Αρχείο ετικέτας θοδωρης

«ΑΚΟΥΝΑ ΜΑΤΑΤΑ» όλα μια ιδέα είναι

Είναι αλήθεια λοιπόν. Ισχύει αυτή η φράση όσο τίποτα άλλο. Μην τους πεις ποτέ όλη την αλήθεια, δεν θα σου το συγχωρήσουν ποτέ. Και μη προσπαθήσεις να το διαπιστώσεις από μόνος σου. Ο λόγος είναι απλός, νομίζω. Γιατί οι άνθρωποι δεν ξέρουν. Όχι, δεν είναι χαζοί, όχι όλοι τουλάχιστον. Ίσως είναι επειδή δεν ξέρουν να σκέφτονται, ίσως είναι και αυτός ο πρωτόγονος φόβος απέναντι στο διαφορετικό, στο ανεξήγητο. Γιατί δεν το χωράει ο νους τους ότι κάποιος μπορεί να επιλέξει κάτι διαφορετικό στη ζωή του.

Κι όμως ίσως υπάρχουν κάτι τέτοιοι τρελοί. Κάποιος, κάπου ίσως υπάρχει. Ευχή και κατάρα μαζί. Θα μάθει πολλά, πράγματα που όλοι οι άλλοι δεν μπορούν να φανταστούν ότι υπάρχουν, απαγορευμένα πράγματα και μυστικά. Βέβαια, το τίμημα δεν φαίνεται και τίποτα ιδιαίτερο αρχικά. Καλωσήλθες, μα ξέχνα την Αφροδίτη. Δεν ξέρεις όμως ότι με όλα αυτά που αρνιέσαι εκείνη τη στιγμή, αρνιέσαι και τον εαυτό σου τον ίδιο. Γιατί; Τι θα πει γιατί; Γιατί είναι ώρες που θες να βροντοφωνάξεις ποιος είσαι και τι είσαι. Και κυρίως τι έχεις κάνει. Γιατί νομίζεις ότι έκανες κάτι. Και είναι στιγμές που αυτή η ανάγκη είναι τόσο επιτακτική που σχεδόν σε σκοτώνει. Είναι ένας τρόπος να ικανοποιηθεί ο εγωισμός, η ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση, η αναγνώριση από τους άλλους. Κι όμως, αυτό που στην πραγματικότητα είναι τόσο ασήμαντο, είναι μια αδυναμία που την έχουμε μέσα μας όλοι και ναι διάολε, είναι τόσο δυνατή και ύπουλη, απειλεί να γκρεμίσει όλα όσα χτίζεις μια ζωή. Γιατί είπαμε, οι άνθρωποι δεν ξέρουν, μα δεν τους νοιάζει κιόλας για να λέμε την αλήθεια. Μόλις τους πεις τι είσαι, πάει.  Θα σου κολλήσουν μια ταμπέλα τόσο μεγάλη όσο και η βλακεία που έκανες. Τότε όμως, θα είναι δύσκολο να κάνεις ότι έκανες πριν, να κινείσαι υπογείως, να δουλεύεις κρυμμένος, να σκέφτεσαι χωρίς περιορισμούς. Γιατί τώρα ξέρουν. Ξέρουν ότι είσαι εσύ, και τι είσαι. Και επειδή δεν ξέρουν ως που μπορείς να φτάσεις, μα ξέρουν ότι ταξιδεύεις σε μέρη που αυτοί δεν θα παν ποτέ, σε θεωρούν επικίνδυνο, άρα από δω και μπρος θα είσαι ένας γνωστός επικίνδυνος. Και στους επικίνδυνους η κοινωνία μας επιφυλάσσει μόνο μια μοίρα. Θάνατο.

Το θέμα είναι όμως να νικάς τις αδυναμίες σου. Άρα πρέπει να νικήσεις κι αυτή. Δύσκολο, γιατί πρέπει να αρνηθείς τον ίδιο σου τον εαυτό, όπως είπαμε. Να συμβιβαστείς με τη λήθη. Δύσκολο ξαναλέω. Νομίζεις ότι θα χαθούν όλα, ότι όλο το έργο σου θα πάει χαμένο. Ότι δεν θα μείνει τίποτα πίσω, αν δεν ξέρουν ότι το έκανες εσύ. Πολύ εγωιστικό, αλήθεια. Και τι νομίζεις σκουλήκι, ότι το όνομά σου είναι τόσο σημαντικό και αντάξιο μιας ιδέας, ότι ένα απλό όνομα θα της χαρίσει την αιωνιότητα; Είσαι πολύ γελασμένος. Είναι πάλι αυτή η ανάγκη επιβεβαίωσης από τους άλλους. Κι όμως, πόσοι το ‘χουν σκεφτεί αλήθεια, ότι ίσως είναι καλύτερα χωρίς όνομα; Γιατί το όνομα δεν είναι μια απλή λέξη. Κουβαλάει μέσα του όλη την αδυναμία και τα ελαττώματα του κατόχου του. Γιατί άσχετες πράξεις, άνανδρες ίσως αποφάσεις, και λάθη μιας ζωής να επισκιάσουν κάποιο έργο; Αντίθετα, ένα έργο/ιδέα αγνώστου δημιουργού, είναι ελεύθερο και αμόλυντο από τα λάθη του δημιουργού. Αυτό το κάνει τέλειο. Αυτό κάνει τέλειο και τον δημιουργό. Είναι λίγο αστείο θα έλεγα. Αυτός που φτιάχνει κάτι, είναι αυτός που απειλεί να το καταστρέψει. Ποιος κάνει τη χάρη σε ποιον αναρωτιέμαι, ποιος κάνει την τιμή σε ποιον; Ο δημιουργός στην ιδέα, ή μήπως η ιδέα στον δημιουργό; Καλύτερα να μείνεις εσύ στο σκοτάδι. Άφησε το φως για την ιδέα σου. Ο άνθρωπος δεν προορίζεται για το φως. Γιατί το φως φανερώνει τα ελαττώματα. Άστο για τις ιδέες. Γιατί οι ιδέες είναι τέλειες, δεν φθείρονται και δεν πεθαίνουν.

