Αρχείο ετικέτας φασισμος

«17» Γιώργος Μικάλεφ για τις «Εκδόσεις του Κάμπου»

Βασανισμοί κορμιών και ψυχών. Τρόποι και τόποι αμέτρητοι. Ιδέες και πράξεις κολάσιμες, επικίνδυνες. Σαδιστική τιμωρία, απόσπαση πληροφοριών, θεραπεία λοξοδρομημένων μυαλών. Ο Βασανισμός είναι μια επιστήμη που όσο πάει και εξελίσσεται… για το καλό του τόπου, την τάξη, την ασφάλεια. Άνθρωποι τσακίζονται σωματικά και άνθρωποι κατακρεουργούνται ψυχικά σε κρατητήρια, φυλακές, ψυχιατρεία. «Βασανιστή έχεις ταλέντο» …θα μπορούσε να είναι ψυχαγωγικό show της δυστοπίας του αύριο. Εδώ θα δείτε μια σειρά από ζωγραφιές-σκίτσα βασισμένα σε μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων που βασανίστηκαν στη χώρα μας, από καιρούς αρκετά σκοτεινούς μα καθόλου μακρινούς ή ξεχασμένους. Η μετουσίωση των λέξεων σε χρώμα καταλήγει σε ένα ωμό και γκροτέσκο αποτέλεσμα εστιάζοντας έτσι στο πρόσωπο του τέρατος… 

«17» για τις Εκδόσεις του Κάμπου (2016): Η έκδοση αυτή είναι δωρεάν και αποκλειστικά σε μορφή pdf. Για όποιον θέλει να το κατεβάσει για τη ψηφιακή του βιβλιοθήκη… ας μπει στην ΑΝΟΙΚΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ένας μπάσταρδος σκύλος, μία μεγάλη αγάπη & ο φασισμός στον Άγιο Ονούφριο της Αστόριας…

Ο σκύλος έκοβε βόλτες πάνω κάτω στην αυλή. Μπάσταρδος και σοφός μέχρι αηδίας. Τα βράδια έτρωγε τις σάρκες των εγωκεντρικών περαστικών και τα πρωινά σκότωνε γριές πουτάνες που πούλησαν τα νιάτα τους στο πανηγύρι του Άη Λεία. Τα μεσημέρια μόνο, το αιμοδιψή τετράποδο, τους έγραφε όλους και κοιμόταν και ονειρευόταν την επανάσταση των μπάσταρδων τετράποδων. Ονειρευόταν ανθρώπους και μυοπόταμους, κατακρεουργημένους και ευκατάστατους σαν τα παιδιά στην Αστόρια που τα βίασε αιμοδιψή μαρσιποφόρο. Κάτι παρόμοιο είχε στο νου του και ο καλός του ο αφέντης, την ώρα που το τάιζε με ανθρώπινο αίμα αγέννητων ψυχών και χαλασμένα όσπρια.

.. . ..

Ο αφέντης είχε δύο κόρες. Τις σκότωσε και τις δύο στο ποτάμι την ώρα που πότιζε τα μπρόκολα. Το έκανε μόνο και μόνο για να αποδείξει στο σκύλο του πόσο πολύ μισούσε τους μυοπόταμους το καλοκαίρι και τα τζιτζίκια το Χειμώνα. Ο σκύλος χρειάστηκε ένα μήνα να συνέλθει από το αρχικό σοκ και τρεις νύχτες για να φάει μπισκότα. Μισούσε την κοινωνία και τους νόμους της, μισούσε τη ρίγανη και το θυμάρι και μισούσε και τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί ποτέ δεν μπόρεσε να αγαπήσει τη θάλασσα και τα άγρια δέντρα. Προτιμούσε να αγαπάει τις ζεστές σάρκες των θυμάτων του και να γεύεται κάθε απόλαυση που του προσέφερε η νεκρή φύση.  Ήθελε να πετάξει αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μονάχα την ώρα που πέταγε τα κατάφερνε και αυτό μέχρι να πατήσει πάλι τα δύο μπροστινά πόδια του στο χώμα και να μυρίσει τη σαπίλα των νεκρών που κρυβόταν κάτω από αυτό. Μια κοπέλα ερχόταν από τον Άγιο Ονούφριο.

