Αρχείο κατηγορίας Παραμύθια

«Ένας πίνακας – μία ιστορία» P.S.Mavro/Stavriotis


12193414_723852961049896_6709033387078137239_n
• «Ο Άρχοντας Άλντε-πατε-χα, με τη βοήθεια της «Κυρίας της Τι-χουα-κούλπα», (της ονομαζόμενης Χούα-Άκα-Πούκα) ανέβηκε στο θρόνο των Ίνκας και κυβέρνησε κάτω από τη σκιά της. Aπέκτησε μαζί της πολλές θυγατέρες… αλλά κανέναν γιό.

Το μεγάλο λάθος του, ήταν ότι, επιχείρησε να παντρευτεί μια από αυτές, για να αποκτήσει αρσενικό παιδί από το αίμα του. Παραμέρισε λοιπόν, την «Κυρία της Τι-χουα-κούλπα»… αλλά αυτή, με δόλο τον ξεγέλασε, τον παρέσυρε στο κρεβάτι της και τον ευνούχισε.

11921620_723853011049891_5622886796430269396_n

Με τη σύμπραξη του κουνιάδου και εραστή της, η «Κυρία της Τι-χουα-κούλπα», δηλητηρίασε τη θυγατέρα της, ευνούχισε τον Άρχοντα Άλντε-πατε-χα και με τη σύμπραξη του κουνιάδου και εραστή της, τον εκθρόνισε και τον φυλάκισε (για πάντα) μέσα σε ένα υγρό σκοτεινό υπόγειο κελί.

Η «Κυρία της Τι-χουα-κούλπα» ανέβασε στο θρόνο των Ίνκας, τον κουνιάδο και εραστή της, απέκτησε μαζί του, 5 γιούς και κυβέρνησε (μέσο αυτού – ακόμα και μετα το θάνατό του) ως τα βαθιά γεράματα της, την Αυτοκρατορία».

Ας σημειωθεί δέ, πως… (ακόμα και μετά το θάνατο του εραστή της, σε μεγάλη πια, ηλικία) …τέσσερεις γιούς θυσίασε στη Μεγάλη Πυραμίδα του Μέξικο, μέχρι στο θρόνο των Ίνκας να ανέβει ο μικρότερος και ο πιο αγαπημένος της γιός.

Μόνο τότε, η Κυρία της Τι-χουα-κούλπα, υσήχασε και αφέθηκε να την οδηγήσουν (ζωντανή ακόμα) στον τάφο της, μια και (όπως λένε) ακόμα και ο θεός του θανάτου φοβόταν να την πλησιάσει!

12196036_723853057716553_1959386017130833985_n

Η ονομαστή Χούα-Άκα-Πούκα (η τρομερή «Αφέντρα των Υψηλών Τόπων») ίσως να παραμένει, ακόμα και σήμερα, θαμμένη ζωντανή κάτω από τα ερείπια της παλιάς πόλης Τι-χουα-κούλπα… γι’ αυτό οι αρχαιολόγοι που θα εργαστούν εκεί… θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί…

• Ένας πίνακας – μία ιστορία. Απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα που δε θα γραφτεί ποτέ.

P.S.Mavro/Stavriotis

Άλλο ένα Σάπιο Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι …του Γιώργου Μικάλεφ  

Μέρες γιορτινές, λαμπρές & λίγο σκοτεινές. Η γειτονιά της κυρά-Ευφροσύνης είχε στολιστεί με λαμπάκια, άγιους Βασίληδες, ταράνδους, πλαστικούς χιονάνθρωπους, καμπανάκια και άλλα στολίδια. Η γριούλα είχε φτάσει τα ογδόντα με μεγάλη δυσκολία και συνεχώς αναρωτιόταν αν θα ξαναζήσει άλλο Πάσχα. Τα εγγόνια της ζούσαν στην Τασκένδη μαζί με τα παιδιά της και ο άντρας της κάπου ψηλά, να πετάει χαρούμενος παρέα με ιπτάμενους αναρχικούς στο νοητό σύμπαν κάποιου δημοσιογράφου.

Μονάχη συντροφιά της, ένα τσούρμο γατιά που αλήτευαν στη γειτονιά. Έβγαινε κάθε πρωί στον κήπο της μικρής γκαρσονιέρας που έμενε και τάιζε τα αιλουροειδή. Τους είχε δώσει ονόματα μεγάλων ζωγράφων. Θεόφιλος, Ζαν Μισέλ, Μπέικον, Μόντι, Φρίντα…  Εκείνα με το που άκουγαν την καλή γιαγιά τους να ανοίγει τα παράθυρα, ορμούσαν στην αυλή γεμάτα χαρά και λαιμαργία και γέμιζαν τις μεγάλες πια κοιλιές τους.

Το φαινόμενο των αδέσποτων γατιών ξένιζε πολλούς στην γειτονιά της γριούλας. Συχνές ήταν οι περιπτώσεις που ο κύριος Βάϊος κλωτσούσε τα γατιά ή τους πετούσε πέτρες με αρκετά αδερφίστικο τρόπο. Μία φορά είχε βρίσει αισχρά την κυρά Ευφροσύνη όταν είδε ότι τάιζε τις ορδές των εχθρών του. Εκείνη δεν έτρεφε μίσος για κανέναν. Σκεφτόταν ότι ίσως ο κύριος Βάϊος να είχε άσχημα παιδικά χρονιά και πουλί μικρού παιδιού.

Οι μέρες περνούσαν και η παραμονή των Χριστουγέννων είχε φτάσει. Τα παιδιά έτρεχαν στη γειτονιά και έλεγαν χαρούμενα τα κάλαντα, άλλο με σκουφάκι άγιου Βασίλη, άλλο με την κιθαρίτσα του, ένας πιτσιρικάς με το τύμπανο του και ένα κοριτσάκι πουλούσε σπίρτα έξω από ένα μαγαζί με κυλόττες. Η καλή γριούλα βγήκε τη βόλτα της και σιγά-σιγά με το μπαστουνάκι της και το καρότσι για τα ψώνια, σύρθηκε μέχρι το σούπερ παντοπωλείο της γειτονιάς. Ψώνισε τα απαραίτητα για το γιορτινό της πιάτο και την καλύτερη γατοτροφή “μιξ πάρτι” για τα γατιά της… έτσι για να τα γιορτάσουν και αυτά τα Χριστούγεννα. Η μέρα εκείνη όμως, της επιφύλασσε μια εφιαλτική έκπληξη…

Στο γυρισμό για το σπίτι, αντίκρισε μία φρίκη που της μαύρισε την ψυχή και ράγισε την αδύναμη καρδιά της. Το χαμόγελο της το γιορτινό, βιάστηκε από κάποιο ανδρείκελο, που αποφάσισε να ρίξει φόλες στη γειτονιά. Το αρρωστημένο θέαμα, περιελάμβανε μια ντουζίνα αιλουροειδών, που ξερνούσαν ξεψυχώντας, τα λιωμένα σωθικά τους… οι γάτες που την είχαν γλυτώσει, θρηνούσαν απελπισμένες τον μαρτυρικό θάνατο των συντρόφων τους. Η κυρά-Ευφροσύνη δεν άντεξε και πριν προλάβει να βουρκώσει λιποθύμησε. Την μάζεψαν κάποιοι Χριστιανοί που την γνώριζαν από την εκκλησία και την πήγαν στο σπίτι. Την έβαλαν να ξαπλώσει σε ένα ντιβάνι και έμεινε μαζί της μια χήρα από την κάτω Αχαγιά μέχρι να συνέλθει…

Σηκώθηκε μισή ώρα αργότερα με μια δίψα για εκδίκηση. Ο κύριος Βάϊος ήταν ο στόχος της και θα τον χτυπούσε εκεί που πονάει… Ήταν σίγουρη πως εκείνος ήταν το τέρας… Καθησύχασε την χήρα ότι είναι καλά και την έδιωξε ευγενικά, πριν προλάβει να της δώσει απόρρητες πληροφορίες για την πουτάνα της γειτονιάς. Πήγε στο αποθηκάκι και πήρε το ποντικοφάρμακο. Είχε μπόλικο… Στρώθηκε αμέσως και έφτιαξε τους πιο λαχταριστούς λουκουμάδες που μπορούσε να φτιάξει, τους έριξε λαχταριστή μερέντα από πάνω, φόρεσε το καλύτερο χαμόγελο της και βγήκε παγανιά…

Τα  τρία παιδιά του κύριου Βάϊου παίζανε στην παιδική χαρά μόνα τους. Θα ήταν πολύ εύκολο σκέφτηκε. Στο μαντρότοιχο πριν την παιδική χαρά, ένα σύνθημα έγραφε “ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΛΑ ΘΑ ΤΗ ΔΩΣΩ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ”. Δεν ήταν η μόνη που το σκέφτηκε λοιπόν… Πλησίασε περισσότερο προς την παιδική χαρά, κρατώντας στο δεξί της χέρι, ένα μεγάλο πιάτο λουκουμάδες, έτοιμους να αποτελειώσουν τα Χριστούγεννα… Τα παιδάκια του κύριου Βάϊου μυρίσανε τους λουκουμάδες και δειλά-δειλά, σαν υποψιασμένα, νηστικά γατάκια άρχισαν να την πλησιάζουν και εκείνα…

Τότε ήταν που μέσα σε ένα σύννεφο κίτρινου καπνού, εμφανίστηκε ο πατέρας Παϊσιος καβάλα σε ένα ευνουχισμένο, γαλανόλευκο γαϊδουράκι και της είπε: “Παιδιά είναι τούτα μωρή και δε φταίνε. Τούρκοι δεν είναι μα Γραικοί. Το αμάξι να του κάψεις και άσε τα άλλα στο Θεό.” Έτσι και έκανε. Εγκατέλειψε το σχέδιο της και αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή σχέδιο καινούριο και μεταμεσονύκτιο, βασισμένο στη συμβουλή του γέροντα. Όσο και αν ήθελε να πονέσει αυτό το κάθαρμα, τα παιδιά δεν ‘φταιγαν σε τίποτα… τουλάχιστον ακόμα…

Πήρε τέσσερα γκαζάκια και μια παλιά της ρόμπα και τα στρίμωξε όλα μέσα σε ένα χαρτοκούτι. Έβαλε το περιεχόμενο μέσα σε μια γιορτινή σακούλα, πείρε και ένα μπιτονάκι με βενζίνη που είχε για δύσκολες ώρες και βγήκε στο δρόμο σαν άλλος Άγιος Βασίλης, να δώσει ένα και μοναδικό δώρο, σε έναν τυχερό που το άξιζε.

Το αυτοκίνητο του κύριου Βάϊου βρισκόταν στο ίδιο σημείο όπως πάντα. Μια καλογυαλισμένη, μαύρη μερσεντές. Έβγαλε το δώρο από τη σακούλα, το τοποθέτησε κάτω από το αμάξι και άδειασε στο χαρτοκούτι τη βενζίνη. Αφού πότισε καλά το δώρο, το εύφλεκτο υγρό κύλησε στο δρόμο και δημιούργησε ένα υπέροχο υγρό φυτίλι που θα της έδινε λίγο χρόνο να απομακρυνθεί. Άναψε την φωτιά με ένα σπίρτο και σύρθηκε με το μπαστούνι της όσο πιο γρήγορα μπορούσε μακριά. Σε λιγότερο από μισό λεπτό ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και το κωλάμαξο του κύριου Βάϊου, τυλίχτηκε στις φλόγες…

Πίσω από τα παραθυρόφυλλα της γειτονιάς, έντρομα μάτια νοικοκυραίων, αντίκριζαν τον εφιάλτη της τρομοκρατίας. Η αστυνομία ήρθε σε λίγα λεπτά. Κανείς δεν ήταν στο δρόμο παρά μία γριούλα με το μπαστούνι της, που τάιζε μερικές γάτες. Δεν θεώρησαν αναγκαίο ούτε καν να τη ρωτήσουν μήπως είδε κανέναν να πετάει…

 Η γριούλα ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε να φτάσει μέχρι το σπίτι της. Είχε πάρει μαζί της γατοτροφή για να ταΐσει τις γάτες που είχαν απομείνει, για ξεκάρφωμα. Όταν έφτασε στο σπίτι της, είχε είδη ξημερώσει. Έφτιαξε ένα ζεστάκι να πιει, έκατσε αναπαυτικά στην αγαπημένη πολυθρόνα και ένα λαμπερό χαμόγελο έφτανε μέχρι τα μαραμένα της αυτιά.

Ο άγιος Βασίλης ήρθε με μια μέρα καθυστέρηση στη γειτονιά της κυρά-Ευφροσύνης. Φορούσε μια όμορφη μαύρη στολή και έπινε μπύρα. Είχε κόψει τα αναψυκτικά γνωστής εταιρίας. “Είναι για τον πούτσο αυτοί οι καριόληδες” έλεγε συνέχεια. Μοίρασε αρκετά όμορφα δώρα, σχεδόν σε όλα τα σπίτια και προσέφερε και στον κύριο Βάϊο ένα γερό εγκεφαλικό απ’ το οποίο δεν επανήλθε ποτέ. Μάλλον ο κύριος Βάϊος δεν ήταν και τόσο καλό παιδάκι…

Γιώργος Μικάλεφ

 

 fb links: george micalef art & εκδόσεις το κόλο

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ*

*εξαιρούνται οι φασίστες και αρκετοί άλλοι

στη μνήμη του Μπασκιά &  των άλλων…

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η ΑΡΚΟΥΔΑ …παιδικές εκθέσεις

Πριν πολλές μέρες είχε πολύ καλό καιρό. Ο θείος μου, μου είπε πως είδε μια αρκούδα στα δέντρα πίσω από το σπίτι μου. Πήγαμε με τον θείο μου πίσω από το σπίτι μου με τα πιστόλια μου. Ο θείος μου δεν είχε δικό του πιστόλι και του έδωσα εγώ ένα δικό μου παλιό αλλά καλό. Ο θείος μου με κρατούσε σφιχτά με τα χέρια του για πολύ ώρα για να με προστατέψει απ’ την αρκούδα, αλλά εγώ δεν έβλεπα την αρκούδα. Ο θείος μου, μου είπε να βγάλω το παντελόνι μου για να δει η αρκούδα το πουλί μου και να τρομάξει και να φύγει. Δεν πρόλαβα να το βγάλω. Η αρκούδα βγήκε από το δέντρο και έφαγε τον θείο μου.

 

Αποστόλης

*απόσπασμα από «Το Πρώτο Μας Βιβλίο». Διαβάστε όλο το βιβλίο εδώ ή κατεβάστε εδώ

η σελίδα του κόλου στο facebook

Σάπιου Μύθοι

I.

Ο σκύλος κάποτε ρώτησε τον γάτο γιατί πίνει και εκείνος απάντησε… Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πιω αλλά για κανέναν από αυτούς δεν πίνω. Πίνω μόνο για να ξεχάσω όλους αυτούς τους λόγους που εσύ με τη γαμημένη σκυλίσια ερώτηση σου μου θυμίζεις.

cat dog

II.

Ένας σκύλος έκανε έρωτα με έναν άλλο σκύλο σε ένα συνεργείο. Ένας ομοφυλόφιλος μυοπόταμος τους κοιτούσε με μια δόση ζήλιας που εκείνος δεν μπορούσε να ερωτοτροπήσει όπως οι σκύλοι και με θρασύτητα απερίγραπτη τους πέταξε έναν κουβά νερό. Τότε οι δύο σκύλοι μετά από μερικά γαμοσταυρίδια, έπιασαν το ομοφυλόφιλο ζώο και του έδειξαν πως κάνουν έρωτα οι σκύλοι.

dog fuk dog

III.

Στη λίμνη ένα βράδυ μία πάπια φλέρταρε χυδαία με έναν κάβουρα. Την ώρα που ψήθηκε η κατάσταση και ετοιμαζόταν να πάνε στην καβουροφωλιά να βγάλουν τα μάτια τους, ένας μουνουχισμένος κυνηγός, πυροβόλησε τον κάβουρα στο κεφάλι και τον σκότωσε. Η πάπια πέταξε μακριά και παντρεύτηκε έναν Αύγουστο.

duck

IV.

Ο μυοκάστορας ένα βράδυ τα έπινε μαζί με τον γάτο. Ο γάτος ρώτησε το συμπότη του γιατί πίνει. Ο μυοκάστορας του απάντησε… δεν μας γαμάς ρε γάτε. Και έτσι έγινε…

cat 2

V.

Πριν δέκα χρόνια ο λύκος εγκαταστάθηκε στο χωριό και άνοιξε ψησταριά για χορτοφάγους. Οι μόνοι πελάτες του ήταν ο τράγος και ο μυοκάστορας ο μερακλής που έπινε ρετσίνα με τηγανητές μελιτζάνες και φασόλια. Ένα βράδυ μπήκε στην ψησταριά το χέλι να πουλήσει προστασία. Ο τράγος του είπε «δεν μας γαμάς ρε χέλι…” και ο λύκος το έπιασε και το πέταξε στο καυτό τηγανόλαδο. Εκείνο έσκουζε και φώναζε “την έχετε γαμήσει μπάσταρδοι” την ίδια ώρα που το στομάχι του μυοκάστορα γουργούριζε για τον καινούριο μεζέ…

wolf

VI.