λα, λαλα, λα, λαλα λα

Με τη βροχή να πέφτει στο γυμνό μου κεφάλι

και ποταμάκια νερού να κυλούν στο πρόσωπο

τρέχω μόνος στα τυφλά μέχρι να φτάσω κάπου

που θα’χει ήλιο και ίσως να’χει κι ανθρώπους

λα λα λα λα λααααααααααα

κλαπ κλαπ κλαπ!

θενκ γιου τζακ, ναου γκοου μπακ του γιορ μποξ

Θοδωρής

*δημοσιεύτηκε στο έβδομο τεύχος του περιοδικού

*διαβάστε ακόμα στο blog μας «κείμενα», «ποιήματα» & «ιστορίες» του Θοδωρή

Σαπουνόπε(τ)ρα

-Πες μου! Με απάτησες και κοιμήθηκες με αυτή τη γυναίκα?

-Ναι, το ομολογώ! Κοιμήθηκα με αυτή τη γυναίκα!

-Αχ, δεν το πιστεύω ότι κοιμήθηκες με αυτή τη γυναίκα!

-Κι όμως, είναι αλήθεια, κοιμήθηκα με αυτή τη γυναίκα!

-Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό και να κοιμηθείς με άλλη γυναίκα?

-Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα.

-Ώστε παραδέχεσαι ότι ήταν λάθος σου που κοιμήθηκες με άλλη γυναίκα?

-Όχι, δε σ’ αγαπώ, για αυτό κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα!

-Και μου το λες έτσι κατάμουτρα ότι κοιμήθηκες με άλλη γυναίκα?

-Εμ, αφού κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα.

-Ο πόνος μου είναι αφόρητος όμως, επειδή κοιμήθηκες με άλλη γυναίκα.

-Δοκίμασε κι εσύ να κοιμηθείς με άλλη γυναίκα.

-Όχι, δεν μπορώ να αντέξω τον πόνο και να κοιμηθώ με άλλη γυναίκα. Αλλά θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου και θα βουτήξω στη θάλασσα.

-Εγώ επιμένω να ξανασκεφτείς το ενδεχόμενο να κοιμηθείς με άλλη γυναίκα. Δε χρειάζεται να φτάσεις στα άκρα.

-Όχι, δεν θα κοιμηθώ με καμία γυναίκα. Ο μόνος εραστής μου θα είναι ο βυθός της θάλασσας. Θα δέσω ένα βράχο στον λαιμό μου και θα πάω να τον ανταμώσω.

-Ο αφρός το νεκροκρέβατό μου, το οποίο θα σέρνουν εφτά σκυθρωπές γοργόνες, που θα βγάζουν μπουρμπουλήθρες από τ’ αφτιά. Και το πιο άσχημο και κακόμοιρο βότσαλο

θα είναι ο αιώνιος τάφος μου. Αντίο Αδάμ….

-Να σου πω, αν οι γοργόνες έχουν μικρά βυζιά δεν έρχομαι στην κηδεία, ξηγημένα πράγματα….

-Άι στο διάολο Αδάμ…

-Ρε Εύα γαμώ, περίμενε, δεν απάντησες στην ερώτησ…

Πλάτς!!!

Ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης αντήχησε σε όλο τον κήπο: Οοοοοοουφ!!

Μυστήριο πράγμα οι γυναίκες. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο τραγική η κατάσταση. Η σχέση μας έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Μάλλον ήρθε η ώρα να χωρίσουμε.

Πρέπει να σκεφτώ όμως για να της το φέρω όσο πιο απότομα γίνεται… Τέλοσπαντων, άντε να δούμε πώς θα αυτοκτονήσει και αύριο… Βρε λες να της πω ότι

είμαστε αθάνατοι? Δε γαμιέται, άστηνε να παιδεύεται, πλάκα έχει.

Θοδωρής

*διαβαστε ακόμα τα «ποιήματα» και τα «κείμενα» του Θοδωρή καθώς και τις ιστορίες:

«ο χορός των αρλεκίνων» & «ο δέσμιος του σκότους»

*δημοσιεύτηκε στο κολοτεύχος #7

ΣΚΙΕΣ

Τέλεια φαίνονται όλα
φήμες είναι όμως κακές
γιατί εγώ φοβάμαι
του νου μου τις σκιές

Και θ’ αυτοκτονήσω
μια μέρα σκοτεινή
που ήλιος θα ‘χει φύγει
για χώρα μακρινή

Και θα με συγχωρέσεις
μια νύχτα μαγική
που θα σου ψιθυρίσω
πως σ’ αγαπώ στ’ αυτί

Στ’ αστέρια θα το γράψω
κι όταν ψηλά κοιτάς
θα βλέπεις τι σου είπα
και θα χαμογελάς

Θοδωρής

διαβάστε ποιήματα του Θοδωρή εδώ

*από το τεύχος 6

“ΚΟΥΦΙΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΕΛΟ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ”

Ι. Μουνοθεωρίες

Αναμφίβολα, από τα άτομα που συναναστρέφεσαι, μπορείς να μάθεις πολλά χρήσιμα πράγματα. Ακούστε κι εγώ τι έμαθα. Τις κοπέλες πάνω απ’όλα πρέπει να τις βλέπουμε ως μουνιά. Ποτέ ως άνθρωπο, ως χαρακτήρα, ως γυναίκες. Βέβαια, υπάρχουν και διαβαθμίσεις σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό. Πώς αλλιώς θα συγκρίνουν τα μουνιά τους τα αρσενικά της παρέας και θα πειράζει ο ένας τον άλλον; Ακούστε προσεκτικά λοιπόν. Αρχίζουμε από το θεϊκό μουνί, μετά πάμε: γερό, μεγάλο, καλό, μέτριο και καταλήγουμε στο…. σαβούρικο. Καταλάβατε;

Όποιος έχει αντίρρηση, να ξέρει ότι ανήκει στις εξαιρέσεις, στη μειονότητα, είναι βλάκας, καθυστερημένος, έχει ίδια μυαλά με τον παππού του, δεν ξέρει τίποτα από μουνιά, είναι υπερβολικά ρομαντικός, κοριτσάκι και καλά θα κάνει να κόψει τις μαλακίες.

