Αρχείο κατηγορίας Θρησκευτική Καυλάνυξη

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ ΤΟΝ ΚΩΛΟ

Η Πηνελόπη πάντα απολάμβανε τις βόλτες μας στου Διαόλου τον Κώλο, ένα ερημωμένο χωριουδάκι πάνω σε δύο γειτονικούς λόφους που έμοιαζαν με αφράτα κωλομέρια. Ακριβώς σαν της Πηνελόπης. Ο τελευταίος κάτοικος του χωριού, ήταν ο θείος της ο Κώτσος. Κωλάνθρωπος του κερατά. Δεν είχε απογόνους και η Πηνελόπη πέταξε απ’ τη χαρά της στην είδηση του θανάτου του. Τον βρήκανε στο κρεβάτι του, δύο βδομάδες νεκρό. Πνευμονικό οίδημα. Μου έλεγε συνέχεια αυτή τη μαλακία: «Όταν θες κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Το σύμπαν λοιπόν, σκότωσε τον αδερφό της μάνας της και μιας και άλλα αδέρφια δεν υπήρχαν, το σπίτι του μπαρμπα-Κώτσου θα το έπαιρνε η αγαπημένη μου σύντροφος.

Ήμασταν ένα χρόνο μαζί. Δεν είχαμε πολλά κοινά πέρα από το γαμήσι και τα ξύδια. Άλλοι βέβαια, δεν έχουν καν αυτά, οπότε… ήμασταν ένα δεμένο ζευγάρι. Στα εικοσιπέντε μου εγώ και εκείνη δυο χρόνια μικρότερη. Δούλευα σε μια ταβέρνα, τέσσερις φορές τη βδομάδα και η Πηνελόπη στο κομμωτήριο της μάνας της, όποτε είχε όρεξη. Με τους γονείς μας μέναμε και οι δύο. Τους τελευταίους μήνες, η Πηνελόπη είχε μετακομίσει στο δωμάτιο μου. Η διακριτικότητα και η ιδιωτικότητα, ήταν άγνωστες λέξεις, τόσο για τους γονείς μου, όσο και για την Πηνελόπη που συνήθιζε να κυκλοφορεί μες το σπίτι με τα εσώρουχα και να καυλώνει τον πατέρα μου. Ήταν άρρωστη, αλλά η μάνα μου τη συμπαθούσε. Μάλλον γιατί αντιπαθούσε περισσότερο τις πρώην μου. Όταν γαμιόμασταν, μας άκουγαν όχι μόνο οι δικοί μου, αλλά ολόκληρη η πολυκατοικία. Οπότε, σε αυτή τη φάση, το σπίτι στου Διαόλου τον Κώλο, φάνταζε ιδανικό.

Ξεκινήσαμε το πρωινό μιας Ανοιξιάτικης Δευτέρας, με το αμάξι φορτωμένο τίγκα, να πάμε να συμμαζέψουμε το νέο μας σπιτικό και αν όλα πήγαιναν καλά, θα κοιμόμασταν εκεί το βράδυ. Μας πήρε κάνα μισάωρο να φτάσουμε. Το σαράβαλο μου, κόντεψε να αφήσει την σκουριασμένη του ψυχή σε εκείνους τους κατσικόδρομους. Το σπίτι ήταν κτισμένο στη μέση ενός μικρού κτήματος στην κορυφή του Ανατολικού λόφου. Καθώς άνοιξε η Πηνελόπη την παλιά ξύλινη πόρτα, μια φρικτή οσμή σήψης ξεχύθηκε από το εσωτερικό. Μια βδομάδα πέρασε που τον πήρανε από κει μέσα και το σπίτι μύριζε οικτρά. Δεν ήταν μόνο που ο θείος της ήταν βρωμιάρης… Κομμάτια της σάπιας σάρκας του, ήταν ακόμα κολλημένα στο στρώμα του κρεβατιού. Μας πήρε ένα τρίωρο για να κάνουμε την κατάσταση κάπως βιώσιμη. Βγάλαμε έξω το στρώμα και μπόλικη σαβούρα και ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Αράξαμε σε ένα αυτοσχέδιο παγκάκι από παλέτες ώστε να πάρουμε μια ανάσα και να πιούμε κάτι. Ένα τσιπουράκι εγώ, ένα τσιγαράκι εκείνη. Χαζεύαμε τις φλόγες να καίνε τις αναμνήσεις του θείου και χαθήκαμε στις σκέψεις μας. Πράσινο ολόγυρα και ερειπωμένα σπίτια να ξεπροβάλουν εδώ και εκεί. Το παλιό καμπαναριό του Άγιου Γεράσιμου στον απέναντι λόφο, να ξεπροβάλει ανάμεσα στα δέντρα και στο βάθος θάλασσα. Θα μπορούσαμε να φτιάχναμε μια αυτόνομη κοινότητα σε αυτούς τους δυο λόφους, αλλά ποιος θα άντεχε όλους αυτούς τους μαλάκες που θα μαζευότανε;

