Ο Θωμάς & Οι Μεγάλοι Παλαιοί

Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά στην παιδική χαρά κάθε απόγευμα, έκαναν τα τύμπανα μου να θέλουν να αυτοκτονήσουν δια μπατονετισμού. Η κύρια πηγή αυτού του κακού ήταν ένα μικρό μπασταρδάκι, ο Θωμάς. Ήταν – δεν ήταν τριών χρονών ο διάβολος. Ένας μπουκλίτας με ροδαλά μάγουλα, στόμα μεγάλο με διάσπαρτα δοντάκια, κοντοπαντελονάκιας, με πολύ μακριά χεράκια σαν κουπιά και μια λιγδιασμένη από παγωτό φανέλα. Απ’ όταν ξεκίνησε να βγάζει αυτούς του κολασμένους ήχους από το λαρύγγι του, τα άλλα εξαμβλώματα, άρχισαν να τον μιμούνται.


Καθόμουν -όπως κάθε απόγευμα- και έπινα τις μπύρες μου στο καφενείο του Λάμπουρα, που γειτόνευε με το ιερό κατάστημα όπου εργαζόμουν και είχε θέα στην παιδική χαρά. Συνήθιζα μετά τον εσπερινό να χαλαρώνω κάνοντας χάζι τις όμορφες μανούλες με τα αεράτα Καλοκαιρινά τους φορέματα, τα κολάν που διέγραφαν τα Θεόπνευστα οπίσθια, τα κοντά τους σορτς που άφηναν μεγάλα κομμάτια κρέατος, βορά στο σαρκοβόρο βλέμμα κάθε γύπα… Αλλά αυτά τα ατελείωτα και παράλογα ουρλιαχτά -ανάθεμα- χαλούσαν κάθε εκδήλωση λατρείας προς τα Θεία αυτά δημιουργήματα του Υψίστου. Κάθονταν στα παγκάκια, ατάραχες μέσα σ’ αυτόν τον κακό χαμό και τα λέγανε πίνοντας τον καφέ τους, δίχως να ρίχνουν στα μούλικα τους καμιά ανάποδη ή έστω ένα ξεσταύρι που κάνανε τον διάολο τέσσερα. Αναρωτιόμουν πώς διάολο έβγαλαν από μέσα τους αυτά τα τέρατα.

Με τον καιρό, κατάλαβα πως ο Θωμάς, δεν έβγαζε άναρθρες και ασυνάρτητες κραυγές. Αυτοί οι αλλόκοσμοι φθόγγοι που εξέρχονταν από το στόμα του, άρχισαν να βγάζουν νόημα. Έπλεκε ύμνους δαιμονικούς, ήταν φανερό, και τα υπόλοιπα παιδιά, σαν σατανιασμένα, επαναλάμβαναν εκστασιασμένα. Πήρα απόφαση να πω στις μανούλες δυο κουβέντες πριν να ήταν πολύ αργά. Κόντευε η ώρα δέκα. Αν δεν έπεφτε μαύρο σκοτάδι, δεν τα έπαιρναν να πάνε στο γέρο διάολο να νεκρωθούν. Ήμουνα ελαφρά ζαλισμένος από τις μπύρες και τα τσίπουρα που με κερνάγανε στο καφενείο και οι κάργιες δεν δώσανε βάση… ούτε όταν τους τα έδειξα την ώρα που κάνανε έναν κύκλο γύρω από ένα περίεργο σύμβολο που χαράξανε με κιμωλία και καλούσαν ουρλιάζοντας τον Κθούλου και τους Μεγάλους Παλαιούς.

Έκανα να φύγω… μα πίσω μου, άνοιξε ξάφνου η Γης με έναν βροντερό κρότο και πλοκάμια γιγάντια ξεχύθηκαν από τα έγκατά της! Ο Θωμάς άρχισε να ίπταται ευτυχισμένος μπροστά απ’ το τεράστιο ρήγμα καθώς τα πλοκάμια τυλίγανε τα άλλα παιδάκια! Ο Θωμάς, ο αρχιερέας αυτής της μακάβριας και ανείπωτης τελετής, άρχισε να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μου σε ένα αρρωστημένο υβρίδιο! Μια φωνή διέκοψε τον ερχομό των μεγάλων παλαιών… «ΘΩΜΑΑΑΑΑ! ΕΛΑ! ΦΕΥΓΟΥΜΕ!» Τα πλοκάμια εξαφανίστηκαν μαζί με τα μπασταρδάκια μέσα στο ρήγμα που άρχισε να κλείνει. Οι μανούλες που δεν είχαν πάρει χαμπάρι απ’ όλα αυτά, έψαχναν τα βλαστάρια τους ενώ ο Θωμάς έφευγε πλοκάμι-πλοκάμι με τη μανούλα του.

Πατήρ Φιλήμων

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.