Τουλάχιστον δεν είναι ο μόνος που διαφωνεί. Κι εγώ μαζί του.

ΙΙ. Θεωρία νούμερο δυο

Ποτέ δε σταματάς να αγαπάς κάποιον, απλά μαθαίνεις να ζεις χωρίς αυτόν…

XXX ERROR! XXX
The program «Iloveyoutodeath.exe» has just crushed, due to the missing file: «unconditional_love.dll»
Do you want to report the error to your heart, or connect to life and download it?

ΙΙΙ. Ο χαμένος τα παίρνει όλα

Τι είναι όλα αυτά; Γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα; Τι είναι αυτά τα φώτα στο κεφάλι μου; Γιατί η πόρτα είναι ανοικτή; Ποιος ήπιε το νερό μου γαμώ; Άμα τον βρω τη γάμησε. Τι δουλειά έχουν τόσα ξυραφάκια στο μπάνιο; Και το αίμα που το πας; Η μαυροφορεμένη κυρία ψιθυρίζει ξανά τις δέκα προσευχές της, μόνο που όλοι νομίζουν ότι είναι εννιά, γιατί την τελευταία τη λέει από μέσα της. Χαχαχα. Τώρα ρωτάω κάτι τύπους που περιφέρονται άσκοπα στο σπίτι μου να μου πουν την ιστορία τους. Κι αυτοί το μόνο που κάνουν είναι να κουνάνε σαν τρελοί τα χέρια κάνοντας βίαια νοήματα. Απορώ γιατί δε μου μιλάνε ποτέ. Μα φυσικά, αφού δεν έχουν κεφάλι. Ίσως και γι’ αυτό να μην βρίσκουν την έξοδο. Το φεγγάρι ήταν κόκκινο χθες. Όχι αυτό το πορτοκαλί που βλέπουμε καμιά φορά όταν είμαστε τυχεροί. Κόκκινο. Πολύ κόκκινο. Δεν το είδες; Το είδες και ήταν λευκό; Ε τότε μάλλον τα μάτια μου είχαν γεμίσει με αίμα. Απ’την κούνια ως το τρελοκομείο δεν είναι μακρύς ο δρόμος. Σε όλο το δρόμο ήταν γραμμένη η φράση «δεν υπάρχει
επιστροφή». Τώρα ο τοίχος γράφει «δεν υπάρχει έξοδος από αυτή τη κόλαση». Και όλοι με έχουν για χαμένο. Φυσικά και είμαι, και δε με πειράζει καθόλου. Γιατί θυμάμαι το στίχο που έγραψε κάποτε ένας φίλος:
«Ο χαμένος τα παίρνει όλα»

IV. Αϋπνίες

Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα ένα βήχα…
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα δυο βήχες…
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα τρεις βήχες…
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα τέσσερις βήχες…
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα πέντε βήχες…
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα έξι βήχες…
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα εφτά βήχες
………………………
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ….. είχα εφτά χιλιάδες εννιακόσιους ενενήντα εννιά βήχες…
Χθες το βράδυ δεν μπορ…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ, ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ……..

V. Αμπελοφιλοσοφίες ενός μικρού τρελού

Αναρωτιέμαι ώρες ώρες που το βρίσκουν τόσο θράσος οι γενιές των «γονιών» και των «παππούδων» μας. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί όποτε χρειάστηκα τη βοήθειά τους, αυτοί μου γυρίσανε την πλάτη. Από μια απλή εξυπηρέτηση, μέχρι τη βοήθεια για την υλοποίηση κάποιας ιδέας, κάποιου φευγάτου ονείρου, για να αλλάξει έστω και λίγο αυτός ο ρημαδιασμένος κόσμος. Σε κοιτάνε ίσα στα μάτια με λυπημένο βλέμμα, σου χαμογελάνε και σου λένε: «Συγγνώμη, δεν γίνεται.»
Δηλαδή με απλά λόγια σου λένε:
«Να πας να γαμηθείς μικρέ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Κι εμείς προσπαθήσαμε να τον αλλάξουμε, πήγαμε να κάνουμε τη δικιά μας επανάσταση, αλλά αποτύχαμε. Εδώ αποτύχαμε εμείς και θα πετύχεις εσύ; Όχι, είσαι καταδικασμένος. Εγώ δεν πρόκειται να ακολουθήσω την τρέλα σου, αν θες να κάνεις κάτι, κάν’το μόνος σου. Εγώ, να ξέρεις, δεν θα σε βοηθήσω, αντίθετα θα σε πολεμήσω με όλη μου τη δύναμη. Μια χαρά είμαστε βολεμένοι, τι τις θες τις αλλαγές; Βολέψου κι εσύ. Άκουσέ με, κάτι ξέρω παραπάνω, είμαι πιο έμπειρος. Βολέψου. Βρες μια καλή δουλίτσα, στο δημόσιο αν γίνεται, για να κάθεσαι. Βρες και μια καλή κοπέλα, από το κοπάδι εννοείται. Οι άλλες είναι επικίνδυνες. Άνοιγε τη τηλεόραση σου, παίρνε τα χάπια σου και μη μιλάς, σαν φρόνιμο παιδάκι. Μη μιλάς γιατί θα βρεις κανέναν μπελά.  Ξέρω εγώ τι σου λέω.»

Τα πράγματα θα αλλάξουν όμως. Και θα αλλάξουν γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί αν δεν αλλάξουν θα έρθει το τέλος. Όχι το δικό μας τέλος. Το τέλος όλων.