Ξεφορτώσαμε την προίκα της Πηνελόπης και ό,τι προμήθειες είχε αρπάξει από το σπίτι της αλλά και απ’ το δικό μου. Μας έλειπε ένα στρώμα αλλά θα βολευόμασταν στο ντιβάνι του θείου για εκείνο το βράδυ. Ο φούρνος δεν λειτουργούσε και ζεστάναμε στο γκαζάκι δυο κονσέρβες με λουκάνικα και γίγαντες. Αράξαμε στη μπροστινή βεράντα να τσιμπήσουμε στο πλαστικό τραπέζι. Είχαμε τσίπουρο άφθονο και ήπιαμε τσίπουρο άφθονο.

Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ανακαλύψαμε πως η λάμπα της βεράντας καθώς και οι περισσότερες λάμπες του σπιτιού, ήταν καμένες ή ανύπαρκτες. Ανάψαμε μερικά κεράκια και πιάσαμε μεθυσμένη συζήτηση για χωριάτικους θρύλους και φαντάσματα. Μου είπε και μια ιστορία απ’ το χωριό της που δεν την είχα ξανακούσει, για έναν άντρα που κρεμάστηκε κάποτε κοντά σε ένα γεφύρι. Λένε, πως όποιος περνάει το βράδυ το γεφύρι, και κοιτάξει μες το δάσος, θα δει το φάντασμα ενός άντρα με κεφάλι γαϊδουριού. Η επόμενη κλασική ιστορία για το σπίτι του μόρου, διεκόπη από το γκάρισμα ενός γαϊδάρου που ακούστηκε από μακριά. Κλάσαμε μέντες, είχε πάει και η ώρα δώδεκα και καθώς ήμασταν λιώμα από την κούραση και τα τσίπουρα, στρώσαμε ένα καθαρό σεντόνι στο ντιβάνι και ξαπλώσαμε με τα εσώρουχα, σκεπασμένοι με μια κουβέρτα. Την είχα πλάτη και χάιδευα τα ζουμερά της κωλομέρια που τα χώριζε -προσωρινά μόνο- μια λεπτή, μαύρη λωρίδα υφάσματος. Γαμηθήκαμε έτσι στο χαλαρό και ύστερα ξεραθήκαμε στον ύπνο.

