Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε μια ιδέα. Η ιδέα του κυνικού υπερρεαλισμού που πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από την πόλη. (ή μπορεί και όχι). Πάντως υπήρξε, όπως κάθε τι που πεθαίνει, κι έκανε κι εντύπωση, όπως κάθε τι που γεννιέται. Συζητήθηκε σε λογοτεχνικούς κύκλους, αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και χλεύη αρχικά, αλλά δεν πέρασε απαρατήρητο και αντιμετώπισε κάθε κριτική με εριστικό, σκωπτικό, κυνικά υπερρεαλιστικό, τρόπο. Στα μούτρα σου δηλαδή και με μαγκούρα στο κεφάλι, όπως πρέπει σε κυνικούς φιλοσόφους και μάλιστα καλλιτέχνες. (και ας μην ήταν όλοι έτσι…) Έκανε πολλούς φίλους και υποστηρικτές και έθεσε το μανιφέστο του δημόσια, σε σουρεαλιστικές λογοτεχνικές συναντήσεις και ηλεκτρονικές σελίδες και περιοδικά. Προκάλεσε γιατί μπήκε με φόρα και έθεσε τα θεμέλια για ένα νέο καλλιτεχνικό κίνημα. Ένωσε φωνές και βρήκε τα χαρακτηριστικά του που ήδη προϋπήρχαν. Έκανε και εχθρούς και φίλους και πολλοί εχθροί, έγιναν φίλοι μετά και η παρέα όλο και μεγάλωνε.
Κι εκεί κάπου, άρχισε το χάος.
Η δημόσια ομάδα που είχε δημιουργηθεί για επικοινωνία στο φβ, άρχισε να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και να ανεβάζει ο καθένας ό,τι άσχετο θέλει, χωρίς να υπολογίζει το σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε η ομάδα. Με τις παρατηρήσεις, υπήρξαν παρεξηγήσεις. Αλλά και η ιδιωτική ομάδα επικοινωνίας των μελών, δεν πήγαινε καλύτερα. Να επικρατεί κι εκεί ένα χάος, παρεξηγήσεις και αποχωρίσεις μελών. Πρέπει να είναι η ομάδα με τις περισσότερες αποχωρήσεις παγκοσμίως!
Βέβαια, αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την ομάδα υπό άλλους όρους, και γίναν και κάποιες τελευταίες συναντήσεις γι’ αυτό το σκοπό, αλλά φαίνεται πως είχαμε όλοι κουραστεί από τη διαδικασία συντονισμού τόσων άναρχων ατόμων που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Θα έπρεπε βέβαια οι εναπομείναντες να συμφωνούν, αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ίσως, δυο τρεις μονάχα. Έτσι, η όποια διάθεση για συνέχιση του κινήματος, (παρουσιάσεις, ομιλίες, συναντήσεις, εκδόσεις βιβλίων, περιοδικών, δημιουργία μπλογκ, ντοκιμαντέρ και δεν θυμάμαι τι άλλο είχε ειπωθεί), έπαψε να υπάρχει. Έτσι αποφάσισα να διαγράψω αρχικά την ομάδα κι έπειτα, τη σελίδα που φτιάξαμε στο φβ. Δεν έχει λόγο ύπαρξης πια.
Ωραία ήταν. Περάσαμε καλά, ενθουσιαστήκαμε, γνωρίσαμε πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, κάναμε όνειρα και πιστέψαμε πως, στην ιστορία τέχνης του μέλλοντος, θα συμπεριληφθεί ο κυνικός υπερρεαλισμός. Μπορεί να μην τα καταφέραμε, αλλά προσπαθήσαμε. Και ίσως κάποτε, ποιος ξέρει, να αναγεννηθεί σαν ιδέα.
Προλάβαμε ωστόσο να εκδώσουμε την πρώτη μας συλλογική έκδοση, από τις εκδόσεις Ανέκδοτον, η οποία υπάρχει εκεί έξω στα βιβλιοπωλεία, με κεντρική διάθεση το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων των συναδέλφων στην Καλλιδρομίου 30. Κάτι που μαρτυράει την ύπαρξή μας κι ένα μοναδικό ντοκουμέντο για όποιον το έχει.
Ας αποχαιρετίσουμε λοιπόν με ένα
Εβίβες πάντα!
Αγάπη μόνο!
Τον κυνικό Υπερρεαλσιμό
Και ας είναι η κηδεία του αυτό.