Αχ τι μ’ έπιασε σήμερα με τις Τρύπες; Μου έρχονται πάλι στο νου κάποιοι στίχοι του Γιάννη:

Μα όσο κι αν θες να το πιστεύεις
πως μου ‘χεις πάρει κιόλας την ψυχή
ακόμα κι όταν θα νομίζεις
πως πια για πάντα έχω χαθεί
Εγώ θα φλέγομαι, θ’ανθίζω
θα γιορτάζω, θ’ανατέλλω
Θα σε καίω
θα καταστρέφω με τραγούδια
της ψυχής σου το μπουρδέλο
θ’ανατέλλω
Μπορεί αν θες μ’ένα σου ψέμα
να με κρατάς μέσα στη λάσπη
κι αν πάλι χρειαστεί
να μου φοράς τα πιο ωραία σου κουρέλια
και να με βγάζεις σαν σκλαβάκι στο σφυρί
Μα όσο κι αν θες να το πιστεύεις….
Εγώ θα φλέγομαι, θ’ανθίζω
θα γιορτάζω, θ’ανατέλλω
Θα σε καίω
θα καταστρέφω με τραγούδια
της ψυχής σου το μπουρδέλο
θ’ανατέλλω

ΤΕΛΟΣ

Θοδωρής
*από το έκτο τεύχος του περιοδικού Το Κόλο

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΙΜΟΛΑ

Πέντε φίλοι κάθονταν και τα έπιναν ένα βράδυ
στο διπλανό παγκάκι είχε αράξει ένας γέρος
παράξενα άρχισε να μιλά, για θρύλους αρχαίους
για ιστορίες ξεχασμένες και για ήρωες νεκρούς

Και όπως τα ‘φερε η ρημάδα η κουβέντα
τους είπε για έναν θησαυρό πολύτιμο
που η ινδιάνικη φυλή των Ιμόλα έκρυψε
βαθιά μέσα σε μια καταραμένη σπηλιά

Οι πέντε φίλοι τότε σηκώθηκαν αμέσως πάνω
και πήγαν και φτιάξαν τις βαλίτσες τους
στο πρώτο πλοίο μπήκαν για να βρουν
τον χαμένο υπερπολύτιμο θησαυρό τους

Χρόνια έψαχναν τη μυστική σπηλιά
ακούραστοι, με τους σάκους στον ώμο
και τελικά τη βρήκαν, αγνοώντας όμως
τα σχέδια της παιχνιδιάρας μοίρας

Μέρες βάδιζαν στα σκοτεινά μονοπάτια
το πρωτόγονο ένστικτο ακολουθώντας
ώσπου στο τέλος να τος μπροστά τους
ο περίεργος θησαυρός των Ιμόλα

Ούτε βουνά χρυσάφι, ούτε νομίσματα
παρά μόνο ένας όρθιος σκελετός
και πάνω στο λευκό κρανίο του
ένα στέμμα σκοτεινό να φεγγοβολά

Όλοι το φόρεσαν εκτός από έναν
μα στο κεφάλι πάνω όταν το ‘βαζαν
μια σπίθα απόκοσμη έλαμπε στα μάτια
και το στέμμα όλο και σκοτείνιαζε

Σε λίγο τσακώνονταν και βρίζονταν
το στέμμα ποιος πρώτος θα φορέσει
και στο τέλος ο ένας έφαγε τον άλλον
και το αίμα τους έβαψε το πάτωμα

Κι όταν μόνος έμεινε ο πέμπτος της παρέας
τη πηγή του μαύρου φωτός πήρε στα χέρια
στο κεφάλι τη φόρεσε δίχως δεύτερη σκέψη
η λογική ξεψύχησε, η παράνοια κυριάρχησε

Το τέλος του κακόμοιρου ήταν αποτρόπαιο
οι σιχαμερές λεπτομέρειες ας παραληφθούν
το στέμμα πλέον κολυμπά μεγαλοπρεπές
μέσα σε μια λίμνη με αίμα και σάρκες

Γέλια ακούστηκαν τσιριχτά και απαίσια
και δυο δαίμονες βγήκαν απ’τις σκιές
το στέμμα βάλανε στη θέση του ξανά
και χορό στήσανε πάνω από τα πτώματα

Κι αφού τη δίψα τους λαίμαργα ξεδίψασαν
μεταμορφώθηκαν σε γέρικες φιγούρες
και στους δρόμους ξεχύθηκαν να διηγηθούν
το θρύλο για το θησαυρό των Ιμόλα
Θοδωρής

δημοσιεύτηκε  στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού Το Κόλο

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΡΛΕΚΙΝΩΝ

Θυμάμαι να είχα κοιμηθεί… είμαι σίγουρος… σε κάποια φάση, σαν να ξύπνισα από μια βαθιά νάρκη, βρέθηκα όρθιος να περιφέρομαι στο κατασκότεινο δωμάτιό μου…τι σκατά…τι κάνω εγώ τώρα εδώ;…τι υποτίθεται ότι κάνω;;; και τότε εμφανίστηκαν, άσπρα σημάδια αρχικά, μετά άρχισαν να παίρνουν σχήμα, μετά σώμα…τώρα χορεύουν γύρω μου… σκοτεινές φιγούρες στριφογυρίζουν γύρω μου και τραγουδούν ρυθμούς που μάθανε στην κόλαση…αρλεκίνοι…νόμισα ότι είναι ψεύτικοι, ηλίθια δημιουργήματα της άρρωστης φαντασίας μου…πλησιάζω έναν και ακουμπώ την παλάμη μου στην άσπρη μάσκα του, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να εξαφανιστεί…Κι όμως, δεν φεύγουν! Το χέρι μου αγγίζει μια γλιστερή, παγωμένη επιφάνεια…γελάει! Γελάνε όλοι τους! Δεν μπορεί! Δεν μπορεί να είναι αληθινοί! Τσιρίζω σαν κοριτσάκι…Τώρα ξαναπιάνουν το χορό και το τραγούδι τους και με τραβάνε μαζί τους. Με παρασέρνουν στο ξέφρενο καρναβάλι…γύρω γύρω…παράξενο, το δωμάτιό μου δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλο…μου προσφέρουν μια μάσκα και τη φοράω…φέρτε μου κι ένα καπέλο…να γίνω αρλεκίνος σωστός…

Ωραία, τώρα καλύτερα… Γνωστοί πλέον οι ρυθμοί…ξέρω μέχρι και τα λόγια…Πώς γίνεται αυτό δεν ξέρω… Τώρα μόνο να τραγουδώ ξέρω και να στριφογυρίζω…γύρω γύρω…ελάτε όλοι στο χορό γαμώ τη λογική σας…γύρω γύρω…

Και το σκοτάδι κατάπιε το τρελό κοπάδι των χορευτών δίνοντας το σκήπτρο στο φως και την περιορισμένη ανθρώπινη λογική που λίγα βλέπει, λίγα πιστεύει και πάρα πολλά αγνοεί… Ρώτα όποιον θες, θα σου πει ότι η ιστορία αυτή είναι ψεύτικη…Και πώς το ξέρει? Εγώ λέω ότι είναι αληθινή… Όμως εγώ έχω δει και ξέρω… Και μη νομίσεις ούτε στιγμή ότι η ιστορία αυτή είναι ψεύτικη…Δεν θες να δεις τι υπάρχει κάτω από τη μάσκα… Συνέχισε αν θες να μην πιστεύεις, μέχρι το βράδυ που θα τους ακούσεις να σε καλούν κι εσένα στο χορό τους…

Come on, little boy

move your fucking ass

come join the harlequins

in our crazy dance!