Jules Michelet, The Witch, Paris, J. Chevrel Bookseller, 1911

Τα αλλόκοτα όνειρα που έβλεπα -επηρεασμένα από τις σκοτεινές μας συζητήσεις- διακόπηκαν απότομα. Δεν είχαμε μαζέψει τα πιάτα με τα αποφάγια απ΄ το τραπέζι έξω και κάποιο ζωντανό θα πρέπει να είχε επιδοθεί σε τρελό φαγοπότι. Θυμάμαι να είχα κλειδώσει την πόρτα αλλά τα πατζούρια τα είχα αφήσει μισόκλειστα. Σηκώθηκα και πήγα ως το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στη βεράντα και κοίταξα πίσω από το άνοιγμα του παραθύρου. Πάγωσα… είδα στο φως του φεγγαριού τη φιγούρα ενός καραφλού ανθρώπου που κοιτούσε προς το μέρος μου. Άρχισε να πλησιάζει αργά αλλά νευρόσπαστα. Τι Διάολο; Έκανα να ανοίξω το στόμα μου μα φωνή δεν βγήκε. Έκλεισα με δύναμη τα πατζούρια και έτρεξα στα άλλα παράθυρα να κάνω το ίδιο. Άνοιξα το φως στην κουζίνα που η λάμπα ήταν ακόμα γερή. Η Πηνελόπη ξύπνησε εκνευρισμένη… «ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΚΟΠΑΝΑΣ; ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΦΩΣ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ!» «Είναι… έξω κάτι… κάποιος…» είπα με φωνή τρεμάμενη. «ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!! ΔΕΝ ΚΛΕΙΔΩΣΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;» ούρλιαξε η Πηνελόπη καθώς ο άντρας έστεκε στο κατώφλι. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, γυμνός, βρωμερός, γεμάτος χώματα, λες… και βγήκε από τον τάφο! Κρατούσε την τρισάθλια πούτσα του και την έπαιζε με σπαστικές κινήσεις στη θέα της Πηνελόπης.

Πριν προλάβω να αντιδράσω, πετάχτηκε ολόγυμνη από το ντιβάνι, άρπαξε ένα σκαμπό με το ένα χέρι και το έσπασε στο κεφάλι του. Εκείνος βόγκηξε, πισωπάτησε ζαλισμένος και έπεσε από την ξύλινη βεράντα στο χώμα. Η Πηνελόπη έκλεισε την πόρτα με κρότο. Δοκίμασε μάταια να κλειδώσει. «Έχει χαλάσει η μαλακία!» Μια παλιά ντουλάπα ήταν κοντά και άρχισα να τη σέρνω την ώρα που εκείνη κράταγε κόντρα στην πόρτα με την πλάτη. Το διαολόσπερμα, είχε σηκωθεί και κοπάναγε την πόρτα βγάζοντας άναρθρες κραυγές. «ΦΥΓΕ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΣΟΥ!» ούρλιαξε η Πηνελόπη. Μόλις μπλόκαρα την πόρτα με το βαρύ έπιπλο, πήρε τους μπάτσους απ’ το κινητό της. Είπαν πως αν υπάρχει διαθέσιμο περιπολικό, ίσως να το στείλουν… «ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ, ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΜΠΑΤΟ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ!» απάντησε η Πηνελόπη. Μάλλον δεν θα στείλουν. Τα χτυπήματα σταμάτησαν.

Πέρασε ώρα και αφού το σπίτι ήταν σφαλισμένο και δεν ακουγόταν τίποτα απ’ έξω, υποθέσαμε πως ο παλαβός είχε φύγει. Έτσι είπαμε να πιούμε κανένα τσιπουράκι ακόμα και να τσιμπήσουμε κρακεράκια και άλλα σκατολοΐδια στον καναπέ. Πιάσαμε πολιτική συζήτηση για τον Πρωθυπουργό και αναπόφευκτα καυλώσαμε. Τον έβγαλα έξω και η Πηνελόπη μου τον πήρε αμέσως στο στόμα. Την τράβηξα όταν κόντεψα να χύσω, μου στήθηκε στα τέσσερα και χώθηκα μέσα της. Κάτι γρατσουνίσματα στην πόρτα ακούστηκαν, αλλά ποιος χέστηκε… Ας με ‘παιρνε ο Διάολος, σπρώχνοντας για στερνή φορά αυτά τα θεϊκά κωλομέρια… Τα γρατσουνίσματα γίνανε μανιώδη χτυπήματα και τα χέρια πρέπει να ήταν πολλά…. Κοκάλωσα. «ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ, ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ!» Απ’ έξω κοπάναγαν την πόρτα και τα παράθυρα βγάζοντας εξώκοσμες κραυγές και η Πηνελόπη να βογγάει τρελαμένη από καύλα καθώς ψωλοκοπούσα το μουσκεμένο μουνάκι της. Βύθισα τον αντίχειρα μου στη σφιχτή κωλοτρυπίδα της και έχυσα μέσα της με πάταγο. Το καλύτερο γαμήσι της ζωής μου!

