Αρχείο κατηγορίας Πεζά

Μες το Μετρό Γ.Τ.Χ. …του Γιώργου Μικάλεφ

Ο κύριος Αριστείδης, την είχε δει ταξιθέτης του βαγονιού. Έδινε προτεραιότητα σε αναξιοπαθούντες και έκανε χιούμορ τύπου… θέση και 5ευρω. Σαν γνήσιο αρσενικό, πολιορκούσε μια ώριμη κάργια. Οι θέσεις γύρω της πιασμένες από παλικαράκια της ηλικίας του και αυτός όρθιος, έκανε παιχνίδι. Παπάτζας ο Αρίστος. Της έβγαλε πως ήτανε και συγχωριανοί και στο ίδιο το σχολείο. Πολύ το χάρηκε η κυράτσα. Του χάλασαν βέβαια το σίγουρο «φόρτωμα» ο περίγυρος, που χώθηκε στην κουβέντα. Κοίτα να δεις που βγήκαν όλοι κοντοχωριανοί. Μίλησαν για πολιτική, αστυνομία… ακόμα και για την Παναγία.  Ένα «παλικαράκι» μίλησε για τον γιο του τον αστυνόμο και για τους καημένους συναδέλφους του, που τους τυραννάει η αριστερή κυβέρνηση. Πετάγεται τότε ένας νεαρός με κοτσίδα και μούσι από απέναντι και φωνάζει: ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΑΝΕ ΤΟΥΣ ΜΑΣΟΝΟΥΣ!!!

Τότε παρατήρησα τα στόματα τους, που σαν ρυπαρές, ξεχειλωμένες οπές, άρχισαν να οργιάζουν με τις ευλογίες του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Δεν έχει νόημα ποιος έλεγε τι. Κάθε κουβέντα βίαζε τα αυτιά μου, τόσο άγρια που ορκίστηκα στις ψυχές των προγόνων μου για εκδίκηση.

Ο Τσίπρας είναι άθεος άρα αντίχριστος!! Γκρέμισαν την εκκλησία της Παναγίας της Ελευθερώτριας για να φτιάξουν τζαμί οι άθεοι!! ΑΘΕΟΙ, ΜΑΣΟΝΟΙ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ! Ο Κουφοντίνας αλωνίζει ελεύθερος. 11 ανθρώπους σκότωσε! Φαντάσου να ήταν το παιδί σου! Έχουν χαθεί οι αξίες σήμερα! Έχει χαθεί η πίστη! Ο κόκκινος φασισμός. Αυτή η μάστιγα! Αχ, αχ, να σου τον σούρωνα λιγάκι! Τι; Τίποτα, τίποτα, ο Παΐσιος λέγω, είχε απαντήσει όταν ρωτήθηκε για τις εκλογές, ότι οι πολιτικοί είναι του Σατανά και να ψηφίζουμε τους πιο χριστιανούς. Και βγάλαν την αριστερά. Τους αλήτες. Η αριστερά… αυτή η μάστιγα. Θα μπουν φυλακή όλη για προδοσία. Και ο Ρουβίκωνας μπαινοβγαίνει στα υπουργεία και η αστυνομία τουμπεκί. ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ ΠΑΡΑ ΜΠΑΤΣΟΣ! Παραφέρεσαι νεαρέ. Εσείς οι νέοι πρέπει να κάνετε κάτι. ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΑΝ ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ Ο ΜΠΑΤΣΟΣ ΓΙΟΣ ΣΟΥ ΘΑ ΜΕ ΕΔΕΡΝΕ.. ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΑΝΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥΣ ΜΑΣΩΝΟΥΣ!!! Εμένα ο παππούς μου ήρθε από τον Πόντο κρατώντας μόνο το σπαθί του. Θες να σου χώσω το κρεάτινο, εικασάποντο σπαθί μου; Πως είπατε; Τίποτα, τίποτα. Η αριστερά… αυτή η μάστιγα. Ωχ; σε ποια στάση είμαστε; Παλλήνη. Δεν το πιστεύω! Έπρεπε να έχουμε κατέβει Νομισματοκοπείο. Θα κατέβουμε Παλλήνη και θα γυρίσουμε πίσω. Το επόμενο θέλει σχεδόν μισή ώρα.

Κατέβηκαν στον σταθμό της Παλλήνης. Με το που βγήκαν, ο ήλιος… θαρρείς και τον κατάπιε ο Υμηττός. Σκοτάδι τους αγκάλιασε και μια μυρωδιά έπνιγε τον αέρα… Θειάφι.

Την επόμενη μέρα στην Ελεύθερη Μώρα το πρωτοσέλιδο είχε τα κεφάλια τους κομμένα να σχηματίζουν μια πεντάλφα ,που στο κέντρο της δέσποζε ένα σφυροδρέπανο. Ο τίτλος, με μεγάλα μαύρα γράμματα: ΟΙ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΕΣ ΣΑΤΑΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΛΗΝΗΣ ΞΑΝΑΧΤΥΠΗΣΑΝ.

Γιώργος Μικάλεφ

 

Ο Μεφιστοφελής πετά πάνω από την Παλλήνη, 1828, λιθογραφία του Eugène Delacroix. (public domain)

 

*βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.

 

Ο Καφετζής …του Γιώργου Μικάλεφ

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

*πρόσωπα και γεγονότα της φαντασίας…

Ιούλιος στο νησί, οι τσέπες άδειες. Περίμενα να πλακώσουν τηλεοράσεις στο εργαστήρι για να βγάλω μισό μεροκάματο. Απ’ όταν παράτησα τη μηχανολογία πριν καν την αρχίσω και ξεμπέρδεψα με κάτι προβλήματα υγείας, έκατσα να μάθω την τέχνη του πατέρα μου. Καλοκαίρι έπεφτε η δουλειά και έψαχνα για συμπλήρωμα. Μια ψησταριά στη γειτονιά έψαχνε διανομέα με μηχανή δική του. Πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η καριέρα μου ως διανομέας πήγε κατά διαόλου. Τελευταία διανομή στις φύλακες. Φυλακές; Ναι. Χτύπα στην κεντρική πύλη. Μια ώρα να ανοίξουν και να βρεθεί ο φύλακας που παράγγειλε σουβλάκια. Βιάστηκα να γυρίσω για να μη γκρινιάζει η κότα που έκανε τα κουμάντα εκεί μέσα. Έφυγα σε μια στροφή… Ό,τι έβγαλα εκεί μέσα τα έδωσα στο συνεργείο. Εγώ γρατσουνιές μονάχα και έγδαρα την καλή μου τη ζώνη. Ευτυχώς ήταν διπλής όψεως, αν και ακόμα απ’ τη γδαρμένη μεριά τη φοράω.

Λίγες μέρες ηρεμίας και μετά απελπισία ξανά. Τα ‘χα ανάγκη τα λεφτά να μη χάσω τη γυναίκα. Έπρεπε να βρω το δρόμο μου, να σταθώ στα πόδια μου. Ώριμες καταστάσεις για άνθρωπο χωρίς χαρτιά σε κορνίζες και δυσπροσάρμοστο προς το στρατιωτικόν κλίμα.

Μια μέρα που έτυχε να γυρνάω με το μηχανάκι μια φίλη απ’ τη δουλειά, μου είπε για ένα καφενείο κάτω απ’ το γραφείο. Ζητούσαν καφετζή και τους μίλησε για μένα. Ζευγάρι, καλά παιδιά με πίστη στο Θεό και τέτοια. Ένα παιδί στην κοιλιά και άλλο ένα να τριγυρνάει στο μαγαζί και να τα κάνει πουτάνα. Δε γαμιέται… καλά τα πάω με τα παιδιά. Πήγα την άλλη μέρα, συστήθηκα, σχολίασα θετικά τη φωτογραφία του γέροντα πίσω από το μπαρ και πιάσαμε κουβέντα για τα θεία. Αποδείχθηκα διαβασμένος.

Δικιά μου η δουλειά, καλό το μεροκάματο και ο εργολάβος ας πάει να γαμηθεί. Το ‘χα πάρει απόφαση… αντιπαροχή δεν… οπότε εργάτης τιμημένος. Εκεί που ήλπιζα πως θα ‘χω λεφτά και σπίτι να κάνω το ζωγράφο και να μπορώ και να πηγαίνω στους γιατρούς χωρίς να το σκέφτομαι, έρχεται το ίδιο σου το αίμα που βαστούσε τότε εξουσία στο νησί και σε πατάει στο λαιμό… «Εισοδηματίας; Όχι ρε πούστη, θα ματώσεις». Τρέξιμο όλη μέρα μες την πιάτσα με τα φρέντα και το μπλουζάκι μουσκεμένο και με ζέστη και με κρύο. Στις καταιγίδες δε, τους έπιανε ο ρομαντισμός τους και θέλανε όλοι εσπρεσάκια. Ομπρέλα, δίσκος και λούτσα ο δικός σου να μη χαλάσει ο καφές. Κόκκινες οι κάλτσες από το αίμα στο σπίτι αλλά μεροκάματο γερό και καθημερινά στην τσέπη.

Ο κόσμος με συμπαθούσε μπορώ να πω και ήταν ευγενικός. Λίγο μεγάλος και κάπως γνωστικός τούτος εδώ για αυτό το χαμαλίκι. Έβγαζα και κανένα δεκάρικο πολλές φορές απ’ τα τυχερά. Θυμάμαι τον κορνιζά, τον τύπο με τη λέσχη, τη μεσίτρια, τους γιατρούς, κάτι μαλάκες υδραυλικούς, τους ηλεκτρονικούς… ξέρανε και τον πατέρα μου αυτοί. Μάστορας απ’ τους παλιούς. Στις τηλεοράσεις δούλευε και ο συγχωρεμένος ο Γιάννης, πότε ήθελε καφέ με τοστ και πότε το χυμό του. Έλεγε στ’ αφεντικό μου… «αντί να μας φέρεις καμιά γκόμενα, μας έφερες τον Καζούλη».

Ο Γιάννης σκοτώθηκε τρία χρόνια μετά, μια ανεμοδαρμένη μέρα που πήγε για κεραίες. Πιο μικρός από μένα. Έτυχε και ήμουνα στο νοσοκομείο όταν τον φέρανε. Ένας γιατρός βγήκε κλαίγοντας απ’ τον ανελκυστήρα και μας είπε ποιος ήταν ο σκοτωμένος. Μάτωσε η ψυχή μου. Τα ουρλιαχτά της μάνας του θαρρείς και τα ακούω ακόμα. Τρελάθηκα για τούτη την αδικία. Ήπια εκείνο το βράδυ. Στο γυρισμό για το σπίτι ανέβηκα στη μηχανή και έπεσα 100 μέτρα πιο κάτω. Σηκώθηκα, ανέβηκα ξανά. Το είχα ήδη χάσει. Είπαν πως καρφώθηκα με τη μηχανή σε μια κολώνα και με γύρισαν πίσω στο νοσοκομείο μαυρισμένο. Με σπασμούς ως το ξημέρωμα και μια βδομάδα με υπνωτικά.