Το τσοπανόσκυλο κόντευε να πνιγεί από το σφιχτό κολάρο και ζήτησε από τον γάτο να του το χαλαρώσει. Ο γάτος του ζήτησε να χαμηλώσει το κεφάλι του για να τον βοηθήσει. Τότε ο γάτος έβγαλε ένα σουγιά και του έκοψε το λαιμό.

Untitled

VII.

Ένας μεγάλος αρουραίος ήταν στην παραλία με τον μυοκάστορα και πίνανε μπύρες. Ο τελευταίος ρώτησε τον αρουραίο γιατί πίνει και του απάντησε… πίνω για να ξεχάσω τα υλικά δεσμά αυτού του κόσμου που κρατάνε το πνεύμα μου σκλαβωμένο στους υπονόμους της ύπαρξης. Ο μυοκάστορας κοίταξε τον αρουραίο και κατέβασε την μπύρα του με ευχαρίστηση… το βγάλαμε το μεροκάματο και σήμερα… σκέφτηκε ενδόμυχα…

rat2

VIII.

Κάποτε την Γαρίτσα την επισκέφθηκε ένας μεγάλος μυοκάστορας όπου κατασπάραξε ένα τσοπανόσκυλο και στραγγάλισε τρεις γάτες. Η αλεπού τον είδε λέει να πετάει από δέντρο σε δέντρο. Αλλά η αλεπού όλο μαλακίες έλεγε…

fox

IX.

Μια φορά και έναν καιρό στου Διαόλου τη μάνα, ζούσε ένα πλάσμα τόσο βρώμικο που ούτε οι νεκρές σαρδέλες δεν άντεχαν να κάτσουν δίπλα του. Αυτό το πλάσμα ζούσε εις βάρος της κοινότητας των γάτων, χρησιμοποιώντας κατάπτυστα παιχνίδια. Μια μέρα ένας σκύλος του ακρωτηρίασε με μια δαγκωνιά τα γεννητικά του όργανα και αφού τα μάσησε, του τα έφτυσε στα μούτρα. Το πλάσμα συνέχισε όμως να κάνει τις βρωμιές του, γιατί έτσι και αλλιώς δεν είχε αρχίδια…

plasma

X.

Πριν δύο μήνες ένας σκαντζόχοιρος  έπιασε στα πράσα τη γυναίκα του να τον απατάει με έναν αρουραίο. Αφού το σκέφτηκε καλά, πλήρωσε έναν ρινόκερο για να κάνει έρωτα μαζί του και φρόντισε να τον δει ο αρουραίος ο οποίος έπαθε μεγάλο σοκ. Την επόμενη μέρα ο κερατάς σκαντζόχοιρος είδε τον αρουραίο στο δρόμο, του έκλεισε το μάτι και του είπε με νόημα… έτσι γαμάνε τα ογκώδη φυτοφάγα θηλαστικά της Αφρικής που στο πάνω ρύγχος τους έχουν ένα ή και δύο κέρατα…

keratas

XI.

 Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στο μυρμηγκοβασίλειο. Οι δουλειές είχαν παύσει για μεσημέρι και ένα μυρμήγκι μες στην ντάγκλα του, έπινε τον καφέ του και ένα μικρό παιδί, που ποτέ δεν έμαθε την αξία της ζωής, το πάτησε. Από τότε το μυρμήγκι δεν ξαναήπιε καφέ νες. Το παιδί γέρασε και πέθανε.

ant

XII.

Τα χρόνια που ο λύκος έγραφε το βιβλίο του “περί επ’ αναστάσεως λόγοι”, το γουρούνι έγραψε το “μανιφέστο της πουστιάς”, το φίδι έγραψε την “πνευματική αναπηρία στην μετά-Εδέμ εποχή” και οι γλάροι πετούσαν και έπαιρναν μάτι ένα ζευγάρι ανθρώπων να κάνει παθιασμένο έρωτα στην παραλία. Την επόμενη χρονιά το ζευγάρι χώρισε και δεν ξαναέκανε έρωτα στην παραλία. Ήταν η ίδια χρονιά που οι γλάροι έκαναν επανάσταση, η αλεπού άνοιξε γιαουρτάδικο, η αρκούδα ανέβηκε στο βουνό της , εγώ έμεινα εδώ, εσύ εκεί και η ζωή συνεχίζεται…

434

XIII.

Η αρκούδα γυρνούσε στο δάσος και κάποια στιγμή ζαλίστηκε και είπε να βρει ένα μέρος να ξαποστάσει. Βρήκε ένα καφενείο μα η μόνη καρέκλα δίχως κώλο επάνω της, ήταν στο τραπέζι που καθόταν το σαλιγκάρι. Κάτσε αρκούδα, της είπε και εκείνη κάθισε. Τι να κεράσω αρκούδα? Ρώτησε ο σαλίγκαρος… Άντε γαμήσου, απάντησε εκείνη. Ο σαλίγκαρος εκνευρισμένος αλλά αρκετά ψύχραιμος της είπε… Θα σου έκοβα το λαρύγγι με το στιλέτο μου, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 258 παράγραφος 2ε και 2ζ του δασικού κώδικα, απαγορεύεται ο φόνος, η αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της αφεντιάς σου…

snail

XIV.

Ένα δειλινό του Αυγούστου, ο σκίουρος έφαγε κρεμμύδια και η ανάσα του σκότωσε την αγάπη μας. Ο ασβός ρεύτηκε την τονοσαλάτα που του μαγείρεψε η αλεπού και η χελώνα έπινε υποβρύχια στο στέκι παρέα με την οχιά και η ζωή συνεχίζεται και η ζωή συνεχίζεται…

ryryye

XV.

Κάποτε στο στέκι του καρχαρία, βρέθηκε ένας λύκος, πρώην χωροφύλακας να τα πίνει. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει, άρχισε να πουλά μαγκιά έχοντας στα μυαλά του τις παλιές ένστολες μέρες του. Μια παρέα ασβών αντιεξουσιαστών, τον έβγαλαν έξω το λύκο με σπρωξιές και τον έσπασαν στο ξύλο. Την ώρα που προσπαθούσε να σηκωθεί, τρώει μια κλωτσιά στα πλευρά από ένα πρόβατο και του πε “σήκω φύγε κερατά… εμείς εδώ δεν γαμάμε τσάμπα το μουνί”.

3325265w

XVI.

Ήτανε σούρουπο και η χελώνα γύρναγε στο σπίτι της πιωμένη. Στο δρόμο συναντάει το  λαγό που ‘τανε σπινταρισμένος και άρχισε να της πουλάει τσαμπουκά. Η χελώνα τότε τον προκάλεσε σε αγώνα δρόμου. Στάθηκαν δίπλα-δίπλα, όρισαν το σημείο τερματισμού και η χελώνα μαχαίρωσε στην πλάτη το λαγό 15 φορές σκοτώνοντας τον και μετά γύρισε στο σπίτι της.

3324252

*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Μικάλεφ «Σάπιες ιστορίες» 2013

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο Θάνατος Ήρθε Από Τα Ξένα – Γιώργος Μικάλεφ

ιστορία από το «δεύτερο βιβλίο του κώλου«

Άλλη μια Κυριακή με βρίσκει να κάθομαι στο γραφείο μου και να χαζεύω στον υπολογιστή με τις ώρες. Ο Χειμώνας δεν είναι για έξω και ειδικά όταν έχεις το τζάκι να καίει όλη μέρα. Είχαμε ξενυχτήσει το Σαββατόβραδο στο στέκι, πίνοντας μπύρες με τον Επαμεινώνδα. Ο συγχωρεμένος πια Επαμεινώνδας, ήταν ένας περίεργος τύπος ανθρώπου. Δεν τον έβλεπες συχνά έξω και κανείς στη γειτονιά δεν ήξερε τι δουλειά κάνει. Για κάποιο λόγο που μόνο εκείνος ήξερε, με συμπαθούσε και μια φορά το μήνα πηγαίναμε καμιά βόλτα για μπυροποσία. Εκείνη τη μέρα η γυναίκα μου απουσίαζε για ένα διήμερο σεμινάριο και εγώ ήμουν μόνος και ελεύθερος να πιω χωρίς γκρίνια. Όχι που δεν είχε δίκιο να γκρινιάζει για την υγεία μου, αλλά και εγώ είχα ανάγκη το παυσίπονο μου.

Μόνο που μεσημέριασε και είμαι ακόμα χώμα. Μια λιγούρα με οδήγησε στο ψυγείο και με ανάγκασε να φάω την τελευταία σοκολάτα της Μαρίας. Σκεφτόμουνα μια φράση που έλεγε συνεχώς χθες ο Επαμεινώνδας μετά το πέμπτο υποβρύχιο… είναι τέρατα που πηδάνε, μας γαμάνε και πάνε. Από το περασμένο βράδυ  προσπαθούσα να την ερμηνεύσω… όχι τόσο τη φράση, αλλά τον περίεργο φίλο μου. Η προσπάθεια μου να τον ψυχολογήσω πάντα αποδεικνυόταν άκαρπη. Πιτσιρικάς διάβαζα πολύ τα συνωμοσιολογικά. Ε λοιπόν, αυτός ο τύπος είναι σαν να βγήκε μέσα απ’ τις σελίδες αυτών των βιβλίων. Έριξα δυο ξύλα στο τζάκι και έγειρα στον καναπέ.

Η σοκολάτα ήταν με κομματάκια αμυγδάλου. Την απόλαυσα μαζί με ένα ωραίο γλυκό καπουτσίνο. Από αυτόν δεν είχαμε στο χωριό μου. Ούτε τουαλέτα δεν είχαμε στο χωριό μου. Καιρός να τα απολαύσω λοιπόν. Καναπές, σοκολάτα, καπουτσίνο και αραλίκι.

Με την τηλεόραση κλειστή έχω διαπιστώσει πως το μυαλό μου λειτουργεί περισσότερο. Μπορεί να σκέφτεται περίπλοκα θέματα. Εκείνη την ώρα σκεφτόμουν πώς να παρακολουθήσω τον Επαμεινώνδα και να μάθω τι σκαρώνει εκεί μέσα… Οι συσκευές παρακολούθησης ήταν αρκετά φτηνές και διαθέσιμες με παραγγελία απ’ το διαδίκτυο. Φανταζόμουν τον εαυτό μου με ακουστικά να κοιτάω πολλές μικρές οθόνες και να ανακαλύπτω άκρως απόρρητα κρατικά μυστικά. Σε άλλη εκδοχή ανακάλυπτα πως ο γείτονας ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος και τον χάζευα την ώρα που ακρωτηρίαζε κάποιο από τα θύματα του και συγκεκριμένα την κυρά-Κούλα τη πασοκτζού… το τελευταίο σενάριο που έπλασε η καλπάζουσα φαντασία μου εκείνο το μεσημέρι, ήταν πως ο Επαμεινώνδας ντυμένος ουρακοτάγκος, πηδούσε την Μαρία μου. Εκεί σταμάτησα τα σενάρια. Η φαντασία καμιά φορά σου δημιουργεί εικόνες άσχημες και εμετικές. Για αυτό και άνοιξα την τηλεόραση.

Άλλαζα κανάλια αναποφάσιστα για κάνα πεντάλεπτο. Τελικά κατέληξα να βλέπω τον Ντάνιελ Σαν ντυμένο ντουζιέρα να τρέχει για να γλιτώσει το ξύλο. Αλλά τις έφαγε…

Ο καφές σε συνδυασμό με σοκολάτα και το άστατο στομάχι μου, είχε αρχίσει να επιδράει. Ηχηρές εκκενώσεις αερίων άρχισαν να μολύνουν την ατμόσφαιρα. Διήρκησαν μέχρι τις διαφημίσεις όπου τα δεσμά μου  χαλάρωσαν και ελεύθερος πια μπορούσαν να περάσω το τηλεοπτικό μου διάλλειμα, στην τουαλέτα που τόσο πολύ ονειρευόμουν στα παιδικά μου χρόνια.

Πάντα ένιωθα ηλίθιος όταν προσπαθούσα να λύσω κάποιο σταυρόλεξο. Η Μαρία πάντα φρόντιζε να υπάρχει κάποιο σταυρόλεξο στο μπάνιο. Ίσως για να με κάνει να νοιώθω ηλίθιος. Αυτή η σκέψη άρχισε να με απασχολεί καθώς καθόμουν αναπαυτικά στο κάθισμα της τουαλέτας. Η πόρτα της τουαλέτας ήταν ανοιχτή. Το συνήθιζα όταν ήμουνα ολομόναχος. Η τηλεόραση στο σαλόνι ήταν ακριβώς απέναντι από το μπάνιο. Είχα διαλέξει επίτηδες αυτή τη θέση για να μην χάνω τα αγαπημένα μου προγράμματα για κανέναν λόγο. Ήμουν τραγικός… το ξέρω…

Οι ήρεμες σκέψεις μου διεκόπησαν  από έναν δυνατό κρότο.  Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα αρκετά και τινάχτηκα απότομα. Κανείς εδώ δεν κυνηγά. Τι στον Άι Σπυρίδωνα ακούστηκε? Πρέπει να ήταν από πολύ κοντά και ήμουν σίγουρος πως ήταν πυροβολισμός. Η γειτονιά μας ήταν κάπως απόμερη και έξω από την πόλη αλλά κανείς δεν βαρούσε ντουφεκιές μεσημεριάτικα.

Οι επόμενες σκηνές ξετυλίχτηκαν αρκετά γρήγορα μιας και ο τρόμος δεν δίνει περιθώρια για πολλές σκέψεις. Ένας θόρυβος από γυαλιά να σπάζουν ακούστηκε απ’ το σαλόνι και ένα πελώριο “πράγμα” έκανε ένα γρήγορο αναγνωριστικό πέρασμα μπροστά από την ανοιγμένη πόρτα. Εγώ σηκώθηκα αυτόματα και έκλεισα απότομα την πόρτα του μπάνιου χωρίς δεύτερη σκέψη. Διπλοκλείδωσα ξαφνιάζοντας το πελώριο πλάσμα που άρχισε να χτυπάει με τρομακτική δύναμη την πόρτα, λες και την κλωτσούσαν πέντε άντρες.

Το ένστικτο της καθαριότητας νίκησε το ένστικτο της επιβίωσης και με ανάγκασε να σκουπιστώ χάνοντας ένα πολύτιμο λεπτό από τα τελευταία ίσως της ζωής μου. Τα χτυπήματα καταλάγιασαν και σταμάτησαν. Κοίταξα απ’ την κλειδαρότρυπα και αντίκρισα ένα γκρίζο τέρας που ξεπερνούσε τα δύο μέτρα να περιφέρεται στο σαλόνι μου. Η τηλεόραση μου το ενόχλησε και στηριζόμενο στην χοντρή ποντικίσια ουρά του, σήκωσε το σώμα του και με τα τεράστια πόδια του την κλώτσησε με δύναμη σωριάζοντας της κάτω. Μετά γύρισε προς την πόρτα που μας χώριζε και άρχισε να πλησιάζει με έναν αργό αηδιαστικό τρόπο. Εκείνη την ώρα παρά την ταραχή μου κατάλαβα τι ήταν αυτό το τέρας…

Ήταν ένα καγκουρό από την κόλαση. Καθώς πλησίαζε ο τρόμος έγινε ακόμα μεγαλύτερος. Στον μάρσιπο του δεν υπήρχε κανένα γλυκό μωρό καγκουρό παρά ένα ανθρώπινο κεφάλι. Ήταν το ακρωτηριασμένο κεφάλι του Επαμεινώνδα!  Ο Χριστός και η Παναγία ψιθύρισα και μίσος άρχισε να μολύνει τη ψυχή μου με εκδικητική μανία. Οι κλωτσιές έδιναν και έπαιρναν και η πόρτα δεν θα άντεχε για πολύ. Προσπαθούσα να σκεφτώ πως θα μπορούσα να αντιμετωπίσω αυτόν τον δίμετρο δαίμονα και οι επιλογές μου ήταν ελάχιστες εκεί μέσα. Ήλπιζα μόνο να είχα ξεχάσει τον θερμοσίφωνα ανοιχτό από χθες το βράδυ.

Η πόρτα με ένα τελευταίο χτύπημα του δολοφονικού καγκουρό υποχώρησε. Εγώ μέσα στη μπανιέρα σκυμμένος με το τηλέφωνο του ντους στο χέρι να βγάζει καυτό νερό. Το τέρας μπήκε χυδαία και αναίσχυντα στο μπάνιο μου πατώντας χωρίς κανέναν σεβασμό πάνω στην διαλυμένη πόρτα. Μόλις το διψασμένο για αίμα βλέμμα του συνάντησε το πραγματικά χεσμένο δικό μου, έβγαλε μια ανίερη κραυγή ευχαρίστησης. Δεν περίμενα πολύ… έβαλα την πίεση του καυτού νερού στο τέρμα και το εκτόξευσα ζεματίζοντας το κεφάλι του θηρίου. Εκείνο σοκαρισμένο και με τα μάτια του κλειστά από τον πόνο, έπεσε πίσω στη μπανιέρα. Βρήκα ευκαιρία και έτρεξα στο σαλόνι. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει σαν τρελό… πήγα στην κουζίνα.