Η ντουλάπα δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Κρατήσαμε αντίσταση αλλά μάταια. «Στο μπάνιο γρήγορα!» Μπλοκάραμε αμέσως την πόρτα με το παλιοπλυντήριο, αφήνοντας λίγο χώρο για να μπορούμε να δούμε από την κλειδαρότρυπα. Η ντουλάπα υποχωρούσε, μέχρι που η πόρτα άνοιξε και μάζες κρέατος όρμησαν στο σπίτι. Χάος! Ποδοβολητά, έπιπλα να πετάγονται στους τοίχους, τζάμια να σπάνε. Λίγα κλωτσομπουνίδια πέσανε στην πόρτα του μπάνιου αλλά σταμάτησαν καθώς μπήκε μέσα μια γριά με τεράστια μαστάρια. Μια σφαξιά στην κοιλιά μου… «Σκατά! Με έπιασε κόψιμο!» της είπα. «Ε, χέσε τότε. Είμαστε τυχεροί που είμαστε στο μπάνιο. Δες τα θετικά.» Δίστασα. «Πήγαινε ντε! Εγώ θα κοιτάω έξω και θα σου λέω τι γίνεται.» Και έτσι έγινε. Εγώ έβγαζα τα άντερα μου και η Πηνελόπη μου έστελνε ανταπόκριση.

«Είναι τώρα πάνω από δέκα βρωμεροί παλαβιάρηδες. Ξεβρακώθηκαν όλοι και κοιτάνε την κωλόγρια με τις βυζάρες. Σκατά! Χέζει στο πάτωμα μου… ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΣΑ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ!! Τα πιάνουν με τα χέρια τους οι σιχαμένοι και πασαλείβονται όλοι μεταξύ τους! Μπήκε τώρα ένα ντερέκι με μια πούτσα μέχρι το γόνατο και κεφάλι… γαϊδάρου! Ω, μαλάκα! Τι στο διάολο; Τέτοιο καυλί έχουν τα φαντάσματα; Τον χώνει στη γριά από πίσω! Οι άλλοι τον παίζουν γύρω γύρω.» «Μαλακίες μου λες!» Είχα τελειώσει, σκουπίστηκα στα γρήγορα, τράβηξα καζανάκι και πήγα να δω με τα μάτια μου. «O γαϊδουροκέφαλος ξεκωλιάζει τη γριά και οι υπόλοιποι, τους χύνουν όπου βρουν. Κάποιος μερακλής πάει να τον χώσει στον επιβήτορα. Ω! Έφαγε μια ξανάστροφη. Μπήκαν τώρα δύο με παλούκια και τους δέρνουν. Μπάτσοι είναι! Τρέχουν σαν παλαβοί προς τα έξω. Αυτό ήτανε.» Τράβηξα ξανά καζανάκι.

Βγήκαμε μετά από κανένα μισάωρο Το σπίτι ήταν ένα μάτσο χάλια. Σκατά, λάσπες, χύσια, σπασμένα γυαλιά, σπασμένα έπιπλα. Κόντευε να ξημερώσει. Την κάναμε για το σπίτι μου. Μου είχαν σπάσει και το παρμπρίζ. Τέλεια…

