άρχισαν στις γρήγορες μέχρι που σταμάτησε κάθε προσπάθεια αντίδρασης.

-Μαλάκα. Αυτό θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου.

-Πρέπει να είναι πολύ ανώμαλος… πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα του ο αστυνόμος, ένα τριχωτό χέρι με κοφτερά νύχια του έγδαρε τη μούρη μέχρι το κρανίο! Ήταν μια πελώρια αρκούδα!!! Ουρλιαχτά, μουγκρίσματα και πυροβολισμοί έδιναν και έπαιρναν για το επόμενο μισό λεπτό. Στο τέλος είχε μείνει μόνο η αρκούδα και ο Μανόλης που είχε σηκωθεί όρθιος αλλά έτρεμε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κουνηθεί για να το σκάσει. Η αρκούδα τον πλησίασε περπατώντας στα τέσσερα και κοιτώντας περίεργα το κεφάλι του ανθρώπου που έμοιαζε με λύκο. Όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής κάτι την τράβηξε στο χαλαρωμένο πέος του λυκανθρώπου. Θα πρέπει να το πέρασε για κάποια λιχουδιά του δάσους και άρχισε να το γλύφει. Ο Μανόλης που σταμάτησε απότομα να τρέμει, άρχισε να καυλώνει για κακή του τύχη. Η αρκούδα διαισθάνθηκε κάποιο κίνδυνο και δάγκωσε το εχθρικό αντικείμενο ακρωτηριάζοντας το από το σώμα του Μανόλη. Στη συνέχεια τον κατασπάραξε ολόκληρο μην αφήνοντας ούτε ένα δείγμα από την ύπαρξη του λυκανθρώπου. Στο άκουσμα της σειρήνας η αρκούδα εξαφανίστηκε στα σκοτεινά σοκάκια της Γαρίτσας…

Από τότε οι Κερκυραίοι μόλις ο ήλιος πέσει και το σκοτάδι κάνει την εμφάνιση του κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους. Ο λυκάνθρωπος όμως δεν εμφανίστηκε από τότε… ούτε για να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του, ούτε για να χορτάσει με λαχταριστό ανθρώπινο κρέας. Κάποιες παλιές εξαφανίσεις αποδόθηκαν αμέσως στη μανία του κτήνους. Την νύχτα όποτε ακουγόταν ουρλιαχτά, οι μανάδες αγκάλιαζαν τα παιδιά τους σφιχτά και οι εραστές ορκιζόταν αιώνια αγάπη. Για την αρκούδα που το έσκασε από το τσίρκο κανείς δεν νοιάστηκε…

Γιώργος Σάπιος

είμαστε ακόμα εδώ…

Πέρασε ένας χρόνος και κάτι μήνες από όταν πρωτοεμφανήστηκε ένα βιβλίο από τις εκδόσεις «ΤΟ ΚΟΛΟ» και είμαστε ακόμα εδώ. Για όσους δεν μας γνωρίζετε είμαστε οι εκδόσεις του κώλου… οι εκδόσεις του κώλου είναι άλλου τόπου και άλλου χρόνου. Δεν κυκλοφορούν σε χαρτί και δεν απευθύνονται στο πλήθος αλλά στο άτομο. Είναι κάπου ανάμεσα στο περιθώριο του περιθωρίου και το χαντάκι. Στα βιβλία περιλαμβάνονται κείμενα και ποιήματα σε ύφος μακριά από το αποδεκτό και συνηθησμένο. Πρώτα ανεβηκαν «η καταγραφή της μη-ζωής» & αργότερα «το βιβλίο του κώλου». Μετά ακολούθησαν δύο παραμύθια, «a fairy tale» & «τα 101 πρόβατα του κωλομπαρά» για τη σειρά «παραμύθια του κώλου». Σήμερα έχουν κυκλοφορήσει (ανέβει) άλλα τρία παραμύθια… «δράκος: η μανία του λυκανθρώπου», «μάνα μπορώ να πάω έξω και να σκοτώσω σήμερα?» & «Ο Μαλάκας Της Παρέας». Επίσης κυκλοφορούν και τα έξι τεύχη του περιοδικού «το κόλο». Είναι ανένταχτο περιοδικό ελεύθερης σκέψης στο οποίο παρουσιάζονται άρθρα, ιστορίες, ποιήματα, εικόνες, ταινίες και ότι άλλο μας/σας έρθει.  Κυκλοφορούν επίσης και τα βιβλία «Μπουρδολογίες Ενός Σάτυρου» & «Kolopolic» Ελπίζουμε όλα αυτά να συνεχιστούν. Επίσης αν κάποιος έχει οποιοδήποτε πρόβλημα, ας μας το πει και μπορούμε να το συζητήσουμε πολιτισμένα και όχι με γελεία «κριτικά» σχόλια. Πληροφοριακα: όλα τα γραπτά είναι τσάμπα και υπάρχουν μόνο ως αρχεία (μέχρι τώρα). Για να τα κατεβάσετε σε αρχεία pdf πηγαίνεται εδώ…  http://www.myspace.com/kolobooks Τα παραπάνω ως τώρα. Εμείς συνεχίζουμε… Αυτή εδώ η σελίδα ελπίζω να φτιαχτεί όμορφα κάποια στιγμή… Εδώ θα βρείτε κείμενα από τις εκδόσεις και ότι άλλο καταφέρουμε μόλις δω πως λειτουργεί. Και σήμερα είναι Σαββάτο 19 Δεκεμβρίου του σωτήριου έτους 2009.  Γιώργος Σάπιος