Αρχείο ετικέτας Ποιήματα

Σαπούνι …του Γιώργου Μικάλεφ

Μέσα σε ξερή πηγάδα
συντροφιά με τον Καιάδα
να ζει κανείς ή να μη ζει
ψόφο σε όλους τους ναζί
να ζουν οι σοβαρές οι τάσεις
που θέλουν ίσες αποστάσεις
σε πηγάδα ή σε κρεμάλα
και ύστερα όλα μέλι γάλα

Των αφεντάδων δεκανίκι
των αφεντάδων και η νίκη
μα όταν ξανά τους χρειαστούν
απ’ τα σκατά θ’ αναστηθούν
κι όταν το φούρνο ξανανοίξουν
μέσα του όλους θα μας ρίξουν
σαπούνι θα γίνουμε για όλες τις χρήσεις
ζήτω η ανάπτυξη και οι επενδύσεις!

4 ποιήματα από το KOLOPOLIC

Άσπροι τοίχοι
Δυο κρεβάτια
Ύπνος?
Μώλωπες
Σπασμένα δόντια
Σπασμένο κορμί
Γυμνό
Σφουγγάρισμα, επισκεπτήριο…
Ακόμα?
Ματωμένα μαλλιά
Ζώνη με λουριά
Σεισμός και ροχαλητά
Χέρια ραμμένα, δεμένα ψηλά
Αντιπηχτικές, παυσίπονα και χαλασμένο αίμα
Καθετήρας
Ακινησία… πέρασε η βδομάδα
Πρώτα βήματα
Εξιτήριο
Εισαγωγή
Δέσιμο
Τριάντα ράμματα
Καρδιογράφημα
Καροτσάκι στο διάδρομο
Πρώτα βήματα, μπάνιο, εξιτήριο
Τελειώσαμε?
Κόψε…
Ράψε…
Κόψε…
Ράψε…
Κόψε…
Ράψε…

_____________________________

Αλήθεια που να χάθηκε η θάλασσα?
Στον ακάλυπτο δεν βρήκα σταγόνα
Και απ’ την ταράτσα δεν βλέπω τον Χριστό μου
Έψαξα και μέσα στα μάτια σου
Αλλά και εκεί τίποτα
Τίποτα που να με πάρει ο διάολος
Τίποτα

___________________________

Στο διάδρομο του θανάτου…
Τους βλέπω συχνά
Και η καρδιά ματώνει
Υπάρχει και ο φόβος
Πάντα υπάρχει αυτός…
Ο πόνος μιας γιαγιάς
Της γιαγιάς κάποιου
Το σώμα της πρέπει να είχε πεθάνει από καιρό
Αλλά τα μάτια της ήταν ζωντανά
Καθώς περνούσε το διάδρομο με κοίταξε στα μάτια
Τότε είδα…
Είδα τον πόνο όλου του κόσμου εκεί μέσα
Σ’ αυτά τα μάτια
Και εκείνη τον μάζεψε αδιαμαρτύρητα
Και συνέχισε προς το τέλος του διαδρόμου
Τώρα την βλέπω…
…εβδομήντα χρόνια πριν
σε ένα χωριό
κοριτσάκι ευτυχισμένο
και τη ζωή να περνάει από μπροστά της
σαν καλογυρισμένη ασπρόμαυρη ταινία
χωρίς ευτυχισμένο τέλος
με μικρό αλλά φανατικό κοινό

_____________________________

Το πρωί κοιτούσα από το μπαλκόνι
Στα κεραμιδιά, στο ερείπιο απέναντι
Είδα ένα νεκρό περιστέρι
Μου έκλεισε το μάτι και μου είπε
“Ελευθερία ή Θάνατος”
Είδα και ένα ποντικό
Και δυο σερβέτιες

Γιώργος Σάπιος

*από το KOLOPOLIC. κατεβάστε το από εδώ

Ανθολόγιο (τεύχος#4)

Όσο πολύ κι αν προσπαθείς,
όσο μακριά κι αν πέσεις,
στον πούτσο μου θα καρφωθείς
να μην μπορείς να χέσεις!