Πίσω στο καφενείο… πολύ δουλειά, καβγαδάκια, συζητήσεις για τον Θεό και τον Βασίλη τον Παπακωνσταντίνου. Έτσι πέρναγαν οι μήνες. Αν δεν ήταν το ξέκαμα, μια χαρά περνούσαμε. Γυρνούσα σπίτι και μου τραγουδούσε ο Νικόλας ο Κακούργος… «αφού με καταστρέψανε οι συγγενείς και οι φίλοι έκαψα την καλύβα μου να μη με τρών’ οι ψύλλοι…» Τα γούσταρα πολύ τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα, από εκείνο τον καιρό. Μια φορά τη βδομάδα έβγαζα και τη γυναίκα να πάμε να φάμε στου καπετάνιου ή σε καμιά άλλη ταβέρνα. Μου άρεσε αυτή η κατάσταση και ας μου έβγαινε η πίστη. Είχα βλέπεις σίδερα στη μέση από παλιά μου τραύματα και όταν τελικά έφυγα από εκεί, ήμουνα λιγάκι πιο σακατεμένος από τα πριν.

Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που μου λέει τ’ αφεντικό… «θα πας καφέ στο μπάρμπα σου». Του τα ‘χα πει. Η καρδιά μου χτυπούσε λιγάκι πιο γρήγορα. Μίσος για τον άνθρωπο που γκρέμισε το όνειρο του εισοδηματία. Από καιρό τα σενάρια της εκδίκησης και να που τώρα θα βρεθώ ξανά μπροστά στον άνθρωπο που με έβγαλε από τα ιδεολογικά αδιέξοδα μιας εύπορης ζωής. Βαράω κουδούνι, ανεβαίνω τη σκάλα, χτυπώ την πόρτα… περάστε…
-Έφερα τον καφέ σας.
-Ακούμπησε τον εδώ.
Πού να με θυμάται ο καριόλης από τις φασαρίες στο δημοτικό συμβούλιο… Δεν ζητήσαμε χάρη από το αίμα μας, μα ούτε και μαχαίρι. Το δίκιο μας μονάχα. Όλος ο συρφετός των συμβουλατόρων έλεγε πως είμαστε καρχαρίες απ’ τους μεγάλους… ένα σόι ανθρώπων που μεγάλωσαν δίπλα σε στάβλους και τούτος ο μαλάκας που είχα μπροστά μου, δήλωσε άγνοια περί του θέματος κι ας τον είχαμε δικηγόρο όταν πέφτανε οι υπογραφές με τους εργολάβους… Αφήνω τον καφέ στο γραφείο, μου αφήνει 50 λεπτά ρέστα. Κοιτάω τα χαρτιά, την ακριβή του πένα, τα στυλό, το χαρτοκόπτη… τον αρπάζω και προσπαθώ να τον καρφώσω βίαια στην κορφή αυτού του σάπιου καύκαλου, ουρλιάζει καθώς τον χτύπησα χωρίς να εισχωρήσει η μαλακία στο μεδούλι. Αίματα… προσπαθεί να μου πιάσει το χέρι, δεν τα καταφέρνει, τον χτυπάω ξανά με όλο μου το μίσος… ξανά και ξανά μέχρι που ένιωσα το κρανίο του να σπάει και τέρμα και οι φωνές και οι χειρονομίες. Δεν σταμάτησα. Έκανα ανασκαφή με το χαρτοκόπτη μέχρι να βρω τα σκατά που έκρυβε εκεί μέσα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μακέλεμα μεγάλο…

-Γνωριζόμαστε; ρώτησε με απορία καθώς με παρατηρούσε να χαζεύω το γραφείο του.
-Ε; Όχι με συγχωρείτε. Ευχαριστώ είπα, πήρα το πουρμπουάρ μου και την έκανα. Ήταν η τελευταία φορά που μπήκα εκεί μέσα. Εκείνον… τον τότε δήμαρχο, ακόμα τον βρίζουν στους δρόμους. Εμένα τουλάχιστον μου χαμογελάει και κανένας άνθρωπος.

Γιώργος Μικάλεφ

«ο Σινάτρας, ο Τζίμης & τα Καλά Χριστούγεννα» …του Γιώργου Μικάλεφ

IMG_20151214_0001 (2)smallΤι άνθρωποι κι αυτοί… Ανοίγει η πόρτα μπαίνουν ακόμα δύο νέοι. Ο ένας με μακρύ σακάκι στο χρώμα της ώχρας, μπεζ πουκάμισο, σκούρα γραβάτα. Μακριά μαύρα μαλλιά πιασμένα κότσο και δεξιά χωρίστρα. Καλοαναθρεμμένο γελαδερό. Ο φίλος  του, πιο ώριμος, με μαλλί ολίγον κλαρινάτο και πουκάμισα, γραβάτες και λοιπά… Αμίλητοι κάθονται. Παραγγέλνουν λευκό κρασί, δύο ποτήρια.  Αντάλλαξαν τρεις κουβέντες με τρόπο, με  υψηλή ευγένεια. Το κρασί ήρθε. Έπιαναν τα ποτήρια με χάρη κουνώντας μελαγχολικά τα δάχτυλα τους. Άθλια σκηνοθεσία. Ο κοτσίδας έκανε νεύμα σε μια ψιλογκοθού με σκούφο άγιου Βασίλη που καθόταν στον πάγκο. Εκείνη τον αγνόησε. Εκείνος προσποιήθηκε ότι δεν έκανε τίποτα, επαναλαμβάνοντας το νεύμα και επεκτείνοντας το προς φτιάξιμο των μαλλιών… Μπαίνει ο Δημήτρης στο μαγαζί με φόρα. Έχει πιει τον κώλο του και δεν το κρύβει. Φορούσε ένα λερωμένο πράσινο φουσκωτό μπουφάν. Θα κυλιόταν στο δρόμο, μόνος ή με παρέα. Έκατσε στο τραπέζι τους. Εκείνοι τρόμαξαν… διακριτικά πάντα. Κοιτούσαν με τρόπο εναλλάξ  προς το μπαρ, αλλά κανείς να τους σώσει. Ο Τζίμης τους χαρίζει  ένα μεγάλο χαμόγελο,  αποκαλύπτοντας μια  σάπια οδοντοστοιχία.  Ο μακρυμάλλης κάνει να σηκωθεί. Ο Τζίμης τον πιάνει από τον ώμο και τον καθίζει. Στο μπαρ χαμπαριάζουν τώρα  τη φάση. Ο Τζίμης καταλαβαίνει πως η παράσταση θα είναι σύντομη. Οι «του μαγαζιού» κάνουν κίνηση. Ο Τζίμης ανεβαίνει στο τραπέζι με ένα σάλτο και τον πετάει έξω. Έπρεπε να αδειάσει θεαματικά. Τα δυο παιδιά την κοπάνησαν  κουτρουβαλώντας και όσοι ήταν κοντά τραβήχτηκαν έντρομοι προς τον τοίχο μην τους πάρουν τα σκάγια. Εκείνος ήξερε πως όταν τελείωνε το κατούρημα θα τον σάπιζαν. Ήλπιζε να μην στραγγίξει ποτέ. Γύρναγε γύρω γύρω για κανένα λεπτό σχεδόν και στα τελειώματα γλιστράει μες τη ζάλη του και σαβουριάζεται στις κατουρημένες καρέκλες. Πέσαν όλοι πάνω του και άρχισαν να του μαλακώνουν τα πλαϊνά. Εκείνος στο πάτωμα ξεβράκωτος, μάτωνε, γελούσε, δεν καταλάβαινε πόνο. Προσπαθούσαν με κλωτσιές να βγάλουν έξω το σίχαμα. Ευτυχώς ήταν κοντά στην πόρτα και σε μισό περίπου λεπτό βρισκόταν ανάσκελα στο παγωμένο πλακόστρωτο μισοαναίσθητος. Τα αυτιά του βούιζαν, τα μάτια του βλέπανε κάτι θολά γιορτινά λαμπιόνια στον ουρανό. Ο κόσμος ντυμένος στην πένα  προσπερνούσε το ματωμένο κουρέλι, κοιτώντας διακριτικά την πρησμένη ψωλή του. Από μέσα ο Σινάτρα ευχόταν καλά Χριστούγεννα…

 

Γιώργος Μικάλεφ

«Ένας πίνακας – μία ιστορία» P.S.Mavro/Stavriotis


12193414_723852961049896_6709033387078137239_n
• «Ο Άρχοντας Άλντε-πατε-χα, με τη βοήθεια της «Κυρίας της Τι-χουα-κούλπα», (της ονομαζόμενης Χούα-Άκα-Πούκα) ανέβηκε στο θρόνο των Ίνκας και κυβέρνησε κάτω από τη σκιά της. Aπέκτησε μαζί της πολλές θυγατέρες… αλλά κανέναν γιό.

Το μεγάλο λάθος του, ήταν ότι, επιχείρησε να παντρευτεί μια από αυτές, για να αποκτήσει αρσενικό παιδί από το αίμα του. Παραμέρισε λοιπόν, την «Κυρία της Τι-χουα-κούλπα»… αλλά αυτή, με δόλο τον ξεγέλασε, τον παρέσυρε στο κρεβάτι της και τον ευνούχισε.

11921620_723853011049891_5622886796430269396_n

Με τη σύμπραξη του κουνιάδου και εραστή της, η «Κυρία της Τι-χουα-κούλπα», δηλητηρίασε τη θυγατέρα της, ευνούχισε τον Άρχοντα Άλντε-πατε-χα και με τη σύμπραξη του κουνιάδου και εραστή της, τον εκθρόνισε και τον φυλάκισε (για πάντα) μέσα σε ένα υγρό σκοτεινό υπόγειο κελί.

Η «Κυρία της Τι-χουα-κούλπα» ανέβασε στο θρόνο των Ίνκας, τον κουνιάδο και εραστή της, απέκτησε μαζί του, 5 γιούς και κυβέρνησε (μέσο αυτού – ακόμα και μετα το θάνατό του) ως τα βαθιά γεράματα της, την Αυτοκρατορία».

Ας σημειωθεί δέ, πως… (ακόμα και μετά το θάνατο του εραστή της, σε μεγάλη πια, ηλικία) …τέσσερεις γιούς θυσίασε στη Μεγάλη Πυραμίδα του Μέξικο, μέχρι στο θρόνο των Ίνκας να ανέβει ο μικρότερος και ο πιο αγαπημένος της γιός.

Μόνο τότε, η Κυρία της Τι-χουα-κούλπα, υσήχασε και αφέθηκε να την οδηγήσουν (ζωντανή ακόμα) στον τάφο της, μια και (όπως λένε) ακόμα και ο θεός του θανάτου φοβόταν να την πλησιάσει!