Παρουσίαση του φίλου και συνεργάτη μας Χρήστου Αντισθένη Ζάχου εφ’ όλης της ύλης με εκδοθέντα και ανέκδοτα ποιήματα. Θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Χάρης Λογγαράκης και Μαρία-Ειρήνη Φλουτσάκου. Την εκδήλωση θα συνοδέψει μουσικά ο Πάνος Γεωργαλής. Θα προλογίσει η Μαρία Γεωργίου.
Τετάρτη 9 Μαΐου, στις 8 μ.μ. στις Εκδόσεις των Συναδέλφων (Καλλιδρομίου 30, Εξάρχεια)
Παρουσίαση της τελευταίας λογοτεχνικής δουλειάς του Χρήστου Ζάχου
“X- έγερση Υποσυνειδήτου”
Ποιήματα θα διαβάσει ο ίδιος
τα οποία θα ντύσει μουσικά το σχήμα Ζυγιά
(Σπυριδούλα Βεντούρη – Λύρα, Σταύρος Τερεζάκης – Λαούτο)
Θα ακολουθήσει συζήτηση και θυσία μιας πνευματικότητας
Η εξέλιξη αβέβαιη και απρόσμενη
Παρακολουθείτε με δική σας ευθύνη Παρασκευή 24 Φλεβάρη στις 8:00μμ
Στο καλλιτεχνικό καφενείο “Καλλικατζούρα”
(Ατταλείας 289α, Νίκαια)
Είσοδος: Ελεύθερη
Έξοδος: Δεν θα υπάρξει
Την Τρίτη 5/1/2016 στις 7:30μμ Στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων των συναδέλφων
Καλλιδρομίου 30, Εξάρχεια
Μια βραδιά ποίησης και μουσικής
Ο Χρήστος Ζάχος διαβάζει ποιήματα από την τελευταία του λογοτεχνική δουλειά «Χ-έγερση Υποσυνειδήτου»
και θα τον συνοδέψει με την κιθάρα του ο Γιάννης Ισαακίδης
…
Ζέστη. Ζέστη πολύ. 34 βαθμοί Κελσίου μες στο σπίτι. Έξω… ξέρω γω… 40; Καλά είναι να το αφήσω; Έγινε! Και κουνούπια πολλά. Πιο πολλά. Πάρα πολλά! Να έρχονται να σου ρουφούν το αίμα, να κάνουν σπυράκια παντού όπου αγγίξουν που να προκαλούν απίστευτη φαγούρα. Κάψιμο. Να σου κάνει το κεφάλι μαρμελάδα κι εσύ να προσπαθείς να μείνεις ζωντανός. Όπως τα ζόμπι. Ζωντανός νεκρός. Καμία αντίδραση. Πουθενά. Ένας ήχος έρχεται από το ραδιόφωνο που παίζει ειδήσεις κρατικού σταθμού: Αύριο το θερμόμετρο θα ανέβει στους 42 βαθμούς Κελσίου, κάποια παιδιά πεθαίνουν στην Παλαιστίνη και η Μαντόνα κάνει διακοπές στην Κέρκυρα σε ιδιωτικό τζετ. Βλέπω πως ο κόσμος προχωράει κανονικά. Κάτι θα ξέρουν όλοι αυτοί, ίσως να είμαι ο μόνος που βασανίζεται, άρα είμαι μαζόχας.
Παίρνω να πιω ένα ποτήρι νερό. Το ποτήρι καίει. Του βάζω κρύο νερό και παγάκια. Λιώνουν στη στιγμή. Απίστευτο φαινόμενο. Ίσως να ασχοληθώ με τη φυσική. Αλλά, όχι τώρα, τώρα καίει και η καρέκλα που κάθομαι. Σκέφτομαι να αυτοκτονήσω, αλλά δεν έχω το κουράγιο, έχει ζέστη πολύ. Κάτσε να δροσίσει λίγο σε 5,5 χρόνια και βλέπουμε.
Πιάνω μια παγωμένη μπύρα από το ψυγείο, πίνω την πρώτη γουλιά και είναι δροσερή. Πίνω τη δεύτερη κι έχει ζεσταθεί. Το ξέρω πως κάποτε θα τελειώσει αυτό το βάσανο. Δεν ξέρω πότε, περιμένω. περιμένω. μέχρι να θυμηθώ, θα περιμένω.
Σκέφτομαι την ομοιοπαθητική. Έχει ζέστη; Πιες ρακή. Με καυτερή πιπεριά. Κι επανέλαβε ξανά και ξανά. Άμα πεθάνεις, δεν θα νοιαστεί κανείς. Αν ζήσεις, το ίδιο. Τι άλλο να κάνω; Καύσωνας είναι, μπορεί και να περάσει. Μπορεί και να καούμε ζωντανοί. Ο θεός μας μαγειρεύει και περιμένουμε να ψηθούμε. Ζωντανοί. Μας αγαπάει ο θεός. Και όλοι οι Άγιοι. Δεν μας θέλουν ωμούς, μας προτιμούν ψητούς. Μάλλον θα έχουμε καλύτερη γεύση έτσι. Έτσι και τα κουνούπια μας πολιορκούν. Και μας νικούν. 20 τσιμπήματα, ένα νεκρό. Το φιδάκι δεν το λογαριάζουν, είναι η μαστούρα τους.
