
ιστορία από το «δεύτερο βιβλίο του κώλου«
Άλλη μια Κυριακή με βρίσκει να κάθομαι στο γραφείο μου και να χαζεύω στον υπολογιστή με τις ώρες. Ο Χειμώνας δεν είναι για έξω και ειδικά όταν έχεις το τζάκι να καίει όλη μέρα. Είχαμε ξενυχτήσει το Σαββατόβραδο στο στέκι, πίνοντας μπύρες με τον Επαμεινώνδα. Ο συγχωρεμένος πια Επαμεινώνδας, ήταν ένας περίεργος τύπος ανθρώπου. Δεν τον έβλεπες συχνά έξω και κανείς στη γειτονιά δεν ήξερε τι δουλειά κάνει. Για κάποιο λόγο που μόνο εκείνος ήξερε, με συμπαθούσε και μια φορά το μήνα πηγαίναμε καμιά βόλτα για μπυροποσία. Εκείνη τη μέρα η γυναίκα μου απουσίαζε για ένα διήμερο σεμινάριο και εγώ ήμουν μόνος και ελεύθερος να πιω χωρίς γκρίνια. Όχι που δεν είχε δίκιο να γκρινιάζει για την υγεία μου, αλλά και εγώ είχα ανάγκη το παυσίπονο μου.
Μόνο που μεσημέριασε και είμαι ακόμα χώμα. Μια λιγούρα με οδήγησε στο ψυγείο και με ανάγκασε να φάω την τελευταία σοκολάτα της Μαρίας. Σκεφτόμουνα μια φράση που έλεγε συνεχώς χθες ο Επαμεινώνδας μετά το πέμπτο υποβρύχιο… είναι τέρατα που πηδάνε, μας γαμάνε και πάνε. Από το περασμένο βράδυ προσπαθούσα να την ερμηνεύσω… όχι τόσο τη φράση, αλλά τον περίεργο φίλο μου. Η προσπάθεια μου να τον ψυχολογήσω πάντα αποδεικνυόταν άκαρπη. Πιτσιρικάς διάβαζα πολύ τα συνωμοσιολογικά. Ε λοιπόν, αυτός ο τύπος είναι σαν να βγήκε μέσα απ’ τις σελίδες αυτών των βιβλίων. Έριξα δυο ξύλα στο τζάκι και έγειρα στον καναπέ.
Η σοκολάτα ήταν με κομματάκια αμυγδάλου. Την απόλαυσα μαζί με ένα ωραίο γλυκό καπουτσίνο. Από αυτόν δεν είχαμε στο χωριό μου. Ούτε τουαλέτα δεν είχαμε στο χωριό μου. Καιρός να τα απολαύσω λοιπόν. Καναπές, σοκολάτα, καπουτσίνο και αραλίκι.
Με την τηλεόραση κλειστή έχω διαπιστώσει πως το μυαλό μου λειτουργεί περισσότερο. Μπορεί να σκέφτεται περίπλοκα θέματα. Εκείνη την ώρα σκεφτόμουν πώς να παρακολουθήσω τον Επαμεινώνδα και να μάθω τι σκαρώνει εκεί μέσα… Οι συσκευές παρακολούθησης ήταν αρκετά φτηνές και διαθέσιμες με παραγγελία απ’ το διαδίκτυο. Φανταζόμουν τον εαυτό μου με ακουστικά να κοιτάω πολλές μικρές οθόνες και να ανακαλύπτω άκρως απόρρητα κρατικά μυστικά. Σε άλλη εκδοχή ανακάλυπτα πως ο γείτονας ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος και τον χάζευα την ώρα που ακρωτηρίαζε κάποιο από τα θύματα του και συγκεκριμένα την κυρά-Κούλα τη πασοκτζού… το τελευταίο σενάριο που έπλασε η καλπάζουσα φαντασία μου εκείνο το μεσημέρι, ήταν πως ο Επαμεινώνδας ντυμένος ουρακοτάγκος, πηδούσε την Μαρία μου. Εκεί σταμάτησα τα σενάρια. Η φαντασία καμιά φορά σου δημιουργεί εικόνες άσχημες και εμετικές. Για αυτό και άνοιξα την τηλεόραση.