(οι αρλεκίνοι δεν ξέρουν ελληνικά!!!)

Θοδωρής

*από το πέμπτο τεύχος του περιοδικού ΤΟ ΚΟΛΟ

Ο ΔΕΣΜΙΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

κι όσοι από σας νομίζετε ψεύτικη την ιστορία αυτή
περιμένετε λίγα χρονάκια, ώσπου να επαληθευτεί

Kάποια στιγμή νομίζεις ότι όλα τελείωσαν. Και τότε η ζωή σπεύδει να σε διαψεύσει. Όλα καταρρέουν. Νιώθεις μόνος. Αβοήθητος. Ψάχνεις κάποιον να σε σηκώσει. Να σου δώσει το χέρι. Να σου μιλήσει. Να μιλήσει αληθινά όμως. Νιώθεις τόση δυστυχία, εδώ και χρόνια. Αρχίζεις να τη συνηθίζεις. Τώρα σου αρέσει! Δε σε ενοχλεί. Την αγαπάς. Αγαπάς την αρρωστημένη αυτή κατάσταση.

Κάποιος που είναι στο σκοτάδι για χρόνια, αυτό που λαχταρά περισσότερο είναι το φως. Κι όμως, όταν κάποιος ανοίξει την πόρτα της φυλακής του, και το φως ορμητικό, κατακλύζει το δωμάτιο, δεν μπορεί να το αντέξει. Κλείνει τα
μάτια του γιατί πονάνε. Θέλει πίσω το σκοτάδι του.

Έτσι, κάποια στιγμή έρχεται αυτός που περίμενες πολύ καιρό πριν. Άργησε αλλά ήρθε. Θέλει να σου ανοίξει τα μάτια. Να σου δείξει το δρόμο, να σου διδάξει τα μυστικά του φωτός. Εσύ όμως, σαν το φυλακισμένο, θέλεις το σκοτάδι σου, το αγαπάς πλέον. Κι έτσι τον διώχνεις. Διώχνεις το μοναδικό πλάσμα που ενδιαφέρεται για σένα. Όμως, αυτό το πλάσμα που δεν το έχεις ξαναδεί στη ζωή σου, αν και είναι συνεχώς δίπλα σου, σε αγαπάει. Και δεν φεύγει. Επιμένει να σε σώσει.

Αν δεν δώσεις στο φυλακισμένο το σκοτάδι του γρήγορα, τα μάτια του καταστρέφονται. Έτσι, τυφλώνεται.
Κι έτσι, ο φίλος σου σου δείχνει το φως. Προσπαθεί να σε σώσει με όλη του τη δύναμη. Εσύ όμως, σαν το φυλακισμένο πονάς. Η Αλήθεια είναι σαν καρφιά που καρφώνονται στο σώμα σου. Και εσύ τότε τρελαίνεσαι, χάνεις τα λογικά
σου. Τώρα βλέπεις μόνο ένα τέρας να σε τοξοβολεί με φωσφορίζοντα φαρμακερά βέλη.

Τώρα ο φυλακισμένος, τυφλός πλέον, ορμά εναντίον του άγνωστου εισβολέα. Κλείνει την πόρτα με μανία. Τώρα είναι και οι δυο στο σκοτάδι. Έχει πλεονέκτημα. Του επιτίθεται, τον σκοτώνει, και αφήνει το σκοτάδι να καλύψει τα ίχνη του εγκλήματος.

Όχι άλλο φως, τσιρίζεις. Τότε βγάζεις μια πολεμική κραυγή και επιτίθεσαι στο τέρας. Είναι ασύγκριτα δυνατότερο αλλά δεν αντιστέκεται. Αφού σε αγαπάει. Τα χέρια σου σφίγγεις γύρω από το λαιμό του και σε λίγο είναι νεκρό.
Όμως, το σώμα του φεγγοβολεί και το σκοτάδι δεν μπορεί να καλύψει τα ίχνη αυτού του εγκλήματος. Πρέπει να γίνει το φως σκοτάδι. Πώς όμως; Μα φυσικά! Φωτιά! Και φτιάχνεις έναν τεράστιο βωμό στα έγκατα της αβύσσου. Εκεί πάνω τοποθετείς τον φωτεινό άγγελο και ανάβεις τη φωτιά. Και το φως έγινε σκοτάδι, τα φτερά του έγιναν στάχτη και τα χρυσαφιά μαλλιά του έγιναν καπνός. Τώρα είσαι ελεύθερος να ζήσεις στο σκοτάδι σου.

Και τότε καταλαβαίνεις ότι μόλις πέθανες.

Θοδωρής

*δημοσιεύτηκε στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού

SCREAM

scream with fear, scream like death
because your life is under threat

scream with suspicion, I’m coming to find you
You’re feeling me there, I’m right behind you

And now, I catch you, let’s play a game
and then I fuck you, you scream with pain

But, no wonder, you like it, you scream with desire
You have only one option, sell lust for your life

I swear I won’t kill you and you scream with joy
and you laugh when I say you’re for me just a toy

But you’re driving me crazy, I get fucking annoyed
when you say I’m a bastard, an obsessive paranoid

I’m not so bad a guy, people want me to be
just be a little patient, I’ll prove it, you’ll see

An the only one reason, I’m doing all these things to you
is because I love you, and I wanna be with you

Θοδωρής

DARKNESS COME ALIVE

Το ποίημα αρχίζει
θάνατος μυρίζει
μία πόρτα τρίζει
κορίτσι που τσιρίζει

………………….
Ένα πέντε δέκα
περνάνε τα λεπτά
όλοι κολυμπάμε
μέσα στα σκατά

………………….
Ένα μαύρο βέλος
τον αέρα σκίζει
ξέπνοη κραυγή
πτώμα στο γρασίδι

…………………
Ένα ζευγαράκι
πηδιέται στο παγκάκι
μικρό μαύρο γατάκι
ψοφάει στο πατάκι

…………………..
Βράδιασε κι απόψε
χτυπάει η καμπάνα
φωνάζει δυνατά
«ζωή είσαι πουτάνα!»

