Η Πηνελόπη πάντα απολάμβανε τις βόλτες μας στου Διαόλου τον Κώλο, ένα ερημωμένο χωριουδάκι πάνω σε δύο γειτονικούς λόφους που έμοιαζαν με αφράτα κωλομέρια. Ακριβώς σαν της Πηνελόπης. Ο τελευταίος κάτοικος του χωριού, ήταν ο θείος της ο Κώτσος. Κωλάνθρωπος του κερατά. Δεν είχε απογόνους και η Πηνελόπη πέταξε απ’ τη χαρά της στην είδηση του θανάτου του. Τον βρήκανε στο κρεβάτι του, δύο βδομάδες νεκρό. Πνευμονικό οίδημα. Μου έλεγε συνέχεια αυτή τη μαλακία: «Όταν θες κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Το σύμπαν λοιπόν, σκότωσε τον αδερφό της μάνας της και μιας και άλλα αδέρφια δεν υπήρχαν, το σπίτι του μπαρμπα-Κώτσου θα το έπαιρνε η αγαπημένη μου σύντροφος.
Ήμασταν ένα χρόνο μαζί. Δεν είχαμε πολλά κοινά πέρα από το γαμήσι και τα ξύδια. Άλλοι βέβαια, δεν έχουν καν αυτά, οπότε… ήμασταν ένα δεμένο ζευγάρι. Στα εικοσιπέντε μου εγώ και εκείνη δυο χρόνια μικρότερη. Δούλευα σε μια ταβέρνα, τέσσερις φορές τη βδομάδα και η Πηνελόπη στο κομμωτήριο της μάνας της, όποτε είχε όρεξη. Με τους γονείς μας μέναμε και οι δύο. Τους τελευταίους μήνες, η Πηνελόπη είχε μετακομίσει στο δωμάτιο μου. Η διακριτικότητα και η ιδιωτικότητα, ήταν άγνωστες λέξεις, τόσο για τους γονείς μου, όσο και για την Πηνελόπη που συνήθιζε να κυκλοφορεί μες το σπίτι με τα εσώρουχα και να καυλώνει τον πατέρα μου. Ήταν άρρωστη, αλλά η μάνα μου τη συμπαθούσε. Μάλλον γιατί αντιπαθούσε περισσότερο τις πρώην μου. Όταν γαμιόμασταν, μας άκουγαν όχι μόνο οι δικοί μου, αλλά ολόκληρη η πολυκατοικία. Οπότε, σε αυτή τη φάση, το σπίτι στου Διαόλου τον Κώλο, φάνταζε ιδανικό.
Ξεκινήσαμε το πρωινό μιας Ανοιξιάτικης Δευτέρας, με το αμάξι φορτωμένο τίγκα, να πάμε να συμμαζέψουμε το νέο μας σπιτικό και αν όλα πήγαιναν καλά, θα κοιμόμασταν εκεί το βράδυ. Μας πήρε κάνα μισάωρο να φτάσουμε. Το σαράβαλο μου, κόντεψε να αφήσει την σκουριασμένη του ψυχή σε εκείνους τους κατσικόδρομους. Το σπίτι ήταν κτισμένο στη μέση ενός μικρού κτήματος στην κορυφή του Ανατολικού λόφου. Καθώς άνοιξε η Πηνελόπη την παλιά ξύλινη πόρτα, μια φρικτή οσμή σήψης ξεχύθηκε από το εσωτερικό. Μια βδομάδα πέρασε που τον πήρανε από κει μέσα και το σπίτι μύριζε οικτρά. Δεν ήταν μόνο που ο θείος της ήταν βρωμιάρης… Κομμάτια της