Ακούσαμε την επομένη στις ειδήσεις στο τοπικό κανάλι για τα όσα διαδραματίστηκαν το περασμένο βράδυ: «Νεολαίοι γνωστής πατριωτικής παράταξης, συνελήφθησαν από τις Αρχές του νησιού χθες τα ξημερώματα στου Διαόλου τον Κώλο. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, κατά τη διάρκεια τελετής μυήσεως στο έρημο εκκλησάκι του Αγίου Γεράσιμου, κατανάλωσαν υπερβολικές ποσότητες από απέθαντο κρασί του 21΄ σε συνδυασμό με κουμ κουάτ και μεθαμφεταμίνες των ναζί από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθουν σε απόλυτη πατριωτική έκσταση και να σφάξουν έναν γάιδαρο, τον οποίο αποκεφάλισαν και ο πρόεδρος τους, φόρεσε την κεφαλή του. Στην τελετή, παρευρισκόταν και η μητέρα του προέδρου της νεολαίας καθώς είναι και επίτιμο μέλος της παράταξης. Η αστυνομία τους έπιασε επ’ αυτοφώρω σε γειτονικό σπίτι κατά τη διάρκεια πατριωτικού οργίου.»

Αχιλλέας Σαλμονέλας

Ο Θωμάς & Οι Μεγάλοι Παλαιοί

Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά στην παιδική χαρά κάθε απόγευμα, έκαναν τα τύμπανα μου να θέλουν να αυτοκτονήσουν δια μπατονετισμού. Η κύρια πηγή αυτού του κακού ήταν ένα μικρό μπασταρδάκι, ο Θωμάς. Ήταν – δεν ήταν τριών χρονών ο διάβολος. Ένας μπουκλίτας με ροδαλά μάγουλα, στόμα μεγάλο με διάσπαρτα δοντάκια, κοντοπαντελονάκιας, με πολύ μακριά χεράκια σαν κουπιά και μια λιγδιασμένη από παγωτό φανέλα. Απ’ όταν ξεκίνησε να βγάζει αυτούς του κολασμένους ήχους από το λαρύγγι του, τα άλλα εξαμβλώματα, άρχισαν να τον μιμούνται.


Καθόμουν -όπως κάθε απόγευμα- και έπινα τις μπύρες μου στο καφενείο του Λάμπουρα, που γειτόνευε με το ιερό κατάστημα όπου εργαζόμουν και είχε θέα στην παιδική χαρά. Συνήθιζα μετά τον εσπερινό να χαλαρώνω κάνοντας χάζι τις όμορφες μανούλες με τα αεράτα Καλοκαιρινά τους φορέματα, τα κολάν που διέγραφαν τα Θεόπνευστα οπίσθια, τα κοντά τους σορτς που άφηναν μεγάλα κομμάτια κρέατος, βορά στο σαρκοβόρο βλέμμα κάθε γύπα… Αλλά αυτά τα ατελείωτα και παράλογα ουρλιαχτά -ανάθεμα- χαλούσαν κάθε εκδήλωση λατρείας προς τα Θεία αυτά δημιουργήματα του Υψίστου. Κάθονταν στα παγκάκια, ατάραχες μέσα σ’ αυτόν τον κακό χαμό και τα λέγανε πίνοντας τον καφέ τους, δίχως να ρίχνουν στα μούλικα τους καμιά ανάποδη ή έστω ένα ξεσταύρι που κάνανε τον διάολο τέσσερα. Αναρωτιόμουν πώς διάολο έβγαλαν από μέσα τους αυτά τα τέρατα.

Με τον καιρό, κατάλαβα πως ο Θωμάς, δεν έβγαζε άναρθρες και ασυνάρτητες κραυγές. Αυτοί οι αλλόκοσμοι φθόγγοι που εξέρχονταν από το στόμα του, άρχισαν να βγάζουν νόημα. Έπλεκε ύμνους δαιμονικούς, ήταν φανερό, και τα υπόλοιπα παιδιά, σαν σατανιασμένα, επαναλάμβαναν εκστασιασμένα. Πήρα απόφαση να πω στις μανούλες δυο κουβέντες πριν να ήταν πολύ αργά. Κόντευε η ώρα δέκα. Αν δεν έπεφτε μαύρο σκοτάδι, δεν τα έπαιρναν να πάνε στο γέρο διάολο να νεκρωθούν. Ήμουνα ελαφρά ζαλισμένος από τις μπύρες και τα τσίπουρα που με κερνάγανε στο καφενείο και οι κάργιες δεν δώσανε βάση… ούτε όταν τους τα έδειξα την ώρα που κάνανε έναν κύκλο γύρω από ένα περίεργο σύμβολο που χαράξανε με κιμωλία και καλούσαν ουρλιάζοντας τον Κθούλου και τους Μεγάλους Παλαιούς.