………………………
Στο δρόμο περπατάω
ανθρώπους και μετράω
όλοι τους φοράνε
μάσκες που γελάνε

…………………….
Να κι ένας παπάς
σαν βόδι χλαπακιάζει
ψεύτικα χαμόγελα
άφθονα μοιράζει

………………….
Να κι ο πολιτικός
κάνει δημόσιες σχέσεις
έχει ένα χάρισμα
ξεχνάει υποσχέσεις

………………….
Άντε λοιπόν, γαμήστε τους
στο ποτάμι πνίξτε τους
ή λιθοβολήστε τους
στο Βέλγιο εξορίστε τους

………………..
Κοινωνία παρακμή
με λεπίδα αιχμηρή
φλέβες κόβω στη στιγμή
ΠΛΑΤΗ ΓΥΡΙΖΩ ΣΤΗ ΖΩΗ

…………..
Θοδωρής

DARK THOUGHTS POEMS

1.ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Ένα κορίτσι περπατά στο δρόμο. Βρέχει καταρρακτωδώς. Πόσο χρονών να’ ναι; 16-17; Ποιος ξέρει; Κάπου εκεί. Πως σε λένε; Δεν απαντάς. Τώρα αρχίζεις να τρέχεις όμως σύντομα θυμάσαι ότι αν τρέχεις στη βροχή μουσκεύεσαι περισσότερο. Περπατάς πάλι. Φτάνεις στο σχολείο αργοπορημένη. Ο διευθυντής σου βάζει τις φωνές αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, λες και μιλάει σε κάποια άλλη γλώσσα. Συνεχίζει να βρέχει. Οι φίλες σου μιλάνε για μαλακίες πάλι. Πας μόνη σου μια βόλτα. Περνά δίπλα σου. Η Γη χάνεται κάτω από τα ποδιά σου αλλά αυτός δεν σου ρίχνει ούτε ένα τόσο δα βλεμματάκι. μια μέρα θα του μιλήσεις, ναι. Κάποτε…

Στο δρόμο για το σπίτι περπατάς σαν χαμένη, δεν βλέπεις μπροστά σου και πέφτεις πάνω σε έναν τύπο. Σε βρίζει και του απαντάς με μια χειρονομία. Φτάνεις σπίτι αλλά δεν πεινάς. Περνάς την ώρα σου ζωγραφίζοντας και γράφοντας ποιήματα. Ονειρεύεσαι μια ζωή καλύτερη, που όμως δεν σου ανήκει. Παραβίασες το νόμο. Δεν σου έχει πει κανείς ότι δεν έχεις δικαίωμα να ονειρεύεσαι;;; Πρέπει να τιμωρηθείς.

Γιατί όλα είναι σκατά;;; Θες να μιλήσεις με κάποιον. Παίρνεις την κολλητή σου αλλά δεν το σηκώνει. Αρχίζεις να κλαις. παίρνεις ένα τηλέφωνο στην τύχη. το σηκώνει μια άγνωστη φωνή. Εσύ συνεχίζεις να καλείς και αυτός το κλείνει. Και τώρα, τι;; Πως έγινες έτσι;; Αναπολείς τα παλιά. Μπορεί και να ‘σουν ευτυχισμένη. Τουλάχιστον μπορούσες να νιώσεις. Ένιωθες τις ακτίνες του ήλιου να σου ζεσταίνουν την πλάτη, ένιωθες χαρά όταν ήσουν με τις φίλες σου, ένιωθες φόβο όταν ήσουν μόνη στο σκοτάδι. Τώρα όλα γκρίζα. Δεν την παλεύεις άλλο. Κορώνα ξυραφάκι, γράμματα θηλιά. Ντιν!… γράμματα…. Ναι έχει ένα σκοινί στην αποθήκη. Άντε πάνε παρ’ το. Θα σου δείξω εγώ πως να κάνεις θηλιά. Να, έτσι. Μπράβο. Τώρα ξέρεις. Κάνε αυτό που πρέπει. Καλύτερα να δέσεις τη μια άκρη στο κάγκελο του μπαλκονιού και μετά να πηδήξεις. Ναι, καλύτερα. Ο αυχένας σου θα σπάσει ακαριαία, δεν θα νιώσεις πόνο. Στο υπόσχομαι. Δεν θα πονέσεις, όχι. Μην αλλάξεις γνώμη. τόση προετοιμασία θα πάει τζάμπα. Σκαρφαλώνεις στο κάγκελο. Στέκεσαι όρθια ισορροπώντας. Ζωή και θάνατος μαζί. Το καθένα από τη μια πλευρά του κάγκελου. Μπρος ή πίσω; Όλοι λένε να κοιτάς μπροστά, ποτέ πίσω! Ισχύει… Άνοιξε τα χέρια, πάρε βαθιά ανάσα. Νιώθεις ελεύθερη. Ναι.. Επιτέλους… Νιώθεις το αίσθημα ότι δε σε απασχολεί τίποτα, την… αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού! Το φεγγάρι κρυφοκοιτάζει. Όχι δε σε κοροϊδεύει. Σε ενθαρρύνει. Άντε, θα σε δει κανένας. Μην αργείς. Μη σκέφτεσαι τι θα βρεις. Σκέψου τι αφήνεις! Ωραία, ήρεμα. Πέσε. Μπράβο. Ντουκ….