………………………………………………….
Πάνω ψηλά στον Όλυμπο που ‘χει δυο μέτρα χιόνι,
σε πήδαγα και μου ‘λεγες “Η τρύπα μου κρυώνει”
Κι όταν σου τον εφόρεσα τον πούτσαρο στον κώλο
σου άρεσε που έβλεπες απέναντι στον Βόλο

……………………………………………………
Ο πούτσος μου εχόρευε ζεϊμπέκικο βαρύ
Κι εσύ που τον εκοίταξες τον ήθελες πολύ
Σηκώθηκες λοιπόν, χτυπώντας παλαμάκια
και έβαλες στο στόμα σου τα δυο μου αρχιδάκια

Ελένη

διαβάστε και άλλα από το ανθολόγιο της Ελένης

*από το τεύχος #4 που μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ

“1. Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ”
Θα ‘θελα να σήμαινα κάτι για σένα
Να ήμουν κάτι το ξεχωριστό στη ζωή σου
Να έβλεπες τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια μου
Όχι μέσα από τα μάτια που αντικρίζεις
Αυτά τα έχω βγάλει εδώ και χρόνια
Μέσα από τα μάτια του κτήνους
Θα έβλεπες μια πριγκίπισσα της Σελήνης
Που την υπηρετούν ολόκληρες φυλές
Όμως δεν θα μπορέσεις να δεις ποτέ τίποτα
Τίποτα πέρα από τους ορίζοντες τους
Δεν μπορείς να δεις καν το κτήνος
Το κτήνος που γυρνάει έξω από το σπίτι σου
Το κτήνος που ένα χαμόγελο σου του δίνει ζωή
Το κτήνος που το άγγιγμα σου το σκοτώνει
Γιατί ποτέ δεν άγγιξες την καρδιά του
Και ποτέ δεν θα την αγγίξεις γιατί έχει σπάσει

“2. Η ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ”

Οι σάρκες μου θα ταΐσουν τις λάμιες σας
Και το αίμα μου θα ξεδιψάσει τους γιους σας
Μέσα από τις στάχτες των πόλεων θα ανατέλλω ξανά
Μέσα από τα κορμιά των νεκρών θα λυτρωθείτε

“3. ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ 7 ΖΩΕΣ”

Όλα φαίνονται αλλιώς από ψηλά
Ίσως να είναι ο θεός που με ξεχνά
Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε στο χώμα
Και η κόρη μου δεν με γνώρισε ακόμα
Μέσα στη δικιά μου αλήθεια θα λυτρωθώ
Μέσα σε ένα δάκρυ σου θα χαθώ
Και αν μια μέρα πετάξω στον ουρανό
Θα είμαι ο Εωσφόρος που θα πέσω για να σηκωθώ
……………………………………………………………….

Αν με ρωτήσεις τι και πώς
Θα βρεις απάντηση στο φως
Η προσευχή σου εισακούστηκε ξανά
Από ένα κτήνος με καρδιά
Μαζεύοντας τα κομμάτια σου βρήκα κάτι που είχες χάσει
Βρήκα ένα παιδί που του άρεσε να τρέχει μες τα δάση
…………………………………………………………………..

Η ανάγκη μας για δημιουργία χάθηκε
Μέσα στα σχέδια σου για τις ζωές μας
Και εγώ να υπηρετώ ένα κτήνος άλλο
Ένα κτήνος που ζητάει πολλά
Μα τίποτα δικό μου

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη-ζωής

“THE GHOST OF ROBERT IRWIN”

Another night in the hospital
And my mind is growing digital
I think there’s something wrong in here
A lack of pain, a lack of fear
………………………………………….

I could build castles with my head
My paintings were black and sometimes red
Self mutilation was never easy
And the doctors are always busy
……………………………………………

It’s October of 1932
So many things I have to do
But I’m tied on my hospital bed
Talking every day with a brain-dead
………………………………………….

“I am the ghost of Robert Irwin
You can see me only when you are drinking
I am the ghost of Robert Irwin
And my dream is out of sleeping”
……………………………………….

Today my mind was clear to see
A little girl smiling to me
I never thought that it could be
Please Alice set me free
……………………………………….