Έκανα να φύγω… μα πίσω μου, άνοιξε ξάφνου η Γης με έναν βροντερό κρότο και πλοκάμια γιγάντια ξεχύθηκαν από τα έγκατά της! Ο Θωμάς άρχισε να ίπταται ευτυχισμένος μπροστά απ’ το τεράστιο ρήγμα καθώς τα πλοκάμια τυλίγανε τα άλλα παιδάκια! Ο Θωμάς, ο αρχιερέας αυτής της μακάβριας και ανείπωτης τελετής, άρχισε να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μου σε ένα αρρωστημένο υβρίδιο! Μια φωνή διέκοψε τον ερχομό των μεγάλων παλαιών… «ΘΩΜΑΑΑΑΑ! ΕΛΑ! ΦΕΥΓΟΥΜΕ!» Τα πλοκάμια εξαφανίστηκαν μαζί με τα μπασταρδάκια μέσα στο ρήγμα που άρχισε να κλείνει. Οι μανούλες που δεν είχαν πάρει χαμπάρι απ’ όλα αυτά, έψαχναν τα βλαστάρια τους ενώ ο Θωμάς έφευγε πλοκάμι-πλοκάμι με τη μανούλα του.

Πατήρ Φιλήμων

Η Δαιμονισμένη Σούφρα Του Οσίου Κωλανδρέα

Στις 25 Ιουνίου η Εκκλησία μας τιμά το θαύμα του Οσίου Κωλανδρέα ή Οσίου Κωλάντερου όπου για δύο δεκαετίες μαρτυρούσε καθημερινά για την πίστη μας. Ο Όσιος, ήταν από τα παιδικά του χρόνια ένα υπόδειγμα Χριστιανού Ορθοδόξου. Δεν έλεγε ποτέ ψέματα, δεν έλεγε κακές λέξεις και το σημαντικότερο, δεν αυνανιζόταν ποτέ μόνος και κάνοντας πονηρούς λογισμούς, παρά μονάχα με την παρουσία του πνευματικού της οικογένειας. Ο Δαίμονας όμως, ζήλεψε αυτό το υπόδειγμα νεαρού ανδρός και θέλησε να τον τυραννήσει εισχωρώντας στο παχύ του έντερο. Εκεί λοιπόν εγκαταστάθηκε ο τραγοπόδαρος και δεν άφηνε τον μικρό Κωλανδρέα να ενεργηθεί, με αποτέλεσμα να βασανίζεται για ώρες καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας επαναλαμβάνοντας την ιερή ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησε Τη Σούφρα Μου!

Μεγαλώνοντας, δοκίμασε αρκετές μεθόδους για την απόφραξη του εντέρου του. Έτρωγε άφθονες ποσότητες νεκταρινιών και δαμάσκηνων, έπινε καθαρτικά αφεψήματα και ο πνευματικός του, τοποθετούσε υπόθετα γλυκερίνης στο ζοχαδιασμένο πρωκτό του. Όπως λένε οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας, μονάχα ο πνευματικός μπορεί να εισάγει κάτι στις Ελληνορθόδοξες σούφρες μας, διαφορετικά αποτελεί πράξη ανωμάλου σοδομισμού, αμάρτημα θανάσιμον!

Μόνο έτσι ο Κωλανδρέας μπορούσε να ενεργηθεί και ο Δαίμονας έσκαγε από το κακό του. Άρχισε λοιπόν να του στέλνει κάθε φορά που πήγαινε για αφόδευση, δαιμόνια, με στήθια μεγάλα να κάνουν χυδαιότητες μπροστά του και να του προκαλούν στύση ή οποία τον αποπροσανατόλιζε, με αποτέλεσμα την μη επίτευξη του στόχου του. Το χέσιμο. Πολλοί γείτονες, θα θυμούνται εκείνα τα βράδια να τον ακούν να ουρλιάζει «ΣΑΤΑΝΑ ΒΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΛΟΤΡΥΠΙΔΑ ΜΟΥ!» ή «ΦΑΕ ΤΑ ΣΚΑΤΑ ΜΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ!»