.. . ..

Μια Τετάρτη  της μίλησε και της ξεδίπλωσε προσεκτικά στο τραπέζι τα συναισθήματα του. Η κοπέλα τον κοιτούσε σαν φλιτζάνι και αυτός πείρε ένα πριόνι και έκοψε το χέρι του. Το έβαλε στη φωτιά για να σταματήσει η αιμορραγία και για τελείωμα, τρόχισε το κόκαλο στον τροχό για να το κάνει ποντερνό  σαν σουβλάκι από το πανηγύρι του Άη Σαύρου. Η κοπέλα συνέχισε να τον κοιτάει σαν ένα κομμάτι ξύλο με κρέας. Αυτός πήρε ένα μαχαίρι με το γερό του χέρι, το τρόχισε και αυτό και άνοιξε μια  μεγάλη τρύπα στην κοιλιά του. Έχωσε μέσα από την τρύπα το καινούριο του χέρι και ψαχούλεψε μέχρι που βρήκε την καρδιά του και την τρύπησε με το σουβλάκι. Της την έβαλε στην εφημερίδα, την τύλιξε και την πέταξε στα σκουπίδια λέγοντας…

.. . ..

Εσύ που με κοιτάς με τα καστανά σου μάτια και περιμένεις τις κουβέντες που θα πω για να μου τις γυρίσεις πίσω και να με καρφώσεις με τα σίγματα τα τελικά σου. Εσύ που με αγάπησες, σαν ήμουνα Χριστός και Άχριστο στην εκκλησία με κατηγορούσες. Τι και αν δε με αγαπάς και αν η πόρτα της καρδιάς σου και τα πόδια σου είναι κλειστά. Τι και αν με μαχαίρωσες την ώρα που κοιμόμουν με τη φίλη του ψαρά που δε φορούσε βρώμικες κάλτσες. Εγώ όλα αυτά καθόλου δεν τα βλέπω, γιατί είμαι τυφλός και από σήμερα εγώ καρδιά δεν έχω να σου δώσω. Μόνο πάρε τούτον το σκύλο… της είπε και ο σκύλος έφαγε ένα παιδάκι στο δρόμο που περνούσε. Το αίμα έσταζε από το αμπέλι του ψαρά και ο ουρανός θεσπέσιος φεγγοβολούσε κάτω από το κρεβάτι και μέσα στις καρδιές μικρών παιδιών, την ώρα που το παγωτό τους πέφτει στο χώμα. Εκείνα κλαίνε γιατί λεφτά για παγωτό άλλο δεν έχουν και ο σκύλος τον σκότωσε τον μπάσταρδο, για να τον απαλλάξει από το αυριανό του μαρτύριο. Και το βρέφος φώναξε…

.. . ..

Δεν μου λες κύριε τσιγγάνε… γιατί τα ποντίκια σφυρίζουν στις ακρογιαλιές και τα ψάρια ερωτεύονται το καβούκι τους… να μου πεις ιστορίες παλιές για πολέμους και όμορφες κυρές που τα πόδια τους ήταν πάντα ανοιχτά και ποτέ δεν χρειάστηκε να τρέξουν στην αγορά για ένα αβγό. Και η σαλάτα η σημαιοστολισμένη, κατρακύλησε το βράχο και έσπασε τα αβγά της κότας. Και η κότα πέθανε από καρδιά.

.. . ..

Ήταν πρωί και η γριά ήταν ακόμα ζωντανή και συνάμα πεθαμένη σαν κουνουπίδι πεθαμένο που βρωμάει. Ο σκύλος κατούρησε τη γωνία και ο αφέντης του κουλός και μισόγυμνος, έπλενε τα μούτρα του. Η κοπέλα ρεύτηκε την καρδιά που μόλις έφαγε από τα σκουπίδια και είπε συγνώμη. Συγνώμη γιατί? Αναρωτήθηκε το βρέφος? Για τη ζωή που αρνήθηκε να ζήσει ή για την αγάπη που έκλεισε στο ντουλάπι με τα δημητριακά και τα σπαράγγια? Στο ντουλάπι, χαραγμένο με μαχαίρι κουζίνας έγραφε… δεν θα περάσει ο φασισμός…

Γιώργος Μικάλεφ