She was an angel but she was blind
She used to help me with my mind
But now she said I’m going too far
It seems to me another scar
…………………………………………

Now I walk alone the street
And I don’t give no goddamn shit
The priest said that I’m a sinner
But Ethel called me handsome dreamer
………………………………………………….

“I am the ghost of Robert Irwin
You can see me only when you are drinking
I am the ghost of Robert Irwin
And my dream is out of sleeping”
………………………………………………

Veronica always asked for more
She’s just a little fucking whore
About art she doesn’t care
And now I feel only despair
…………………………………………

I watch my life fades away
I’ll bet this is my final day
No one cares what’s in my head
So I send them to the dead
……………………………………..

Now it’s 1938
I can’t feel no more hate
Sleeping in my cold cell
There’s a place for me in hell

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη-ζωής

“ΤΟ ΞΩΤΙΚΟ”

Τον είδαν το βράδυ να περνά έξω από το σπίτι σου
Την πόρτα χτύπησε μα εσύ δεν ήσουν μέσα
Φορούσε κουρέλια και ζητούσε λίγη αγάπη
Και έτσι έφυγε να πάει πάρα πέρα

…………………………………………………….
Τους δρόμους πήρε ψάχνοντας να βρει
Τα ξωτικά που χάθηκαν στην πόλη
Μα πουθενά δεν έβλεπε ψυχή
Για λίγο στάθηκε και κοίταξε εσένα

…………………………………………………
Ήσουν ντυμένη στο χρώμα της βροχής
Και έλαμπες σαν άγγελος του κόσμου
Σε είδε που πετούσες το κλειδί
Μιας καρδιάς που χάθηκε στο δρόμο

………………………………………………
Τον είδαν ξανά να γυρίζει μοναχός
Τώρα πια έψαχνε για μια καινούρια αλήθεια
Μέσα στα μάτια του που ‘καίγαν σαν φωτιές
Είπαν πως είδαν να λάμπει η μορφή σου

…………………………………………….
Τώρα την πόρτα ανοίγει του σπιτιού του
Σε ένα δωμάτιο νεκρό θα ξαποστάσει
Ένας άντρας που γυρεύει την ψυχή του
Και ώσπου να ‘ρθει το πρωί την κυνηγάει

……………………………………………..
Στους δρόμους πια δεν τον βλέπεις να γυρνάει
Έχει χαθεί μέσα σε δικό του κόσμο
Κάποιοι λένε τον είδαν νύχτα να γελάει
Και άλλοι πως πέθανε εδώ και ένα χρόνο

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη-ζωής

SIVA

Siva I can’t burn their corpses any longer
Siva their fleshes can’t make me any stronger
Krishna, I am the other
Jesus, forgive your father
Buddha your nirvana is not enough for me
My vicious circles is the perfect place to be
…………………………………………………..

Blind prophets are rising from the south
Holy words are hiding in her mouth
Christ is sleeping in the woods
Hiding from her wicked moods
……………………………………

All Gods are screaming in his ears
Pain and love are sacred fears
Blood and flesh and rotting hearts
Mystical nights with Crowley’s cards
……………………………………..

Madman’s prophecy is clear
Goat won’t die this year

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη ζωής

SHAMAN’ S PLACE

Inside the mirror I can see
A tyrant coming from the abyss
The river is strange
Don’t let them take me

…………………………………………….
Tell me about the active side of infinity
And I won’t be afraid anymore
Shaman’s herbs make me strong enough
I can live in alternative worlds

…………………………………………..
Animals are walking through the walls
We are flying above them
Watching our figures sleeping on the floor
Are we all dead or just passengers?

……………………………………….
Every day the cocoon fades away
I don’t know, maybe it‘s my fault
The eagle is in my mind
Something always is left behind

………………………………………
Today I can see
I can see what I couldn’t see
Shaman makes me see what is real
But they all disappeared before the fall

Γιώργος Ανώνυμος

*η καταγραφή της μη-ζωής

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΗ

 

Αμάρτησα η δύστυχη με αμαρτία τόση,
που μόνο ένας δέσποτας μπορούσε να με σώσει.
Ξεκίνησα η αμαρτωλή για το μικρό ξωκλήσι,
να πάω να βρώ το δέσποτα να με ‘ξομολογήσει.

