*Ακατάλληλον για άτομα κάτω των 18 ετών
Τη γνώρισα στο Μπαρ του Μικέ. Θα ‘ταν κοντά 40. Κοκκινομάλλα με τα πιασίματα της και με τα όλα της. Με είχε καρφώσει κάνα δύο φορές με το βλέμμα της αλλά εγώ… αλλού γι’ αλλού. Ήμουν με τα ρεμάλια τους φίλους μου και τα πίναμε φορ ολντ τάιμς σέικ που λένε. Είχαμε πιει τον κώλο μας. Μπύρες, υποβρύχια… κέρνα σφηνάκια ο ένας… κέρνα φαρμάκια ο άλλος. Κάποια στιγμή το κατούρημα δεν μπορούσε να αναβληθεί για κανένα λόγο και αναγκάστηκα να πάω στην τρισάθλια τουαλέτα να αδειάσω την κύστη μου. Ωραίος τύπος με καθαρά ποτά… αλλά ήταν βρωμιάρης ο γέρο-Μικές.
…
Έπλυνα τα χέρια μου πριν γιατί με τόσα που είχα πιάσει εκεί μέσα… Ακόμα κατούραγα όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα. «Άλλος» είπα, μα ένα χέρι μου είχε αρπάξει ήδη τον πούτσο… «Τι στο Διάολο» φώναξα και ένα δεύτερο χέρι με γύρισε προς την πόρτα καθώς τα τελευταία ούρα πότιζαν το βρωμερό τοίχο και το στενόμαυρο φόρεμα της κοκκινομάλλας. Δεν φάνηκε να την πειράζει αφού δίχως να χάσει στιγμή, η γλώσσα της εξερευνούσε τη στοματική μου κοιλότητα και τα χέρια της ζούλαγαν τ’ αρχίδια μου. Ήταν πιο τύφλα από μένα και πραγματικά δεν με ένοιαζε καθόλου. Σήκωσα το φόρεμα και της χούφτωσα την κωλάρα κολλώντας το κορμί της πάνω μου. Έκανα να της κατεβάσω το βρακί μα δεν με άφησε. «Όχι εδώ καυλιάρη μου… Αν θες μουνάκι, πάμε σπίτι μου, σπίτι σου ή και κάπου αλλού». Η φωνή της και όλη της η ύπαρξη μύριζε λαϊκατζαρία δευτέρας διαλογής, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Είχε σίγουρα αυτό που ήθελα και μάλλον είχα αυτό που ήθελε. Παστρικά πράγματα. Ξηγήθηκα βιαστικά στην παρέα μου αφήνοντας και κάνα φράγκο για τα ποτά και βγήκαμε έξω στο κρύο με την Εύα. Έτσι μου συστήθηκε.
…
Μου είπε που μένει και αποφασίσαμε από κοινού να πάμε στο δικό της σπίτι που ήταν και πιο κοντά. Ψιχάλιζε. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να καβαλήσει τη βέσπα μου και ήμουν σίγουρος πως δεν περίμενε να έχω παραπάνω από δυο ρόδες. Ήμουν λιώμα και οδηγούσα αργά, να μην την πάρω στο λαιμό μου. Η Εύα με κρατούσα σφιχτά και μου τον έπαιζε πάνω απ’ το παντελόνι καθώς εγώ προσπαθούσα να φτάσουμε αρτιμελείς στο σπίτι της.
…
Δεν θυμάμαι καν αν άφησα το κλειδί πάνω στη μηχανή. Είχαμε γίνει μούσκεμα. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και χωρίς να το καταλάβω βρεθήκαμε γυμνοί στο κρεβάτι της με το ραδιόφωνο να παίζει κάτι άγνωστα σε μένα άσματα… «το ουίσκι δεν με πιάνει, φέρτε βενζίνη να με τρελάνει». Δυο άδεια ποτήρια στο μοναδικό κομοδίνο, μια θερμάστρα να μας ζεσταίνει και το στόμα της να μου ρουφάει τον πούτσο με λαχτάρα. Κόντευα να τελειώσω και αποφάσισα να αλλάξουμε ρόλους. Της άνοιξα τα πόδια και άρχισα να τη γλύφω. Το μουνάκι της ήταν όμορφο και φρεσκοξυρισμένο αν εξαιρέσεις μερικές άσπρες τρίχες σαν αγκαθάκια που ξεπηδούσαν εδώ και εκεί… αυτές οι μικρές πινελιές που οδηγούν στην τελειότητα. Μετά από κάνα πεντάλεπτο σπατουλαρίσματος, τη γύρισα στα τέσσερα και μπήκα πανηγυρικά μέσα της. Χειροκροτήματα; Κανείς. Τα κατάφερα μετά από ένα σχεδόν χρόνο απραξίας και κανείς να ζητωκραυγάσει την επιτυχία μου. Μπαινόβγαινα δυνατά κρατώντας σφιχτά τα μεγάλα, υπέροχα κωλομέρια. Εκείνη βόγκαγε δυνατά, χωρίς να τη νοιάζουν οι γείτονες που εμένα έτσι και αλλιώς με άφηναν αδιάφορο.