12196036_723853057716553_1959386017130833985_n

Η ονομαστή Χούα-Άκα-Πούκα (η τρομερή «Αφέντρα των Υψηλών Τόπων») ίσως να παραμένει, ακόμα και σήμερα, θαμμένη ζωντανή κάτω από τα ερείπια της παλιάς πόλης Τι-χουα-κούλπα… γι’ αυτό οι αρχαιολόγοι που θα εργαστούν εκεί… θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί…

• Ένας πίνακας – μία ιστορία. Απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα που δε θα γραφτεί ποτέ.

P.S.Mavro/Stavriotis

ΟΙ ΚΟΠΑΝΕΣ ΤΟΥ ΣΚΙΠΙΩΝΑ …του Θανάση Πάνου

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Όταν αποφάσισε να κόψει την μπουρδελότσαρκα ήταν ήδη πενήντα χρονών. Αμετανόητος χαβαλεδάκιας δεν θυσίασε ποτέ τις απλές συνήθειες που είχε ως έφηβος. Τις κοπάνες από το σχολείο τις συνέχισε με κοπάνες από τη δουλειά, όπως συνέχισε και τον πληρωμένο έρωτα στα Μπουρδέλα, τις καθημερινές μπαρότσαρκες και τον χαβαλέ σε όλους και για όλα. Τα σοβαρά πράγματα του προκαλούσαν πάντα γέλια και κορόιδευε τους φίλους του όταν τους έβλεπε να τους παίρνει από κάτω. Στα πενήντα του ήταν δηλαδή ακόμα ένας έφηβος που τον οδηγούσε το πουλί του. Γιαυτόν ήταν μία έξυπνη οντότητα με την πιο αντρίκια ορθοστασιά, που τις είχε εμπιστοσύνη και γιαυτό η σχέση τους είχε διατηρηθεί τόσο στενή που έκαναν πολλές φορές και ατέλειωτους διαλόγους. Έτσι μαζί έκαναν και τις πιο έξυπνες κοπάνες από τις σχέσεις, μαζεύοντας λάφυρα από όλες τις εθνικότητες της γης. Το όνομά αυτού, Σκιπίων ο Αφρικανός και ως οντότητα ήταν εγωιστής και περήφανος, ένας καθοδηγητής που του είχε τόση αδυναμία που δεν του αρνιότανε ποτέ τίποτα. Όταν κάποτε μάλιστα, ο Σκιπίωνας αρρώστησε -από κάποια πουτάνα κόλλησε δηλαδή – κατέρρευσε για πρώτη φορά η ψυχολογία του. Μαραμένος ο Σκιπίωνας στην αποθεραπεία και μαζί του συμπάσχων σκυφτός και χαμένος έβριζε τη μοίρα του και όλα τα μπορντέλα της γης.

Από τότε έγινε και πιο εκλεκτικός και ανάλγητος με τις γυναίκες και μάλιστα δεν ξαναφίλησε το μνημείο τους. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως κάτι άλλαζε. Από την μία η κρίση των πενήντα και από την άλλη η αφοσίωση και υπομονή της κοπέλας του τον άλλαζαν. Μαζί του άλλαζε και ο Σκιπίωνας .
Ο μέγας στρατηλάτης είχε αρχίσει να κάνει κοπάνες από τις μάχες και προτιμούσε χωρίς το σπαθί και την πανοπλία του να αράζει. Βέβαια ένας μαχητής και μάλιστα στρατηλάτης είναι πάντα ετοιμοπόλεμος , απλά είχε γίνει λίγο πιο μαλθακός αλλά πάντοτε διατηρούσε οξύτατη την διαπεραστική του όραση. Μπορούσε να γδύνει με τα μάτια του οποιαδήποτε γυναίκα, να ζυγίζει με ακρίβεια τα στήθια της και να διακρίνει, όσο καλά και αν ήσαν κρυμμένα κάτω από πουκαμίσες ή και παλτά, τα κωλομέρια της. Παλαιότερα βέβαια , όταν με μια ματιά σκανάριζε την γυναικεία σιλουέτα ο Σκιπίωνας είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιο για την σύλησή της. Τώρα απλά σιγοψιθύριζε :

«ααα , να ένας αχλαδόκωλος , σαν της Μαρίας είναι, ααα να ένα μήλο σαν της Ιωάννας είναι» ως εκεί δηλαδή.

Η σύντροφός του , έξυπνη και υπομονετική γνώριζε πολύ καλά πως μια γυναίκα , και μητέρα να μη είναι, μπορεί να δαμάσει, να αλλάξει, ακόμα και να υποτάξει οποιοδήποτε αρσενικό. Η θηλυκότητας της ήταν το πρώτο της όπλο. Ακολουθούσε η επανάληψη της άποψής της με σταθερότητα, υπομονή και ακόμη και την νύχτα ο μινιμαλισμός συνεχιζόταν και διολισθούσε πονηρά και στα όνειρα του συντρόφου της. Μόνο τα πρωινά που ήταν φρέσκος-φρέσκος έκανε ένα μικρό διάλειμμα αποφεύγοντας έτσι τα νεύρα και την αντίδραση , δηλαδή προάσπιζε το έδαφος που είχε ήδη κατακτήσει. Δοκιμασμένη μέσα στο χρόνο αυτή η αρχαία παραδοσιακή θηλυκή συνταγή που μεταφερόταν ως κρυφή γνώση από την γιαγιά στη μάνα και από τη μάνα στην κόρη είχε πάντοτε επιτυχία.

Μετά δέκα χρόνια είχε γίνει πλέον ένας νοικοκύρης, ένας άριστος οικογενειάρχης που η μεγάλη περηφάνια του, ο πολύτιμος καρπός του ,ο γιός του, ήταν πλέον η μόνη του έγνοια. Από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Του έμοιαζε τόσο πολύ που το έλεγαν όλοι και αυτός φούσκωνε από υπερηφάνεια για τον πολύτιμο καρπό του.
Ο μόνος φόβος που έβγαινε από τις υπόγειες στοές του νου του , ήταν μήπως και γίνει αδελφή, μια σκέψη που τον τρομοκρατούσε. Έτσι καθημερινά με την κάθε ευκαιρία κρυφά από την άγρυπνη ματιά της γυναίκας του η κοινωνικοποίηση στον ανδρικό κόσμο, όπως τον είχε βιώσει αυτός βέβαια, ήταν επιτακτική ανάγκη ακόμη και στις βόλτες στην παιδική χαρά.

– junior τι είναι αυτά τα παιδιά με τα φουστάνια που τρέχουνε έτσι αστεία;
– κορίτσα!
– Μπράβο και τι είμαστε εμείς;
– Ανδριδες!
– γιεες ! άνδρες!

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Μετά από λίγα χρόνια που ενηλικιώθηκε ο junior , ήταν καιρός να υλοποιήσει το σχέδιο της μύησης , την τελετή που ο μικρός καρπός του θα γινόταν άνδρας με τη βούλα. Είχε φτάσει η ώρα της πρώτης μπουρδελότσαρκας. Για τον σκοπό αυτό είχε πράξει βέβαια και την κατάλληλη έρευνα. Ο παροπλισμένος Σκιπίωνας ξύπνησε από την λήθη, φόρεσε το σκουριασμένο θηκάρι του και επισκέφτηκε πρώτος τα καλλίτερα μπορδέλα για να επιλέξει την ιδανική ιέρεια που θα ξεπαρθένευε τον γιό του.
Καθισμένος στον βελούδινο καναπέ στο μικρό σαλονάκι αναμονής χαμογελούσε μόνος του , σίγουρος , πως η ακριβοπληρωμένη βυζαρού που είχε τόσο σχολαστικά επιλέξει , έπνιγε στα στήθια της τον junior από ηδονή.
Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα για να συλλάβει το πρώτο ανδρίκιο ύφος του Junior ενώ στο μυαλό του είχαν ξαναγεννηθεί οι εικόνες από την πρώτη δικιά του επίσκεψη που ο θείος του είχε επιμεληθεί με την αντίστοιχη ευλάβεια.
Θυμήθηκε την αγωνία , την λαχτάρα και την ηδονή του εξερευνητή που επιτέλους πατάει στα εδάφη που ονειρευόταν. Ο χρόνος όμως κυλούσε και ο junior δεν έλεγε να βγει από το δωμάτιο της μύησης. Τελικά δεν άντεξε , χτύπησε την πόρτα και ας αισθανόταν με αυτή την πράξη μεγάλος μαλάκας

 .
-Όλα καλά μέσα; ρώτησε με μαλακή φωνή.

– Ααα, έλα άνοιξε, δεν μπορώ να περιμένω άλλο… ο χρόνος είναι χρήμα. Απάντησε η πουτάνα.

-Τι έγινε, που είναι ο Μιχάλης;

-Ξέρω γω; O γιόκας σου την κοπάνησε! ;Όταν άνοιξα τα μπούτια μου πήδηξε από το παράθυρο και έγινε μπουχός!

Περίμενα τον μπούλη σου μήπως γυρίσει…μπορεί να χέστηκε το παιδί σκέφτηκα, χαχαχα!

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Άφησε τα χωρίς αντίκρισμα λεφτά και έτρεξε θολωμένος προς το σπίτι του για να ξεδιαλύνει όχι τόσο το μυστήριο αλλά τον λόγο που έπεσε σε τέτοια απρόσμενη πλάνη .
-Ο γιός του ένας κοπανατζής λιποτάχτης του σεξ; Ο καρπός του, λιποτάχτης του έρωτα, ένας χέζας , ένας μπούλης , που δεν έμοιασε στον πατέρα του και στον μέγα στρατηλάτη ; H γυναίκα του , ναι αυτή έφταιγε ναι, πονηρά φρόντιζε πίσω από την πλάτη του, από αμείλικτο πολέμαρχο σε ρομαντικό πριγκιπόπουλο να τον πλάσει. Σίγουρα θα του έλεγε ιστορίες για πριγκιπόπουλα που πολεμάνε δράκους που πριγκίπισσες στοιχειώνουν και γίνονται βατράχια που προσμένουν το φιλί μήπως και γαμήσουν και άλλα τέτοια γλυκανάλατα.

Στο νεανικό δωμάτιο όλα έδειχναν όπως πάντα φυσιολογικά. Δηλαδή xύμα πεταμένα τα ρούχα και τα παπούτσια , παντού κόμικς και cd ‘s. Αποφάσισε τότε να ανοίξει για πρώτη φορά τα συρτάρια του γραφείου , κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ , γιατί ήταν αντίθετο με τις αρχές του. Άλλωστε αυτό ήταν και το μόνιμο θέμα καυγά με την δική του μητέρα, που ψαχούλευε συνεχώς τις τσέπες του, τα συρτάρια του ακόμη και κάτω από το κρεβάτι του και δεν του επέτρεπε με την ασφυκτική αγάπη της να έχει την ιδιωτική του ζωή.