……………………………………………………………….

–«Καλή σου μέρα Δέσποτα, έχεις για λίγο χρόνο;
Είναι βαρύ το κρίμα μου, έχω μεγάλο πόνο.»
–«Πέρασε μέσα τέκνο μου να ξομολογηθείς,
κι απ’τον μεγαλοδύναμο στο τέλος θα κριθείς.»

……………………………………………………………..
Άρχισα να του ‘μολογώ όλες τις αμαρτίες,
τα κρίματα, τα βάσανα, πολλές μου ακολασίες,
τρίσβαθα της ψυχούλας μου και το κρυφό μαράζι,
και ένιωσα τον Δέσποτα να βαριαναστενάζει.

……………………………………………………………….
Λυπάται ο έρμος σκέφτηκα, ραγίστηκε η ψυχή του.
που να την είχα φανταστεί τη θύελλα στο κορμί του.
Κει που ξομολογιόμουνα της αμαρτίας τη μέθη, (τη δυσκολία των όχι)
το χέρι του δεσπόταρου μέσ’στο βρακί μου ευρέθη. (εχώθη)

…………………………………………………………….
Ταράζομαι και σείομαι απ’το βουβό το πάθος
κι αναφωνεί ο Δέσποτας: «Θεέ μου μέγα λάθος».
Ψαχούλευε ο άθλιος του κώλου μου το χάσμα
σιγανομουρμουρίζοντας: «Ωωωω..μα τι θείο φάσμα».

……………………………………………………………
«Αυτός είναι υπέροχος, διαολεμένος κώλος,
τέτοιον δεν έχει η παπαδιά, δεν έχει ο κόσμος όλος.»
«Αλίμονο», ανέκραξε, «και άλλο δε θ’αντέξω»,
και έβγαλε τον πούτσο του από το ράσο έξω.

………………………………………………………….
Συνέχισα να του μιλώ για λάθη περασμένα
κι αυτός τον έπαιζε αργά, αργά και καυλωμένα.
Μονολογούσε ο Δέσποτας: «Τέκνο μου λέγε κι άλλα…
πες για τις πίπες τις τρελές, τα όργια τα μεγάλα!!!!!!!!!!!!».

…………………………………………………………..
Με εντολή του Δέσποτα συνέχισα να λέω
και κάπου κάπου βούρκωνα, με έπιανα να κλαίω.
Του έλεγα για πηδήματα, για τις παρτούζες όλες
και για το πώς ερούφαγα αχόρταγα τις ψώλες.

…………………………………………………………….
Και χάιδευε και βόγκαγε, έψελνε και τρισάγιo,
και κάπου κάπου έλεγε: «Θεέ, δώς μου κουράγιο.»
Λεπτομερείς περιγραφές μου ζήταγε να κάνω,
Αλλιώς, κατά πώς έλεγε, την άφεση τη χάνω.

…………………………………………………………..
Ο Δέσποτας είχε φτιαχτεί και μέρα μεσημέρι
απ’το πολύ το παίξιμο, τούχε πιαστεί το χέρι.
Εμούγκριζε και γκάριζε, καύλα είχε μεγάλη,
όταν στα ξάφνου με βουτά, με πιάνει απ’το κεφάλι.

…………………………………………………………
«Ώρα να σκύψεις τέκνο μου, τι η αμαρτία μεγάλη
σε όσα χρόνια λειτουργώ… δεν είδα τέτοιο χάλι!!!!!!!!»
Αφού το είπε ο Δέσποτας…τι άλλο πια να κάνω…
στην πίπα επιδόθηκα χωρίς να αμαρτάνω.

…………………………………………………………
–«Σ’αρέσει έτσι Δέσποτα, το θες κάπως αλλιώς?»
–«Καλά το κάνεις τέκνο μου, ορθώς πολύ ορθώς.»
–«Δέσποτα εκουράστηκα… μου πιάστηκε το στόμα.»
–«Συνέχισε αμαρτωλή…πολύ απέχω ακόμα.»