Τι άλλο να πω; Δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Απ’ όλες τις εποχές του χρόνου, το καλοκαίρι μου αρέσει. Παίζει πάντα με τα όριά μου και προσπαθώ να ευχαριστηθώ.
Αλλά συγχωρήστε με τώρα καθώς, μου έχουν κάνει επίθεση μύγες, κουνούπια, κατσαρίδες, λιβελούλες, τζίτζικες, τριζόνια και μπάμπουρες. Αλλά πέρα απ’ αυτό, το πληκτρολόγιο έχει πάρει φωτιά και δεν μπορώ να το αγγίζω πια. Όχι, δεν είναι από την ταχύτητα που γράφω… κάτι άλλο φταίει. Τι; Δεν μπορώ να καταλάβω.
Υ.Γ. Κάφκα, άμα σε πετύχω, τη γάμησες!
Υ.Γ.2. Γαμημένο κουνούπι, άμα σε πιάσω θα σου πιω το αίμα!
Υ.Γ.3. αχ, τι ωραία! Δρόσισε! Μες στο σπίτι έχουμε μόνο 34 βαθμούς κελσίου! Αν θες σε φιλοξενώ.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε στις 10/12/14, λίγες ώρες πριν τα τελευταία γεγονότα.
Ο Νίκος Ρωμανός σταμάτησε την απεργία πείνας ύστερα από 31 μέρες, αφού ικανοποιήθηκε το αίτημά του να μπορέσει να φοιτήσει στο ΤΕΙ Πειραιά. Πιστεύω πως δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε λεπτομέρειες ή ειδησεογραφικές ανοησίες. Λίγο πολύ, είναι σε όλους γνωστά και το παρακάτω κείμενο είναι προσωπική μου τοποθέτηση.
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που διάβασα τα βιβλία του Χρόνη Μίσιου και του Περικλή Κοροβέση. Αυτό που περιέγραφαν με γλαφυρές εικόνες και λογοτεχνικό τρόπο, ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Τα βιώνουμε και σήμερα με βασανισμούς κρατουμένων στη ΓΑΔΑ ή οπουδήποτε αλλού. Πολλά τα παραδείγματα της ιστορίας, αλλά η ιστορία συνεχίζεται και η εκάστοτε εξουσία κρατάει πάντα την ίδια στάση απέναντι στους αγωνιστές. Σε αυτούς που διεκδικούν έναν καλύτερο κόσμο και δεν υποτάσσονται. Δε χρειάζεται να ψάξουμε μακριά όταν κάποιος νέος στις μέρες μας, αντιδρά με τέτοιο σθένος, ώστε να δίνει ακόμα και τη ζωή του για τις ιδέες του.
Η κάθε εποχή έχει τους αγωνιστές της όπως και αυτή που ζούμε. Στο προσκήνιο σήμερα, έχει βρεθεί ο Νίκος Ρωμανός και δεν διστάζει πουθενά. Χρόνια είχα να γνωρίσω τέτοιον αγωνιστή επαναστάτη. Πηγή έμπνευσης για τον καθένα από μας και στήριγμα, να μην το βάζουμε κάτω, ποτέ. Ωραίος άνθρωπος, αληθινός. Λίγοι έχουν τη δύναμή να κάνουν αυτό που κάνει. Και το έχει πάρει εγωιστικά, δε θα υποκύψει, δε θα κάνει πίσω ποτέ. Παίζει την ίδια του τη ζωή ως το τέλος. Και είτε ζήσει, είτε πεθάνει, θα έχει καταφέρει να νικήσει το φρικαλέο πρόσωπο του τέρατος της εξουσίας.
Γράφω συναισθηματικά και δεν θα κάνω καμία πολιτική ανάλυση. Τα πράγματα αλλάζουν μέρα με τη μέρα με τις δικιές μας δράσεις/αντιδράσεις.