Η πρώτη έκπληξή του ήταν η πλήρης απουσία από τσόντες. Ούτε ένα play boy ούτε μια φωτογραφία με βυζιά ούτε κάτι άλλο που έπρεπε να είναι εκεί όπως όφειλε η σεξουαλική όρεξη και περιέργεια ενός εφήβου. Εντάξει σκέφτηκε, τα παιδιά σήμερα τα έχουν όλα στο κομπιούτερ… δεν ησύχαζε το μυαλό του όμως… και τότε το μάτι του έπεσε σε ένα βιβλίο που ήταν γεμάτο σελιδοδείκτες… Ένοιωσε πως αυτό το βιβλίο με το παλιό μονόχρωμο εξώφυλλο που ήταν με αγάπη και επιμέλεια σε ξεχωριστή θέση ήταν η απάντηση στα ερωτήματά του.

– Χμ … «Πλάτωνος Συμπόσιον» υπο Ιωάννου Συκουτρή, Ακαδημία Αθηνών – Ελληνική βιβλιοθήκη , αριθμός αντιτύπου 1 , βιβλιοπωλείο της Εστίας 1949.

Κάθισε στην καρέκλα , φόρεσε τα γυαλιά του και το άνοιξε. Στην πρώτη σελίδα με ωραία γράμματα ήταν η αφιέρωση και υπογραφή της γυναίκας του: «της αγάπης μου, …αρχήν εμπειρίας προς την του έρωτος κατάκτησιν». Δεκάδες stickers , μικρά έγχρωμα αυτοκόλλητα χαρτάκια , με αστέρια και υποσημειώσεις ήσαν η φωτεινή απόδειξη για την σπουδαιότητα που είχαν αυτά τα κείμενα για τον γιό του. Στην πρώτη σημείωση με μεγάλα γράμματα διάβασε:
“Δύο είναι τα αγαθά του έρωτα που οφείλω να προασπίζω ως ευγενής και ταπεινός εραστής… Α) το αίσθημα της τιμής Β) την περιφρόνηση του θανάτου. Αντίθεση: Γυναικός ήττων , χρημάτων ήττων . Ο πάνδημος έρως , της μεγάλης μάζας των ανδρών δηλαδή της αισθησιακής απόλαυσης εφήμερος και αποκλείων κάθε ψυχική επαφή”. Χμ.. αυτό μήπως ήταν και η γνώμη που έχει για εμένα;

“Ό έρως και τον ερώντα κυρίως αναβιβάζει από την σφαίρα ενός ανθρώπινου αισθήματος προς το αντίκρισμα του απόλυτου, του αιώνιου, του θείου”.

Βυθίστηκε και παραδόθηκε ως ο τριαντάχρονος Σωκράτης στην αποκάλυψη των υψίστων μυστήριων , τα άγια των αγίων του έρωτα, όπως η προφήτιδα Διοτίμα μοναδικά μπορούσε να μυήσει. Ανεπαίσθητα από την πρώτη αντίδραση του δικού του δογματικού κόσμου, μετάπεσε στην έκπληξη και από εκεί στη μαγεία της φλογερής ευγλωττίας που απευθύνεται όχι στον εγκέφαλο και τον Σκιπίωνα αλλά στην ουσία του έρωτα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ναρκωμένος γύριζε τις σελίδες , διάβαζε τις σημειώσεις του γιου του και οι αποκαλύψεις αυτού του κόσμου που δεν είχε φανταστεί ότι κάτω από την ηδονή της σάρκας περιείχε κάτι βαθύτερο ,τον συγκλόνισαν.

Στο άδειο παιδικό δωμάτιο , καθισμένος μόνος του σα μαθητής στο γραφείο, μέσα από αυτό το βιβλίο ένοιωσε πρώτη φορά τα αυτιά του να ανοίγουν και να ακούει τον γιό του. Ένα άνθος εκλεκτό είναι, σκέφτηκε, που βλαστάνει σιγά-σιγά , αναθρώσκει και αναπάλλεται μέσα από το δικό του έδαφος που χωρίς λίπασμα το μεγάλωνε γιατί και ο ίδιος είχε μεγαλώσει με τον έρωτα σαν παιχνίδι, σαν μια μάχη που αποσκοπούσε σε συλλογή λαφύρων.
Αυτή η ατασθαλία, η τρικυμία των δυνατών παθών που εκτόνωνε σε αίθουσες μπουρδέλων συνειδητοποίησε πως ήταν η μεγαλύτερη κοπάνα του. Από το θαύμα του έρωτα.

Θανάσης Πάνου

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

links

Ποίηση-Λογοτεχνία Θανάσης Πάνου

Art-Imeros Thanasis Panou

Το μετεκλογικό σχέδιο ενός βροντόσαυρου για το κυκλοφοριακό & άλλες ανούσιες μαλακίες …του Γιώργου Μικάλεφ

Ξυπνητήρι στις 6. Το αριστερό μου μάτι άνοιξε παρά τέταρτο και το δεξί παρά δέκα. Δεν είχα να πάω για δουλειά και η σκέψη του να βγω από το σπίτι, είχε να σχηματιστεί στο μυαλό μου εδώ και έξι βδομάδες. Έξω στον μπροστινό δρόμο θόρυβος, φωνές, πράγματα να σπάνε… μεγάλα πράγματα, ωραία, αξίας. Κατάφερα με μερικά σκουριασμένα βήματα να φτάσω ως την κουζίνα. Έφτιαξα κρύο καφέ, στιγμιαίο με λευκή ζάχαρη και γάλα. Υπέροχος όπως πάντα από την πρώτη γουλιά. Τάισα τα ψάρια. Είχανε γίνει σαν ιχθυόσαυροι. Τζάμια σπάγανε. Πολλά τζάμια. Δεν ξαφνιαζόμουν πια. Συνήθισα. Κοίταξα προς το παράθυρο το μπροστινό. Οι χοντρές πουά κουρτίνες κλειστές. Θυμήθηκα ότι κάποτε είχαμε γάτες εκεί έξω. Τις τάιζα μόλις σηκωνόμουν. Φαγώθηκαν όλες από την πρώτη μέρα… Είχε πέσει μαύρη πείνα από τα ξημερώματα. Ο κόσμος έτρωγε σκύλους, τα παιδιά του, τις γάτες… Έβαλα να ακούσω τις “νοκτούρνες” του Σοπέν.

Συνεχιζόταν ο σαματάς έξω. Τράβηξα ένα ελάχιστο την κουρτίνα να δω τι ήταν… Άλλος ένας γαμημένος βροντόσαυρος στη γειτονιά μας. Έκανε σμπαράλια όλα τα αυτοκίνητα που ήταν έξω παρκαρισμένα. Ένας γέρος του πετούσε πράσινες, πλαστικές καρέκλες και χριστοπαναγίες από το μπαλκόνι, αλλά ο βροντόσαυρος… στην ιουρασική του παπάρα. Πήγα για κατούρημα και μετά στην τραπεζαρία ή σ’αυτό που κάποτε ονομάζαμε έτσι. Ήταν μια απέραντη αποθήκη από κονσέρβες και μαλακίες μακράς διαρκείας. Άνοιξα για πρωινό μια κονσέρβα με καλαμάρι Καλιφόρνιας και μία με καλαμπόκι. Τα έβαλα σε ένα πιατάκι και πρόσθεσα αρκετό αλάτι Ιμαλαΐων. Ξεκλείδωσα με προσοχή τα πατζούρια και όταν βεβαιώθηκα ότι το πίσω μπαλκόνι μου δεν είχε καταληφθεί από αιμοδιψείς πτερόσαυρους, βγήκα να φάω το πρωινό μου. Ο γείτονας με χαιρέτησε από την απέναντι πολυκατοικία. Έπινε και αυτός νωρίς τον καφέ του όπως πάντα. Φορούσε το φαρδύ, κοντό, ροζ μπουρνούζι της κοντόχοντρής, ροζ γυναίκας του. Ήλπιζα να τον είχανε κατασπαράξει τίποτα λυσσασμένα αρμαντίλλο. Του ένευσα. Φάνηκε να χάρηκε που με είδε. Είχε την τηλεόραση στη διαπασών ο μαλάκας. Πάει γυρεύοντας σκέφτηκα να… και πριν προλάβω να ολοκληρώσω την σκέψη μου με μια φριχτή κατάληξη, με πρόλαβε η πραγματικότητα. Ένας τεράστιος γορίλας ύψους έντεκα μέτρων, ξεπετάγεται πίσω από την απέναντι πολυκατοικία, αρπάζει τον γείτονα με το δεξί του χέρι και τον καταβροχθίζει. Ρίχνει ένα ρέψιμο και εξαφανίζεται.

Τελείωσα το πρωινό μου, μπήκα μέσα και κλείδωσα τη μπαλκονόπορτα. Θρονιάστηκα στην ωραία μου πολυθρόνα και άνοιξα την τηλεόραση. Στο μπροστινό δρόμο εν τω μεταξύ, ο βροντόσαυρος ακόμα έκανε κακό χαμό. Παίζει να έφαγε και τον κωλόγερο από πάνω γιατί σταμάτησε να φωνάζει. Δεν τον συμπαθούσα και ποτέ είναι η αλήθεια. Η τηλεόραση έδειχνε πρωινάδικα σε επανάληψη. Μια ξανθιά με βυζιά στο ένα κανάλι, δυο μελαχρινές με βυζιά στο άλλο και τρεις άντρες με βυζιά σε ένα τρίτο. Το άφησα στο τελευταίο. Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές… Δεν περνάνε δυο λεπτά και διαφημίσεις. Ένα μουνί κατακλύζει την οθόνη… Ένα όμορφο μεγάλο μουνί που ξυριζόταν. Σταματάει να ξυρίζεται και οι τρεις μαλάκες με τα τρία ζευγάρια βυζιά συνεχίζουν να λένε ξενέρωτες, εμετικές μαλακίες και η ζωή συνεχίζεται… και η ζωή συνεχίζεται… Τελικά ο κόσμος δεν είναι και τόσο άσχημος… ή όχι?

Γιώργος Μικάλεφ

«ΕΞΩΣΤΕΣ ΣΕ ΣΥΝΝΕΦΑ ΑΠΟ ΔΑΚΡΥΓΟΝΑ» Ο ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ  ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ (απόσπασμα) …του Θανάση Πάνου

Καλημέρα! Καλησπέρα! Σας φέρνω λουκουμάδες !

Είμαι γυμνή κάτω από την ρόμπα μου ,πασαλημενη θυμαρίσιο μέλι και πεθαίνω από τη δίψα. Κάντε μου αμέσως μια κούπα τσάι και ας καθίσουμε παρέα  επιτέλους, απέναντι μένουμε!  Διψώ  σαν κυνηγημένη  αναρχικιά  που της πετάξατε ληγμένα δακρυγόνα , ξέρω δεν είστε υπεύθυνος για την ημερομηνία λήξης , δεν προλαβαίνετε να ελέγξετε  τα πετάτε σωρηδόν ε;

Α ! και θα το πω και αυτό, τα τσογλανάκια που πλακώσατε στις μπουνιές προχθές στη γειτονιά ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε τον πόθο μου γιαυτό πήρα το θάρρος , έχω δει βέβαια- ένστολε πονηρούλη- και τη πονηρή ματιά σας στον κώλο και τους βύζους μου!