Άλλαζα κανάλια αναποφάσιστα για κάνα πεντάλεπτο. Τελικά κατέληξα να βλέπω τον Ντάνιελ Σαν ντυμένο ντουζιέρα να τρέχει για να γλιτώσει το ξύλο. Αλλά τις έφαγε…
Ο καφές σε συνδυασμό με σοκολάτα και το άστατο στομάχι μου, είχε αρχίσει να επιδράει. Ηχηρές εκκενώσεις αερίων άρχισαν να μολύνουν την ατμόσφαιρα. Διήρκησαν μέχρι τις διαφημίσεις όπου τα δεσμά μου χαλάρωσαν και ελεύθερος πια μπορούσαν να περάσω το τηλεοπτικό μου διάλλειμα, στην τουαλέτα που τόσο πολύ ονειρευόμουν στα παιδικά μου χρόνια.
Πάντα ένιωθα ηλίθιος όταν προσπαθούσα να λύσω κάποιο σταυρόλεξο. Η Μαρία πάντα φρόντιζε να υπάρχει κάποιο σταυρόλεξο στο μπάνιο. Ίσως για να με κάνει να νοιώθω ηλίθιος. Αυτή η σκέψη άρχισε να με απασχολεί καθώς καθόμουν αναπαυτικά στο κάθισμα της τουαλέτας. Η πόρτα της τουαλέτας ήταν ανοιχτή. Το συνήθιζα όταν ήμουνα ολομόναχος. Η τηλεόραση στο σαλόνι ήταν ακριβώς απέναντι από το μπάνιο. Είχα διαλέξει επίτηδες αυτή τη θέση για να μην χάνω τα αγαπημένα μου προγράμματα για κανέναν λόγο. Ήμουν τραγικός… το ξέρω…
Οι ήρεμες σκέψεις μου διεκόπησαν από έναν δυνατό κρότο. Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα αρκετά και τινάχτηκα απότομα. Κανείς εδώ δεν κυνηγά. Τι στον Άι Σπυρίδωνα ακούστηκε? Πρέπει να ήταν από πολύ κοντά και ήμουν σίγουρος πως ήταν πυροβολισμός. Η γειτονιά μας ήταν κάπως απόμερη και έξω από την πόλη αλλά κανείς δεν βαρούσε ντουφεκιές μεσημεριάτικα.
Οι επόμενες σκηνές ξετυλίχτηκαν αρκετά γρήγορα μιας και ο τρόμος δεν δίνει περιθώρια για πολλές σκέψεις. Ένας θόρυβος από γυαλιά να σπάζουν ακούστηκε απ’ το σαλόνι και ένα πελώριο “πράγμα” έκανε ένα γρήγορο αναγνωριστικό πέρασμα μπροστά από την ανοιγμένη πόρτα. Εγώ σηκώθηκα αυτόματα και έκλεισα απότομα την πόρτα του μπάνιου χωρίς δεύτερη σκέψη. Διπλοκλείδωσα ξαφνιάζοντας το πελώριο πλάσμα που άρχισε να χτυπάει με τρομακτική δύναμη την πόρτα, λες και την κλωτσούσαν πέντε άντρες.