σάπιας σάρκας του, ήταν ακόμα κολλημένα στο στρώμα του κρεβατιού. Μας πήρε ένα τρίωρο για να κάνουμε την κατάσταση κάπως βιώσιμη. Βγάλαμε έξω το στρώμα και μπόλικη σαβούρα και ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Αράξαμε σε ένα αυτοσχέδιο παγκάκι από παλέτες ώστε να πάρουμε μια ανάσα και να πιούμε κάτι. Ένα τσιπουράκι εγώ, ένα τσιγαράκι εκείνη. Χαζεύαμε τις φλόγες να καίνε τις αναμνήσεις του θείου και χαθήκαμε στις σκέψεις μας. Πράσινο ολόγυρα και ερειπωμένα σπίτια να ξεπροβάλουν εδώ και εκεί. Το παλιό καμπαναριό του Άγιου Γεράσιμου στον απέναντι λόφο, να ξεπροβάλει ανάμεσα στα δέντρα και στο βάθος θάλασσα. Θα μπορούσαμε να φτιάχναμε μια αυτόνομη κοινότητα σε αυτούς τους δυο λόφους, αλλά ποιος θα άντεχε όλους αυτούς τους μαλάκες που θα μαζευότανε;
Ξεφορτώσαμε την προίκα της Πηνελόπης και ό,τι προμήθειες είχε αρπάξει από το σπίτι της αλλά και απ’ το δικό μου. Μας έλειπε ένα στρώμα αλλά θα βολευόμασταν στο ντιβάνι του θείου για εκείνο το βράδυ. Ο φούρνος δεν λειτουργούσε και ζεστάναμε στο γκαζάκι δυο κονσέρβες με λουκάνικα και γίγαντες. Αράξαμε στη μπροστινή βεράντα να τσιμπήσουμε στο πλαστικό τραπέζι. Είχαμε τσίπουρο άφθονο και ήπιαμε τσίπουρο άφθονο.
Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ανακαλύψαμε πως η λάμπα της βεράντας καθώς και οι περισσότερες λάμπες του σπιτιού, ήταν καμένες ή ανύπαρκτες. Ανάψαμε μερικά κεράκια και πιάσαμε μεθυσμένη συζήτηση για χωριάτικους θρύλους και φαντάσματα. Μου είπε και μια ιστορία απ’ το χωριό της που δεν την είχα ξανακούσει, για έναν άντρα που κρεμάστηκε κάποτε κοντά σε ένα γεφύρι. Λένε, πως όποιος περνάει το βράδυ το γεφύρι, και κοιτάξει μες το δάσος, θα δει το φάντασμα ενός άντρα με κεφάλι γαϊδουριού. Η επόμενη κλασική ιστορία για το σπίτι του μόρου, διεκόπη από το γκάρισμα ενός γαϊδάρου που ακούστηκε από μακριά. Κλάσαμε μέντες, είχε πάει και η ώρα δώδεκα και καθώς ήμασταν λιώμα από την κούραση και τα τσίπουρα, στρώσαμε ένα καθαρό σεντόνι στο ντιβάνι και ξαπλώσαμε με τα εσώρουχα, σκεπασμένοι με μια κουβέρτα. Την είχα πλάτη και χάιδευα τα ζουμερά της κωλομέρια που τα χώριζε -προσωρινά μόνο- μια λεπτή, μαύρη λωρίδα υφάσματος. Γαμηθήκαμε έτσι στο χαλαρό και ύστερα ξεραθήκαμε στον ύπνο.