 Δώστε μου και μια βρεγμένη πετσέτα από το ψυγείο γεμάτη παγάκια  να δροσιστώ. Μετά αν θέλετε , ας παρακάμψουμε την ανάκριση και  φιλήστε με στο στόμα κι εδώ και κει και παντού. Θέλω να πω δηλαδή ότι σας ποθώ αφού ήρθα έτσι με τους λουκουμάδες , σα γειτόνισσα που είμαι μονάχη,  κρυφόγυμνη και μες το μέλι , να σας πω καλημέρα και να σας κάνω να πιστέψετε πως με αγαπάτε και να με λιώσετε πάνω σας, ποθητό θηλυκό  που είμαι για σας και απόλυτη κυρία των παραλογισμών μου, τρυφερέ λάτρη των βυζιών  μου, όπως μοιάζει να είστε ως σοβαρός εργένης αστυνομικός. Ελάτεε! Μη με αποπαίρνεται και  μη στεκόσαστε έτσι αμήχανος, δώστε μου  ένα φιλάκι. Κι άλλα χίλια. Άντε πηγαίνετε να μου φτιάξετε τσάι και μη βγάλετε το όπλο είναι φετίχ μου και σας κάνει ένα μέτρο ψηλότερο σεξομανή γουρούνι . Και έχω κάτι τρελίτσες στο μυαλό! Θα γίνω η μελωμένη προβατίνα σας που θα καβαλικέψετε και θα βατεύετε με το κλομπ σας και αν σας φτιάχνει περισσότερο δέστε με κιόλας !  Βάλτε και βίντεο ότι σας αρέσει και εγώ λατρεύω τα αστυνομικά. Στο μεταξύ θα ξυρίσω τα πόδια μου ως το μικρό  δαχτυλάκι ,  δεν λέει να κολλάει στις τρίχες το μέλι που θα γλύψετε λιγωμένος για πήδημα  όπως είστε…

Θανάσης Πάνου

links

Ποίηση-Λογοτεχνία Θανάσης Πάνου

Art-Imeros Thanasis Panou

 Η ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ VOLK …του Θανάση Πάνου

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η ζωή θα έλεγε κανένας, ότι είναι διεστραμμένη.

Στην επαρχία τα φυτά ανθίζουν και οι άνθρωποι μαραίνονται. Το χώμα γίνεται λάσπη και η λάσπη τροφή. Σε ένα χωριό γεννήθηκε ένα παιδί, που έπαιζε, ονειρευόταν σαν όλα τα παιδιά, διψούσε σαν όλα τα παιδιά της επαρχίας που πιστεύουν πως υπάρχει κάπου αλλού, κάτι άλλο, ένα μυστικό καλά κρυμμένο. Επαρχία και χωριό σημαίνει στέρηση και ανέχεια.

Το παιδί πήγε στο σχολείο, έμαθε γράμματα »του Θεού σπουδάγματα» κι έπειτα… Στα χωράφια η ζωή είναι δύσκολη, ο βίος επίπονος και για ένα παιδί που ονειρεύεται. Ο αδελφός του, ο μεγάλος είχε φύγει για »έξω». Μετανάστης…για να προκόψει. Να βγάλει λεφτά, να γίνει κάποιος. Να ζήσει σαν άνθρωπος. Τα λεφτά δεν έχουν καμιά σχέση με τον άνθρωπο, με την ουσία του ανθρώπου, αλλά όλοι οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν λεφτά. Μερικοί, οι πιο πολλοί, το θέλουν πιο πολύ. Ο αδελφός και το παιδί είχαν ακούσει από τους γέροντες τα γνωστά παραμύθια για εκείνους τους ζάμπλουτους που, δήθεν είχαν ξεκινήσει με τρύπιο παντελόνι και με τον ιδρώτα του προσώπου τους γινήκανε λεφτάδες.

Το παιδί άκουγε τον αδελφό του που καταλάβαινε πιο πολλά, πως ήθελε -ονειρευόταν- να γίνει πλούσιος. Να γυρίσει κάποτε στο χωριό του με κοστούμια και λουστρίνια και αμάξι <πού να φυσάει> για να τον θαυμάζουν όλοι. Άκουγε το παιδί τον μεγάλο αδελφό, πως θα τον <έκανε βόλτα> με το αμάξι , αυτόν πρώτα από όλους και το παιδί δάκρυσε από τη λύπη που τον έχανε.

 Ο αδελφός γέλασε στον μικρό και του έδωσε ένα πολύτιμο δώρο, που χάραξε το παιδικό μυαλό. Ήταν ένα δαχτυλίδι, ίδιο ακριβώς με αυτό που φορούσε και εκείνος.

 Έφυγε λέγοντας μια τελευταία φράση, << θα περάσω ότι είναι να περάσω, το ίδιο και εσύ και όταν έρθει ο καιρός θα συναντηθούμε στην άκρη του τούνελ>>.

Και το παιδί έβλεπε τον αδελφό του να φεύγει και ήξερε πώς έφευγε για πολύ καιρό. Είχε χωρίσει και με την κοπέλα του –αυτή του επέστρεψε το δαχτυλίδι- το δαχτυλίδι που φορούσε τώρα στο χέρι του ο μικρός.

Το παιδικό μυαλό σκεφτότανε « έφυγε ο αδελφός μου, χώρισε με την κοπέλα του –μου έλεγε ότι δεν θα την άφηνε ποτέ –άφησε τους γονείς μας και εμένα και πήγε « έξω», εκεί που είναι πολύ μακριά. Θα έρθει όμως κάποια μέρα που θα γυρίσει, γιατί με αγαπάει και θα είναι και πλούσιος.

Μα τα χρόνια περνούν…

Στον κεντρικό τοίχο της αίθουσας, ήταν πίνακες ζωγραφικής με σταυρωμένους Κλόουν.

Θύμιζαν πίνακες του μεγάλου εξπρεσιονιστή Λανάροφ. Η παράσταση που κοιτούσε, ήταν μια παραμορφωμένη μορφή με μάτια κουρασμένα που μέσα τους καθρεπτιζόταν η παράσταση ενός θλιμμένου παιδιού. Κοίταξε τα μάτια στο βάθος και η παράσταση του φάνηκε πως ήταν ο ίδιος ο θάνατος.

Έσφιξε μέσα από το σακάκι την ζώνη με το όπλο του και προχώρησε προς την έξοδο.

Αυτή η έκθεση ζωγραφικής των συναδέλφων του Εγκληματολογικού ήταν καταθλιπτική.

 Πήγε στο σπίτι του για να ξεκουραστεί. Ήταν κιόλας τρεις το μεσημέρι. Άνοιξε το ψυγείο και κατέβασε γρήγορα δυο-τρείς γουλιές μπέρμπον. Ήταν το τελευταίο μπουκάλι και έπρεπε να φροντίσει για νέα εφόδια. Τώρα όμως χωρίς ούτε ένα ποτό… ήπιε δυο ηρεμιστικά και ξάπλωσε. Η κατάστασή του επιδεινώνεται. Τα όνειρα του διακόπτονται τώρα από μικρότερα εμβόλιμα όνειρα. Χτύπησε το τηλέφωνο ενώ μέσα στο όνειρο του βρισκόταν στον τελευταίο πίνακα ζωγραφικής της εικαστικής έκθεσης του εγκληματολογικού.

– Εμπρός

– Κύριε επιθεωρητά,  έρχομαι σε πέντε λεπτά να σας πάρω.

– Έχουμε κανένα… ευχάριστο?

– Ένα πτώμα αποσυντεθειμένο, ψαρεμένο στην λίμνη.

– Και το έγραφε το ζώδιο… <βλέπω μια ανήσυχη βραδιά> Λες και δεν το ήξερα.

-Ήταν δυνατό να μην συμβεί κάτι? Οι δημοσιογράφοι το έμαθαν?

– Όχι ακόμα. Έρχομαι να σας πάρω.

Το περιπολικό έτρεχε έξω από την πόλη, προς το μέρος της λίμνης.

– Πήγατε στην έκθεση ζωγραφικής?

– Ναι, ήταν απαίσια… Τι ξέρουμε για το πτώμα?

– Βρέθηκε από έναν ψαρά δεκαοχτάρη, που έπαθε μάλιστα και μια κρίση πανικού.

– Άνδρας?

– Θα δούμε, δεν αναγνωρίζεται το πτώμα. Πάντως έχει πλούτο επάνω του, δαχτυλίδια, διαμάντια και τέτοια.

– Έτσι λοιπόν ξύπνησε το ενδιαφέρον για το εγκληματολογικό…
– Μάλλον κύριε επιθεωρητά. Για να μας δώσουν την υπόθεση δεν θα πρόκειται για το πτώμα κανενός αλήτη, αλλά μάλλον πλουσίου, με ποιος ξέρει τι σκοτεινά κίνητρα για το φόνο από πίσω.

– Μπράβο Τόμας! Βλέπω πως αρχίζεις και συνδυάζεις τις προηγούμενες υποθέσεις μας με το τι μας δίνουν στη Βρομοδουλειά. Χμ! Να ασχοληθούμε με το χειρότερο είδος ανθρώπων, αυτών που τρέφονται από το είδος τους…

Όταν το έβγαλαν στην όχθη το πτώμα ήταν είδη αποσυντεθειμένο. Σκέφτηκε πως όλα τα σώματα είτε καπιταλιστές είτε αριστεροί, είναι ίσα απέναντι στο θάνατο… βρωμάνε το ίδιο. Η μακριά παραμονή του πτώματος στην λίμνη του είχε δώσει την όψη μιας διάφανης βλεννώδους μάζας. Δεν ήταν τόσο η αποσύνθεση όσο εκείνη η σκοτεινή μορφή, που πάγωσε τον επιθεωρητή. Όλες οι γραμμές και όλα αυτά που προεξείχαν στο πρόσωπο και στο κορμί ήταν ροκανισμένα, τριμμένα και φαγωμένα. Το κρανίο έμοιαζε σαν ένα μεγάλο γυαλισμένο βότσαλο που πάνω του φύτρωναν υγρές ανακατεμένες τούφες μαλλιών σαν μπερδεμένα μακριά φύκια…
Είχε αρχίσει λοιπόν η έρευνα. Ο επιθεωρητής είχε δικά του στοιχεία, την βλεννώδη μάζα και τέσσερα δαχτυλίδια, αξίας πέντε εκατομμυρίων από λευκό χρυσό τα τρία, ενώ το τέταρτο ήταν διαφορετικό και μικρής αξίας. Τα λασπωμένα διαμάντια έκαναν τα δάχτυλα , ή μάλλον τις μελανιασμένες σάρκες των δαχτύλων να φαίνονται σαν ένα κακόγουστο ζευγάρωμα της ομορφιάς και της ασχήμιας. Οι άνθρωποι του επιθεωρητή βάλανε σε πλαστικά σακουλάκια τα δαχτυλίδια και άφησαν για τους τύπους του νεκροτομείου τα υπόλοιπα.