Όταν το αιμοβόρο κτήνος βγήκε από το μπάνιο, εγώ είχα εφοδιαστεί με ένα αντικολλητικό τηγάνι και ένα μεγάλο κοφτερό μαχαίρι. Εκείνο όρμισε με δυο σάλτα κατά πάνω μου και τότε βρήκα την ευκαιρία να του ρίξω μια τηγανιά στο δόξα πατρί και να το μαχαιρώσω επιφανειακά στο στήθος. Εκείνο στηριζόμενο στην ουρά του πήρε θέση για να με κλωτσήσει. Όμως εγώ την απέφυγα πέφτοντας στο πλάι και βρήκα την ευκαιρία να του μαχαιρώσω την ουρά και την πλάτη.  Μου ανταπέδωσε τα χτυπήματα ρίχνοντας μου μια στα μούτρα με την ουρά του αφοπλίζοντας με και με σώριασε κάτω. Επιχείρησε τότε αμέσως να πηδήξει επάνω μου αλλά ευτυχώς κύλισα προς το τζάκι και το απέφυγα ξανά. Καθώς σηκωνόμουν άρπαξα το σίδερο από το τζάκι για όπλο. Το θηρίο πήδηξε καταπάνω μου με σκοπό να με πετάξει στη φωτιά, αλλά αποφεύγοντας το κατέληξε να ζεματίσει το πόδι του στο τζάκι και να πέσει κάτω σφαδάζοντας. Χωρίς να χάσω την ευκαιρία σήκωσα το σίδερο και άρχισα να χτυπώ τον δαίμονα στο κεφάλι με μανία… σύντομα έχασε τις αισθήσεις του…

Δέκα λεπτά αργότερα τα χέρια μου είχαν πιαστεί και σταμάτησα να χτυπάω το διαλυμένο κρανίο, αφήνοντας το ματωμένο σίδερο στο πάτωμα. Το κεφάλι του καγκουρό είχε γίνει μια μάζα από κρέας, σαν τις μπριζόλες που μου χτυπούσε η γιαγιά μου η Χρυσάνθη. Το κεφάλι του Επαμεινώνδα είχε πέσει κατά τη διάρκεια της μάχης στον καναπέ μου. Το σκέπασα με μια κουβερτούλα. Έριξα μια ερευνητική, ψύχραιμη ματιά στο νεκρό φονιά. Μέσα στον μάρσιπο υπήρχε κάτι ακόμα. Σίγουρα δεν ήταν ανθρώπινο μέλος. Είχε τετραγωνισμένο σχήμα. Έβαλα το χέρι μου μέσα σε αυτή την αηδία και έβγαλα από μέσα ένα μεγάλο βιβλίο βουτηγμένο στα αίματα. Το ακούμπησα στο τραπεζάκι και το άνοιξα. Ήταν χειρόγραφο και έβαζα στοίχημα πως το έγραψε ο Επαμεινώνδας.

Τα όσα διάβασα εκεί μέσα ήταν συνταρακτικά. Στις σελίδες αυτού του βιβλίο ο αδικοχαμένος φίλος, έγραφε για την μεγάλη συνωμοσία των καγκουρό… Το ξέρω πως θα σας φανεί γελοίο. Το ίδιο φάνηκε και σε μένα όταν διάβασα ότι τα καγκουρό σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, αν γευτούν το αίμα και τη σάρκα των απογόνων του Αλεξάνδρου, θα κυριαρχήσουν στον κόσμο… Η αλήθεια είναι ότι και εγώ γέλασα όταν το άκουσα. Λίγα λεπτά αργότερα όμως, όταν αντίκρισα έξω από παράθυρο μου εκατοντάδες καγκουρό να τριγυρνούν στη γειτονιά, το χαμόγελο μου πάγωσε…

Ένας πανικός άνευ προηγουμένου επικρατούσε στους δρόμους έξω. Τα καγκουρό-φονιάδες ήταν αμέτρητα και παντού. Σκότωναν και βίαζαν όποιον βρισκόταν στο πέρασμα τους. Εισέβαλαν σε σπίτια σπάζοντας πόρτες και παράθυρα. Όσοι επιχείρησαν να φύγουν βρήκαν τον θάνατο μέσα στα αυτοκίνητα τους… βλέπεται αυτά τα τέρατα όλο το βράδυ είχαν ρουφήξει τη βενζίνη από όλα τα αυτοκίνητα της γειτονιάς. Ήταν πραγματικά πανούργα αλλά εγώ ήμουν ακόμα πιο πανούργος από αυτά τα φριχτά τέρατα…

Την ώρα που τα χτυπήματα στην εξώπορτα μου έδιναν και έπαιρναν, εγώ με το κοφτερό μαχαίρι είχα είδη γδάρει το τομάρι του καγκουρό που είχα σκοτώσει και το είχα φορέσει. Το θέαμα ήταν αισχρό και γελοίο ταυτόχρονα. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουνα όταν το έπραττα, αλλά μετά από τόσο κόπο δεν θα έκανα πίσω. Φόρεσα το δέρμα του ζώου σαν μακάβρια αποκριάτικη στολή. Το δέρμα απ’ την ουρά και τα πίσω πόδια σερνόταν στο πάτωμα, ενώ το κατεστραμμένο κεφάλι ήταν πεσμένο πάνω απ’ το δικό μου σαν  τα κεφάλια του λύκου που είχαν οι μάγοι αν θυμάμαι καλά σε κάποιο έργο…

Βγήκα έξω από το παράθυρο με τη ματωμένη κρεάτινη στολή μου. Απορώ γιατί μου χτυπάγανε την πόρτα και δεν μπαίνανε απ’ το σπασμένο παράθυρο. Αλλά δεν έκατσα να το σκεφτώ και προσποιούμενος το καγκουρό άρχισα να πηδάω σέρνοντας πίσω την ουρά και τα πόδια του θύματος μου. Κανένα καγκουρό δεν αντιλήφτηκε την απάτη μου. Τότε κατάλαβα ότι αυτά τέρατα θα πρέπει να τα έβλεπαν όλα ασπρόμαυρα… Περνούσα δίπλα τους την ώρα που σοδόμιζαν τους γείτονες μου και σφάγιαζαν τα παιδιά τους. Ήξερα πως δεν μπορούσα να βοηθήσω και ότι έπρεπε να σώσω το τομάρι μου για να προειδοποιήσω την ανθρωπότητα.

Μετά από μια ώρα αιματοβαμμένης περιπλάνησης κατάφερα να φτάσω σε έναν λόφο ασφαλή χωρίς αιμοβόρα πλάσματα τριγύρω. Από κει πάνω έβλεπα και το σπίτι μου ακόμα… στο βάθος. Στο δρόμο μου δεν συνάντησα άνθρωπο ζωντανό. Μόνο ακρωτηριασμένα μέλη μισοφαγωμένα και βιασμένα. Ήρθε στο μυαλό μου η γυναίκα μου. Το αεροδρόμιο σκέφτηκα πρέπει να ήταν κλειστό. Κάποιος πρέπει να ειδοποίησε την αστυνομία, τον στρατό, την κυβέρνηση ή όποιον στο διάολο μπορούσε να βοηθήσει. Στεκόμουν στον έρημο λόφο, μέσα στο ζεστό τομάρι του κτήνους και σκεφτόμουν τι να έκανα, όταν ακούστηκε ο θόρυβος από ένα αεροπλάνο που πλησίαζε στο αεροδρόμιο. Πάγωσα… τι θα γινόταν αν η Μαρία ήταν σε αυτό το αεροπλάνο και με το που άνοιγαν την πόρτα την κατασπάραζαν τα τέρατα μαζί με όλους τους επιβάτες? Και αν τα καγκουρό είχαν κυριαρχήσει σε όλες τις πόλεις? Και αν ήμουν ο τελευταίος επιζών αυτού του πολέμου? Και αν τελικά προσποιούταν ότι τα έβλεπαν όλα ασπρόμαυρα?

Η απόφαση που πείρα καθώς το αεροπλάνο  προσγειώθηκε και αποβιβαζόταν μια στρατιά από πηδηχτά τέρατα, ήταν μονόδρομος. Τυλίχτηκα με τη στολή μου και αποφάσισα να συνεχίσω να είμαι καγκουρό μέχρι να έρθει ο στρατός των ανθρώπων… αλλά δεν φάνηκε ποτέ…

Οραματιζόμουν τον εαυτό μου ως τον τελευταίο άνθρωπο στη Γη. Έναν πολεμιστή που σφαγιάζει τις ορδές των τεράτων. Στο φως θα ήμουν απλά ένα καγκουρό που θα πηδούσε όλη μέρα και τη νύχτα θα έπαιρνα την εκδίκηση μου στο όνομα της ανθρωπότητας… Μήπως όμως όλα αυτά να ήταν λάθος. Μήπως έπρεπε να αφήσω τα δύσμοιρα ζώα να κυριαρχήσουν ανενόχλητα όπως εμείς τόσα χρόνια τη Γη. Ίσως αυτά να τα πήγαιναν καλύτερα… Ίσως να έπρεπε να τους δώσω μια ευκαιρία…

Την σκέψη μου την διέκοψε απότομα ένα σκούντημα στον ώμο που αντί να με παγώσει έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή… η Μαρία με έβρισε γιατί έφαγα την τελευταία της σοκολάτα. Εγώ στον καναπέ κουλουριασμένος και αγουροξυπνημένος την κοίταξα σιωπηλά. Ωραία αντιμετώπιση στην τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας…

Γιώργος Μικάλεφ

 

Σάπιου Μύθοι

*με άπλετο σεβασμό στον Αίσωπο και τον Bierce

«Μέρος Πρώτο»

Ο σκύλος κάποτε ρώτησε τον γάτο γιατί πίνει και εκείνος απάντησε… Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πιω αλλά για κανέναν από αυτούς δεν πίνω. Πίνω μόνο για να ξεχάσω όλους αυτούς τους λόγους που εσύ με τη γαμημένη σκυλίσια ερώτηση σου μου θυμίζεις.

 .. . ..

Ένας σκύλος έκανε έρωτα με έναν άλλο σκύλο σε ένα συνεργείο. Ένας ομοφυλόφιλος μυοπόταμος τους κοιτούσε με μια δόση ζήλιας που εκείνος δεν μπορούσε να ερωτοτροπήσει όπως οι σκύλοι και με θρασύτητα απερίγραπτη τους πέταξε έναν κουβά νερό. Τότε οι δύο σκύλοι μετά από μερικά γαμοσταυρίδια, έπιασαν το ομοφυλόφιλο ζώο και του έδειξαν πως κάνουν έρωτα οι σκύλοι.

 .. . ..

Στη λίμνη ένα βράδυ μία πάπια φλέρταρε χυδαία με έναν κάβουρα. Την ώρα που ψήθηκε η κατάσταση και ετοιμαζόταν να πάνε στην καβουροφωλιά να βγάλουν τα μάτια τους, ένας μουνουχισμένος κυνηγός, πυροβόλησε τον κάβουρα στο κεφάλι και τον σκότωσε. Η πάπια πέταξε μακριά και παντρεύτηκε έναν Αύγουστο.

 .. . ..

Ο μυοκάστορας ένα βράδυ τα έπινε μαζί με τον γάτο. Ο γάτος ρώτησε το συμπότη του γιατί πίνει. Ο μυοκάστορας του απάντησε… δεν μας γαμάς ρε γάτε. Και έτσι έγινε.

 .. . ..

Το τσοπανόσκυλο κόντευε να πνιγεί από το σφιχτό κολάρο και ζήτησε από τον γάτο να του το χαλαρώσει. Ο γάτος του ζήτησε να χαμηλώσει το κεφάλι του για να τον βοηθήσει. Τότε ο γάτος έβγαλε ένα σουγιά και του έκοψε το λαιμό.

 .. . ..

Ένας μεγάλος αρουραίος ήταν στην παραλία με τον μυοκάστορα και πίνανε μπύρες. Ο τελευταίος ρώτησε τον αρουραίο γιατί πίνει και του απάντησε… πίνω για να ξεχάσω τα υλικά δεσμά αυτού του κόσμου που κρατάνε το πνεύμα μου σκλαβωμένο στους υπονόμους της ύπαρξης. Ο μυοκάστορας κοίταξε τον αρουραίο και κατέβασε την μπύρα του με ευχαρίστηση… το βγάλαμε το μεροκάματο και σήμερα… σκέφτηκε ενδόμυχα…

Γιώργος Μικάλεφ

Ο Παππούς-Δράκος, η Γιαγιά-Στρίγκλα και… ο Πρωτοχρονιάτικος «Greek Mussakas» …της κ. Λόλας! …του P.S.Mavro