2. ΤΑ ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – THE REIGN OF SILENCE

Σ’ ένα μέρος, που όλοι ξέρουν που είναι αλλά κανείς δεν ξέρει που ακριβώς, υπάρχει ένα μαύρο σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, που όλοι το ξέρουν και δεν το ξέρουν συγχρόνως, ζουν τα αμίλητα παιδιά. Αυτή είναι η πολλά υποσχόμενη νέα γενιά. Κάθονται όλη μέρα και κοιτάνε με το κενό βλέμμα τους μαύρους τοίχους. Το βράδυ δεν κοιμούνται, όχι. Δεν αξίζουν την ξεκούραση του ύπνου. Έτσι τους είπαν, έτσι θα ‘ναι. Το βράδυ λοιπόν, όταν κλείνουν τα φώτα, και κανείς δεν βλέπει τίποτα γύρω του, τα αμίλητα παιδιά κλαίνε. Κλαίνε αθόρυβα για να μην τους ακούσει ο διπλανός. Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι είναι δυστυχισμένα. Γιατί κάποιος τους είπε ότι πρέπει να είναι ευτυχισμένα, ότι είναι πολύ τυχερά που βρίσκονται εκεί και πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη. Έτσι τους είπαν, έτσι θα είναι.

Και τα χρόνια περνούσαν στο μαύρο σπίτι. Αργά και βασανιστικά. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται. Ούτε να ζητάνε, ούτε καν να σκέφτονται. Ένα παιδί όμως ήταν διαφορετικό. Ένα βράδυ δεν κρατήθηκε κι άρχισε να κλαίει δυνατά. Κι όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί που κλαίνε κάθε βράδυ. Τώρα όλο το σπίτι κλαίει. Ένα πανίσχυρο κύμα προερχόμενο από την ομοιόμορφη μάζα ξεχύνεται.

-Σπάστε τους τοίχους!

Και τους σπάνε. Παιδιά ξεχύνονται τώρα από τα παράθυρα, τις πόρτες, τις τρύπες στους τοίχους. Και κατακλύζουν τον κόσμο. Και σκοτώνουν με την ορμή τους αυτούς που τα καταπίεζαν και τα περιόριζαν. Αυτούς που δεν τα μάθανε να μιλάνε.

Η πρωτόγονη δύναμη κυρίευσε τον κόσμο, εξαφάνισε τον πολιτισμό. και τα αμίλητα παιδιά κατασπαράχθηκαν μεταξύ τους, γιατί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η ανθρωπότητα εξαφανίστηκε. Τα αμίλητα παιδιά έφτιαξαν έναν καινούριο κόσμο, έναν αμίλητο κόσμο, τον δικό τους κόσμο!

Εκείνοι που μάθανε στα παιδιά να είναι αμίλητα, προφανώς, πέτυχαν το σκοπό τους.

3.ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ….

Αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ μας στην παραλία. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Στο τέλος ξαπλώσαμε στην άμμο κοιτάζοντας την θάλασσα. Το φεγγάρι καθρεπτιζόταν πάνω της. Κι ένα μικρό καραβάκι, κάτι σαν ιδιωτικό κότερο, λικνιζόταν στο κύμα. Όμως, κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Κάτι δεν ήταν φυσιολογικό. Τελικά κατάλαβα. Το καράβι δεν ήταν δεμένο και είχε και σβηστή μηχανή. Δηλαδή, στην ουσία, ταξίδευε μόνο του, ακυβέρνητο, ανάλογα με τις διαθέσεις του ανέμου. Το ίδιο παράξενο το βρήκαν και οι άλλοι. Αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί να ρίξουμε μια ματιά. Πήραμε μια βάρκα και πήγαμε κάνοντας κουπί.

Φτάσαμε μετά από πολλή ώρα γιατί βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή. Μπήκαμε μέσα. Φωνάξαμε αλλά δεν πήραμε καμιά απόκριση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την παραβιάσαμε εύκολα.

-«Θεέ μου! Βρωμάει εδώ μέσα!»

Είχε δίκιο, μύριζε χαλασμένο κρέας. Μπήκαμε μέσα, αλλά πεταχτήκαμε αμέσως έξω γεμάτοι αηδία. Επέμεναν να φύγουμε. Εγώ όμως ήθελα να ξαναμπώ.

Και το έκανα. Το δωματιάκι ήταν σχετικά μικρό. Έπιπλα, βιβλία και άλλα μικροπράγματα ήταν πεταγμένα δεξιά και αριστερά. Και στο βάθος ήταν δυο πτώματα, στο τελευταίο στάδιο της αποσύνθεσης, όπου το πετσί είναι κολλημένο πάνω στα κόκαλα. Αρχικά, δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που μου έκανε τόση εντύπωση. Στάθηκα ακίνητος κοιτάζοντας για πολλή ώρα. Τελικά κατάλαβα. Οι δυο σκελετοί ήταν αγκαλιά! Δεν έχω ιδέα για την αιτία που προκάλεσε το θάνατό τους, πάντως ο θάνατος του βρήκε αγκαλιασμένους. Και είναι πραγματικά ανατριχιαστικό το γεγονός ότι μερικές φορές ο θάνατος είναι πιο γενναιόδωρος  από τη ζωή. Γυρίζοντας να φύγω, πρόσεξα ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι ο ένας σκελετός. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ποίημα:

Μια φορά κι έναν καιρό

σ’ ένα μέρος τρομερό

θα χορέψουμε τανγκό

και θα πω πως σ’ αγαπώ

Μα μετά εσύ θα φύγεις

θα μ’ αφήσεις μοναχό

τον έρωτα να αποφύγεις

κάτι τόσο δυνατό

Τον κόσμο τώρα όλον ψάχνω

απελπισμένα να σε βρω

θέλοντας να σου θυμίσω

πως για σένα μόνο ζω

Τώρα όμως που σε βρήκα

δε σ’ αφήνω ούτε λεπτό

μια ζωή θέλω να σ’ έχω

στο δικό μου το πλευρό

Το χέρι όταν σου κρατώ

άνοιξη μες στην καρδιά

σ’ αγαπάω σου φωνάζω

και χαμογελάς πλατιά

Τώρα είσαι ευτυχισμένη

πιο πολύ όμως εγώ

κι ένα πράγμα μόνο ξέρω

——- σ’ αγαπώ

Κι έχω μια κρυφή ελπίδα

ζει βαθιά μες στην καρδιά

όταν έρθει εκείνη η ώρα

να πεθάνουμε αγκαλιά…

Το όνομα ήταν σβησμένο, για αυτό ας βάλει ο καθένας ό,τι θέλει. Αρκεί να μη χαλάει ο ρυθμός! Πήρα το ποίημα, το έβαλα στην τσέπη μου και έφυγα. Βγήκα έξω κλαίγοντας…

4.ΑΝΟΙΞΕ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ

Τον μεταφέρανε στο κελί του αργά τη νύχτα. Πέρασε το βράδυ του χτυπώντας σαν τρελός τον τοίχο. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό κελί.