…
Μετά από ένα πεντάλεπτο σφυροκόπημα ανάμεσα στα κωλομέρια της, αποφάσισα να ανέβω λίγο πιο ψηλά… τον έβγαλα μουσκεμένο απ’ τα υγρά της και ελαφρώς χαλαρωμένο και άρχισα να σπρώχνω την πίσω τρύπα της κοκκινομάλλας. Δεν διαμαρτυρήθηκε πέρα από δυο-τρία επιφωνήματα και ο πούτσος μου σκλήρυνε γρήγορα και βυθίστηκε σιγά σιγά μέσα στην Θεϊκά σμιλεμένη κωλάρα της Εύας υπό τον ήχο της φανταστικής εξέδρας… «άξιος ρε μαλάκα! Άξιος!» Ήθελα να χύσω εκεί μέσα και θα τελείωνα πολύ γρήγορα και ας ήμουν λιώμα απ’ τα ξύδια. Έκλεισα τα μάτια μου και έσπρωχνα με περισσή μανία μέχρι που… κάτι σαν να μου τον έπιανε και να τον τράβαγε προς τα μέσα. Τι σκατά; Προσπάθησα να τραβηχτώ έξω μα δεν γινόταν. Σαν κάτι να με τραβούσε στο εσωτερικό εκείνης της τρύπας. Ξαφνικά όλα άρχισαν να μεγεθύνονται. Η Εύα άρχισε να μεταμορφώνονται σε κάτι σαν… γίγαντας;;; Κατάφερα να ελευθερωθώ μα ήμουν παγιδευμένος μες το δωμάτιο ανάμεσα στις υπερμεγέθεις γάμπες. Η πόρτα ήταν από την άλλη. Μπροστά μου η τεράστια κωλάρα! Σοβάδες, λαμπατέρ, ράφια να πέφτουν! Τότε, η πίσω οπή της Εύας άνοιξε και πετάχτηκε από μέσα ένα λιγδιασμένο χέρι έτοιμο να με πιάσει. Οι τοίχοι έπεφταν!! Θα πεθάνω εδώ μέσα, σκέφτηκα και μια φωνή μέσα απ’ τον κώλο φώναξε… «γρήγορα πιάσε το χέρι μου αν θες να ζήσεις!» Δεν είχα άλλη επιλογή.
…
«Με λένε Ιωνά» είπε ο γέρος που το χέρι του με είχε τράβηξε μέσα στη σπηλιά, σώζοντας μου έτσι τη ζωή. Μύριζε σκατά εκεί μέσα και πώς να μην μυρίζει… «Και εσύ σοδομίτης;» με ρώτησε. Έγνευσα θετικά. «Και τώρα» είπα… «τη γαμήσαμε». «Μην απελπίζεσαι» μου λέει. Θα βγούμε σύντομα».
…
Και πράγματι… ούτε προφήτης να ήταν. Τα ξύδια προκάλεσαν στην Εύα μια διάρροια κοψιματικής φύσεως. Το παχύ έντερο πλημμύρησε από δαύτη σε κλάσματα δευτερολέπτου, η είσοδος της σπηλιάς άρχισε να ανοίγει και η διάρροια με παρέσερνε προς τα έξω. Καθώς έβγαινα με φόρα από το σκότος, ο Ιωνάς μου φώναξε μέσα απ’ τον κώλο δίνοντας πραγματικά μάχη για να κρατηθεί εκεί μέσα: «Σώσε τον εαυτό σου! Εγώ θα κατέβω Νινευή». Το ύψος ήταν απίστευτο… θαρρείς και έπεφτα για αιώνες. Έχασα τις αισθήσεις μου…
…
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Το αριστερό μου χέρι ήταν στο γύψο, ενώ πονούσα σε όλο μου το κορμί. Θεέ μου… είχα πιει πολύ. Θα έπεσα με τη μηχανή καθώς φεύγαμε απ’ του Μικέ! Η Εύα! «Που είναι η Εύα;» φώναξα με όση δύναμη είχα. Απάντηση καμία. Ανασηκώθηκα. Κανείς γύρω μου. Έκανα μια προσπάθεια να σταθώ στα πόδια μου. Ήμουν γυμνός. Γρατσουνιές και μώλωπες όπου και να κοιτάξω πάνω μου. Τα διπλανά κρεβάτια ξέστρωτα, με σεντόνια πεσμένα καταγής. Λες και την έκαναν όλοι ξαφνικά. Έφτασα ξυπόλητος μέχρι το παράθυρο στηριζόμενος από τη μαλακία που κρατούσε τον ορό.
…
Από κάτω κάποια αμάξια στραπατσαρισμένα και δυο αναποδογυρισμένα. Θα ήταν από ατυχήματα σκέφτηκα… Μα τι διάολο; Στο νοσοκομείο τα φέρνουν και τα τσακισμένα οχήματα; Κοίταξα λίγο πιο πέρα και το δρόμο έκλειναν πεσμένα δέντρα. Άκουσα ένα ουρλιαχτό πίσω μου. Χέστηκα πάνω μου! Γύρισα απότομα και είδα… τον Ιωνά από την σπηλιά της Εύας. Ήταν γεμάτος σκατά και σερνόταν ξεψυχισμένος προς το μέρος μου.