-Φέρτε τα στοιχεία στο γραφείο μου.

– Μάλιστα κύριε επιθεωρητά.

– Λοιπόν ! Από πού να αρχίσουμε?

– …έχουμε μόνο τα δαχτυλίδια.

– Από τον ιατροδικαστή ?

– Τίποτα, απολύτως τίποτα! Το πτώμα δεν είναι από την πόλη μας και σίγουρα δεν είναι σεσημασμένος, όπως δείχνουν τα αρχεία μας.

– Τα δαχτυλίδια ποιος τα εξέτασε?

– Εγώ κύριε επιθεωρητά. Είναι μεγάλης αξίας τα τρία ενώ το τέταρτο είναι το περίεργο,

– Δηλαδή ?

– Είναι μικρής αξίας και δεν έχει ούτε καν αισθητική ομοιομορφία με τα άλλα.

– Μάλιστα! Πολύ καλό αυτό. Δαχτυλίδι λοιπόν με συναισθηματική αξία. Εκεί πρέπει να στραφούμε τώρα.

Βγάλανε τα δαχτυλίδια από τα σακουλάκια και τα κοσμήματα χωρίς τις μελανιασμένες σάρκες πάνω στις οποίες τα είχε πρωτοδεί ο επιθεωρητής, τον θαμπώσανε. Ως εκεί όμως… Το χέρι του, ακουμπισμένο επάνω στο γραφείο και δίπλα στα τέσσερα δαχτυλίδια, συγκέντρωσε τα μάτια όλων των αστυνομικών. Στο χέρι του επιθεωρητή ήταν περασμένο ένα δαχτυλίδι ίδιο ακριβώς με το τέταρτο , αυτό του άγνωστου πτώματος.

Ο επιθεωρητής έφυγε τρέχοντας από το γραφείο του και άφησε πίσω του, μέσα στη σιωπή , τους έκπληκτους συναδέλφους του.
Το σπίτι ήταν φρικτά άδειο. Ήπιε από το μπουκάλι μπέρμπον που μόλις είχε αγοράσει και άρχισε να ντύνει με την φαντασία του την βλεννώδη μάζα με σάρκα, αναπαριστώντας το πτώμα πριν την αποσύνθεση. Αισθανόταν κρύο από μέσα του και το δάχτυλο που φορούσε το δαχτυλίδι τον έκαιγε φοβερά.

Είδε το χέρι με τα διαμάντια να κινείται, να βγαίνει από το νερό της λίμνης και μετά ολόκληρη την φιγούρα να αγωνίζεται να σταθεί όρθια μέσα στη λίμνη , προσπαθώντας να πλησιάσει προς την όχθη. Το κρανίο που έμοιαζε σαν ένα μεγάλο γυαλισμένο βότσαλο ήταν στραμμένο προς το μέρος του και μέσα από τα ροκανισμένα και τριμμένα χαρακτηριστικά του, ένοιωθε πως τον φώναζε. Η διαύγεια της εικόνας τον είχε παγώσει. Φοβήθηκε και δεν ήθελε να συνεχίσει.

Ήταν όρθιος και ακίνητος μέσα στη κουζίνα.

Σε μια κατάσταση σύγχυσης, η πραγματικότητα μπερδευόταν όλο και πιο πολύ με το παράλογο, το παρελθόν ενσωματώνονταν στο παρόν και όλα μαζί γίνονταν ένα τρελό κουβάρι που τύλιγε σφικτά και τον κυλούσε στο δρόμο της παράνοιας. Το παιδί, έσφιξε την ζώνη με το Magnum 357 και άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι.

Είχανε περάσει περίπου σαράντα χρόνια και το παιδί , πενηντάρης πια, ήταν ένας πετυχημένος επιθεωρητής του εγκληματολογικού,   ο επιθεωρητής  VOLK.

Το παιδί στο χωριό είδε να πεθαίνουν οι γονείς του, είδε να μην έρχεται ο μεγάλος αδελφός του και είδε να μένει τελείως μόνος. Στα χέρια του είχε μόνο ένα γράμμα του, το μοναδικό που είχε στείλει. Έφυγε από το χωριό του, περιπλανήθηκε σε ξένους τόπους μέσα στον  χρόνο και έφτασε στα πενήντα του, ένας επιθεωρητής ευσυνείδητος, το πρώτο όνομα στο εγκληματολογικό. Ο επιθεωρητής όμως τον αδελφό του δεν μπόρεσε να τον βρει ποτέ. Αισθανόταν πάντα αποτυχημένος και ποτέ δεν τον άγγιζαν τα «μπράβο» των ανωτέρων του, για τις υποθέσεις που ξεκαθάριζε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ησυχάσει αν δεν βρει τον αδελφό του. Αυτή η ελπίδα τον κρατούσε πάντα αφοσιωμένο στη δουλειά του με μόνη συντροφιά το Μπερμπον  και τα ηρεμιστικά του.  Το παιδί ήπιε και , παρά την θέλησή του ξαναγύρισε στην αναπαράσταση.    Οι εικόνες ξαναζωντάνευαν και το πτώμα γεννιότανε κομμάτι-κομμάτι, σιγά-σιγά και άρχιζε να αποκτά χαρακτηριστικά. Είχε συγκεντρώσει πια, όλη την προσοχή του στην παράσταση, που την έβλεπε με όλο και πιο μεγάλη ένταση να ζωντανεύει μπροστά του. Σκέφτηκε πως αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο και τρομαχτικό παιχνίδι που του είχε παίξει ποτέ η φαντασία του. Έκλεισε τα μάτια σε μια τελευταία προσπάθεια να τα σταματήσει όλα.

– Αδελφέ μου !  Η ξένη φωνή, του γέμισε το κεφάλι και έντρομος άνοιξε τα μάτια του. Η διαύγεια της εικόνας τον τρόμαξε και πετάχτηκε  όρθιος. Στα δύο βήματα μπροστά του βρισκόταν η εικόνα του αδελφού του που τον κοιτούσε χαρούμενος. Τα μελαγχολικά μάτια όμως, έκαναν την καρδιά του να κλωτσήσει και την σκέψη του να παγώσει.

– Δεν είναι δυνατόν …όχι!

– Δεν θα ήθελα αδελφέ μου να με έβλεπες νεκρό, αλλά … να ξέρεις πως δεν σε ξέχασα ποτέ μου και πάντα ονειρευόμουν τη στιγμή που θα σε ξαναέβρισκα.

– Δεν μπορώ να καταλάβω… το δαχτυλίδι… το πτώμα… εσύ, γιατί τόσο αργά?

– Αργά … σου είχα υποσχεθεί ότι θα γύριζα πλούσιος, ότι θα ήσουν περήφανος για τον αδελφό σου. Είναι τόσο αργά τώρα. Ξέχασε τα όλα σε παρακαλώ. Ήξερα που ήσουν, ποιος ήσουν, μα δεν ήθελα να ντρέπεσαι για μένα. Τώρα λοιπόν αδελφέ μου, άσε με να ηρεμήσω και σταμάτα τις έρευνές σου. Άσε με να πάρω μαζί μου ένα μυστικό που αν το μάθαινες, θα σε σκότωνε.

– Μα τι κακό θα μου έκανες? Έγινες πλούσιος, είπες, χωρίς παρανομίες αλλά παρ’ όλα αυτά κρυβόσουν. Γιατί δεν ήρθες να με βρεις? Πως και δεν σε βρήκα εγώ που ερευνούσα πάντα για σένα?
Ο αδελφός του τον κοιτούσε αλλά τα χαρακτηριστικά του, γίνονταν συνεχώς πιο παιδικά, ώσπου έφτασαν στην ηλικία που ήσαν παιδιά, τότε που έπαιζαν μαζί ξέγνοιαστα. Μπροστά από τον επιθεωρητά στέκονταν τώρα, ο αδελφός του στην ηλικία του παιχνιδιού και της χαράς. Του έγνεψε να κάτσουν κάτω και να παίξουν. Ο επιθεωρητής πλησίασε, έκατσε και άρχισε το παιχνίδι…
Στο γραφείο του επιθεωρητή, οι συνάδελφοί του ήταν ευχαριστημένοι από την επιτυχία τους. Είχαν κλείσει μόνοι τους την υπόθεση και το μόνο που τους έμενε ήταν να τον πάρουν τηλέφωνο.
– Είδε το τέταρτο δαχτυλίδι που ήταν ίδιο με το δικό του και θα παρομοίασε το νεκρό με τον εαυτό του. Πίνει πολύ τώρα τελευταία

… Πρέπει να τον βοηθήσουμε ως συνάδελφοι και ως φίλοι. Ποιος θα πάρει να του πει τα ευχάριστα?

Οι άλλοι συμφώνησαν και ο Τόμας σήκωσε το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο χτύπησε και ο επιθεωρητής σαν να βγήκε από λήθαργο, πετάχτηκε όρθιος. Ένοιωσε σαν να χόρεψε κάποιος κλακέτες στο πρόσωπό του. Ο αδελφός του συνέχισε να παίζει ανέμελα και χωρίς να δίνει σημασία στην ανησυχία του. Σήκωσε το τηλέφωνο, ενώ η παράξενη παγωνιά που τον είχε αγκαλιάσει προηγουμένως, ξαναγύρισε.

– Κύριε επιθεωρητά, πως είστε?

– Καλά Τόμας, αισθάνθηκα μια αδιαθεσία γι’ αυτό έφυγα βιαστικά.

– Όλα εντάξει με την υπόθεση, Επικοινωνήσαμε με το Εγκληματολογικό με την πόλη VAASA και ανακαλύψαμε την ταυτότητα του πτώματος της λίμνης. Η υπόθεση είναι πολύ απλή! Χαίρομαι γιατί δεν θα κουραστείτε με αυτή την υπόθεση μιας και είστε αδιάθετος.

– Λοιπόν?

– Το πτώμα ανήκει στην Λουΐζα. Είναι γνωστό τραβεστί…
Τώρα με τα γεράματα όμως παρά τα πολλά πλούτη  που είχε αποκτήσει αισθανόταν μεγάλη μελαγχολία. Μέσα σε αυτό το χρόνο είχε κάνει δυο απόπειρες αυτοκτονίας. Βρέθηκε στο σπίτι της-του- ένα γράμμα που μιλούσε για την αυτοκτονία και τόνιζε ότι είναι ανώφελο να ψάξουν! Ο δεσμός που είχε πέθανε πριν δύο μήνες. Τώρα, γιατί διάλεξε την πόλη μας?   Ποιος ξέρει… ίσως για να μη βρεθεί η ταυτότητα της.