-Ρε φίλε, δεν σταματάς για λίγο να βαράς;

-Ποιος είσαι εσύ;

-Με λένε Αλέξη και είμαι αυτός που δεν τον άφησες να κοιμηθεί όλο το βράδυ!

-Ω, συγνώμη ρε φίλε. Εμένα με λένε Θοδωρή. Πόσο καιρό είσαι εδώ;

-Πολύ, αλλά σε λίγο καιρό θα βγω…

Κι έτσι γεννήθηκε μια δυνατή φιλία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αν και ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, αν και δεν είχε δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν εκείνος ο υγρός τοίχος που χώριζε τα βρωμερά κελιά τους. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι μέρες του Θοδωρή περνούσαν ευχάριστα χάρη στον Αλέξη. Κι αυτό γιατί ο Αλέξης ήταν πολύ ανοιχτός τύπος. Του μιλούσε όλη μέρα και όλη νύχτα. Του διηγούνταν για τα αμέτρητα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο, τα θαυμαστά μέρη που είχε επισκεφθεί, τις μεγάλες προσωπικότητες που είχε γνωρίσει, τις γυναίκες που είχε ερωτευτεί, τις χρυσές δουλειές που είχε κάνει βγάζοντας λεφτά με το τσουβάλι. Και ο Θοδωρής άκουγε κατάπληκτος και αισθανόταν τυχερός που έτυχε να γνωρίσει έναν άνθρωπο τόσο σημαντικό. Και οι μέρες περνούσαν…

-Ρε συ Αλέξη. Το κελί σου έχει παράθυρο;

-Βέβαια, το δικό σου δεν έχει;

-Όχι.

-Κρίμα, γιατί το κελί μου έχει υπέροχη θέα! Μακάρι να μπορούσες να δεις κι εσύ.

-Σε παρακαλώ, μπορείς να μου πεις τι βλέπεις; Σε παρακαλώ!

-Με μεγάλη μου χαρά! Από το παράθυρό μου λοιπόν μπορώ να δω ένα σωρό φανταστικά πράγματα. Στο βάθος βλέπω καταπράσινα βουνά, που τις κορυφές τους τις κρύβουν σύννεφα. Και όταν δύει ο ήλιος, παίρνουν ένα χρώμα σαν τη φωτιά.

Σταμάτησε.

-Πες μου κι άλλα Αλέξη! Πες μου κι άλλα!

-Πολύ καλά λοιπόν, συνεχίζω. Βλέπω και μια λίμνη, με βαθιά μπλε, ήσυχα νερά. Και πάνω στα νερά της υπάρχουν εκατοντάδες πολύχρωμα πουλιά. Και κάθε πρωί ηλικιωμένοι ψαράδες με γραφικές βαρκούλες απλώνουν τα δίχτυα τους.

-Πρέπει να είναι πολύ όμορφα!

Ακούστηκε ένα αμυδρό γελάκι.

-Ναι, είναι. Και δε σου έχω πει ακόμη για το πάρκο. Υπάρχει ένα πάρκο μπροστά στη φυλακή.

Η φωνή του τώρα είναι ψιθυριστή.

-Κι είναι γεμάτο μικρά παιδάκια που παίζουν ό,τι παιχνίδι μπορείς να φανταστείς. Οι μάνες κάθονται και τα επιβλέπουν συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους. Και όταν βραδιάσει, το πάρκο γεμίζει ζευγαράκια  που κάνουν βόλτα στις όχθες τις λίμνης.

Και όλο το βράδυ περιμένω να ξημερώσει για να απολαύσω την πρωινή ομίχλη που κάθεται πάνω στο νερό.

Σταμάτησε απότομα και έβηξε τόσο δυνατά που παραλίγο να γκρεμιστεί ο τοίχος.

-Κουράστηκα, είπε. Θα συνεχίσουμε αύριο.

Και ο Θοδωρής κοιμήθηκε. Και είδε υπέροχα όνειρα, είδε όλα αυτά που του διηγήθηκε ο Αλέξης…

Κι ενώ κοιμόταν, ξημέρωνε η μέρα που θα έπαιρνε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής του.

-Αλέξη… Ξύπνησες; Γιατί δεν απαντάς;

Όμως, όσο κι αν φώναζε, δεν έπαιρνε απάντηση. Κάποια στιγμή πέρασε μπροστά από το κελί του ο φύλακας. Ρώτησε για το φίλο του.

-Αα, δεν κατάλαβες τίποτα; Πέθανε το πρεζόνι χθες βράδυ. Είχε καρκίνο, είπαν.

Προσπάθησε να φωνάξει αλλα το λόγια βγήκαν ψιθυριστά.

-Πόσο χρονών ήταν;

-Γύρω στα είκοσι. Α, και να μην ξεχάσω, η τελευταία του επιθυμία ήταν να σε μεταφέρουμε στο δικό του κελί. Σε μια ώρα μεταφέρεσαι.

Ήρθαν να τον πάρουνε. Τουλάχιστον τώρα θα ήταν καλύτερα με το παράθυρο. Τον οδήγησαν στο νέο του σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα μια κραυγή αντήχησε σε όλη τη φυλακή.

-ΨΕΥΤΗΗΗΗ!!! Άθλιε ψεύτη! Καταραμένος να’σαι!

Και πεσμένος όπως ήταν στο πάτωμα, με δάκρυα να κυλάνε στα βρώμικα μάγουλά του, ψιθύρισε:

-Απαίσιε αισιόδοξε παραμυθά…

Δεν υπήρχε παράθυρο…

Θοδωρής