…
«Δ…εν τα κα…τάφερα… μακρύς ο δρό…μος για τη Νι…νευή ». Πήγα κοντά του… γούρλωσε τα μάτια «ΠΙΣΩ ΣΟΥ!!!» ούρλιαξε! Σπασμένα γυαλιά πέφτουν στο πάτωμα, τσιμέντα γκρεμίζονται και ένα τεράστιο χέρι με γράπωσε και με τράβηξε έξω. Ήταν η Εύα. Θα πρέπει να ήταν πάνω από 20 μέτρα, ολόγυμνη και με κρατούσε σφιχτά στο ύψος του προσώπου της. Τα θεόρατα μάτια της με κοιτούσαν. Όχι με μίσος. Με αγάπη. Ήταν πανέμορφη. Δεν ήξερα τι να πω… αλλά και να ήξερα, δεν θα μου έβγαινε φωνή.
…
Ήχος από ελικόπτερα… Μας την πέσανε! «ΠΑΡΑΔΩΣΟΥ ΛΟΙΠΟΝ!!!» φώναξε κάποιος στρατιωτικός με τηλεβόα «ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ, ΜΩΡΗ ΚΩΛΟΥ!!!» Πώς μιλάει έτσι στην Εύα μου ο μπάσταρδος; Εκείνη τα πήρε στο κρανίο και όρμησε καταπάνω τους. Τα τέσσερα στρατιωτικά ελικόπτερα οπισθοχώρησαν ανοίγοντας ταυτόχρονα πυρ. Είμαι νεκρός σκέφτηκα. «ΜΗΝ ΠΡΟΒΑΛΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!! ΘΑ ΠΛΗΓΩΘΕΙΣ ΜΑΡΗ!!» ο τηλεβόας προειδοποιούσε μα η Εύα δεν καταλάβαινε. Με έχωσε ανάμεσα στα στήθια της και όρμισε στα ελικόπτερα «ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ, ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΙ!!!» φώναξε και κατέβασε με μια γροθιά το ένα ελικόπτερο. Εκείνο έπεσε στην είσοδο του νοσοκομείου και εξερράγη! Το χέρι του μωρού μου είχε πληγωθεί από τους έλικες και αιμορραγούσε. Πήδηξε στον αέρα θεόρατη και γυμνή και καθώς προσγειώθηκε με τις πατούσες της, προκάλεσε σεισμό στην περιοχή! Τα ελικόπτερα την κοπάνησαν.
…
Με έβγαλε από τα στήθια της και με τοποθέτησε στην ταράτσα του μισογκρεμισμένου πια νοσοκομείου. «Τα περάσαμε ωραία, λίγες ώρες μ…» πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, ένα βλήμα την χτύπησε στο γιγαντιαίο δεξί μαστό και μετά κι άλλο από αριστερά κι άλλο… Καταιγισμός! Ήρθαν τα τανκ, ο στρατός κι επέστρεψαν τα ελικόπτερα. Άρχισαν να κοσκινίζουν την Εύα δίχως έλεος οι μπάσταρδοι! Ούρλιαζα να σταματήσουν, έκανα νοήματα, κοπανιόμουν ώσπου ένα κομμάτι κρέατος αποκολλήθηκε βίαια από τον κώλο της Εύας εξαιτίας μιας οβίδας και με καταπλάκωσε. Όλα μαύρισαν.
…
Συνήλθα δυο μήνες αργότερα. Μου είπαν πως ήμουν τόσο καιρό σε καταστολή και ότι με είχαν μεταφέρει σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Με συμβούλευσαν να μην πλησιάσω το παράθυρο γιατί ο δρόμος απέναντι είχε κατακλυστεί από δημοσιογράφους. Η είδηση της γιγαντιαίας Εύας έφτασε σε όλον τον κόσμο. Ήδη είχαν ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας για την Εύα και παράλληλα είχαν βγει δεκάδες πορνό παρωδίες για τον κολοσσιαίο κώλο της. Φυσικά και το τέλος της ήταν φρικτό… Έριξαν πάνω της όλα τα ληγμένα πυρομαχικά του Ελληνικού στρατού. Η καημένη η Εύα… Δεν της άξιζε τέτοιο τέλος.
…
Όταν συνήλθα από τα τραύματα μου, πήγα στο μπαρ του Μικέ. Σαν να μη πέρασε μια μέρα. Μονάχα που οι θαμώνες μου επιφύλαξαν υποδοχή ήρωα. Χεσμένη την είχαν την Εύα. Μια μπεκροκανάτα λιγότερη. Κάθισα στο μπαρ και παράγγειλα ένα ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα.
Γιώργος Μικάλεφ
*Παραμύθια ενός βιβλίου που κάποια στιγμή θα γραφτεί.
all rights reserved και τέτοια
Σάουντρακ:
Σπίτι σου, σπίτι μου ή και κάπου αλλού