Το τηλέφωνο έπεσε στο δάπεδο και ο επιθεωρητής γύρισε προς τον αδελφό του. Το παιδικό κορμί είχε μείνει σαν άγαλμα, ακίνητο και μέσα από τις σάρκες του άρχισε να ορθώνεται το πτώμα της λίμνης. Ξαναγινόταν και πάλι σιγά-σιγά, κομμάτι-κομμάτι.

Ο επιθεωρητής ένοιωσε να βυθίζεται βαθιά στα τοπία της τρέλας. Η οπτασία, γύρισε την πλάτη και ξαναγύρισε είδε το πρόσωπό του αδελφού του να έχει γίνει γυναικείο. Τα χείλη έντονα βαμμένα, σαρκώδη, τα ζυγωματικά ψηλά και τονισμένα. Οι βλεφαρίδες μεγάλες, τα μαλλιά μακριά και βαμμένα ξανθιά. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα μπροστά στο στήθος για να κρύβουν τη γύμνια του. Το πρόσωπο άρχισε να φωτίζεται και ένα γέλιο έσπασε την ησυχία ενώ τα πλούσια, από σιλικόνη στήθια, αναπήδησαν μέσα στα χέρια που τα έκρυβαν. Ο επιθεωρητής ψέλλισε από μέσα του το όνομα του αδελφού του.

– Χα, χα, χα, λέγε με Λουΐζα, δεν αισθάνομαι καλά με το παλιό μου όνομα … Άλλωστε το έχω ξεχάσει από καιρό …Έχεις γίνει ωραίος άνδρας αδελφέ μου! Δεν ξέχασα ποτέ πως είμαστε δεμένοι … σαν δύο όρχεις … χα! χα!

– Όχι, όχι …ο επιθεωρητής ούρλιαξε και έπιασε ασυναίσθητα όπως σε όλους τους κινδύνους το όπλο του.

– Μα τι λες αγαπημένε μου! Δεν θα σε αφήσω ποτέ πια! Χρειάζεσαι συντροφιά, με έχεις ανάγκη περισσότερο από κάθε τι … είσαι τόσο μόνος… Η Λουΐζα γελώντας όλο και πιο δυνατά άνοιξε τα χέρια και πρότεινε τη γυμνή αγκαλιά της.

– Έχεις εκλάβει για ζωή τα υποκατάστατά της, που στοίβαξες μέσα σου και ξέχασες πως τόσο τρέξιμο μάλλον στην θλιβερή απουσία του έρωτα το χρωστάς.

Ο επιθεωρητής ενώ βρισκόταν ένα βήμα από την αγκαλιά, τράβηξε το 357 magnum. Η οπτασία συνέχισε να γελάει υστερικά και αντί να απομακρυνθεί άρχισε να κλείνει σιγά-σιγά την αγκαλιά της, με αυτόν μέσα. Ο επιθεωρητής έβγαλε ένα ουρλιαχτό και το όπλο του άδειασε μόνο του…

Οι σφαίρες πέρασαν μέσα από το πτώμα της λίμνης, εξοστρακίστηκαν πάνω στη σιδερένια κορνίζα του όρθιου ρολογιού και διαπέρασαν το μέτωπο του επιθεωρητή που στα τοπία της τρέλας είχε χαθεί για πάντα.

Θανάσης Πάνου

 

links
Ποίηση-Λογοτεχνία Θανάσης Πάνου
Art-Imeros Thanasis Panou

Το σκουφάκι του ξωτικού …του Ιωσήφ Σίβερα

 

 

Κοντεύουν μεσάνυχτα.

  Να τα γέλια, κι οι κοφτές ανάσες, κι οι αφράτοι καναπέδες. Σε καθένα μας αντιστοιχεί ένα ποτήρι κρασί και μια φέτα συζήτησης. Κάνουμε χημεία εδώ και ανακατεύουμε τις ηλικίες. Ευδιάθετοι “κανίβαλοι” εισέβαλαν στο σαλόνι μου απόψε. Υποσχέθηκαν να θυμηθούν και να πάρουν τη ζώη στ’αστεία. “Και το θέμα της αποψινής συγκέντρωσης, να παίξουν τύμπανα παρακαλώ, έρωτας και νιάτα”, ανακοινώνει ο Τόνυ κι ευθύς ανοίγει το χορό της αναπόλησης. Κάποιο κορίτσι δραστήριο και πόνηρό, κάποια στιγμή, σε κάποιο νηπιαγωγείο. Βαριά η περίπτωση της πρώτης αγάπης. Η Λία, από την άλλη ξεδίπλωσε ευαισθησία. Διήγηση και δάκρυα. 15 χρονών πάνω σε μια Piaggio. Το αγόρι της έμεινε για πάντα σ’εκείνη την ηλικία μετά το ατύχημα.

   Αν και άδειασε το ποτήρι μου, γέμισε το σπίτι ιστορίες. Τί είναι αυτό που κάνει τον έρωτα τόσο σπουδαίο θέμα συζήτησης; Γιατί δε λέμε εμπειρίες για γδαρμένα γόνατα; Πιτσιρίκια κάτω από ποδήλατα; Σφηνωμένα κεφάλια σε βάτα να γελάνε εγκάρδια με αγκάθια στο σώμα και πατίνια στις πατούσες; Ας είναι, δε θα χαλάσω την ατμόσφαιρα. Ξύνω το μάγουλό μου. Υπήρχε μια εποχή που δεν χρειαζόταν ξύρισμα. Αρχίζω να κόβω βόλτες σ’ένα απόγευμα του Αυγούστου. Γυμνές πατούσες. Φωνές κουνουπιών. Παραμερίζω μικρά καλάμια. Τσαλαβουτώ στην όχθη της λίμνης. Πρόσωπα γυναικεία καθρεφτίζονται πάνω της. Κι αν είχα γεννηθεί μες στο νερό;

   Όταν βυθίζομαι δεν ακούω τίποτε. Μόνο μουσική. Μυρίζει ωραία το κύμα κι έχει μαγευτική κίνηση το φύκι. Εδώ κάτω. Κάπου κάπου με κυκλώνουν μικρά ψάρια. Διάθλαση φωτός. Θέλει λίγη προσπάθεια για να μην αναπνεύσεις. Το καλό με τα κορίτσια που αγαπήσαμε είναι ότι πάντα μας τράβαγαν στην επιφάνεια όταν παραδινόμασταν στα χρώματα των υφάλων. Τί να απέγινε η Λίνα; Η Δανάη να έγινε ακροβάτις; Εκείνο το κορίτσι, με όνομα που θύμιζε ουράνιο σώμα, να είναι ευτυχισμένη; Η Κλειώ κάνει ακόμη γκριμάτσες στον ύπνο της; Γυναίκες που μας αγάπησαν ή πανάκεια εφηβείας;

   Κοιτάζω τη συμμορία μας. Ωραία παιδιά όλα τους. “Παιδιά”, έτσι μας είπαν χρόνια πριν, για προσβολή. Το πήραμε κι εμείς στην πλάκα και μείναμε τρελοκομείο. Φοράμε μια μάσκα για τον έξω κόσμο. Έτσι, για παιχνίδι. Να μεταμφιεζόμαστε ενήλικες για αποπροσανατολισμό. Κι όταν η συγκυρία το επιτρέψει, πετάμε τα παραφερνάλια και ξεγυμνώνεται ο μικρός δαίμονας. Με αυλό και τραγούδια στη φαρέτρα. Γεφυρισμοί και φαλλικά. Παλιά ιστορία. Αν υπάρχει χρόνος.

   Η Λίλλυ με περιεργάζεται όσο ο νους μου στροβιλίζεται φυγόκεντρα με άξονα τα γέλια της παρέας. Μου αγγίζει απαλά το χέρι. Με αιφνιδιαστική ταχύτητα τη φορτώνω στην πλάτη. Χασκογελάει και κάτι βγάζει από την τσέπη της. Μου φοράει ένα σκουφί ξωτικού. Πράσινο με κόκκινη φούντα. Περνάει τα πόδια της μέσα από τα χέρια μου. Απλώνει τα μαλλιά της κουρτίνα μπροστά στο πρόσωπό μου. Την κρατάω σφιχτά κι αρχίζω να τρέχω προς την εξώπορτα. “Κάνει κρύο έξω, δεν είναι για μας. Ας μείνουμε εδώ, στη δική μας κρυψώνα”, μου λέει και η φωνούλα της σπάει από το χοροπηδητό. Δεν της δίνω σημασία. Πεταγόμαστε έξω. Ουρλιαχτά και χάχανα. Έχει δίκιο. Πέφτουν μύτες από το κρύο αλλά εμείς στον κόσμο μας!

   Κάτι τέτοιες βραδιές από το παράθυρο του σαλονιού βλέπω τον εαυτό μου να μας περιεργάζεται καθώς χασκογελάμε και χορεύουμε. Σπεύδω να του ανοίξω να μπει. Έχει γδαρμένα γόνατα κι άτριχα μάγουλα. Είναι βρεγμένος αλλά δε θέλει να στεγνώσει. Μου βγάζει τη γλώσσα και χαχανίζει. Γίνεται ένα με την προοπτική. Προτιμάει τη θάλασσα αυτός. Βυθίζεται. Κάνει κρύο στην αρχή. Πάντα παίζουν μουσική τα κοχύλια. Είναι ανούσιες οι ανθρώπινες ιαχές στο βυθό. Κοράλλια και υπόγεια ρεύματα. Το καλό με τα κορίτσια που  αγαπήσαμε είναι ότι πάντα μας τράβαγαν στην επιφάνεια όταν παραδινόμασταν στα χρώματα των υφάλων.

Κοντεύουν ξημερώματα.

   Ιωσήφ Σίβερας

.

 
διαβάστε επίσης…
Mea culpa  και έπειται συνέχεια
Σαν road movie

 

«Rebelus claniolus» Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ : «ΠΟΡΔΟΣ Ο ΨΑΡΑΚΑΣ» …του Θανάση Πάνου

«Rebelus claniolus»

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ : «ΠΟΡΔΟΣ Ο ΨΑΡΑΚΑΣ»

(Ένα μικρό δοκίμιο φιλοσοφικής διάθεσης με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις και ένα αφήγημα από το βιβλίο « Υδάτινο πέρασμα» )

Υπάρχουν αρσενικές και θηλυκές πορδές. Η φυσιογνωμία της ανδρικής μοιάζει με την προσωπικότητα του φορέα και συνήθως είναι εξωστρεφής , θορυβώδης και μεγάλης διάρκειας, ιδιαίτερα όταν υπάρχει συναγωνισμός στην αντρική παρέα που από τα εφηβικά χρόνια διοργανώνει και τους αντίστοιχους μυστικιστικούς ευδαιμονικούς διαγωνισμούς.