Ένα επίκαιρο Πρωτοχρονιάτικο «παραμύθι»
από τον P.S.Mavro/Stavrioti 
αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του κόσμου.
Τώρα που είναι Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, είναι συνήθεια οι άνθρωποι να μαγειρεύουν νόστιμα φαγητά, να φτιάχνουν γλυκά, να στολίζουν εορταστικά το τραπέζι τους, να τρώνε όλοι μαζί – οικογενειακά – να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους πίνοντας καλό κρασί, να ανταλλάσουν δώρα και ευχές…(!) αλλά και να αφηγούνται όμορφες ιστορίες!
Φυσικά το «τώρα» (που χρησιμοποίησα σαν πρώτη μου λέξει) είναι τελείως ανεπίκαιρο, μια και στις ημέρες μας -οικονομικά- υπάρχει μεγάλη στενότητα. Τα χρήματα λείπουν από τα περισσότερα σπίτια… γιατί όλοι μας σκεπτόμαστε, αυτούς που είναι ακόμα φτωχότεροι από εμάς!
Μια και λοιπόν, τα τελευταία χρόνια και εγώ δυσκολεύομαι οικονομικά… και δεν μπορώ να κάνω δώρα (ιδιαίτερα στα παιδιά) …σκαρφίζομαι ιστορίες και παραμύθια, που σαν καλός παππούς, πρώτα τα αφιερώνω στις δύο εγγονές μου, τη Λυδία και την Ίριδα, μετά στα ανίψια μου και φυσικά σε όλα τα παιδιά του κόσμου!
Για αυτές τις γιορτές λοιπόν έγραψα μια αλληγορική ιστορία που μιλά για φαγητό (φάτε μάτια – ψάρια, που λένε…) και την ονόμασα…
Ο Παππούς-Δράκος, η Γιαγιά-Στρίγκλα και… 
ο Πρωτοχρονιάτικος «Greek Mussakas» 
…της κ. Λόλας!
1024px-friedrich-johann-justin-bertuch_mythical-creature-dragon_1806
Κάποτε ήταν μία εποχή που, αν κάποιος περνούσε έξω από τις κουζίνες και τα παραθύρια του χωριού, θα τρελαίνονταν από τις μυρωδιές! Λογίς λογίς φαγητά μαγειρεύονταν από τις νοικοκυρές. Mπουρδέτο, Mπιάνκο, Σοφρίτο, Παστιτσάδα, Παστίτσιο, Παπουτσάκια…
Iδιαίτερα τις γιορτινές ημέρες, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, όλο το χωριό γέμιζε από τις απίθανες αυτές μυρωδιές! Ο καθένας θα μπορούσε να συλλάβει με τα ρουθούνια του, γαργαλιστικές μυρωδιές από ψητές γαλοπούλες, από γουρουνόπουλο στη σούβλα, από κατσικάκι στο φούρνο! Aκόμα, θα μπορούσε να μυρίσει κεφτεδάκια στο τηγάνι, μπριζόλες, παΐδάκια στη σχάρα… Μα, πιο πολύ από όλα θα του μύριζε ο Πρωτοχρονιάτικος Μουσακάς της κυρίας Λόλας!
Τί μυρωδιά! Eυωδιά θα έλεγα καλλίτερα! Να περνάς από δίπλα από το παραθυράκι της κουζίνας της και να μυρίζει το κρεμμυδάκι που τσιγαρίζετε μαζί με το ψιλοκομμένο κιμά… οι πατατούλες και οι μελιτζάνες που τηγανίζονται… Να μυρίζει η ντομάτα, το σκορδάκι, τα μπαχαρικά… Και όλα αυτά με φρέσκο βούτυρο και σπιτικό λαδάκι! Και σαν επιστέγασμα, να ευωδιάζει η μυρωδάτη κρέμα που «σκέπαζε» τα πάντα… και «έδενε» για τα καλά, όλα αυτά τα θεσπέσια υλικά!!!
Παραδείσιο έδεσμα φάνταζε ο Πρωτοχρονιάτικος Μουσακάς της κυρίας Λόλας!!!!
Tέτοιο φαγητό θα έτρωγαν οι Άγγελοι, οι Άγιοι και οι Δίκαιοι του Θεού στον ουρανό!
«Greek Mussakas»! …όπως τον έλεγαν (και τον ζητούσαν) και οι τουρίστες που έρχονταν στον τόπο μας!
Mετά ήρθε η οικονομική κρίση. Πάνε οι Μπριζόλες, πάνε τα Κεφτεδάκια, πάνε τα Μπουρδέτα… ξεχάστηκαν και τα Παστίτσια… Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για γαλοπούλες, γουρουνόπουλα και κατσικάκια.
Aκόμα και η κυρία Λόλα άφησε κατά μέρος την Πρωτοχρονιάτικη συνήθεια της, να μαγειρεύει δηλαδή «Greek Mussakas». Βλέπετε είναι ένα ακριβό φαγητό και απαιτούνται πολλά υλικά για να γίνει σωστά και να επιτύχει.
Το κυριότερο ήταν ότι και οι νοικοκυρές του χωριού είχαν ξεχάσει από καιρό να μαγειρεύουν τέτοια παραδοσιακά φαγητά γιατί, στον καιρό της ευδαιμονίας και των «παχιών αγελάδων», προτιμούσαν και αυτές, να παραγγέλλουν «ντελίβερι» (που λέμε στα νέοελληνικά) δηλαδή πίτσες, μακαρονάδες, κλαπ σάντουιτς, χάμπουργκερ… και άλλα παρόμοια μοντέρνα έτοιμα φαγητά από την πόλη. Tώρα, πού να βρεθούν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες… μάλιστα, όλοι είχαν φτωχύνει τόσο πολύ που μόνο πατάτες, κολοκυθάκια βραστά και βλίτα μαγείρευαν. Άντε, που και που, κανένας φτηνός γαύρος στο τηγάνι. Mέχρι εκεί και πάλι καλά.
Στο παραμύθι μας όμως.
Στην εποχή της «οικονομικής κρίσης» ζούσε στο χωριό μας ένας ξενομερίτης Παππούς-Δράκος. Κανείς δε θυμάται, όμως, πότε και από που, ήρθε στον τόπο μας.
Ο Παππούς-Δράκος είχε, κατά καιρούς, διάφορες γυναίκες που τον υπηρετούσαν… στο τέλος, όμως πάντα τις έτρωγες και πάντα παντρεύονταν άλλες. Αυτή τη φορά είχε για γυναίκα του μια πραγματική στρίγκλα. Όνομα και πράγμα, που λένε.
– «Γιαγιά-Στρίγκλα, πεινάω» φώναζε κάθε πρωί ο Παππούς-Δράκος… και αμέσως έτρεχε η Γιαγιά-Στρίγκλα, άρπαζε ένα παιδί από τους δρόμους του χωριού… και το πήγαινε στον άντρα της, το δράκο, να το φάει.
– «Γιαγιά-Στρίγκλα, πεινάω» φώναζε πάλι το μεσημέρι ο Παππούς-Δράκος. Έτρεχε η Γιαγιά-Στρίγκλα, άρπαζε ένα άλλο παιδί και το πήγαινε στον άντρα της, το δράκο…
– «Γιαγιά-Στρίγκλα, πεινάω» ξανά φώναζε πάλι, το βράδυ ο Παππούς-Δράκος. Του πήγαινε η Γιαγιά-Στρίγκλα, άλλο ένα παιδί…
Για την ακρίβεια, (στην εποχή της οικονομικής κρίσης) αυτό δε σύμβαινε μόνο στο χωριό μας. Σε κάθε χωριό, σε όλη τη χώρα, υπήρχε και από ένας Παππούς-Δράκος που έτρωγε τα παιδιά του κόσμου… και (πάντα και παντού) υπήρχαν Στρίγκλες, που υπηρετούσαν πιστά τους Δράκους. Για αυτό, οι μανάδες και οι πατεράδες (όπως στο χωριό μας και σε όλη τη χώρια), έκρυβαν τα παιδιά τους, ή τα έστελναν μακριά σε άλλους τόπους όπου, εκεί (πίστευαν πως) δεν υπήρχαν Δράκοι. Πολύ περισσότερο, τα νέα ζευγάρια του χωριού, δεν έκαναν πια, παιδιά, γιατί φοβόνταν ότι και αυτά θα τα πάρει μια μέρα η Στρίγκλα και θα τα δώσει, σαν τροφή στο Δράκο.
Καταλαβαίνετε ότι στο χωριό είχε πέσει μεγάλη στενοχώρια.
– «Που θα πάει το πράγμα. Σε λίγο θα μείνουμε χωρίς παιδιά. Τί Κόσμος και τι Mέλλων θα είναι αυτό χωρίς παιδιά?» έλεγαν και ξανά έλεγαν, οι κάτοικοι του χωριού.
– «Τί θα μπορούσε να μας σώσει από αυτό τον αχόρταγο Δράκο και τη Στρίγκλα του?» αναρωτιόταν.
– «Του καλαρέσουν τα παιδιά μας, και αυτή η Στρίγκλα, η γυναίκα του, δεν ξέρει να του μαγειρέψει κάτι της προκοπής, να φάει ο άνθρωπος… (συγγνώμη, ο Δράκος, ήθελα να πω)
Ιδιαίτερα, αυτές τις άγιες ημέρες των γιορτών (εν μέσο της οικονομικής κρίση) τα πράγματα ήταν πολύ μελαγχολικά στο χωριό.
Η κυρία Λόλα όμως, είχε την λύση έτυμη.
– «Ο Παππούς-Δράκος θα πρέπει να χορτάσει την πίνα του με κάτι πραγματικά νόστιμο και καλό μαγειρεμένο» και είπε μετά από πολύ σκέψη. «Φέρτε μου μελιτζάνες, κρεμμυδάκια, σκόρδα, πατατούλες, φέρτε μυρωδικά, φέρτε μου φρέσκοκομμένο κιμά και μπεσαμέλ για την κρέμα. Θα μαγειρέψω ένα Μουσακά που ο Δράκος θα γλύφει τα δάχτυλα του! Όταν τον δοκιμάσει… δε θα του κάνει πια, καμία όρεξη να ξανά φάει… παιδάκια!» …πρόσθεσε με αυτοπεποίθηση.
– «Μουσακά, τέτοια εποχή και Πρωτοχρονιάτικα? Που τον θυμήθηκε… και θα θυμάται να τον μαγειρέψει, ή θα πάνε άδικα όλα αυτά τα πολύτιμα υλικά?» …αναρωτήθηκα οι γυναίκες του χωριού. Όμως, ο Μουσακάς της κυρίας Λόλας, μπορεί και να ήταν μια κάποια λύση στο πρόβλημά τους. Προκειμένου να σώσουν τα παιδιά τους αποφάσισαν να το δοκιμάσουν. Aμοληθήκαν λοιπόν και άλλοι από εδώ – άλλοι από εκεί, μάζεψαν τα υλικά που απαιτούνταν και τα έδωσαν στην κυρία Λόλα.
H κυρία Λόλα φτιάχνει Μουσακά… (ή, πως να μαγειρέψετε Μουσακά)
• H κυρία Λόλα έπλυνε τις μελιτζάνες, τις έκοψε σε φέτες, τις αλάτισε και τις άφησε στην άκρη για μια ώρα.
• Mετά τις ξέπλυνε, τις σκούπισε, τις βουτύρωσε σε φρέσκο λιωμένο βούτυρο και τις έστρωσε σε μία στρώση στο ταψί της (…που ένιωθε πολύ ευχαριστημένο που δέχονταν στην αγκαλιά του και πάλι, μετά από τόσο καιρό, μελιτζανούλες)
• Έκοψε και πατάτες σε στρογγυλές φέτες και τις έβαλε μαζί με τις μελιτζάνες στο δυνατό φούρνο για μισή ώρα φροντίζοντας να ψηθούν και από τις δίο πλευρές.
Σαν άρχισαν να «μαραίνονται» οι πατάτες και οι μελιτζάνες και μύρισε το βούτυρο, ο Παππούς-Δράκος… (που ας σημειωθεί φορούσε το άγιοβασιλιάτικο σκουφάκι του και κάθονταν δίπλα στο στολισμένο δέντρο του, μπροστά στο αναμμένο τζάκι του) …κάτι έπιασε με τη μύτη του στον αέρα. Ρουθούνισε ξαφνιασμένος και σκέφτηκε… – «Σαν κάτι να μυρίζει εδώ πέρα»…
• Στη συνέχει η κυρία Λόλα έβγαλε από το ταψί τις μελιτζάνες και τις πατάτες και τις έβαλε στο τρυπητό να σουρώσουν από το βούτυρο.
• Τώρα ήταν η σειρά να τσιγαριστεί (για δύο λεπτά) το ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι. Εδώ να δείτε μυρωδιές και ευωδιές! Ο Παππούς-Δράκος τρελάθηκε!
– «Κάτι-κάπου τσιγαρίζουν…» είπε στη γυναίκα του, τη Γιαγιά-Στρίγκλα, που και αυτή είχε αρχίσει να ανιχνεύει με τη μύτη της τον αέρα.
• Ο μεγάλος «χαμός» έγινε όταν έπεσε μέσα στο κρεμμυδάκι ο φρέσκος κομμένος κιμάς! Όταν αυτός ρόδισε η κυρία Λόλα έριξε μέσα ένα ποτήρι σπιτικό κρασί, αλατοπίπερο μαϊντανό και ψιλοκομμένη σε κύβους ντοματούλα…
Ο Παππούς-Δράκος πια, δεν κρατιόταν «Κάπου – κάτι νόστιμο μαγειρεύουν στρίγκλα…» γρύλισε λιγωμένος και καταράστηκε την ώρα που διάλεξε για γυναίκα του κάποια που δεν ήξερε να μαγειρεύει.
• Η κυρία Λόλα άφησε να βράσουν όλα αυτά τα υλικά για μισή ώρα, μέχρι να εξατμιστούν τα υγρά και να μείνει ο κιμάς πηχτός.
– «Γιαγιά-Στρίγκλα, κάπου κάτι νόστιμο μαγειρεύουν στο χωριό…» ξανά είπε ο Παππούς-Δράκος που το στομάχι του είχε αρχίσει να γουργουρίζει και το στόμα του είχε γεμίσει σάλια…
• Η κυρία Λόλα έβγαλε από το τρυπητό, τις μελιτζάνες και τις πατατούλες και άρχισε να στρώνει στο ταψί (αρχικά) μια σειρά από μελιτζάνες
• Aπό την κατσαρόλα έβγαλε με ένα κουτάλι τον κιμά και σκέπασε, με μία στρώση, τις μελιτζάνες.
• Έπειτα έφτιαξε μια στρώση με πατατούλες… και πάλι κιμά από επάνω!
• Aνάμεσα στις στρώσεις πασπάλιζε και λίγο τυρί τριμμένο.
Τώρα ήταν η σειρά της κρέμας. 
• Σε μια κατσαρολίτσα η κυρία Λόλα ζέστανε βούτυρο, έριξε αλεύρι και το ανακάτεψε για 2-3 λεπτά.
• Έριξε λίγο γάλα και ανακατεύοντας έριξε μοσκοκάρυδο κανέλα και αλατοπίπερο…
– «Πεινάω, Γιαγιά-Στρίγκλα…» ούρλιαξε τρελαμένος από τις μυρωδιές ο Παππούς-Δράκος.
• Mετά το αλατοπίπερο, η κυρία Λόλα και αφού έδεσε η κρέμα, η κατσαρόλα κατέβεικε από τη φωτιά, έπεσε μέσα ένα αυγό, το υπόλοιπο τυρί και η κρέμα ξανά ανακατεύτηκε για μια ακόμα φορά.
• Όλο αυτό το μίγμα έπεσε πάνω στις στρώσης με τις μελιτζάνες τις πατάτες και το κιμά και το ταψί ήταν έτυμο για το φούρνο!
• Η κυρία Λόλα έτριψε γαλέτα έβαλε μερικά ακόμα κομματάκια βούτυρο – σκόρπια στην επιφάνια – και έβαλε το ταψί στο φούρνο.
Σε 40 λεπτά ο Μουσακάς ήταν έτυμος!
Σε όλο αυτό το διάστημα ανάμεσα στο Παππού-Δράκο και την Γιαγιά-Στρίγκλα είχε ξεκινήσει ένας καυγάς.
– «Άδικα σε παντρεύτηκα» παραπονιόταν ο Παππούς-Δράκος. «Δεν ξέρεις να μαγειρεύεις τίποτα. Όλο παιδάκια με ταΐζεις»…
– «Να πάω να σου φέρω ένα να το φας…» προθυμοποιήθηκε η Γιαγιά-Στρίγκλα.
– «Όχι, να πας γρήγορα να δεις, σε πια κουζίνα και τί, μαγειρεύουν» πρόσταξε τη γυναίκα του, θυμωμένος ο Παππούς-Δράκος.
Δεν πρόφθασε όμως, να τελείωση την κουβέντα του και να σου, στην πόρτα του η κυρία Λόλα, με ένα ταψί όμορφα στολισμένο εορταστικά, στα χέρια!
– «Για σου Γιαγιά-Στρίγκλα. Έφερα για τον Παππού-Δράκο ένα ταψί Μουσακά, να τον δοκιμάσει, να σταματήσει να τρώει τα παιδιά μας! Είναι Πρωτοχρονιατικο δώρο από όλο το χωριό».
Ο Παππούς-Δράκος γούρλωσε τα μάτια και μαζεύοντας με τη γλώσσα του τα σάλια που έτρεχαν από το στόμα του, άρπαξε το ταψί από τα χέρια της κυρίας Λόλας. Άρχισε να καταβροχθίζει σε κομμάτια το Μουσακά. Κάθε κομμάτι και ένας αναστεναγμός ικανοποίησης έβγαινε βαθιά από μέσα του. Ήταν ολοφάνερο πως είχε καιρό να φάει μαγειρεμένο φαγητό.
– «Αυτό είναι φαγητό! Όχι το ωμό κρέας παιδιών που με ταΐζεις» είπε και έριξε μια αγριεμένη ματιά στη Γιαγιά-Στρίγκλα. «Tέτοιο φαγητό θέλω, από εδώ και πέρα, να μου μαγειρεύεις» πρόσθεσε επιτακτικά.
– «Aλήθεια πώς το λένε?» ρώτησε ο Παππούς-Δράκος στρεφόμενος προς την κυρία Λόλα.
– «Greek Mussakas!» απάντησε αυτή, καταλαβαίνοντας ότι το σχέδιο της μάλλον επέτυχε.
– «Ώστε αυτός είναι ο διάσημος σε όλο τον κόσμο Greek Mussakas?» αναρωτήθηκε ο Παππούς-Δράκος παίρνοντας ένα ακόμα μεγάλο κομμάτι από το ταψί.
– «Aπό σήμερα τέρμα τα παιδάκια. Μόνο Greek Mussakas θα μου φτιάχνεις. Φρόντισε να μάθεις να το μαγειρεύεις γιατί, μου φαίνεται ότι θα φάω εσένα…» ξανάπε στη γυναίκα του τη Γιαγιά-Στρίγκλα που βλέποντας τον άντρα της τόσο πολύ θυμωμένο μαζί της, είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για την τύχη της.
– «Ξέρω εγώ, άντρα μου, να μαγειρεύω τέτοια φαγητά…» ψέλλισε φοβισμένα.
– «Mην ανησυχείς Γιαγιά-Στρίγκλα» της είπε φιλικά η κυρία Λόλα. «Θα σου μάθω εγώ να φτιάχνεις τον καλύτερο Μουσακά για τον άντρα σου» πρόσθεσε.
Και έτσι έγινε.
Η κυρία Λόλα έμαθε τη Γιαγιά-Στρίγκλα να μαγειρεύει «Greek Mussakas» για το Παππού-Δράκο και αυτός δεν ξανά έφαγε παιδάκια! Μόνο Greek Mussakas έτρωγε, μέχρι που πέθανε από γηρατειά, ευχαριστημένος και χορτασμένος. (Μόνο η Γιαγιά-Στρίγκλα έζησε για πολλά – πολλά χρόνια ακόμα. Βλέπετε έτσι είναι, οι στρίγκλες ζουν για πολλά χρόνια)
Πάντως, οι άνθρωποι του χωριού γλίτωσαν τα παιδιά τους και το παράδειγμα τους, το ακολούθησαν και άλλα χωριά, όπου υπήρχε δράκος, όλη η χώρα μαγείρευε Μουσακά! …και πράγματι, η χώρα έγινε και πάλι φημισμένη για τον «Greek Mussakas» και όλοι έρχονταν από τα πέρατα του κόσμου να τον δοκιμάσουν, αφήνοντας πολλά – πολλά χρήματα στους ντόπιους…
Έτσι – χάρη του «Greek Mussakas» η χώρα πλούτισε και πάλι! …και η Οικονομική κρίση πήγε στο διάβολο και ακόμα παρά πέρα.
P.S.Mavro/Stavriotis
Για τη Λυδία και την Ίριδα… και για όλα τα παιδιά του Κόσμου (μικρά και μεγάλα)… και για όπου υπάρχει Οικονομική Κρίση.