Τα αλλόκοτα όνειρα που έβλεπα -επηρεασμένα από τις σκοτεινές μας συζητήσεις- διακόπηκαν απότομα. Δεν είχαμε μαζέψει τα πιάτα με τα αποφάγια απ΄ το τραπέζι έξω και κάποιο ζωντανό θα πρέπει να είχε επιδοθεί σε τρελό φαγοπότι. Θυμάμαι να είχα κλειδώσει την πόρτα αλλά τα πατζούρια τα είχα αφήσει μισόκλειστα. Σηκώθηκα και πήγα ως το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στη βεράντα και κοίταξα πίσω από το άνοιγμα του παραθύρου. Πάγωσα… είδα στο φως του φεγγαριού τη φιγούρα ενός καραφλού ανθρώπου που κοιτούσε προς το μέρος μου. Άρχισε να πλησιάζει αργά αλλά νευρόσπαστα. Τι Διάολο; Έκανα να ανοίξω το στόμα μου μα φωνή δεν βγήκε. Έκλεισα με δύναμη τα πατζούρια και έτρεξα στα άλλα παράθυρα να κάνω το ίδιο. Άνοιξα το φως στην κουζίνα που η λάμπα ήταν ακόμα γερή. Η Πηνελόπη ξύπνησε εκνευρισμένη… «ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΚΟΠΑΝΑΣ; ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΦΩΣ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ!» «Είναι… έξω κάτι… κάποιος…» είπα με φωνή τρεμάμενη. «ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!! ΔΕΝ ΚΛΕΙΔΩΣΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;» ούρλιαξε η Πηνελόπη καθώς ο άντρας έστεκε στο κατώφλι. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, γυμνός, βρωμερός, γεμάτος χώματα, λες… και βγήκε από τον τάφο! Κρατούσε την τρισάθλια πούτσα του και την έπαιζε με σπαστικές κινήσεις στη θέα της Πηνελόπης.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, πετάχτηκε ολόγυμνη από το ντιβάνι, άρπαξε ένα σκαμπό με το ένα χέρι και το έσπασε στο κεφάλι του. Εκείνος βόγκηξε, πισωπάτησε ζαλισμένος και έπεσε από την ξύλινη βεράντα στο χώμα. Η Πηνελόπη έκλεισε την πόρτα με κρότο. Δοκίμασε μάταια να κλειδώσει. «Έχει χαλάσει η μαλακία!» Μια παλιά ντουλάπα ήταν κοντά και άρχισα να τη σέρνω την ώρα που εκείνη κράταγε κόντρα στην πόρτα με την πλάτη. Το διαολόσπερμα, είχε σηκωθεί και κοπάναγε την πόρτα βγάζοντας άναρθρες κραυγές. «ΦΥΓΕ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΣΟΥ!» ούρλιαξε η Πηνελόπη. Μόλις μπλόκαρα την πόρτα με το βαρύ έπιπλο, πήρε τους μπάτσους απ’ το κινητό της. Είπαν πως αν υπάρχει διαθέσιμο περιπολικό, ίσως να το στείλουν… «ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ, ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΜΠΑΤΟ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ!» απάντησε η Πηνελόπη. Μάλλον δεν θα στείλουν. Τα χτυπήματα σταμάτησαν.
Πέρασε ώρα και αφού το σπίτι ήταν σφαλισμένο και δεν ακουγόταν τίποτα απ’ έξω, υποθέσαμε πως ο παλαβός είχε φύγει. Έτσι είπαμε να πιούμε κανένα τσιπουράκι ακόμα και να τσιμπήσουμε κρακεράκια και άλλα σκατολοΐδια στον καναπέ. Πιάσαμε πολιτική συζήτηση για τον Πρωθυπουργό και αναπόφευκτα καυλώσαμε. Τον έβγαλα έξω και η Πηνελόπη μου τον πήρε αμέσως στο στόμα. Την τράβηξα όταν κόντεψα να χύσω, μου στήθηκε στα τέσσερα και χώθηκα μέσα της. Κάτι γρατσουνίσματα στην πόρτα ακούστηκαν, αλλά ποιος χέστηκε… Ας με ‘παιρνε ο Διάολος, σπρώχνοντας για στερνή φορά αυτά τα θεϊκά κωλομέρια… Τα γρατσουνίσματα γίνανε μανιώδη χτυπήματα και τα χέρια πρέπει να ήταν πολλά…. Κοκάλωσα. «ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ, ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ!» Απ’ έξω κοπάναγαν την πόρτα και τα παράθυρα βγάζοντας εξώκοσμες κραυγές και η Πηνελόπη να βογγάει τρελαμένη από καύλα καθώς ψωλοκοπούσα το μουσκεμένο μουνάκι της. Βύθισα τον αντίχειρα μου στη σφιχτή κωλοτρυπίδα της και έχυσα μέσα της με πάταγο. Το καλύτερο γαμήσι της ζωής μου!