Έτσι, όταν είχαμε κανονίσει μια έκθεση ζωγραφικής μαζί με κάτι φίλους, δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα συνέπιπτε με όλα αυτά τα γεγονότα που προμηνύουν μια εξέγερση. Που είναι τόσο κρίσιμες ώρες για την υγεία του Νίκου Ρωμανού, που είναι τόσο ηλεκτρισμένο το κλίμα παντού γύρω. Μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Που κρατάει ακόμα όμως και δεν εκρήγνυται. Για πόσο ακόμα;
Θεωρώ απαραίτητο λοιπόν να δηλώσω, τόσο την αλληλεγγύη μου, όσο και την συνενοχή μου για ό,τι συμβεί από δω και πέρα.
Νίκο, κράτα γερά. Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο με όποιο κόστος.
Υ.Γ. 1 Ο αγώνας συνεχίζεται.
Υ.Γ.2 Ο Νίκος Ρωμανός, πέρα από επαναστάτης, φαίνεται πως είναι κι ένας υπέροχος λογοτέχνης. Διαβάζοντας τις προκηρύξεις του, μπορείς να το καταλάβεις.
Χρήστος Ζάχος«Χ – έγερση υποσυνειδήτου»
(ποιήματα και πεζά)
σε συνεργασία με τις εκδόσεις των συναδέλφων
Περιέχει CD με μουσικές απαγγελίες
Ημερομηνία πρώτης έκδοσης:
12/5/14
…
Παραθέτω απόσπασμα από το υλικό που υπάρχει στο CD
Το βιβλίο “Χ – έγερση υποσυνειδήτου” μπορείτε να το παραγγείλετε από τιςεκδόσεις των συναδέλφων (Ερεσσού 35, Εξάρχεια) στέλνοντας ένα email στο syneditions@gmail.com ή τηλεφωνικά στο 2103818840.
…
Επίσης μπορείτε να το βρείτε στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας, Πρωτοπορία, Ιανός, Πολιτεία και στο Ρέθυμνο στο συνεταιριστικό καφενείο Χαλικούτι και στα βιβλιοπωλεία Πλαίσιο και Κλαψινάκης.
…
link:
Χρήστος Ζάχος
Το Straw Dogs magazine είναι ένα περιοδικό για τις τέχνες με έδρα του την Κύπρο. Την ύλη του καλύπτουν πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες από τον χώρο της ποίησης, πεζογραφίας, ζωγραφικής, φωτογραφίας, μουσικής, κινηματογράφου, κ.α. Σκοπός του περιοδικού είναι να αναδείξει νέα παιδιά που θέλουν να παρουσιάσουν την δουλειά τους για πρώτη φορά σε μορφή εντύπου.
Υπεύθυνοι για αυτό το εγχείρημα είναι ο Γιάννης Ζελιαναίος και η Γιώτα Παναγιώτου.
Επίσης, στο παραπάνω mail μπορείτε να επικοινωνήσετε με το Γιάννη και τη Γιώτα και να στείλετε μέρος της δουλειά σας αν επιθυμείτε να συμμετέχετε σε ένα από τα επόμενα τεύχη.
Το πρώτο τεύχος φιλοξένησε και μια συζήτηση/συνέντευξη που φτιάξαμε με το Γιάννη καθώς και μέρος της δουλειάς μου.
Παραθέτω ένα απόσπασμα της συζήτησης αυτής:
…
Η Νόσος της Ποίησης μέσα από τις Εμπειρίες ενός Πνιγμένου
…
Περιπλανώμενος κάπου μεταξύ Αθήνας και Ρεθύμνου, ατόφιο «μπάσταρδο» παιδί της γενιάς του ’78, ο Χρήστος Ζάχος πάντα με μια μποτίλια ρακή στη τσέπη, ξεκίνησε να γράφει ποίηση από τα δεκατέσσερά του όταν και αντίκρισε το στίχο ενός ποιήματος του αγαπημένου του Κώστα Καρυωτάκη στο θρανίο του σχολείου. Τα πάντα πήραν τον δρόμο τους από εκεί και πέρα κι όταν καμιά φορά δεν θρόνιαζε τις λέξεις στο χαρτί, πάλευε στα δωμάτια με την δεύτερη αγαπημένη του τέχνη, τη ζωγραφική.
Γνωρίστηκα μαζί του όπως γνωρίζονται και οι περισσότεροι καλλιτέχνες σήμερα. Μέσα από τα ιστολόγια που κρατάει του ζήτησα να μου στείλει τα βιβλία του κι ανταποκρίθηκε άμεσα. Αλλεπάλληλα mail ακολούθησαν όπου και μοιραστήκαμε τις ίδιες ανησυχίες, σκέψεις πάνω στην ποίηση και όχι μόνο. Μέσα από αυτές τις κουβέντες φτιασιδώθηκε και η παρακάτω κουβέντα που θα διαβάσετε.