Ύστερα από αίτημα του πνευματικού στον Δεσπότη της περιοχής, το θέμα έφτασε ως Την Ιερά Σύνοδο, η οποία συνεδρίασε εκτάκτως αποκλειστικά για αυτό το δαιμονικό φαινόμενο. Η Σύνοδος αποφάνθηκε πως η μόνη λύση είναι η αφαίρεση του Δαίμονα από το παχύ έντερο με κάθε ιερό μέσο σε καθαγιασμένο χώρο.

Έτσι και έγινε. Ο Δεσπότης, μετά την Κυριακάτικη λειτουργία πρόσταξε τους πιστούς να μείνουν στην Εκκλησία για να προσευχηθούν και να γίνουν μάρτυρες της παντοδυναμίας του Θεού. Ο Ανδρέας με τον Δαιμονισμένο κώλο, τοποθετήθηκε γυμνός πάνω στην Αγία Τράπεζα με τα οπίσθια του στραμμένα προς τους πιστούς. Εκεί ο Δεσπότης, άλειψε με Αγιορείτικο κανναβέλαιο την δεξιάν χείραν του πνευματικού και τοποθέτησε εντός της παλάμης του τα Πανάγια Κάστανα του Αγίου Παϊσίου. Στη συνέχεια ο Δεσπότης σταύρωσε τρεις φορές τη Δαιμονισμένη σούφρα και ο πνευματικός άρχισε να σπρώχνει την γροθιά του μέσα της. Οι πιστοί είχαν πλησιάσει μπροστά στην ανοιχτή Ωραία Πύλη και προσεύχονταν. Ο Κωλανδρέας φώναζε και χτυπιόταν καθώς η καθαγιασμένη γροθιά, του άνοιγε τον κώλο. Κλασική αντίδραση δαιμονισμένου.

Ο πνευματικός έβγαλε το χέρι του αφήνοντας τα κάστανα μέσα στο έντερο. Ο Δαίμονας τότε άρχισε να καίγεται και φριχτά βογγητά πόνου έβγαιναν από το στόμα του Κωλανδρέα. Μια απότομη σιωπή έκανε τους πιστούς να παγώσουν… μέχρι που μια Δαιμονική πορδή συντάραξε το Ναό και μέσα από την αβυσσαλέα κωλοχαράδρα, εκτοξεύθηκαν τα δύο κάστανα και τουλάχιστον δέκα κιλά ακαθαρσιών! Ο Δεσπότης βροντοφώναξε: «Εκεί μέσα βρίσκεται ο Διάολος!» Οι πιστοί πετάχτηκαν και άρχισαν να ποδοπατούν τις κουράδες με μανία για να τον εξοντώσουν… και έτσι έγινε, αφού όταν τελείωσαν, ο Διάβολος είχε γίνει ένα με τις κουράδες και ουδείς μπορούσε να τον διακρίνει!