Το ένστικτο της καθαριότητας νίκησε το ένστικτο της επιβίωσης και με ανάγκασε να σκουπιστώ χάνοντας ένα πολύτιμο λεπτό από τα τελευταία ίσως της ζωής μου. Τα χτυπήματα καταλάγιασαν και σταμάτησαν. Κοίταξα απ’ την κλειδαρότρυπα και αντίκρισα ένα γκρίζο τέρας που ξεπερνούσε τα δύο μέτρα να περιφέρεται στο σαλόνι μου. Η τηλεόραση μου το ενόχλησε και στηριζόμενο στην χοντρή ποντικίσια ουρά του, σήκωσε το σώμα του και με τα τεράστια πόδια του την κλώτσησε με δύναμη σωριάζοντας της κάτω. Μετά γύρισε προς την πόρτα που μας χώριζε και άρχισε να πλησιάζει με έναν αργό αηδιαστικό τρόπο. Εκείνη την ώρα παρά την ταραχή μου κατάλαβα τι ήταν αυτό το τέρας…
Ήταν ένα καγκουρό από την κόλαση. Καθώς πλησίαζε ο τρόμος έγινε ακόμα μεγαλύτερος. Στον μάρσιπο του δεν υπήρχε κανένα γλυκό μωρό καγκουρό παρά ένα ανθρώπινο κεφάλι. Ήταν το ακρωτηριασμένο κεφάλι του Επαμεινώνδα! Ο Χριστός και η Παναγία ψιθύρισα και μίσος άρχισε να μολύνει τη ψυχή μου με εκδικητική μανία. Οι κλωτσιές έδιναν και έπαιρναν και η πόρτα δεν θα άντεχε για πολύ. Προσπαθούσα να σκεφτώ πως θα μπορούσα να αντιμετωπίσω αυτόν τον δίμετρο δαίμονα και οι επιλογές μου ήταν ελάχιστες εκεί μέσα. Ήλπιζα μόνο να είχα ξεχάσει τον θερμοσίφωνα ανοιχτό από χθες το βράδυ.
Η πόρτα με ένα τελευταίο χτύπημα του δολοφονικού καγκουρό υποχώρησε. Εγώ μέσα στη μπανιέρα σκυμμένος με το τηλέφωνο του ντους στο χέρι να βγάζει καυτό νερό. Το τέρας μπήκε χυδαία και αναίσχυντα στο μπάνιο μου πατώντας χωρίς κανέναν σεβασμό πάνω στην διαλυμένη πόρτα. Μόλις το διψασμένο για αίμα βλέμμα του συνάντησε το πραγματικά χεσμένο δικό μου, έβγαλε μια ανίερη κραυγή ευχαρίστησης. Δεν περίμενα πολύ… έβαλα την πίεση του καυτού νερού στο τέρμα και το εκτόξευσα ζεματίζοντας το κεφάλι του θηρίου. Εκείνο σοκαρισμένο και με τα μάτια του κλειστά από τον πόνο, έπεσε πίσω στη μπανιέρα. Βρήκα ευκαιρία και έτρεξα στο σαλόνι. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει σαν τρελό… πήγα στην κουζίνα.
Όταν το αιμοβόρο κτήνος βγήκε από το μπάνιο, εγώ είχα εφοδιαστεί με ένα αντικολλητικό τηγάνι και ένα μεγάλο κοφτερό μαχαίρι. Εκείνο όρμισε με δυο σάλτα κατά πάνω μου και τότε βρήκα την ευκαιρία να του ρίξω μια τηγανιά στο δόξα πατρί και να το μαχαιρώσω επιφανειακά στο στήθος. Εκείνο στηριζόμενο στην ουρά του πήρε θέση για να με κλωτσήσει. Όμως εγώ την απέφυγα πέφτοντας στο πλάι και βρήκα την ευκαιρία να του μαχαιρώσω την ουρά και την πλάτη. Μου ανταπέδωσε τα χτυπήματα ρίχνοντας μου μια στα μούτρα με την ουρά του αφοπλίζοντας με και με σώριασε κάτω. Επιχείρησε τότε αμέσως να πηδήξει επάνω μου αλλά ευτυχώς κύλισα προς το τζάκι και το απέφυγα ξανά. Καθώς σηκωνόμουν άρπαξα το σίδερο από το τζάκι για όπλο. Το θηρίο πήδηξε καταπάνω μου με σκοπό να με πετάξει στη φωτιά, αλλά αποφεύγοντας το κατέληξε να ζεματίσει το πόδι του στο τζάκι και να πέσει κάτω σφαδάζοντας. Χωρίς να χάσω την ευκαιρία σήκωσα το σίδερο και άρχισα να χτυπώ τον δαίμονα στο κεφάλι με μανία… σύντομα έχασε τις αισθήσεις του…