Ο δικός μου «κυρ Βασίλης»…του P.S.Mavro

P.S.Mavro/Stavriotis
Zωγράφος – Συγγραφέας

Τώρα που είναι Πρωτοχρονιά, όπως και κάθε Πρωτοχρονιά, είναι συνήθεια (από τα αρχαία χρόνια), οι άνθρωποι να κάθονται γύρο στο τζάκι (ή από την ξύλοσόμπα τους) και να λένε (οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους) παλιές ιστορίες. Ιστορίες που μπορεί, όταν τις διηγούνται τις άλλες ημέρες του χρόνου, να μη μας συγκινούν πολύ… αλλά πάντα όταν ακούγονται τέτοιες εορταστικές ημέρες… ακουμπούν ΟΛΩΝ τις καρδιές.
Έτσι και εγώ, τώρα θα σας διηγηθώ την ιστορία του «κυρ Βασίλη».
Σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε γειτονιά και ρούγα, υπάρχει πάντα ένας «κυρ Βασίλης»! Ακόμα και αν δεν τον λένε «Βασίλη»… πάντα υπάρχει ένας «κυρ Βασίλης»! Σας ακούγεται λίγο παράξενο αυτό… αλλά είναι αλήθεια, παντού και πάντα υπάρχει ένας «κύριος Βασίλης»… ή για να ήμαστε πιο ακριβείς… παντού και πάντα μπορεί να υπάρξει ένας «κυρ Βασίλης»!
Τώρα, θα σας παρακαλέσω να κάνετε για λίγο ησυχία και να δώσετε προσοχή στην ιστορία που θα σας διηγηθώ… Θα σας μιλήσω για το δικό μου «κυρ Βασίλη».

Santa-reindeer-blog

Και ο δικός μου «κυρ Βασίλης», όπως άλλωστε όλοι οι «κυρ Βασίληδες», κάποτε ήταν μικρό παιδί σαν και εσάς. Bέβαια αυτό συνέβενε πριν πολλά – πολλά χρόνια…
Αυτός ο «κυρ Βασίλης», όταν ήταν παιδί, δεν πίστευε καθόλου στο συνονόματό του… Ξέρετε ποιόν εννοώ… Το γνωστό μας τον «Aϊ Βασίλη».
Όταν άκουγε τους συνομηλίκους του να μιλούν για τον «Aϊ Βασίλη», αυτός κρυφογελούσε και μάλιστα, θεωρούσε τουλάχιστον ανόητους, όσους πίστευαν ότι υπάρχει «Άγιος» που φέρνει δώρα στα παιδιά. Και όταν κάποιος μεγαλύτερος τον ρωτούσε… «Τι θέλεις Bασιλάκη να σου φέρει ο Aϊ Βασίλης την Πρωτοχρονιά?» …αυτός εκνευρίζονταν, γιατί καταλάβαινε πως του έλεγαν ψέματα για την ύπαρξη ενός τέτοιου «Αγίου».
Ο «μικρός κυρ Βασίλης» γνώριζε ότι, όλα τα δώρα την Πρωτοχρονιά, τα φέρνουν οι γονείς στα παιδιά τους, ή κάποιοι κοντινοί συγγενείς.
Γι’ αυτόν, δεν υπήρχαν εκκεντρικοί χοντροί άγιοι, ντυμένοι στα κόκκινα, με λευκές γενειάδες… ούτε έλκηθρα, ούτε τάρανδοι. Ήξερε πολύ καλά ότι, στα κεραμίδια των σπιτιών και στις καπνοδόχους, δεν ανέβαινε κανείς το χειμώνα, με τέτοιο κρύο… ούτε καν οι κεραμιδόγατοι. Aλλά δεν έλεγε και πολλά γιατί όλοι οι συνομήλικοι του… (είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα) …πίστευαν στον «άγιο των δώρων». Δεν ήθελε λοιπόν, να τους χαλάσει το όνειρο.
Ο «μικρός κυρ Βασίλης» μας, μπορεί να μην πίστευε στην ύπαρξη του «Aϊ Βασίλη»… όμως ήταν παιδί με ευαισθησίες και με καλή καρδιά.
Αυτός ήταν τυχερός, γιατί… (ξέχασα να σας το πω) …ο πατέρας του ήταν κάτι σαν… Δήμαρχος στο χωριό… και σαν «κεφαλή» που ήταν, είχε έναν πολύ καλό μισθό, πρόσφερε τα πάντα στην οικογένεια του …και φυσικά ποτέ δεν έλειπαν από τον «μικρό κυρ Βασίλη» τα δώρα. Κάθε Πρωτοχρονιά (και όχι μόνο) ο πατέρας του, του χάριζε ένα σορό παιχνίδια… και ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά από που έρχονταν όλα αυτά.
Τέρμα λοιπόν, τα παραμύθια για τον «άγιο των δώρων»
Όπως είπαμε όμως, ο «μικρός κυρ Βασίλης» είχε καλή καρδιά… και ήξερε πολύ καλά πως… όλοι οι συνομήλικοι του δεν ήταν το ίδιο τυχεροί με αυτόν. Κάποιοι μάλιστα (και δεν ήταν λίγοι αυτοί) περνούσαν στο σπίτι τους πολύ φτωχικά… και γνώριζε πως έρχονταν ημέρες που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Σε αυτά τα παιδιά οι φτωχοί γονείς τους φυσικά, δεν μπορούσαν να αγοράσουν δώρα… πολύ περισσότερο, κανένας ασπρογένης κόκκινοντυμένος «Aϊ Βασίλης» δεν τα θυμόταν.
Παρ’ όλα αυτά, πάντα τα φτωχά παιδιά, (όπως όλα τα φτωχά παιδιά του κόσμου), πίστευαν (άδικα) και ήλπιζαν (μάταια) πως… ο «άγιος των δώρων», αυτή τη φορά θα τα θυμόταν και αυτά… και πως θα τα επισκέπτονταν, φέρνοντας τους κάτι όμορφο…
Αυτή η αδικία στενοχωρούσε πολύ το «μικρό κυρ Βασίλη».
Από τι μία, αυτός είχε τόσα πολλά παιχνίδια… αλλά δεν πίστευε καθόλου – μα καθόλου στην ύπαρξη του «Αγίου των δώρων»… και από την άλλη, οι φίλοι του – τα φτωχά παιδιά του χωριού – πάρ’ όλο που πίστευαν στο Aϊ Βασίλη …σχεδόν ποτέ τους δεν έπαιρναν δώρα.
Kάποια Πρωτοχρονιά λοιπόν, κάτι του πέρασε από το μυαλό. Yπήρχαν τόσα παιχνίδια στο πατάρι του! Δε θα ήταν άσχημη ιδέα να μοιράσει μερικά από αυτά! Πίρε γρήγορα την απόφασή του. Θα χάριζε, στα φτωχά παιδιά του χωριού, μερικά από τα παιχνίδια του!
Nωρίς την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ανέβηκε στο πατάρι του και ξεχώρισε μερικά παιχνίδια, που από καιρό βρίσκονταν ξεχασμένα εκεί. Ανάμεσα σε αυτά … και ένα πανέμορφο μικρό, σκαλισμένο σε ξύλο, αλογάκι! Ήταν βαμμένο με ένα κίτρινο χρώμα και γυαλισμένο με κάποιο λαμπερό λούστρο! Ήταν τόσο όμορφο που, για κάποια στιγμή, σκέφτηκε αυτό να μην το χαρίσει… όμως η καλή του καρδιά, του είπε ότι… δεν είναι σωστό να κρατά για τον εαυτό του τα καλά παιχνίδια… και να χαρίζει μόνο αυτά που δεν του αρέσουν… Έτσι λοιπόν πίρε και το όμορφο ξύλινο κίτρινο αλογάκι, μαζί με τα άλλα παιχνίδια που διάλεξε και τα έβαλε σε ένα κόκκινο σακούλι που βρήκε παρά πεταμένο… Μια χαρά έκανε αυτό το σακούλι για τη δουλειά που το χρειάζονταν.
MerryOldSanta
Το βράδυ, μετά το εορταστικό δείπνο, φίλησε τους γονείς του και τους είπε ότι θα ήθελε να πάει να κοιμηθεί νωρίς. Περίμενε στο δωμάτιο του και όταν μετά από ώρα κατάλαβε πως και οι γονείς του κοιμήθηκαν… αυτός πήδηξε, με το σακούλι του, από το παράθυρό του, έξω. Eυτυχώς η ώρα ήταν προχωρημένη και έκανε τόσο κρύο…  που ακόμα και τα σκυλιά του χωριού δεν είχαν καμία διάθεση να βγουν από την τρύπα τους για να το γαυγίσουν. Ο «μικρός κυρ Bασίλης» έφτασε έξω από το πρώτο σπίτι, όπου έμενε το πιο φτωχό παιδί του χωριού… Γλίστρησε σαν σκιά και στάθηκε εμπρός στην ξύλινη πόρτα, έχωσε το χέρι του στο κόκκινο σακούλι, έβγαλε το μικρό σκαλιστό κίτρινο αλογάκι και το ακούμπησε στο σκαλοπάτι… ύστερα, κτύπησε με δύναμη το μάνταλο και προτού οι αγουροξυπνημένοι ένοικοι ανοίξουν… εξαφανίσθηκε τρέχοντας!
Αυτό το έκανε μερικές φορές ακόμα, σε διαφορετικά σπίτια… και όταν ο σάκος του άδειασε από τα δώρα που είχε διαλέξει για να μοιράσει… γύρισε ήσυχα στο σπίτι του. Eυτυχώς κανείς από τους γονείς του δεν κατάλαβε τίποτα από τη βραδινή εξόρμησή του!
Η άλλη ημέρα στο χωριό ήταν κάπως διαφορετική από τις προηγούμενες.
Οι φτωχοί χωριανοί χαιρετούσαν ο ένας τον άλλων, αντάλλαζαν ευχές και αλληλοκοιτάζονταν με κάποια απορία… Τα φτωχά παιδιά ήταν ιδιαίτερα χαρούμενα… και όλοι (οι καθώς πρέπει νοικοκύρηδες) παραξενεύονταν να τα βλέπουν να επιδεικνύουν τα δώρα, που έλεγαν… ότι τους έφερε ο Aϊ Βασίλης!!!
Μάλιστα, όσο περνούσε η ημέρα άρχισαν και συζητήσεις…  ακούγονταν αφηγήσεις και γίνονταν και περιγραφές για το παράδοξο που είχε συμβεί στο χωριό τους. Το περίεργο είναι ότι, όλοι όσοι δέχτηκαν «επίσκεψη» από τον «άγιο των δώρων» στο σπίτι τους… συμφωνούσαν! Όλοι τους μιλούσαν για έναν ψιλό, παχουλό, ασπρογένη, καλόκαρδο γέροντα, που έκανε πολλά χαρωπά «χωπ – χωπ – χωπ»… που κρατούσε στους ώμους του ένα μεγάλο κόκκινο σακούλι γεμάτο με δώρα… και που οδηγούσε ένα ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν τάρανδοι. Aυτός ο κόκκινοντυμένος ροδαλός χοντρούλης, σταμάτησε (όπως αφηγούνταν) στην αυλή τους, ‘άφησε τα δώρα του, κτύπησε την πόρτα και …εξαφανίσθηκε! Όμως (και εδώ είναι το περίεργο) όλοι όταν άνοιξαν την πόρτα τους… πρόλαβαν και τον είδαν! …και όλοι βεβαίωναν ότι είδαν ακριβός την ίδια φιγούρα που περιέγραφαν!
Φυσικά, ο «μικρός κυρ Βασίλης» πολύ ευχαριστήθηκε με όλα αυτά.
Διασκέδασε… αλλά και καμάρωσε που ήταν υπαίτιος για να λέγονται αυτές η ιστορίες! Ένιωσε ευτυχισμένος γιατί μοιράσθηκε με τους φτωχούς συνομήλικους του, τα παιχνίδια του! Μια απεριόριστη ικανοποίηση τον πλημμύρησε όταν είδε τα «δώρα» του, στα χέρια των φίλων του! Τα φτωχά παιδιά του χωριού ήταν ίσος για πρώτη φορά, (τόσο μα τόσο) ευτυχισμένα, γιατί επιτέλους (όπως πίστευαν) τα θυμήθηκε και αυτά ο «άγιος των παιχνιδιών»!
 …
 Και την επόμενη χρονιά ο «μικρός κυρ Βασίλης» εφάρμοσε το ίδιο σχέδιο… μόνο που το προγραμμάτισε καλλίτερα. Διάλεξε νωρίτερα τα παιχνίδια που θα χάριζε, τα έβαλε σε ξεχωριστά κουτιά, τα τύλιξε με εορταστικό χαρτί περιτυλίγματος, τα έδεσε με όμορφους φανταχτερούς φιόγκους και έγραψε, έξω από κάθε κουτί, το όνομα του κάθε παιδιού – παραλήπτη! Και πάλι τα μοίρασε κρυφά. …και πάλι την επόμενη ημέρα οι φτωχοί συχωριανοί του έλεγαν παρόμοιες ιστορίες, για την επίσκεψη που δέχτηκαν από τον ίδιο καλοκάγαθο κόκκινο ντυμένο χοντρομπαλά «άγιο των δώρων»!
Και την επόμενη χρονιά, πάλι ο «μικρός κυρ Βασίλης» έκαμε το ίδιο… Και την επόμενη…. Και την επόμενη… Και πάντα ένιωθε την ίδια ικανοποίηση και έπαιρνε πάντα την ίδια χαρά! Ο φίλος μας είχε βρει το νόημα της ζωής του. Ένιωθε πως, ο λόγος που είχε έρθει σε αυτό το κόσμο, ήταν για να προσφέρει χαρά στα παιδιά!
Αυτή η γιορταστική μυστική αποστολή, που οικιοθελώς είχε αποδεχτεί, του διαμόρφωσε κατάλληλα σταδιακά και τον χαρακτήρα του. Ο «μικρός κυρ Βασίλης», χρόνο με το χρόνο, συνειδητοποιούσε ότι, εκτός από παιχνίδια… είχε και άλλα πράγματα να μοιρασθεί με τους συχωριανούς του! Έτσι, πάντα εύρισκε τρόπο να μοιράζει (π.χ) τα ρούχα που του περίσσευαν, σε αυτούς που δεν είχαν να ντυθούν… να μοιράσει τα βιβλία του, σε όσους που δεν είχαν να αγοράσουν… να μοιράσει τα φρούτα που του περίσσευαν, από τα δέντρα του κήπου του… Ο «μικρός κυρ Βασίλης», έδινε κάθε τί, που αυτός είχε σε αφθονία… και η άλλοι δεν είχαν.
Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά, τα χρόνια περνούσαν και ο «μικρός κυρ Βασίλης»… όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή έπαυσε να είναι «μικρός». Έγινε νεαρός… και μετά, πραγματικός άντρας… και μετά έγινε ώριμος μεσήλικας.
Ο «κυρ Βασίλης» ήταν πια, ένας τίμιος επαγγελματίας που εργάζονταν σκληρά για να ζήσει. Από τα χρήματα που κέρδιζε με τη δουλειά του, πάντα ένα ποσό το έβαζε στην άκρη και το προόριζε για αγορά παιχνιδιών, που τα μοίραζε πάντα (τώρα πια…) σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά του χωριού… Aλλά πάντα κρυφά, όπως και την πρώτη φορά, την Παραμονή κάθε Πρωτοχρονιάς!
…Και ήταν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένος με την «μυστική αποστολή» του!
…Και ας μην πίστευε ο ίδιος, ότι υπάρχει «Aϊ Βασίλης»!
Μάλιστα είχε πληροφορηθεί, από τα ιερά βιβλία μας, ότι ο δικός μας «Άγιος Bασίλειος» ήταν πραγματικά ένας σεβάσμιος φιλάνθρωπος ιεράρχης, που πριν από πολλά πολλά χρόνια είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να βοηθά τους φτωχούς… κτίζοντας νοσοκομεία γηροκομεία και ένα σορό άλλα ιδρύματα… Γνώριζε πως, αυτός ο πραγματικά δικός μας Άγιος Bασίλειος καμία σχέση δεν είχε με τον ξενόφερτο χοντρομπαλά «άγιο» που ξεπήδησε (σαν σχεδίασμα) μέσα από την διαφήμιση ενός πολύ γνωστού αναψυκτικού. Αλλά τί σημασία είχε πια. Ο «άγιος Nικόλαος» τον Καθολικών, ο άγιος Bασίλειος των Ορθοδόξων και ο «άγιος» των… αναψυκτικών… με το πέρασμα των χρόνων, είχαν γίνει ένα… και είχε αγαπηθεί από όλα τα παιδιά του κόσμου… σαν «άγιος» των δώρων και των παιχνιδιών! «Άλλοι καιροί, άλλα πουλιά, άλλα τραγούδια»!
Ο «μικρός (αλλά μεγάλος πια…) «κυρ Βασίλης», δεν έκανε ποτέ οικογένεια και δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά… γιατί δεν είχε χρόνο για τον εαυτό του… Τώρα πια, τον είχαν πάρει και τα χρόνια… και ήταν χρόνια δύσκολα… γιατί μια «οικονομική κρίση»… εμφανίσθηκε και έκανε τους πιο πολλούς ανθρώπους να χάσουν την δουλειά τους. Οι φτωχοί έγιναν ακόμα πιο φτωχοί… και ακόμα πιο πολλοί. Πρωτοχρονιά με την Πρωτοχρονιά τα φτωχά παιδιά του χωριού, πλήθαιναν… και ο «μικρός (αλλά μεγάλος πια…) κυρ Βασίλης» μας, (που σημειώτεον, λόγο της οικονομικής κρίσης, γίνονταν και αυτός ολοένα και φτωχότερος) έπρεπε να βρει ακόμα περισσότερα δώρα…  και πιστέψτε με, τα έβρισκε πια, πολύ δύσκολα… αλλά αυτός πάντα εύρισκε χρήματα, από το υστέρημα του, τώρα πια και εξασφάλιζε τα δώρα που έπρεπε να μοιράσει κρυφά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Santa-reindeer-blog
Σαν αποτέλεσμα της «οικονομικής κρίσης» που όλο και μεγάλωνε, ο «κυρ Βασίλης» έχασε τελικά και τη δουλειά του… αναγκάσθηκε να πουλήσει το κήπο του, τις ελιές του… ακόμα και το πατρικό του σπίτι πούλησε προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα Πρωτοχρονιάτικα δώρα για τα φτωχά παιδιά του χωριού…
Ο φίλος μας, ήταν πια, παν φτωχός, ηλικιωμένος και άρρωστος.
Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα, ο «κυρ Βασίλης» μας, έγινε τόσο φτωχός που… δεν είχε χρήματα ούτε στο γιατρό να πάει ούτε τα απαραίτητα φάρμακα του να αγοράσει…(μια και ήταν άνεργος και ανασφάλιστος…)
Αυτή τη παραμονή, ο «κυρ Βασίλης» μας, κάθονταν, ανήμπορος να σηκωθεί, στη γωνία μιας μικρής αποθήκης που είχε πια για σπίτι… τουρτούριζε μέσα στο κρύο και την υγρασία, χωρίς φωτιά και χωρίς φαγητό… Ήταν πολύ στενοχωρημένος, όχι, γιατί αυτός είχε καταντήσει τόσο φτωχός… αλλά γιατί, μετά από πολλά πολλά χρόνια… δεν είχε τίποτα να χαρίσει στα φτωχά παιδιά του χωριού… Και ήταν και αυτός ο βήχας και αυτός ο πυρετός που τον ταλαιπωρούσε… «Δε θα έρθει ο Aϊ Βασίλης απόψε στο χωριό μας»… έλεγε και ξανά έλεγε και τα δόντια του έτριζαν καθώς έτρεμε από το κρύο. «Aχ, να ήταν αλήθεια και να υπήρχε ο άγιος των δώρων και των παιχνιδιών»… συνέχισε και έβυξε άσχημα… «και τί, δε θα έδινα για να ήταν αληθινός» …σιγοψιθύρισε άπνοα πια.
Η νύχτα της Παραμονής πέρασε χωρίς κανείς να κτυπήσει την πόρτα των σπιτιών του χωριού… Η επόμενη ημέρα, η Πρώτη του Νέου Χρόνου χάραξε και νοικοκύρηδες σηκώθηκαν γεμάτοι περιέργεια και άνοιξαν την πόρτα τους… και… Ώ, τι θαύμα! Εκεί, στο σκαλοπάτι του κάθε σπιτιού, βρίσκονταν από ένα μεγάλο κουτί, τυλιγμένο με όμορφο εορταστικό περιτυλίγματα… και στολισμένο το κάθε ένα με ένα φανταχτερό φιόγκο! Τα παιδιά ξύπνησαν και αυτά …και με χαρούμενε φωνές άνοιξαν το καθένα το κουτί του. Τι χαρά που ένιωσαν… τρενάκια, κουκλίτσες, μπάλες, κιθάρες, ταμπούρλα, βιβλία, επιτραπέζια ηλεκτρονικά… αλλά και γλυκά… κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα… Ακόμα και όμορφα ρούχα  για τους μεγάλους υπήρχαν μέσα στα κουτιά… τί φορέματα για τις νοικοκυρές, τί κοσμήματα και αρώματα για τις κοπέλες, τί καπέλα, τι ρολόγια και τί όμορφα στολισμένα μπαστούνια για τους άντρες του κάθε σπιτιού… για όλους υπήρχε μέσα στο κουτί από κάτι! Αυτοί τη χρονιά, τα δώρα που έλαβαν όλοι, από τον Aϊ Βασίλη ήταν περισσότερα και ομορφότερα και ακριβότερα από κάθε χρονιά… Μόνο… που… αυτή τη φορά το Άγιο δεν τον είδε κανένας τους… και αυτό είναι αλήθεια πως τους φάνηκε πολύ περίεργο… όμως μέσα στην πολύ χαρά τους, δεν έδωσαν και τόση σημασία…
Η πρώτη ημέρα του χρόνου στο χωριό (αν και πολύ κρύα) κύλισε ευχάριστα…Όλοι (φτωχοί και λιγότερο φτωχοί) ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τα δώρα που έλαβαν. Είχαν αποκτήσει ξανά τη χαμένη αισιοδοξία τους και έδειχνα να πιστεύουν πως ο Νέος χρόνος θα ήταν καλλίτερος από το παλιό. Το απόγευμα μάλιστα άρχισαν και τις επισκέψεις… πήγαιναν από εδώ… πήγαιναν από εκεί… και αντάλλασσαν ευχές και φυσικά πρώτα από όλα τα παιδιά του χωριού… παρ’ όλο το κρύο, με τα καινούρια παιχνίδια στο χέρια τους, το διασκέδαζαν αφάνταστα στους δρόμους του χωριού!
Aργά, λίγο προτού φύγει η πρώτη ημέρα και προτού έρθει η πρώτη νύχτα του νέου χρόνου… μια παρέα χωριανών στάθηκαν έξω από την αποθήκη όπου έμενε, τον τελευταίο καιρό, ο «κυρ Βασίλης»… τότε συνειδητοποίησαν ότι τον «κυρ Βασίλη» είχαν μέρες να τον δουν να περπατά στους δρόμους… ήξεραν ότι ήταν άρρωστο και όμως μέσα στη φασαρία των ημερών των είχαν ξεχάσει. Πλησιάζοντας στην πόρτα της αποθήκης διέκρινα ένα εορταστικό κουτί… «Mπα έκανε δώρο και στον κυρ Βασίλη ο Άγιος?» …αναρωτήθηκαν και έσκυψαν να το σηκώσουν. Φώναξαν το όνομα του φίλου μας… μα, απόκριση δεν πήραν. Έσπρωξαν την πόρτα της αποθήκης και μπήκαν στο στο εσωτερικό της …στο μισοσκόταδο διέκρινα ξαπλωμένο τον «κυρ Βασίλη». Είχε τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ένα τεράστιο χαμόγελο στόλιζε το γαλήνιο πρόσωπο του. …ένα τριμμένο άδειο κόκκινο σακούλι βρίσκονταν διπλωμένο και ακουμπισμένο προσεκτικά δίπλα του…
Ο κυρ Βασίλης είχε φύγει.
Kάποιος άνοιξε το εορταστικό κουτί και έβγαλε από μέσα το Πρωτοχρονιάτικο δώρο που προφανώς του είχε αφήσει ο «άγιος των παιχνιδιών»… Ήταν ένα πανέμορφο μικρό, σκαλιστό ξύλινο αλογάκι! Ήταν βαμμένο με ένα κίτρινο χρώμα και γυαλισμένο με κάποιο λαμπερό λούστρο! Το ξύλινο αλογάκι έλαμπε μυστηριακά καθώς το φώτιζε το λιγοστό φως του δειλινού, που έμπαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι χωριανοί ακούμπησαν το ξύλινο κίτρινο αλογάκι στο στήθος του «κυρ Βασίλη» και σταυροκοπήθηκα, φεύγοντας για να πράξουν τα δέοντα.
Πιστέψτε με.
Δεν ήθελα να σας στεναχωρήσω, αλλά, να… δεν έβρισκα καλλίτερο τρόπο για να σας πω ότι, Τελικά υπάρχει ο άγιος των φτωχών, ο άγιος των δώρων, των παιχνιδιών και των παιδιών! Yπάρχει ο Aϊ Bασίλης! …και θα συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και αν δεν τον πιστεύουμε… Θα υπάρχει για πάντα… όσο υπάρχουν «στις πόλης τα χωριά και τις γειτονιές μας «κυρ Βασίληδες»… σαν αυτόν που μόλις σας διηγήθηκα την ιστορία του… όποιο όνομα και να έχουν αυτοί! Όλοι μας μπορούμε να είμαστε, για τους άλλους, «Aϊ Bασίληδες»! ΌΛΟΙ μας!
Εσείς τί λέτε? Υπάρχει ο Aϊ Βασίλης?
P.S.Mavro/Stavriotis
Zωγράφος – Συγγραφέας

ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

Η ΝΥΧΤΑ ΣΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΨΙΑ ΜΙΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΣΑΣ
ΚΑΘΕ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ
ΑΠΟΨΕ ΚΡΥΒΕΙ ΘΑΝΑΤΟ
ΚΑΘΕ ΘΑΜΝΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ
ΑΠΟΨΕ ΚΡΥΒΕΙ ΘΑΝΑΤΟ
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΟΛΟΓΙΟΜΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ
ΑΝ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΑ  ΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΘΑ ΤΑ ΝΟΙΩΣΕΙΣ
ΘΑ ΝΟΙΩΣΕΙΣ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ  ΜΑΣ
ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΣΚΙΖΟΥΝ ΜΕ ΜΑΝΙΑ
ΝΑ ΕΚΣΤΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΙΜΑΤΟΣ
ΝΑ ΜΑΣ ΞΕΡΙΖΩΝΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΕΦΙΑΛΤΗΣ…
ΟΧΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΣΟΥ
ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΝΙΕΡΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΦΥΛΑΝΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΟΥ ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ

-ΜΗΝ ΠΑΜΕ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΦΟΒΑΜΑΙ
ΕΙΠΕ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΡΟΜΑΚΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ.
-ΤΙ ΦΟΒΑΣΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ? ΠΑΜΕ, ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΑΠΟ ΕΔΩ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ
ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΕ ΜΙΑ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΔΟΣΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ.
-ΚΑΛΑ ΠΑΜΕ. ΑΛΛΑ ΑΝ ΜΑΣ ΒΙΑΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΗΝ ΜΑΘΕΥΤΕΙ ΠΑΡΑΕΞΩ
ΕΙΠΕ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΟΒΑΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΡΑΒΗΞΑΝ ΠΡΟΣ ΕΚΕΙ. ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΗΤΑΝ 22 ΧΡΟΝΩΝ, ΓΕΡΟΔΕΜΕΝΟΣ, ΜΕ ΞΑΝΘΑ ΣΓΟΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΕΡΑ ΦΟΒΗΤΣΙΑΡΗΣ. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΙ ΗΤΑΝ 21 ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΚΑΜΩΜΕΝΟΣ, ΜΕ ΜΙΑ ΧΩΡΙΣΤΡΑ ΠΟΥ ΘΥΜΙΖΕ ΤΟΝ ΑΔΟΛΦΟ. «ΤΟ ΜΟΥΣΤΑΚΙ ΣΟΥ ΛΕΙΠΕΙ» ΤΟΥ ΦΩΝΑΖΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΝΕΥΡΙΑΖΕ, ΑΛΛΑ ΜΕΤΑ ΚΡΥΦΟΓΕΛΟΥΣΕ. ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ ΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΕΥΡΙΚΟΣ.
ΚΑΘΩΣ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΑΝ ΕΝΑ ΔΡΟΣΕΡΟ ΑΕΡΑΚΙ ΕΚΑΝΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ ΝΑ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΝΑΡΧΟ, ΡΥΘΜΙΚΟ ΧΟΡΟ. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΕ. ΦΟΒΟΤΑΝ ΑΛΛΑ ΝΤΡΕΠΟΤΑΝ ΝΑ ΤΟ ΠΕΙ ΞΑΝΑ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΡΟΜΑΚΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ. ΗΤΑΝ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΝΟΜΙΖΕΣ ΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΕΣ ΑΠΟ ΔΑΣΟΣ.
ΕΝΑΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ ΗΧΟΣ ΣΠΑΕΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ.
-ΑΚΟΥΣΕΣ ΚΑΤΙ? ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΕΤΣΙ?
-ΕΚΛΑΣΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ. ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΞΑΝΑΚΟΥΣΕΙ ΚΛΑΝΙΑ?
-ΜΕ ΤΡΟΜΑΞΕΣ ΡΕ ΜΟΥΝΙ. ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΤΥΦΛΑ ΜΟΥ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΓΑΜΟΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΜΕ ΕΦΕΡΕΣ.
ΣΥΝΕΧΙΣΑΝ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ, ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕ ΠΙΟ ΒΙΑΣΤΙΚΟ ΒΗΜΑ. ΕΙΧΕ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΚΑΙ ΙΣΑ ΠΟΥ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΑΝ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΝ.
ΕΙΚΟΣΙ ΜΕΤΡΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΖΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΩΣΠΟΥ ΕΝΑΣ ΑΠΑΙΣΙΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΟΥΣ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ.
-ΑΡΡΡΡΡΧΧΧΧΧΧ…     ΦΦΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ…
ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΣΑΝ ΓΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ ΚΑΙ ΧΤΥΠΙΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΟΥΡΛΙΑΖΟΝΤΑΣ, ΔΕΜΕΝΗ ΜΕ ΖΟΥΡΛΟΜΑΝΔΥΑ.
-ΤΙ ΣΤΟ (Μ)ΠΟΥΤΣΟ ΕΚΑΝΕ ΕΤΣΙ?
ΨΙΘΥΡΙΣΕ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΕΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΒΟ.
-ΜΑΛΑΚΑ, ΟΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΥΡΝΑΜΕ ΠΙΣΩ.
ΣΥΝΕΧΙΣΕ.
-ΚΑΤΣΕ ΡΕ ΧΕΣΤΗ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΓΑΤΑΚΙ.
ΕΙΠΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΟΣΠΟΙΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΑΙΜΟ.
Ο ΑΠΑΙΣΙΟΣ ΑΥΤΟΣ ΗΧΟΣ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΤΕΝΟ ΣΟΚΑΚΙ, ΓΥΡΩ ΣΤΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΤΡΑ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥΣ, ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΤΑΝ ΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΑΚΙ ΠΟΥ ΔΙΕΣΧΙΖΑΝ.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙ ΑΛΛΑ ΠΑΓΩΣΕ ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΕ ΞΑΝΑ ΤΟ ΚΤΗΝΩΔΕΣ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ ΤΟΥ ΑΠΑΙΣΙΟΥ ΖΩΟΥ. ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΣΑΝ ΝΑ ΗΛΘΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΤΑΝ ΓΙΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΚΑΝΕ ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ.  ΣΤΑΘΗΚΕ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ. ΠΟΛΥ ΘΑ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΟΥ ΕΣΦΙΓΓΕ ΤΟ ΧΕΡΙ. ΕΤΡΕΜΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ. ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΕΝΟΙΩΘΑΝ, ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΙΧΑΝ ΚΟΠΕΙ.
ΕΝΑΣ ΗΧΟΣ ΣΑΝ ΚΑΤΙ ΝΑ ΣΕΡΝΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΕΚΟΨΕ ΤΟ ΑΙΜΑ. ΤΩΡΑ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΑΝΑΣΑΙΝΑΝ. ΤΟ ΣΥΡΣΙΜΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ. ΕΝΑ ΑΙΣΧΡΟ ΠΛΑΣΜΑ, ΚΟΝΤΑ ΔΥΟ ΜΕΤΡA ΣΕ ΥΨΟΣ, ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΚΑΚΙ. ΕΙΧΕ ΜΕΓΑΛΑ ΓΑΤΗΣΙΑ ΠΟΔΙΑ ΠΟΥ ΕΝΩΝΟΝΤΑΝ ΜΕ ΕΝΑ ΕΠΙΣΗΣ ΑΦΥΣΙΚΑ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΡΜΟ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΛΛΑ  ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΙΑΣΤΟ. ΕΙΧΕ ΔΥΟ ΑΠΑΙΣΙΑ ΜΑΚΡΙΑ ΓΑΤΗΣΙΑ ΧΕΡΙΑ, ΜΕ ΦΟΥΣΚΩΜΕΝΟΥΣ ΜΥΕΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΑ ΝΥΧΙΑ, ΠΟΥ ΕΞΕΙΧΑΝ ΣΑΝ ΞΥΡΑΦΙΑ. ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΝΑ ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΙ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΓΑΤΑΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΔΥΟ ΣΟΥΒΛΕΡΑ ΔΟΝΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΑ ΠΕΤΑΧΤΑ ΑΦΤΙΑ.
ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ ΕΣΤΕΚΑΝ ΚΑΙ ΚΟΙΤΟΥΣΑΝ ΤΟ ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΤΕΡΑΣ ΣΑΝ ΑΠΟΒΛΑΚΩΜΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΣΟΝΤΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΟΥΝ. ΕΤΡΙΒΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΚΑΘΑΡΙΣΕΙ Η ΟΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΠΕΙΛΟΥΣΕ. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ ΠΟΤΕ. ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΞΕΠΕΤΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΚΑΚΙ ΑΛΛΑ ΤΡΙΑ ΤΕΡΑΤΑ ΣΧΕΔΟΝ ΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΦΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΠΟΥ ΣΤΕΚΟΝΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΠΑΖΕΙ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΜΑΝΙΑΣΜΕΝΑ ΣΑΝ ΠΑΡΘΕΝΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΞΕΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΔΙΑΚΟΣΙΟΥΣ ΙΣΟΒΙΤΕΣ. ΤΑ ΜΟΧΘΗΡΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΑΦΗΝΙΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΥΝΗΓΑΝΕ ΟΥΡΛΙΑΖΟΝΤΑΣ, ΜΕ ΑΤΣΑΛΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΗΜΑΤΑ. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΗΤΑΝ ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΑΠΟ ΠΙΣΩ ΕΧΟΝΤΑΣ HΔΗ ΛΑΧΑΝΙΑΣΕΙ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΠΙΣΩ ΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ. ΤΟΤΕ ΑΝΤΙΚΡΙΣΕ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣ ΝΑ ΠΗΔΑΕΙ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΤΟΥ ΓΡΑΠΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΜΕ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ. ΕΚΕΙΝΟΣ ΣΩΡΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΒΓΑΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΝΙΧΤΗ ΚΡΑΥΓΗ. ΤΑ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΘΩΣ ΤΟΥ ΞΕΣΚΙΖΑΝ ΤΙΣ ΣΑΡΚΕΣ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ, ΩΣΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣ. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙ.
ΕΤΡΕΧΕ ΜΑΝΙΑΣΜΕΝΑ ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ. ΗΞΕΡΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΤΟΥ. ΒΛΑΣΤΗΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΤΟ ΔΡΟΜΑΚΙ. ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ΚΟΝΤΟΣΤΑΘΗΚΕ. ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΟΤΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΠΙΑ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΥΨΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ. ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΙ ΑΔΕΛΦΙΚΟΙ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΤΙΓΜΗ, ΟΛΑ ΠΗΓΑΝ ΚΑΤΑ ΔΙΑΟΛΟΥ. ΗΤΑΝ ΛΕΣ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΕ Η ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΑΝ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ.
ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΤΟ ΤΡΕΞΙΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ. ΕΚΑΝΕ ΕΝΑ ΜΠΑΝΙΟ ΚΑΙ ΕΠΕΣΕ ΓΙΑ ΥΠΝΟ. «ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΚΕΦΙΑ» ΑΥΤΟ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΙ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ.
ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΛΕΞΗ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ. ΗΞΕΡΕ ΟΤΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΙΣΤΕΥΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΝΕΚΡΙΝΑΝ ΕΠΙΜΟΝΑ, ΟΥΤΕ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΤΡΑΒΟΛΟΓΟΥΣΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΩΣ ΥΠΟΠΤΟ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ.