…
…
Ποια είναι η άποψη σου για την ελληνική ποίηση σήμερα;
…
Κοίτα… εκδίδονται κάθε χρόνο πάρα πολλές ποιητικές συλλογές από τις οποίες, δύσκολα ξεχωρίζει κάτι. Υπάρχουν μάλιστα, δεκάδες ή και εκατοντάδες blogs με ποίηση. Τι παρακολουθούμε απ’ όλα αυτά; Ένα ελάχιστο ποσοστό.
Από αυτά που διαβάζω και παρακολουθώ, έχω καταλήξει στο εξής:
Ένα μεγάλο ποσοστό είναι βαρετά και τετριμμένα πράγματα. Υπάρχει όμως και ένα μικρότερο ποσοστό που ξεχωρίζει έντονα, πεισματικά.
Είναι ορισμένοι νέοι ποιητές και ποιήτριες που δεν ενδιαφέρονται για εκδόσεις και λοιπά και με αγριεμένο μάτι και θολωμένο μυαλό, μέσα στα σκοτεινά τους δωμάτια, κάνουν πραγματική Ποίηση. Κι αν καμιά φορά κάνουν το λάθος να εκδώσουν (η αιώνια ματαιοδοξία των καλλιτεχνών) και να μπουν στο «σύστημα» αυτού του σιναφιού, πληγώνονται και τα παρατάνε. Δεν κάνουν ποίηση για την ποίηση και τους κριτικούς, αλλά για να σώσουν την ψυχή τους. Για να μην τρελαθούν. Αυτούς θέλω να γνωρίσω. Σε αυτούς ελπίζω.
…
…
Πιστεύεις δηλαδή ότι τον να εκδίδεσαι είναι λάθος; Προσωπικά θεωρώ πως έτσι κι αλλιώς η τέχνη είναι πρώτα για να σώσεις τον κώλο και την ψυχή σου και το να εκδοθείς έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Θεωρώ όμως μεγάλη ηττοπάθεια να μην μπορείς να αντιμετωπίσεις το έξω και ειδικά το σινάφι. Απ την στιγμή που τα βγάζεις προς τα έξω αναζητάς κάτι, να γνωρίσεις ομοϊδεάτες σου όπως σωστά λες. Η γνώμη μου είναι πως άλλο το να σώσεις την ψυχή σου κι άλλο η έκδοση. Άλλωστε όπως έλεγε κι ένακοινός μας «φίλος», if you are going to try go all the way.
…
Δεν πιστεύω πως είναι λάθος να εκδίδεσαι, λάθος είναι η αντιμετώπιση των εκδοτών προς τους συγγραφείς τους. Πηγαίνεις σε κάποιον εκδότη με μια βαλίτσα όνειρα και καταφέρνει να στα καταρρίψει από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Ζητάνε υπέρογκα ποσά για την έκδοση, διαφήμιση, διακίνηση – υποτίθεται – του βιβλίου και αφού τα πάρουν, αδιαφορούν και δεν κάνουν τίποτα. Ίσως να μην είναι όλοι έτσι, ίσως να υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά…
Οι περισσότεροι είναι έμποροι και στυγνοί επιχειρηματίες που δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη και την λογοτεχνία, παρά μόνο για το πόσα θα πουλήσουν. Αν πουλάει ο τσελεμεντές και βιβλιαράκια του τύπου «κάντο μόνος σου», αυτά θα βάλουν στο “μαγαζί” τους. Αν τους πεις για ποίηση, θα σου πουν: «Η ποίηση και το διήγημα δεν πουλάνε! Γράψε κάνα μυθιστόρημα, ελαφρύ, τύπου “άρλεκιν”, και θα στο μοσχοπουλήσω!». Απογοητεύεσαι και πας και βρίσκεις κάποιον που εκδίδει ποίηση και χαίρεσαι που δέχτηκε να “συνεργαστείτε”. Μετά βλέπεις κι αυτός τα ίδια κάνει και αναρωτιέσαι: γιατί δεν έκανα αυτοέκδοση; Η αυτοέκδοση είναι μια καλή λύση για να αποφύγεις την αυθαιρεσία των εκδοτών, αλλά κι εκεί, πρέπει να μάθεις να κάνεις μόνος σου τη διακίνηση – πράγμα ψυχοφθόρο για τους καλλιτέχνες.
Λοιπόν, τι λύση υπάρχει; Να βρεις κάποιον σωστό εκδότη που θα πιστέψει σε σένα και θα προωθήσει το έργο σου. Ουτοπικό δεν ακούγεται αυτό; Δεν ξέρω. Θέλει πολύ προσοχή και ψάξιμο αν κάποιος αποφασίσει να εκδώσει.