……………………………………………………………..
Άαααααααααντε να τού’βρω το ρυθμό, να φύγει η αμαρτία
πίπα σε γέρικη ψωλή είν’ σκέτη μαλακία.
Κι εκεί που σιγοέβριζα: «το κέρατό μου όλο»
με τρόμο ακούω τον Δέσποτα: «Και τώρα θέλω κώλο».

…………………………………………………………
Ε τι να κάνω…γύρισα…μ’έπιασε απ’τη μέση
κι ευχόμουνα η άμοιρη ο πούτσος του να πέσει.
Αμ… ο Δεσπότης ντούρεψε σαν είδε τέτοιον κώλον
και άρχισε να φωνασκεί: «Θα στονε χώσω όλον».

…………………………………………………………….
Και όρμησε ασυγκράτητος, ουρλιάζοντας «ΧΡΙΣΤΕΕΕΕΕΕΕ ΜΟΥ»
τόση ευλάβεια, εγώ, δεν είχα δει ποτέ μου!!!
Λυσσομανούσε ο έκφυλος, σκούζοντας «ΑΜΑΡΤΩΩΩΩΩΩΩΩΩΛΑΑΑΑΑΑ»
«Για να σωθείς ακόλαστη, θα μου τα πάρεις όοοοοοοοολα».

…………………………………………………………….
Πετάχτηκ’ απ’το κεφάλι του ως και το καλυμμαύκι,
τον ένιωθα να καίγεται σαν της Λαμπρής κεράκι.
Σε μια στιγμή εφώναξε: «Σ’αρέσει αυτός ο πούλος;»
που μόνο δεν γκρεμίστηκε της εκκλησιάς ο τρούλος.

…………………………………………………………..
Και «τι σου κάνω μάνα μου;» κι ήθελε να απαντάω
«Όλον τον δίνεις Δέσποτα, με κάνεις να πονάω…»
Και δώστου-πάρτου ο Δέσποτας, «σε σκίζω βρε καριόλα»
«Γαμώ τον κώλο σου γαμώ και τα καντήλια όλα.»

……………………………………………………………
Κι εκεί που είχε χαραχτεί πόνος στα δυό μου χείλη
στον κώλο μου εμπλέχτηκε το θείο πετραχήλι.
Μα αυτός εκείιιιιιι ακράτητος: «Ναι, όλον σου τον δίιιιιιινω»
και τέλος ζητωκραύγασε «Αμαρτωλή σε χύυυυυυυυνω»!!!!!!!!!!!

……………………………………………………………..
Απόκαμε ο Δέσποτας, πέφτει πίσω στον πάγκο,
για μια στιγμή εγώ νόμισα πως έπαθε λουμπάγκο.
«Ώρα καλή σου τέκνο μου και πλέον μη λυπάσαι,
τι ο θεός σε άκουσε, ευλογημένη νάσαι.»

………………………………………………………………
«Ύπαγε τώρα τέκνο μου, πλέον μην αμαρτάνεις,
αντί για σεξ, πρέπει εσύ μια προσευχή να κάνεις.
Κι αν η ψυχή σου τέκνο μου στο μέλλον αμαρτήσει,
πρόθυμος είν’ ο Δέσποτας να σε ‘ξομολογήσει.»

Διαβολοτάτη

ΣΚΙΕΣ

Τέλεια φαίνονται όλα
φήμες είναι όμως κακές
γιατί εγώ φοβάμαι
του νου μου τις σκιές

Και θ’ αυτοκτονήσω
μια μέρα σκοτεινή
που ήλιος θα ‘χει φύγει
για χώρα μακρινή

Και θα με συγχωρέσεις
μια νύχτα μαγική
που θα σου ψιθυρίσω
πως σ’ αγαπώ στ’ αυτί

Στ’ αστέρια θα το γράψω
κι όταν ψηλά κοιτάς
θα βλέπεις τι σου είπα
και θα χαμογελάς

Θοδωρής

διαβάστε ποιήματα του Θοδωρή εδώ

*από το τεύχος 6