Γιώργος

*από το βιβλίο του κώλου

Το χωριό των ζωντανών νεκρών

Κεφάλαιο ένα

αναμνήσεις

Το χωριό φαντάζει στοιχειωμένο τους Χειμώνες. Κάθε φορά που έρχομαι πάντα μου προκαλεί μια έντονη νοσταλγία. Πάντα ήθελα να το θυμάμαι Καλοκαίρι και όχι από τα καινούρια καλοκαίρια, αλλά από εκείνα τα παλιά, που οι αναμνήσεις, σου θυμίζουν ταινία.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση. Ήταν μεσημέρι. Σηκώθηκα και καθώς κατέβαινα τα σκαλιά κοίταξα την εκκλησία απέναντι… ανεπηρέαστη στο χρόνο και στο θάνατο. Πήρα τα πράγματα μου. Δυο μεγάλους σάκους. Φαινόταν πολλά για τη μια βδομάδα που θα καθόμουν, αλλά για μένα ήταν λίγα για την δουλειά που είχα να κάνω. Βλέπεται είμαι ζωγράφος… έτσι θέλω να λέω τουλάχιστον.

Το λεωφορείο έφυγε και εγώ το κοίταξα να απομακρύνεται λες και περίμενα να με χαιρετήσει, ώσπου χάθηκε στη στροφή. Σήκωσα τα πράγματα μου και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Τα μάτια μου έπεσαν στην ταμπέλα που υπήρχε ακόμα στο παλιό καφενείο-παντοπωλείο… «το σταυροδρόμι» έγραφε. Θυμήθηκα τον καημένο τον Χαρίλαο που πέθανε πριν από δέκα χρόνια. Ήταν καλός θυμάμαι. Κανείς δε μου ‘πε κακιά κουβέντα για αυτόν. Η αδερφή του έμενε στο  σπιτάκι πίσω από τη στάση. Είχε τρελαθεί από έρωτα μου ‘παν, στα νιάτα της. Και εμείς ένα καλοκαίρι από εκείνα τα παλιά, την ακούσαμε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα να τσακώνεται με τον εαυτό της. Μιλούσε με δύο διαφορετικές, τρομακτικές φωνές. Στο μυαλό μας τότε σκεφτόμασταν πως τσακωνόταν με κάτι το διαβολικό και τρομάξαμε. Τώρα τα δύο αδέρφια μιλάνε από εκεί που είναι και θυμούνται τα παλιά και τα γελάνε.

Λίγα μέτρα πιο κάτω και το καφενείο του Τσιρλάκη.  Από τη μία ήταν κάποτε το μαγαζί και από την άλλη μεριά του δρόμου είχε καρέκλες και τραπέζια κάτω από μία περγουλιά. Εκεί πήγαινε ο μπάρμπας μου ο Δημολέοντας, όπως μου τον είχε πει μια φορά ο κουρέας, και έπινε κάνα ποτηράκι πριν αρρωστήσει και πεθάνει. Πρέπει να πήγαινε και  ο πάππους μου εκεί αλλά πέθανε όταν ήμουν μικρός και δεν θυμάμαι ποιο καφενείο προτιμούσε. Πέρασα από το κουρείο «το σικ» και θυμήθηκα τον Τσιρλάκη που περνούσε από αυτόν το δρόμο με τις ξύλινες πατερίτσες του και τα δυο του γόνατα να λυγίζουν προς κάθε απίθανη κατεύθυνση. Έκανε μισή ώρα να πάει από το καφενείο στο σπίτι του και ας ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά. Δεν το έβαλε κάτω… μέχρι το τέλος. Η γυναίκα μου είχε στενοχωρηθεί πολύ όταν πέθανε ο Τσιρλάκης. Τον είχε συμπαθήσει και έλεγε τότε… «ο κακομοίρης ο Τσιρλάκης, γιατί να πεθάνει αυτός ο καλός γέρος? Γιατί?». Αλλά στο τέλος πέθαναν σχεδόν όλοι όσοι ήξερα από τους παλαιούς.

Το σπίτι με περίμενε πάντα μοναχό τα τελευταία χρόνια. Κάποτε έμπαινα μέσα και έβλεπα τη γιαγιά να με περιμένει στο ντιβάνι βλέποντας τηλεόραση με αναμμένη τη ξυλόσομπα. Ή πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ασυναίσθητα έκανα να πιάσω το κλειδί πίσω απ’ το ρολόι του ρεύματος, εκεί που μας το άφηνε η γιαγιά όταν πήγαινε στο χωράφι, αλλά δεν ήταν εκεί. Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και άνοιξα. Η τραπεζαρία ήταν πιο παγωμένη από τον αέρα έξω. Τη διέσχισα και άνοιξα την πόρτα της κουζίνας. Κοίταξα τη γιαγιά μου στη φωτογραφία. Κάποτε με το που έμπαινα εκείνη σηκωνόταν και με φιλούσε όλο χαρά και με ρώταγε αν έκοψα τα μαλλιά μου… Ζαλίστηκα και τα μάτια μου άρχισαν να θολώνουν… Έκατσα σε μια καρέκλα.

Όλα ερχόταν στο κεφάλι μου. Αναμνήσεις από παντού. Ο γιατρός είπε να μην σκέφτομαι το παρελθόν, να μην σκέφτομαι τις χαρούμενες μέρες γιατί θα γίνω χειρότερα και πρέπει να είχε δίκιο. Το ‘χα καταλάβει από παλιά. Οι αναμνήσεις των παλιών ημερών με τρέλαιναν άσχημα. Αλλά η μνήμη δεν λέει να ξεχάσει.

Πριν δύο χρόνια τέτοια εποχή ήμουν μέσα. Κάποια μορφή σχιζοφρένιας είπαν. Παλιά τις βάφτιζα κρίσεις πανικού και οι παραισθήσεις μου νόμιζα πως ήταν μηνύματα από τους άλλους… οι κρίσεις όμως επιδεινώθηκαν και τα βράδια μου είχαν γίνει μαρτύριο. Η γυναίκα μου με άφησε στον πρώτο μήνα της νοσηλείας μου. Δεν άντεξε την ντροπή και γύρισε πίσω στους γονείς της μαζί με το παιδί. Δεν τη κατηγορώ. Της είχα πει να φύγει από τον καιρό που κατάλαβα πως χειροτέρευα. Μιλάμε συχνά όμως στο τηλέφωνο και αν όλα πάνε καλά θα γυρίσει τον άλλο μήνα. Δοξάζω τον θεό που τα οικονομικά μας προβλήματα λύθηκαν από καιρό.

Παρόλα τα λεφτά που υπήρχαν, ήθελα το σπίτι της γιαγιάς να μείνει όπως ήταν. Βγήκα πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Χαιρέτησα τη θεια τη Μαριγούλα που τάιζε τις κότες. Ανατρίχιασα γιατί είχα την εντύπωση πως είχε πεθάνει. Εκείνη με καλοδέχτηκε γιατί είχε να με δει καιρό πολύ. Με πληροφόρησε για τα τελευταία νέα και μετά συνέχισε τις δουλειές της. Εγώ πήγα για κατούρημα. Εννοείται πως η τουαλέτα ήταν εξωτερική. Δεν ήθελα να φτιάξω άλλη μέσα και ας γκρίνιαζε η γυναίκα μου. Ήθελα να μείνουν όπως είχαν όλα. Καθώς κατούραγα, χάζευα τους ατμούς να ανεβαίνουν στον κρύο αέρα της τουαλέτας. Η λεκάνη δίπλα ήταν γεμάτη με νερό. Απόρησα ποιος να την είχε γεμίσει. Γέμισα τον κουβά και τον άδειασα στη λεκάνη της τουαλέτας. Κάποτε είχαμε βάλει καζανάκι, αλλά η τεχνολογία σε αυτό το σπίτι δεν σήκωνε και χάλασε αμέσως. Για μπάνιο χρησιμοποιούσαμε μια λεκάνη και ένα κύπελλο. Νερό ζεσταίναμε στην κουζίνα. Δεν το θεωρούσα παράξενο γιατί έτσι μεγάλωσα. Πρώτη φορά που έκανα μπάνιο σε μπανιέρα ήμουν δέκα χρονών.

Γύρισα στην κουζίνα και άνοιξα τον ένα σάκο με τα σύνεργα τις ζωγραφικής. Έβγαλα από μέσα τα τελάρα και τα ακούμπησα στο τραπέζι. Έλπιζα να μου έφταναν οι λαδομπογιές. Στο χωριό δεν είχα μέσο να μετακινηθώ και δεν είχα και ιδέα που και σε ποιο χωριό θα έβρισκα χρώματα. Βλέπεται εδώ ερχόμουνα πάντα για να ζωγραφίσω. Το διαμέρισμα στην πόλη, όσες ανέσεις κι αν έχει, δεν με βοηθάει καθόλου.

Κάποτε μια φίλη μου είχε την ιδέα που μας έκανε αυτή τη στιγμή να ζούμε άνετα και χωρίς σκοτούρες για τα λεφτά. Σκέφτηκε λοιπόν να παριστάνει τη manager ενός καλλιτέχνη που κανείς  δεν θα έβλεπε ποτέ γιατί θα ήταν ένας σχιζοφρενής που θα ζούσε απομονωμένος και το μόνο που θα έκανε, ήταν να ζωγραφίζει. Η φίλη μου θα παρίστανε κάποια παλιά ερωμένη του, που τον βοηθάει να ζει πουλώντας τους πίνακες του και εγώ θα έκανα τον τρελό καλλιτέχνη. Ειρωνεία ε? Μεγάλη. Η ιδέα αυτή όταν έγινε πράξη μας έφερε απρόσμενα κέρδη τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά η ταυτότητα μου πρέπει να μείνει κρυφή γιατί αλλιώς θα μας κυνηγάνε…

Στον δεύτερο σάκο είχα μερικά ρούχα και ένα μπουκάλι ουίσκι, που με βόηθαγε στην έμπνευση μου. Το πήρα κρυφά από τη φίλη μου, που μένει μαζί μου τον τελευταίο καιρό, γιατί θα με σκότωνε αν το ‘ξερε. Βλέπεται στην αρρώστια μου δεν συνίσταται αλκοόλ, ειδικά σε συνδυασμό με τα βαριά ψυχοφάρμακα μου. Γι’ αυτόν τον λόγο άφησα τα ψυχοφάρμακα πίσω στο σπίτι. Η φίλη μου που σας έλεγα προηγουμένως έχει αναλάβει από τότε που έμεινα μόνος να με φροντίζει. Την έχω ακούσει να κλειδώνει τα βράδια σαν κοιμάται.

Άναψα τη σόμπα με μια ξεχασμένη εφημερίδα  και μερικά ξερόκλαδα και έριξα δύο ωραία ξύλα μέσα. Πριν προλάβει να ζεστάνει πολύ η κουζίνα, πήγα μέχρι το mini market του χωριού για να αγοράσω άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι, προτηγανισμένες πατάτες, λάδι έχουμε, ψωμί, λουκάνικα, νερό και δέκα σοκολάτες αμυγδάλου τις μεγάλες. Στο δρόμο αντάλλαξα χαιρετούρες με έναν μπάρμπα και δυο θειες. Τον μπάρμπα τον ήξερα, τις θειες όχι. Σκέφτηκα να πάω μια βόλτα από το νεκροταφείο, πίσω από την εκκλησιά, να δω τον παππού και τη γιαγιά αλλά το κρύο ήταν ενοχλητικά τσουχτερό και μου άλλαξε γνώμη. Το mini market είναι στριμωγμένο δίπλα από το νεκροταφείο το οποίο λόγο υπερπληθυσμού έπαψε να υποδέχεται νέους κατοίκους. Στο μαγαζί ο Μήτσος με κοίταζε καχύποπτα γιατί δεν θυμόταν ποιανού ήμουν και εγώ δεν μπήκα στον κόπο να του εξηγήσω. Πήρα τις δυο σακούλες και ξεκίνησα για σπίτι. Ήταν ακόμα μέρα αλλά όχι για πολύ.

Έβαλα να πιω ένα ποτήρι και αμέσως ένιωσα τη διαφορά. Άναψα την παλιά τηλεόραση αλλά εκείνη αντί να ανοίξει, άρχισε να βαράει σμπάρα και να μυρίζει άσχημα. Η υγρασία την είχε κάνει καινούρια… μαλακία. Δεν είχα τι να κάνω. Ούτε υπολογιστής, ούτε τηλεόραση, ούτε καν ραδιόφωνο. Τηλεφώνησα στη γυναίκα μου για να περάσει λίγο η ώρα. Μίλησα και στην κόρη μου. Το Κατερινάκι είχε μεγαλώσει και πήγαινε νηπιαγωγείο αλλά εγώ είχα χάσει πολλά επεισόδια. Σύντομα όμως θα μείνουμε όλοι μαζί ξανά. Το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην πάρει τίποτα από μένα. Μου πε για το σκυλάκι που της πήρε η μαμά της και για την καλύτερη της φίλη στο σχολείο και για την καινούρια της τσάντα με τον Bob τον Σφουγγαράκη και μετά μου έδωσε την μαμά της. Μου πε πως της είχα λείψει και πως με άκουγε όλο και καλύτερα. Το τηλέφωνο όμως κάποια στιγμή έπρεπε να κλείσει και εγώ θα επέστρεφα στην κουζίνα ξανά.