Αλλά το κακό – ή καλό – με τους καλλιτέχνες, είναι πως κανείς δεν κρατάει το έργο του για τον εαυτό του. Θέλει να το μοιραστεί για να ελαφρύνει η ψυχή του. Νοιώθει υποχρέωση να βγει προς τα έξω, να εκδοθεί. Ναι. Όπως και οι πουτάνες. Άλλωστε, λόγω της έκδοσης δεν έχουμε πιάσει αυτή την κουβεντούλα;
(…)
…
…
Πάμε λίγο το πράγμα απ’ τα γεννοφάσκια του. Πότε ξεκίνησες να γράφεις και που, το που στο ρωτάω γιατί πάντα αυτοί που γράφουν έχουν ένα αγαπημένο μέρος που κάθονται και «παλεύουν» με το χαρτί, το γιατί γράφεις δεν θα στο ρωτήσω γιατί το θεωρώ ηλίθιο. Απ’ την άλλη διαβάζοντας τα βιβλία σου ήταν σαν να είδα περιόδους σημαντικές στη ζωή σου, που τις έβαλες κάτω για να τις «ξεματιάσεις». Κι ένα δεύτερο σκέλος, πότε ξέρεις ότι ένα ποίημα που ΄χεις γράψει είναι καλό για σένα;
…
Πότε ξεκίνησα… χμ…
Ήμουν 14άρων και στο θρανίο του σχολείου κάποιος είχε γράψει “Τα αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…” και από κάτω Κ.Καρυωτάκης. Με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ, που την επόμενη πήγα και πήρα το βιβλίο του με τα ποιήματα και τα πεζά.
Κάθε βράδυ λοιπόν, την ώρα που έπεφταν όλοι για ύπνο, έπαιρνα το βιβλίο, πήγαινα στο σαλόνι και το διάβαζα αργά, να μπορέσει να με συνεπάρει, να νοιώσω τον οίστρο του ποιητή. Έπειτα το έκλεινα και σε ένα τετράδιο άρχιζα να σκαρώνω τα δικά μου ανορθόγραφα και αδέξια στιχάκια. Αυτό υπήρξε η αρχή και συνέχισα μέχρι τα 17. Μετά σταμάτησα να γράφω.
Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως, και γύρω στα 25 μου χρόνια, άρχισα να γράφω ξανά. Συνέχισα με πάθος και έγραφα σχεδόν κάθε μέρα. Ίσως να έφταιγε και η κατάθλιψη εκείνον τον καιρό, δεν ξέρω.
Στα 30 μου, είχα μαζέψει το υλικό της «Νόσου» και του «Κραταιά» τα οποία εξέδωσα το 2009. Το «κραταιά», είχε αρχικό τίτλο «Η μούσα και ο ποιητής» και βγήκε σε περιορισμένα αντίτυπα (15;). Το 2010 το επανεκδίδω αλλάζοντας τον τίτλο σε «κραταιά ως θάνατος αγάπη», σε 50 αντίτυπα. Άστο να γίνει σπάνιο αυτό – εξάλλου είναι πολύ προσωπικό και δεν το προώθησα καθόλου. Την επόμενη χρονιά, άλλαξα εκδοτικό και εξέδωσα το «Εμπειρίες». Αλλά κάτσε, εσύ κάτι άλλο με είχες ρωτήσει…
Α, το πού γράφω. Συνήθως στον υπολογιστή στο καθιστικό. Αλλά γράφω και σε χαρτί και έξω από το σπίτι, στα ταξίδια και οπουδήποτε βρεθώ. Όχι συχνά όμως, όχι όπως παλιά. Δεν προσδοκώ να γράψω, απλά περιμένω. Και όταν έρθει η θεά της έμπνευσης, αρπάζω το στυλό και προσπαθώ να την απαθανατίσω. Κάτι σαν φωτογραφία ή σχέδιο της στιγμής.
Κι όσο για το πότε γνωρίζω αν ένα ποίημα είναι καλό… από τη σύλληψή του. Κάποια ποιήματα – το ξέρω πως ήταν καλά – δεν πρόλαβα να τα καταγράψω κι έτσι, χάθηκαν. Αυτά που έχουν γεννηθεί κάτω από περίεργες ή και άσχημες καταστάσεις, το ξέρω, είναι καλά. Κάποια άλλα που προσπάθησα να γράψω, αλλά η θεά της έμπνευσης είχε φύγει, το ξέρω, είναι κακά. Αλλά, δεν πετάω ποιήματα. Τα αφήνω στο τετράδιο και κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, γυρνάω σε αυτά και θυμάμαι…
Αλλά, όταν βάζεις την ψυχή σου σε κάτι, γίνεται να μην είναι καλό; (…)
…
…
Τι σε τρομάζει στο γράψιμο περισσότερο σε σχέση με τον εαυτό σου; Και τι περιμένεις από την ποίησή σου; Εντάξει δυο οι ερωτήσεις αλλά έτσι κι αλλιώς όλο κλέβουμε…
…
Αφού γουστάρουμε την παρανομία, τι λες τώρα… Λοιπόν.