Δέκα λεπτά αργότερα τα χέρια μου είχαν πιαστεί και σταμάτησα να χτυπάω το διαλυμένο κρανίο, αφήνοντας το ματωμένο σίδερο στο πάτωμα. Το κεφάλι του καγκουρό είχε γίνει μια μάζα από κρέας, σαν τις μπριζόλες που μου χτυπούσε η γιαγιά μου η Χρυσάνθη. Το κεφάλι του Επαμεινώνδα είχε πέσει κατά τη διάρκεια της μάχης στον καναπέ μου. Το σκέπασα με μια κουβερτούλα. Έριξα μια ερευνητική, ψύχραιμη ματιά στο νεκρό φονιά. Μέσα στον μάρσιπο υπήρχε κάτι ακόμα. Σίγουρα δεν ήταν ανθρώπινο μέλος. Είχε τετραγωνισμένο σχήμα. Έβαλα το χέρι μου μέσα σε αυτή την αηδία και έβγαλα από μέσα ένα μεγάλο βιβλίο βουτηγμένο στα αίματα. Το ακούμπησα στο τραπεζάκι και το άνοιξα. Ήταν χειρόγραφο και έβαζα στοίχημα πως το έγραψε ο Επαμεινώνδας.
Τα όσα διάβασα εκεί μέσα ήταν συνταρακτικά. Στις σελίδες αυτού του βιβλίο ο αδικοχαμένος φίλος, έγραφε για την μεγάλη συνωμοσία των καγκουρό… Το ξέρω πως θα σας φανεί γελοίο. Το ίδιο φάνηκε και σε μένα όταν διάβασα ότι τα καγκουρό σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, αν γευτούν το αίμα και τη σάρκα των απογόνων του Αλεξάνδρου, θα κυριαρχήσουν στον κόσμο… Η αλήθεια είναι ότι και εγώ γέλασα όταν το άκουσα. Λίγα λεπτά αργότερα όμως, όταν αντίκρισα έξω από παράθυρο μου εκατοντάδες καγκουρό να τριγυρνούν στη γειτονιά, το χαμόγελο μου πάγωσε…
Ένας πανικός άνευ προηγουμένου επικρατούσε στους δρόμους έξω. Τα καγκουρό-φονιάδες ήταν αμέτρητα και παντού. Σκότωναν και βίαζαν όποιον βρισκόταν στο πέρασμα τους. Εισέβαλαν σε σπίτια σπάζοντας πόρτες και παράθυρα. Όσοι επιχείρησαν να φύγουν βρήκαν τον θάνατο μέσα στα αυτοκίνητα τους… βλέπεται αυτά τα τέρατα όλο το βράδυ είχαν ρουφήξει τη βενζίνη από όλα τα αυτοκίνητα της γειτονιάς. Ήταν πραγματικά πανούργα αλλά εγώ ήμουν ακόμα πιο πανούργος από αυτά τα φριχτά τέρατα…
Την ώρα που τα χτυπήματα στην εξώπορτα μου έδιναν και έπαιρναν, εγώ με το κοφτερό μαχαίρι είχα είδη γδάρει το τομάρι του καγκουρό που είχα σκοτώσει και το είχα φορέσει. Το θέαμα ήταν αισχρό και γελοίο ταυτόχρονα. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουνα όταν το έπραττα, αλλά μετά από τόσο κόπο δεν θα έκανα πίσω. Φόρεσα το δέρμα του ζώου σαν μακάβρια αποκριάτικη στολή. Το δέρμα απ’ την ουρά και τα πίσω πόδια σερνόταν στο πάτωμα, ενώ το κατεστραμμένο κεφάλι ήταν πεσμένο πάνω απ’ το δικό μου σαν τα κεφάλια του λύκου που είχαν οι μάγοι αν θυμάμαι καλά σε κάποιο έργο…
Βγήκα έξω από το παράθυρο με τη ματωμένη κρεάτινη στολή μου. Απορώ γιατί μου χτυπάγανε την πόρτα και δεν μπαίνανε απ’ το σπασμένο παράθυρο. Αλλά δεν έκατσα να το σκεφτώ και προσποιούμενος το καγκουρό άρχισα να πηδάω σέρνοντας πίσω την ουρά και τα πόδια του θύματος μου. Κανένα καγκουρό δεν αντιλήφτηκε την απάτη μου. Τότε κατάλαβα ότι αυτά τέρατα θα πρέπει να τα έβλεπαν όλα ασπρόμαυρα… Περνούσα δίπλα τους την ώρα που σοδόμιζαν τους γείτονες μου και σφάγιαζαν τα παιδιά τους. Ήξερα πως δεν μπορούσα να βοηθήσω και ότι έπρεπε να σώσω το τομάρι μου για να προειδοποιήσω την ανθρωπότητα.