Η ντουλάπα δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Κρατήσαμε αντίσταση αλλά μάταια. «Στο μπάνιο γρήγορα!» Μπλοκάραμε αμέσως την πόρτα με το παλιοπλυντήριο, αφήνοντας λίγο χώρο για να μπορούμε να δούμε από την κλειδαρότρυπα. Η ντουλάπα υποχωρούσε, μέχρι που η πόρτα άνοιξε και μάζες κρέατος όρμησαν στο σπίτι. Χάος! Ποδοβολητά, έπιπλα να πετάγονται στους τοίχους, τζάμια να σπάνε. Λίγα κλωτσομπουνίδια πέσανε στην πόρτα του μπάνιου αλλά σταμάτησαν καθώς μπήκε μέσα μια γριά με τεράστια μαστάρια. Μια σφαξιά στην κοιλιά μου… «Σκατά! Με έπιασε κόψιμο!» της είπα. «Ε, χέσε τότε. Είμαστε τυχεροί που είμαστε στο μπάνιο. Δες τα θετικά.» Δίστασα. «Πήγαινε ντε! Εγώ θα κοιτάω έξω και θα σου λέω τι γίνεται.» Και έτσι έγινε. Εγώ έβγαζα τα άντερα μου και η Πηνελόπη μου έστελνε ανταπόκριση.
«Είναι τώρα πάνω από δέκα βρωμεροί παλαβιάρηδες. Ξεβρακώθηκαν όλοι και κοιτάνε την κωλόγρια με τις βυζάρες. Σκατά! Χέζει στο πάτωμα μου… ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΣΑ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ!! Τα πιάνουν με τα χέρια τους οι σιχαμένοι και πασαλείβονται όλοι μεταξύ τους! Μπήκε τώρα ένα ντερέκι με μια πούτσα μέχρι το γόνατο και κεφάλι… γαϊδάρου! Ω, μαλάκα! Τι στο διάολο; Τέτοιο καυλί έχουν τα φαντάσματα; Τον χώνει στη γριά από πίσω! Οι άλλοι τον παίζουν γύρω γύρω.» «Μαλακίες μου λες!» Είχα τελειώσει, σκουπίστηκα στα γρήγορα, τράβηξα καζανάκι και πήγα να δω με τα μάτια μου. «O γαϊδουροκέφαλος ξεκωλιάζει τη γριά και οι υπόλοιποι, τους χύνουν όπου βρουν. Κάποιος μερακλής πάει να τον χώσει στον επιβήτορα. Ω! Έφαγε μια ξανάστροφη. Μπήκαν τώρα δύο με παλούκια και τους δέρνουν. Μπάτσοι είναι! Τρέχουν σαν παλαβοί προς τα έξω. Αυτό ήτανε.» Τράβηξα ξανά καζανάκι.
Βγήκαμε μετά από κανένα μισάωρο Το σπίτι ήταν ένα μάτσο χάλια. Σκατά, λάσπες, χύσια, σπασμένα γυαλιά, σπασμένα έπιπλα. Κόντευε να ξημερώσει. Την κάναμε για το σπίτι μου. Μου είχαν σπάσει και το παρμπρίζ. Τέλεια…
Ακούσαμε την επομένη στις ειδήσεις στο τοπικό κανάλι για τα όσα διαδραματίστηκαν το περασμένο βράδυ: «Νεολαίοι γνωστής πατριωτικής παράταξης, συνελήφθησαν από τις Αρχές του νησιού χθες τα ξημερώματα στου Διαόλου τον Κώλο. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, κατά τη διάρκεια τελετής μυήσεως στο έρημο εκκλησάκι του Αγίου Γεράσιμου, κατανάλωσαν υπερβολικές ποσότητες από απέθαντο κρασί του 21΄ σε συνδυασμό με κουμ κουάτ και μεθαμφεταμίνες των ναζί από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθουν σε απόλυτη πατριωτική έκσταση και να σφάξουν έναν γάιδαρο, τον οποίο αποκεφάλισαν και ο πρόεδρος τους, φόρεσε την κεφαλή του. Στην τελετή, παρευρισκόταν και η μητέρα του προέδρου της νεολαίας καθώς είναι και επίτιμο μέλος της παράταξης. Η αστυνομία τους έπιασε επ’ αυτοφώρω σε γειτονικό σπίτι κατά τη διάρκεια πατριωτικού οργίου.»
Αχιλλέας Σαλμονέλας