Στο γράψιμο δεν με τρομάζει τίποτα. Ίσως η γραφή μου να τρομάζει κάποιους άλλους – κυρίως κοντινά μου πρόσωπα. Αλλά αυτοί που τρομάζουν, είναι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ή το βλέπουν συναισθηματικά. Στα γραπτά μου, έχω πεθάνει κάμποσες φορές και άλλες τόσες έχω βγάλει τη γλώσσα στο θάνατο. Όταν όμως κάποιος δικός σου διαβάζει για το θάνατό σου, δεν μπορεί να το δει λογοτεχνικά. Συναίσθημα βλέπεις… σε γνωρίζει, σε αγαπά.
Με τη γραφή ξορκίζω καταστάσεις και ό,τι με βαραίνει. Το βγάζω, αλαφρώνω, και ανήκει στο παρελθόν, έχοντας αφήσει ένα σημάδι. Ένα ποίημα ή διήγημα. Με αυτόν τον τρόπο αυτοθεραπεύομαι και το μόνο που μένει, είναι η τέχνη. Το ίδιο και με τους πίνακες. Πόσες φορές που ένοιωθα σκατά, δεν πήρα καμβάδες και χρώματα να ξεσπάσω πάνω τους; Και τι έμεινε μετά; Ένας πίνακας.
Η τέχνη λοιπόν, λειτουργεί σαν αυτοθεραπεία. Αν δεν έκανα τέχνη, θα ήμουν νεκρός. Αν δεν αφηνόμουν στα πάθη μου (έρωτα, ποτό, τέχνη, αμπελοφιλοσοφίες…), πάλι νεκρός θα ήμουν.
Τι περιμένω από την ποίηση μου; Να συνεχίσω να νοσώ από αυτήν και θεραπεία ποτέ να μη βρω. Να γράφω. Όσο είμαι ζωντανός να γράφω. Να ξορκίζω τις κακές στιγμές και να υμνώ τις όμορφες. Άλλωστε, Η ποίηση είναι νόσος. Αν δεν πάσχεις από ποίηση, δεν μπορείς να κάνεις ποίηση*.
Κι αν κάποιος μπορέσει και εκφραστεί ή εμπνευστεί μέσα από τα γραπτά μου, αυτό μου προκαλεί μια ενδόμυχη ικανοποίηση. Τι θα ήταν οι καλλιτέχνες χωρίς το ναρκισσισμό τους;
Δεν επιχείρησα ποτέ να μάθω να γράφω ή να ζωγραφίζω. Το έκανα χωρίς να ξέρω. Το έκανα για να μην τρελαθώ, για να παραμείνω ζωντανός. Έτσι συνεχίζω λοιπόν, και για αύριο, δεν ξέρω τίποτα.
(…)
Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε στην έντυπη μορφή του περιοδικού.
Παραθέτω και μια παρουσίαση, όπως έγινε στην εκπομπή «Εντέχνως».
Καλή συνέχεια σε όλους.
Πήρα το τετράδιο. Το πήρα γιατί περνάνε από το νου μου ένα σωρό σκέψεις και δεν καταγράφω καμιά. Ήδη έχω χάσει ένα διήγημα και 2-3 ποιήματα. Τώρα έχω τα εφόδια. Για να δούμε.
.. . ..
Ουίσκι, πάγο, ένα ποτήρι νερό, τσιγάρα και Tom Waits στο στέρεο. Αν το δυναμώσω λίγο θα αρχίσει να κινείται. Μπορεί και να πέσει. Άστο για την ώρα, δεν είναι αυτό σκοπός. Τσιγάρο, κι άλλο τσιγάρο. όταν δεν έχω τετράδιο γράφω ένα σωρό πράγματα στον αέρα κι όταν το πιάνω, δεν έχω να γράψω τίποτα. Τα παρατάω. Ας με οδηγήσει όπου θέλει αυτό.
.. . ..