Πάτερ Ζωσιμάς

Μέγα Θαύμα Των Αγίων Σαράντα Σε Χωριό Της Ηπείρου

Ήταν Μάρτιος του 2015 όταν απέδρασε από τις φυλακές της Κέρκυρας ο κατά συρροή δολοφόνος Μίλτος Β. γνωστός και ως πριονοκορδέλας. Συνήθιζε να δένει τα θύματα του με χρωματιστές κορδέλες και να τα ακρωτηριάζει με πριόνι. Κατάφερε ο εγκληματίας να φτάσει ως τη Βόρεια Κέρκυρα και από την Άκολη, να φτάσει με μια σαμπρέλα ως την Αλβανία. Τα νερά ήταν γαλήνια αλλά στην μέση της απόστασης η θάλασσα αγρίεψε απότομα και κόντεψε να τον πνίξει. Τα κύματα των έβγαλαν λιπόθυμο στο Εξαμίλι στους Άγιους Σαράντα. Μόλις πάτησε το πόδι του στην αμμουδιά, η Γης εσείστηκε και μέσα από ένα εκτυφλωτικό φως, εμφανίστηκαν οι Άγιοι Σαράντα μπροστά του, κρατώντας αλυσοπρίονα. Ο πριονοκορδέλας έπεσε στα γόνατα και ικέτεψε για έλεος. Οι Άγιοι -με μια φωνή- τον πρόσταξαν να μετανοήσει και να τσακιστεί να κατέβει στην Ελλάδα να παραδοθεί.

Έτσι και έκανε. Πέρασε κρυφά τα σύνορα, αποφασισμένος να παραδοθεί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, μα ήτανε μαύρα σκοτάδια, ο Μίλτος ήταν πολύ κουρασμένος και ερχότανε καταιγίδα. Τότε εμφανίστηκαν στον ουρανό μέσα από μια αστραπή οι Άγιοι Σαράντα με αδιάβροχα και του έδειξαν ένα σπίτι μέσα στις ερημιές. «Εκεί θα βρεις καταφύγιο.» Φυσούσε δαιμονισμένα και έβρεχε καταρρακτωδώς όταν χτύπησε την πόρτα. Μισάνοιξε ο κύρης του σπιτιού και ρώτησε τον άγνωστο «Τι διάολο θέλεις;» Ο πριονοκορδέλας αποκρίθηκε «Μου είπαν οι Άγιοι Σαράντα να σας χτυπήσω την πόρτα.» «Δε μας γαμάς νυχτιάτικα και εσύ και οι Άγιοι Σαράντα!» και πήγε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Τότε ο πριονοκορδέλας οργισμένος, μπλόκαρε με το πόδι του την πόρτα και την εμπόδισε να κλείσει. Ρίχνει μια με τον ώμο του και την ανοίγει, ρίχνοντας τον κύρη του σπιτιού κάτω. Τότε εμφανίστηκε η κυρά του σπιτιού και άρχισε να ουρλιάζει. Της ρίχνει μια γροθιά στη μύτη σπάζοντας τη και την ξαπλώνει κάτω. Ο άντρας της κάνει να σηκωθεί βλαστημώντας και τρώει μια κλωτσιά στο λαιμό που τον έβγαλε εκτός μάχης. Τότε εμφανίστηκαν τα δύο παιδιά του ζευγαριού που άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο πριονοκορδέλας τα σάπισε στο ξύλο και τα έδεσε σε δυο καρέκλες με κορδέλες που είχε στο σάκο του για ώρα ανάγκης. Έδεσε και τον πατέρα που εκείνη την ώρα άρχισε να συνέρχεται. Τότε, μπροστά στα μάτια τους, βίασε τη γυναικά με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο και όταν τελείωσε, της έκοψε όλα τα άκρα με το πριόνι του. Έπειτα, ακρωτηρίασε τα παιδιά και τον πατέρα και έβαλε φωτιά στο σπίτι.

Το σπίτι κάηκε ολοσχερώς. Το μόνο που σώθηκε, ήταν μια εικόνα των Αγίων Σαράντα και η ψυχή του πριονοκορδέλα που μετανόησε πραγματικά. Ο κύρης του σπιτιού, τιμωρήθηκε για τη βλασφημία του και το τίμημα πλήρωσε και η οικογένεια του η οποία καίγεται στην κόλαση. Μπορεί ο δραπέτης να μην παραδόθηκε στις αρχές, αλλά κατέφυγε σε ένα μοναστήρι στο οποίο ζει ως και σήμερα ως αδελφός πριονοκορδέλας και σύμφωνα με πληροφορίες, έγινε ένας φωτισμένος μοναχός και έχει αφιερωθεί και στην ξυλουργική… όπως ακριβώς και ο ίδιος ο Χριστός.

Πάτερ Ζωσιμάς