Αντίθετα, για την θηλυκιά γνωρίζουμε ελάχιστα και υπάρχει ο μύθος ότι δεν υφίσταται. Στην πραγματικότητα , μοιάζει με μια πρωινή δροσοσταλίδα που είναι κρυμμένη καλά στην άκρη του γαλαξία και είναι φυσικά πολύ μικρή και αθόρυβη. Όταν εκφέρεται εκφράζει ταυτόχρονα την σαρκική μορφή του έρωτα και την αποδοχή της ανθρώπινης γυναικείας φύσης. Το σχήμα της είναι ελικοειδές σαν τον κάλυκα ανθισμένης μιμόζας και το άρωμα αυτό της γαλάζιας φωτιάς. Έχει συμβεί μάλιστα σε πολλούς άνδρες να γελάσουν αιφνιδιασμένοι στην παρουσία της και ταυτόχρονα να ανακαλύψουν την δύναμη του γυναικείου χαστουκιού.

Ωστόσο , δεδομένης της απαγόρευσης , είναι ενδιαφέρουσα η επιστημονική προσέγγιση του πέρδεστε. Γνωρίζουμε ότι η ικανότητα εμπλοκής και επιβολής της εξουσίας υπάρχει από την αρχή της ζωής , όπου κυριαρχούν έμφυτα μερικά «προγράμματα» , όπως το χαμόγελο, το κλάμα το ρέβεστε και το πέρδεστε. Έτσι, στις πρώτες μορφές συμπεριφοράς και έκφρασης των παιδιών εστιάζεται το ενδιαφέρον των ειδικών επιστημόνων για να ανακαλύψουμε πότε και με ποιά ευκαιρία επιβάλλονται τα διάφορα ταμπού.

Οι παρατηρήσεις της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας σε παιδιά διαφόρων ηλικιών τα οποία ζουν σε κανονικό περιβάλλον, αποδεικνύουν πως από τις πρώτες μέρες της ζωής υπάρχει ως φυσιολογικότατη αυτή η πράξη που είναι από τις πρώτες που θα απαγορευτούν πονηρά και υποχθόνια από την γερακοφωλιά της εξουσίας.

Το νεογέννητο , «ενεργοποιείται» με αυτούς τους κλανιάρικους ήχους (όπως και με το ρέψιμο) και μάλιστα απαντά κλαίγοντας εκφράζοντας το φόβο του . Στους επόμενους μήνες ένας τρόπος για να απαντά στα πειράγματα και στα γλυκανάλατα παιχνίδια των μεγάλων -όταν είναι βέβαια σε καλή διάθεση- είναι να παράγει φωνούλες ή ψελλίσματα με τόνους και διαβαθμιζόμενη ένταση , αλλά και κλανίτσες που μας κάνουν να διερωτόμαστε πως είναι δυνατόν να είναι τόσο βρωμερές οι εκροές από ένα τόσο αγαθό κωλαράκι.

Στην πορεία της ζωής , η απαγόρευσή της κλανιάς επιβάλλεται σιγά – σιγά από τους κανόνες της συμβίωσης σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον και αποτελεί βασική εκμάθηση στην διαδικασία κοινωνικοποίησης από την οικογένεια. Όποιος ασυστόλως πέρδεται χαρακτηρίζεται αυτόματα άξεστος και αγροίκος. Πρέπει οπωσδήποτε να κρατάς τα προσχήματα , να διαφυλάττεις επικινδύνως το αέριο μέσα σου όσο καταπιεστικό και αν είναι και να βρεις το κατάλληλο ερημικό τοπίο όπου μπορείς ανενδοίαστα πλέον, χωρίς τύψεις, να απολαύσεις την εκροή του με όλο το θόρυβο που συνεπάγεται.

Πρέπει βέβαια να τονιστεί, ότι μιλώντας για πολιτισμένη κοινωνία η αναφορά γίνεται στον ευρωπαϊκού τύπου πολιτισμό με την αποικιοκρατική ιστορία του και τα συμπλέγματα ανωτερότητας που τον διακατέχουν. Υπήρξαν όμως πολλές άλλες πολιτισμένες μικροκοινωνίες , κοινωνιακοί τύποι και φυλές (που της εκμεταλλεύτηκε ο σύγχρονος πολιτισμός καταπίνοντας τες), με τελείως διαφορετική αντίληψη για το κλάνειν. Μασαϊ , Μπαντού, Γιασμίρ, Ναβάχο, Σεουϊρ … χωρίς ταμπού με ελευθερία στο κλάνειν και στον έρωτα, που δεν ήταν καταδικασμένος ως μιαρή πράξη από τα ιερατεία. Οι Μπαντού μάλιστα έχουν ένα ρητό Δελφικού τύπου : «Για να πιάσεις ένα Ιμπάλα δεν πρέπει να το προσπεράσεις κλάνοντας» και με αυτό δηλώνουν και τη μυστική δύναμη του κυνηγού που και αυτή ευνούχισε η δικιά μας κοινωνία διαμορφώνοντας μόνο θηράματα.

Το ερώτημα πάντως που παραμένει είναι , αν αυτή η ικανοποίηση ελευθερίας που νοιώθουμε με την εκροή των αερίων είναι μια έμφυτη τάση του ανθρώπου, ή αν απλά είναι η μόνη επαναστατική αντίδραση που μας έχει απομείνει απέναντι στις καταπιεστικές απαγορεύσεις της γερακοφωλιάς της εξουσίας .

Αυτή η θέση όμως δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε δύο σημαντικά σημεία:

Πρώτον , ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ατόμων και επομένως ότι μερικoί έχουν διαφορετική επαναστατική- ηθική ευαισθησία για το θέμα και μικρότερη ένταση στις κλανιές από άλλους και δεύτερον , ότι το «πρόγραμμα» των φυσιολογικών αναγκών είναι βέβαια έμφυτο , αλλά και «μερικό» , δηλαδή έχει ανάγκη να καλλιεργείται και να τροφοδοτείται στην πορεία της ζωής , σε επαφή με άλλα πρόσωπα και ελεύθερες ιδέες που λειτουργούν αντισυμβατικά.

Τελικά, χωρίς την «συνδρομή» της κατανόησης των ταμπού, όπως το «ου πέρδεστε» δημοσίως , οι επαναστατικές τάσεις μας μπορούν σιγά-σιγά να σβήσουν.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ : «ΠΟΡΔΟΣ Ο ΨΑΡΑΚΑΣ»

«Rebelus claniolus»

Τα ψάρια έχουν και αυτά τα ταμπού τους. Όλοι γνωρίζουμε ότι τα θαλάσσια όντα έχουν κάποιο περίεργο πρόβλημα με την αναπνοή τους εκτός θαλάσσης και κυρίως με την εκ των όπισθεν εκπνοή εντός του φυσικού τους χώρου. Το μπαρμπούνι για παράδειγμα είναι κατακόκκινο γιατί δεν κλάνει όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο, αλλά παρ΄ολαυτα δεν σκάει, όπως μυστηριωδώς συμβαίνει και με τα άλλα θαλάσσια όντα. Όπως όμως η ανθρώπινη κοινωνία διαθέτει νόμους για την εύρυθμη λειτουργία της αλλά και παράνομους ή επαναστάτες που με τη ρηξικέλευθη φωνή τους φέρνουν την αλλαγή έτσι και η υγρή κοινωνία έχει τον επαναστάτη της.

Το ανακάλυψα πρώτος , σε μια κατάδυσή μου στα γαλανά νερά του λιβυκού πελάγους όταν σε ένα πλανάρισμα η άκρη του ματιού μου συνέλαβε μια μαθηματική αλληλουχία από πολλές ύποπτες φυσαλίδες να εκρέουν από ένα θαλάμι. Σύρθηκα αθόρυβα προς αυτή την κατεύθυνση και με την υπομονή που οφείλει να έχει ένας ψύχραιμος και βραδυκίνητος ψαροκυνηγός , περίμενα το άγνωστο ψάρι να πεινάσει και να βγει να βοσκήσει.

Με ρίγη υψίστης τάσεως μέσα στο γλυκό νάζι του νερού παρακολουθούσα το κωμικό αυτό ψάρι που χωρίς ταμπού πέρδεται ασυστόλως αιωρούμενο πανέμορφα σε μια γαλήνια θαλασσογραφία όπου ο κάθε δύτης ονειρεύεται να βρεθεί. Ο ψάρακας αυτός είναι ένα μεσαίου μεγέθους θαλάσσιο όν το οποίο τρέφεται αποκλειστικά με πλαγκτόν , όχι όμως από οποιοδήποτε θαλάσσιο περιβάλλον αλλά μόνο από το σπάνιο πλαγκτόν του λιβυκού πελάγους με την άπιαστη αλμυρή νοστιμιά του. Γι αυτό και είναι σπάνιο και υπάρχει μόνο νότια της Κρήτης και βόρεια της Λιβύης.

Το πρόσωπό του είναι ήρεμο, αλλά τα μάγουλα τα χείλη και ο πισινός του είναι κατακκόνικα σαν το ρουμπινί κόκκινο του κρητικού κρασιού. Το βλέμμα του παράξενα ήρεμο για επαναστάτη χωρίς ταμπού έμοιαζε σαν το φως των προβολέων καθώς σκεπάζονται από πυκνό πέπλο σκόνης.

Ομολογώ πως χωρίς τύψεις έστρεψα το λαστιχοβόλο μου προς το μέρος του και με τους φίλους μου το ίδιο βράδυ το καταβροχθίσαμε με λαδολέμονο στα κάρβουνα. Σε αυτό το συμπόσιο μας υποχείρια και εμείς της μαζικοποιημένης κοινωνίας που ευνουχίζει την κριτική ικανότητα δεν σκεφτήκαμε ότι δολοφονήσαμε και μάλιστα φάγαμε εν ψυχρώ έναν επαναστάτη.

Το χρήσιμο γαστρονομικά είναι πως ακόμη και κάτω από τη μαγιονέζα δεν είναι νόστιμο αντίθετα άνοστο είναι σαν άχυρο και αυτό συνηγορεί στην άποψη πως η νοστιμιά του μπαρμπουνιού οφείλεται στην ανυπαρξία των εκ των όπισθεν αερίων εκροής.

Επιμύθιον:

Το πρακτικό της ανακάλυψης αυτής είναι πως αν συναντήσετε σε μια κατάδυσή σας το «Rebelus claniolus» έχετε μέσα από αυτή την προσωπική εμπειρία την ακαταμάχητη απόδειξη της εξελικτικής πορείας των πλασμάτων του σύμπαντος. Με αυτό εννοώ ότι τίποτε δεν έχει εξελιχθεί τυχαία και με απαγορεύσεις Θέσφατες, άρα απλά και ότι τρέφετε αποβάλλει και φυσιολογικά πέρδεται.

(Από το βιβλίο : «Το υδάτινο Πέρασμα» αφηγήματα- Θανάσης Πάνου)

Θανάσης Πάνου

 

links
Ποίηση-Λογοτεχνία Θανάσης Πάνου
Art-Imeros Thanasis Panou