Μόλις παρατήρησα πως κρατάω το στυλό σαν πινέλο, από ψηλά. Όλες οι δασκάλες, μου έλεγαν πως δεν το κρατάω σωστά κι όποιος άλλος με βλέπει, απορεί πώς γράφω. Είναι απλό. Πιάνω το στυλό και γράφω. Όπως με βολεύει. Τι θες; Καμία επιστημονική εξήγηση; Μα, μου τη δίνει όταν φτάνω στις τελευταίες γραμμές. Το χέρι μου βρίσκεται στον αέρα. Γυρνάω σελίδα να βολευτώ. Τώρα μάλιστα. Α, και το σπιράλ στο πλάι με ενοχλεί. Θα πρέπει να εφεύρω κάτι άλλο. Ένα σεντόνι ίσως που θα το απλώνω στο πάτωμα και δεν θα ενοχλούμαι, ούτε από το σπιράλ, ούτε από το τέλος της σελίδας. Θα έχω χώρο, όχι απεριόριστο, αλλά τουλάχιστον, πολύ μεγαλύτερο. Γράφω και στο πάτωμα άμα λάχει. Αλλά εγώ, άλλα ήθελα να πω. Δεν θυμάμαι τι. Άντε γεια μας.
.. . ..
Έριξα μια ματιά στην ώρα. Καλά είναι, σας χαιρετάει. Λέει 5:35. Μάντεψε. Μεσημέρι ή βράδυ; Έχασες. Πρωί είναι! Ποιος άλλωστε μπορεί να γράψει τη μέρα; Κανείς. Φτάνει να μη με προλάβει το φως και σταματήσω για να χαζέψω τον ουρανό και τις απέναντι πολυκατοικίες. Όλη η τέχνη δημιουργείται όσο υπάρχει σκοτάδι. Τις ώρες που όλοι κοιμούνται και τα φαντάσματα έρχονται να κάτσουν μαζί σου. Θέλουν παρέα κι αυτά κι έχουν πολλά να πουν. Φτάνει να δώσεις προσοχή και να τα ακούσεις.
.. . ..
Τα γράμματά μου είναι ορνιθοσκαλίσματα. Ελπίζω να βγάλω άκρη αύριο. Αλλά, τι με νοιάζει; Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πεθάνεις στον ύπνο σου. Αλλάζω συνεχώς πρόσωπα. Πρώτο ενικό, δεύτερο ενικό, ξέρω ’γω τι, πληθυντικό. Δεν έχει σημασία. Καταλαβαίνετε εσείς, έτσι; Αλλά, κοίτα τι κρίμα. Δεν κατάφερα να καταγράψω τίποτα από αυτά που σκεφτόμουν. Ήταν ωραία, αλήθεια σας το λέω. Στα αρχίδια σας, έτσι; Έτσι. Μια από τα ίδια.
.. . ..
Όταν χάνω την έμπνευση, θυμάμαι την αυτόματη γραφή. Γράφεις χωρίς να σκέφτεσαι και σκέφτεσαι χωρίς να γράφεις. Κάτι λάθος έχει αυτό, αλλά σίγουρα όχι το “σκέπτομαι και γράφω”. Τι μαλακίες βάζουν στα παιδιά; Αλλά αυτά, σοφά σαν είναι, ξεπετούν πρόχειρα τις εργασίες και βγαίνουν στην αυλή να πλακωθούν. Ή να καπνίσουν. Ή να πάρουν μάτι τη συμμαθήτριά τους στην τουαλέτα. Αλλά, τι με νοιάζει εμένα; Εγώ έχω ουίσκι, τετράδιο, στυλό, και τονEric Burdon να παίζει. Α, ξέχασα να πω, άλλαξα δίσκο. Ο Tomτελείωσε λίγο πιο πριν. Πολύ σεξουαλικό δεν ακούγεται αυτό; Ακόμα κι ας μην είναι. Θα ήταν καλύτερο να έλεγα πως “τελείωσε” η Σκλοναρίκοβα. Ή εγώ. Ή μαζί. Αυτό ντε, θα ήταν όλα τα λεφτά. Τρόπος του λέγειν. Φράγκα, μηδέν. Οπότε, καταλήγουμε και πάλι στο μηδέν.
.. . ..
Αλλά εντάξει. Το άλλαξα τώρα σε Santana. Τα παλιά φυσικά. Γουστάρω καλύτερα. Και δε με νοιάζει πόσο έχει γεράσει ή πόσο ή πόσο μαλάκας έχει γίνει. Η μουσική του γαμάει. Κι εκεί είναι όλη η ουσία, στο “γαμάει”. Ποιος, τι, πώς, δεν έχει σημασία. Καμιά. Σημασία έχει να περνάμε καλά. Από κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν για να μας ξενερώνουν. Αλλά εμείς δεν ξενερώνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη. Σωστά;
.. . ..
Δε θυμάμαι όμως τι ήθελα να γράψω. Δεν πειράζει, συνεχίζω.