Μετά από μια ώρα αιματοβαμμένης περιπλάνησης κατάφερα να φτάσω σε έναν λόφο ασφαλή χωρίς αιμοβόρα πλάσματα τριγύρω. Από κει πάνω έβλεπα και το σπίτι μου ακόμα… στο βάθος. Στο δρόμο μου δεν συνάντησα άνθρωπο ζωντανό. Μόνο ακρωτηριασμένα μέλη μισοφαγωμένα και βιασμένα. Ήρθε στο μυαλό μου η γυναίκα μου. Το αεροδρόμιο σκέφτηκα πρέπει να ήταν κλειστό. Κάποιος πρέπει να ειδοποίησε την αστυνομία, τον στρατό, την κυβέρνηση ή όποιον στο διάολο μπορούσε να βοηθήσει. Στεκόμουν στον έρημο λόφο, μέσα στο ζεστό τομάρι του κτήνους και σκεφτόμουν τι να έκανα, όταν ακούστηκε ο θόρυβος από ένα αεροπλάνο που πλησίαζε στο αεροδρόμιο. Πάγωσα… τι θα γινόταν αν η Μαρία ήταν σε αυτό το αεροπλάνο και με το που άνοιγαν την πόρτα την κατασπάραζαν τα τέρατα μαζί με όλους τους επιβάτες? Και αν τα καγκουρό είχαν κυριαρχήσει σε όλες τις πόλεις? Και αν ήμουν ο τελευταίος επιζών αυτού του πολέμου? Και αν τελικά προσποιούταν ότι τα έβλεπαν όλα ασπρόμαυρα?
Η απόφαση που πείρα καθώς το αεροπλάνο προσγειώθηκε και αποβιβαζόταν μια στρατιά από πηδηχτά τέρατα, ήταν μονόδρομος. Τυλίχτηκα με τη στολή μου και αποφάσισα να συνεχίσω να είμαι καγκουρό μέχρι να έρθει ο στρατός των ανθρώπων… αλλά δεν φάνηκε ποτέ…
Οραματιζόμουν τον εαυτό μου ως τον τελευταίο άνθρωπο στη Γη. Έναν πολεμιστή που σφαγιάζει τις ορδές των τεράτων. Στο φως θα ήμουν απλά ένα καγκουρό που θα πηδούσε όλη μέρα και τη νύχτα θα έπαιρνα την εκδίκηση μου στο όνομα της ανθρωπότητας… Μήπως όμως όλα αυτά να ήταν λάθος. Μήπως έπρεπε να αφήσω τα δύσμοιρα ζώα να κυριαρχήσουν ανενόχλητα όπως εμείς τόσα χρόνια τη Γη. Ίσως αυτά να τα πήγαιναν καλύτερα… Ίσως να έπρεπε να τους δώσω μια ευκαιρία…
Την σκέψη μου την διέκοψε απότομα ένα σκούντημα στον ώμο που αντί να με παγώσει έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή… η Μαρία με έβρισε γιατί έφαγα την τελευταία της σοκολάτα. Εγώ στον καναπέ κουλουριασμένος και αγουροξυπνημένος την κοίταξα σιωπηλά. Ωραία αντιμετώπιση στην τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας…
Γιώργος Μικάλεφ