Γέμισα άλλο ένα ποτηράκι και κατέβηκε σχετικά γρήγορα. Η ιδέα στο μυαλό μου είχε είδη έρθει καθώς ξετύλιγα το τελάρο από τη ζελατίνα του. Τα ‘θελα πάντα έτοιμα συσκευασμένα. Έβαλα νεύτη σε ένα κομμένο πλαστικό μπουκάλι και έβγαλα το ξύλινο κουτί με τα λάδια και τα πινέλα μου. Μέχρι στις 10 το βράδυ έπινα και ζωγράφιζα ασταμάτητα. Τα μόνα διαλείμματα που έκανα, ήταν δύο φορές για τουαλέτα και άλλες δύο για να φροντίσω τη φωτιά. Κάποια στιγμή πρέπει να χτυπούσε και το τηλέφωνο αλλά ο πίνακας μου με εμπόδιζε να το σηκώσω.

Όταν τελείωσα είχα μπροστά μου το κεφάλι μιας γριάς με παραδοσιακή μαντίλα να με κοιτάζει μες τα μάτια. Δεν ήταν η γιαγιά μου αυτή. Ήταν μια αρρωστημένη φιγούρα με αλλόκοτα χρώματα και παιδικές πινελιές. «Το κατάλληλο στυλ για έναν τρελό, αντικοινωνικό καλλιτέχνη» σκέφτηκα και χαμογέλασα. Καθώς κατέβαζα μερικές γουλιές από το φαρμάκι στο μπουκάλι, μου φάνηκε πως άκουσα καμπάνες να χτυπάνε τρελά. «Τι διάολο» σκέφτηκα «γάμος τέτοια ώρα? Αλήθεια τι ώρα να ‘ναι?» δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά αλλά ήταν περασμένες 10. Μια αναγούλα μ’ έπιασε και με έκανε να ξεχάσω τις καμπάνες. Έβγαλα από το ψυγείο τα λουκάνικα, αλλά την ώρα που έψαχνα να βρω το τηγάνι στα ντουλάπια, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καθόλου όρεξη  για φαγητό. Η σκέψη και μόνο με έκανε να θέλω να ξεράσω. Κρατήθηκα…

Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο τραπέζι και δεν σηκώθηκα παρά μόνο για να κατουρήσω. Ακούμπησα το ένα χέρι στον τοίχο για να κρατάω ισορροπία και με το άλλο τον έβγαλα έξω και σημάδεψα. Βλαστήμησα την Παναγία καθώς το κάτουρο λέρωσε τον τοίχο και το παντελόνι μου, πριν βρει το δρόμο του για την λεκάνη. Εκείνη την ώρα ήμουν σίγουρος πως άκουσα από μακριά ουρλιαχτά γυναικεία, αλλά περίμενα να τελειώσω το κατούρημα για να σιγουρευτώ. Τον τίναξα και μετά σταμάτησα ακόμα και να αναπνέω αλλά δεν άκουσα τίποτα άλλο παρά ένα ενοχλητικό σφύριγμα στα αυτιά μου. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν και από το μυαλό μου… πράγμα συνηθισμένο…

Ευτυχώς όταν πίνω οι αναμνήσεις μου παύουν να με ταλαιπωρούν και αν και λιώμα ένοιωθα πολύ καλύτερα από όταν είμαι νηφάλιος. Αποφάσισα να ξαπλώσω. Τα υπνοδωμάτια ήταν στον πάνω όροφο. Σιγουρεύτηκα πως η φωτιά ήταν εντάξει, πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι που κόντευε να τελειώσει και το έβαλα στην τσάντα με τα ρούχα. Έβαλα και το δεύτερο μπουκάλι μέσα και πήρα τα κλειδιά. Έκλεισα το φως και βγήκα ξανά στο κρύο. Ανέβηκα την εξωτερική σκάλα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κάμποσες σκονταψιές και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στην καρέκλα με το δεύτερο μπουκάλι ανοιχτό στο τραπεζάκι μπροστά μου να ακούω ένα βουητό ανάμικτο με κραυγές και πολύ σαματά. Τότε κατάλαβα πως δεν έπρεπε να πιω άλλο. Έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, σκεπάστηκα με τρεις κουβέρτες και αφού ξέρασα στο ξύλινο πάτωμα κατάφερα να κοιμηθώ…

Κεφάλαιο δύο

Το σάπιο χωριό

Είδα όνειρο παράξενο και ανώμαλο. Ήμουν λέει στον καμπινέ του σπιτιού στο χωριό, μαζί με τις τρεις αγαπημένες της ζωής μου. Ξαπλωμένοι και οι τέσσερεις πάνω στο καπάκι της τουαλέτας. Μην με ρωτάτε πως χωρέσαμε αλλά ήταν πολύ βολικά. Η πρώτη αγάπη βγαίνει έξω για να επιστρέψει καβάλα σε μια αρκούδα που την καθοδηγούσε η κορούλα μου. Μετά πήγε έξω η δεύτερη αγαπημένη και την ακολούθησε και η τρίτη. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένας γυμνός μασκοφόρος λύκος και άρχισε να αυνανίζεται. Τότε η αρκούδα του ξέσκισε τα γεννητικά όργανα με τα νύχια της. Ξύπνησα από τις φωνές του λύκου… όχι δεν ήταν οι φωνές του λύκου. Ήταν φωνές ανθρώπινες. Τινάχτηκα από το κρεβάτι. Το κεφάλι μου ήταν σε τραγική κατάσταση. Οι φωνές ακουγόταν ακόμα, αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο άρρωστες και πιο απελπισμένες. Τρόμαξα πολύ. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως οι φωνές δεν ήταν απλά δημιούργημα του άρρωστου μυαλού μου.

Βγήκα από το δωμάτιο στον διάδρομο. Κοντινές φωνές ακουγόταν ακριβώς έξω από την πόρτα, σαν κάποιος να υποφέρει. Πλησίασα δισταχτικά. Έλεγξα αν ήταν κλειδωμένη. Δόξα τον άγιο Σπυρίδωνα, την είχα κλειδώσει. Κάποια δύναμη δεν με άφησε να ορμήσω έξω και να βοηθήσω τον άνθρωπο που βαρυγκωμούσε. Έχω δει πολλές ταινίες τρόμου και έχω διαβάσει πολλά βιβλία για να κάνω ένα τόσο τραγικά θανάσιμο λάθος. «Ποιος είναι έξω» φώναξα. Η απάντηση που πείρα ήταν ένα αρρωστημένο μουγκρητό ανθρώπου που υποφέρει… με έκανε να παγώσω. Αυτό το πλάσμα, που τώρα φώναζε απόκοσμα, χτυπούσε πάνω στην πόρτα. Δεν ήταν και τόσο βίαια τα χτυπήματα, αλλά όταν είδα τη ματωμένη παλάμη να κολλάει στο γυαλί της πόρτας, μου κόπηκε η ανάσα.

Έτρεξα στο τέλος του διαδρόμου και προσπάθησα να ανοίξω την συρτή μπαλκονόπορτα. Είχε κολλήσει η γαμημένη. Είχε καιρό να ανοίξει. Πίσω τα γυαλιά της πόρτας σπάσαν και ένα φριχτό πρόσωπο φανερώθηκε πίσω από τα κάγκελα. Πρέπει να ‘ταν κάποιος που γνώριζα. Μα τώρα το πρόσωπο του έμοιαζε με σάπιο κρέας και το μυαλό του φαινόταν πιο σαλεμένο από το δικό μου. Σκέφτηκα τη νύχτα των ζωντανών νεκρών και γέλασα νευρικά. Μα ναι… ήταν ο μπάρμπας ο Μήτσος. Τον γαμημένο… σκέφτηκα, έγινε ζόμπι… και απ’ ότι φαίνεται πρέπει να υπάρχουν πολλά. Ο εφιάλτης των ανθρώπων έγινε πραγματικότητα. Ήρθε το τέλος του πολιτισμού. Τα μάτια μου χάζευαν τον σαπισμένο μπάρμπα και το μυαλό μου έκανε όνειρα για έναν καινούριο κόσμο… και τότε τα σκουριασμένα κάγκελα της πόρτας υποχώρησαν και εγώ ξύπνησα από τα όνειρα και σκέφτηκα την γυναίκα μου και το Κατερινάκι…

Όρμησα στο δωμάτιο που ‘χε παράθυρο με θέα στο δρόμο. Αμέσως έκλεισα πίσω μου την πόρτα και την ασφάλισα με τον σύρτη. Ο μπάρμπας ακούστηκε να σέρνετε στο διάδρομο και άρχισε να χτυπάει με δύναμη την πόρτα. Άνοιξα απότομα το παράθυρο και πήδηξα έξω στο στενόμακρο μπαλκόνι, θαμπωμένος από το φως της μέρας. Κοίταξα τότε στο δρόμο… κανείς. Αλλά όχι… τα μάτια μου συνήθισαν το φως… στο βάθος στην εκκλησιά απ’ έξω, σαν να ήτανε γιορτή, δεκάδες άνθρωποι μαζεμένοι σερνόταν πέρα δώθε. Κάποιος ψηλός γέρος κοίταξε προς το μέρος μου και με μια αποκρουστική κραυγή, άρχισε να σέρνεται προς το σπίτι. Με μυρίστηκε ο πουστόγερος, σκέφτηκα. Πίσω μου η πόρτα κόντευε να σπάσει. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, πήδηξα από κάτω στην περγουλιά. Μπερδεύτηκα στα σύρματα σα μαλάκας. Θα μπορούσα να είχα κατέβει πιο ομαλά, αλλά ο πανικός δεν μ’ άφησε. Πιάστηκα προσεχτικά με τα χέρια μου από το πιο κοντινό σίδερο και αφού κρέμασα το σώμα μου, έπεσα στην αυλή.

Τώρα δεν ερχόταν από το δρόμο μόνο ένα ζόμπι, αλλά μια λιτανεία από δαύτα και όλα θέλανε εμένα. Αν έμπαινα στο σπίτι σπάζοντας το παράθυρο θα εγκλωβιζόμουν και δεν θα είχα ελπίδα καμιά. Κατέβηκα τα σκαλάκια και βρέθηκα στο δρόμο. Η φυσική μου κατάσταση ήταν πολύ καλή και μου επέτρεπε να τους ξεφύγω και να βρω βοήθεια. Έτρεξα προς την αντίθετη κατεύθυνση όπου δεν φαινόταν κανένα σημείο ζωής. Μόνο η θεια η Αμαλία ήταν στην αυλή της. Πήγα να την φωνάξω αλλά το θέαμα που αντίκρισα όταν γύρισε προς το μέρος μου, ήταν απερίγραπτο… τότε θυμήθηκα…  η θεια είχε πεθάνει πριν χρόνια. Ένα ψηλό σώμα από κόκαλα και λίγες σάρκες ντυμένο με κουρελιασμένα, παραδοσιακά, επίσημα ρούχα, με κοίταζε μέσα από τις άδειες κόγχες των ματιών του. Έτρεξα χωρίς να χάσω κι άλλο χρόνο και σκέφτηκα πως στο διάολο να με κατάλαβε? Ήταν σχεδόν μόνο ένα μάτσο κόκαλα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Έτρεξα μέχρι το τέλος του δρόμου. Οι σάπιοι ήταν σε αρκετή απόσταση. Γύρω μου στην μικρή πλατεία δεν ήταν κανείς, ζωντανός ή πεθαμένος. Τα μάτια μου πέσανε πάνω σε έναν μεταλλικό, υδραυλικό σωλήνα ανάμεσα σε κάτι μπάζα έξω από το σπίτι του Μπάμπη που ήταν υπό κατασκευή. Τον άρπαξα αμέσως.

Δεν είχα πολύ χρόνο να σκεφτώ. Ο  σάπιος γέρος πλησίαζε και πίσω του μια μακάβρια συνοδεία. Δίπλα του, ο σκελετός της θειας της Αμαλίας.  Ο δρόμος που οδηγούσε στις ελιές φαινόταν καθαρός. Έχανα χρόνο άλλα ήθελα να τσεκάρω τις δυνάμεις τους.  Σήκωσα από τα μπάζα ένα γεμάτο τούβλο και το εκτόξευσα με δύναμη κατά πάνω τους. Προσγειώθηκε στο κεφάλι μιας γριάς και το άνοιξε στα δύο. Κοντοστάθηκε για δυο στιγμές και συνέχισε να προχωράει. Έριξα άλλες δύο άσκοπες βολές όταν άκουσα πίσω μου βήματα. Γύρισα ενστικτωδώς και χτύπησα την απειλή με το σίδερο στον κρόταφο. Το ζόμπι σωριάστηκε κάτω. Τότε κοίταξα καλύτερα για να δω αν το είχα εξουδετερώσει. Βλαστήμησα την Παναγία δυνατά. Ήταν ο κουλουράς και σίγουρα δεν ήταν ζόμπι. Το μόνο περίεργο σημάδι πάνω του ήταν μια πληγή στο κεφάλι που αιμορραγούσε.

Βογκούσε… ζήτησε βοήθεια. Τα ζόμπι ήταν στα είκοσι μέτρα. Πήγα να τον σηκώσω αλλά είχε παχύνει πολύ τελευταία και δεν τον έσωνα. Τι στο διάολο να έκανα? Τον άφησα εκεί και έφυγα τρέχοντας χωρίς τύψεις. Τι ήθελε ο μαλάκας και με τρόμαξε? Θα μπορούσε να μου μίλαγε. Γύρισα να ρίξω μόνο μια κλεφτή ματιά πίσω, όταν άκουσα τα ουρλιαχτά του. Είχαν πέσει όλοι πάνω του και του ξέσκιζαν τις σάρκες. Στενοχωρήθηκα αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έτρεχα να ξεφύγω από το χωριό των σάπιων. Ο μαλάκας… ξέχασα το σίδερο…

Κεφάλαιο τρία

Παράξενη  κοπέλα

Έτρεχα μες τις ελιές δίχως να κοιτάξω πίσω μου. Προσπέρασα ένα διαμελισμένο γαϊδαράκο. Δεν φαινόταν φαγωμένος. Απλά τον σκότωσαν τα αρχίδια. Τότε συνειδητοποίησα ότι και μέσα στο δάσος δεν θα ήμουν ασφαλής. Όλο και κάποιος θα βρισκόταν εδώ όταν… όταν τι? Πως στο διάολο έγιναν όλοι έτσι? Ίσως η κόλαση νε γέμισε και οι κολασμένοι να σκόρπισαν έξω… αλλά αυτό το άκουσα σε έργο. Κάποιος ιός, λύσσα? Αλλά άκυρο και αυτό. Πως ένας σκελετός βγαίνει από τον τάφο και αντιλαμβάνεται τι γίνετε γύρω του δίχως όργανα? Της γριάς της άνοιξα το κεφάλι και όμως συνέχισε να περπατάει…

Περπατούσα προσεχτικά τώρα με πολύ καχυποψία για κανέναν κρυμμένο εχθρό. Κουράστηκα. Είχα ιδρώσει αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να περπατάω, ούτε να σταματήσω να σκέφτομαι σενάρια για τους ζωντανούς νεκρούς. Πρέπει να είχε σχέση με δαιμόνια. Δεν εξηγείτε αλλιώς. Δευτέρα παρουσία ίσως. Αλλά μαλακία μου ακούγεται. Προσπαθούσα πάντα να είμαι ορθολογιστής παρά την τρέλα μου, αλλά οι τελευταίες ώρες ήταν πέρα από κάθε λογική. Σκέφτηκα τον καημένο τον κουλουρά και άρχισα να νοιώθω ενοχές. Δεν του άρεσε να τον λένε έτσι. Δεν πουλούσε κουλούρια ποτέ και δεν ξέρω ποιος του έβγαλε αυτό το παρατσούκλι. Τώρα βέβαια δεν έχει σημασία…

Μετά από αρκετό δρόμο και αφού δεν είδα κανέναν σάπιο στο δρόμο μου, αντίκρισα ένα θέαμα φρικιαστικό και παράλογο. Από απόσταση άκουσα τα ουρλιαχτά. Ουρλιαχτά, ανθρώπινα και γυναικεία. Κρύφτηκα πίσω από τον κορμό μιας ελιάς και κρυφοκοίταξα. Μια κοπέλα, γυμνή μέσα στο κρύο να μαχαιρώνει μανιασμένα και ουρλιάζοντας από χαρά, ένα μικρό παιδί ή ότι είχε απομείνει από αυτό. Το θέαμα έκανε τα πόδια μου να ανατριχιάσουν. Είχα παγώσει από τον τρόμο τόσο πολύ, που είχα μείνει να μετράω μαχαιριές και όταν οι μαχαιριές και τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και εκείνη άστραψε το βλέμμα της σε μένα, εγώ έμεινα εκεί να την κοιτάω. Τα μαύρα μακριά της μαλλιά, έκρυβαν το τρυφερό πρόσωπο της. Στα ατάραχα μάτια της, εκείνη τη στιγμή, δεν είδα καμιά παράνοια, παρά μόνο αγάπη. Δεν μπορούσα να κοιτάξω το γυμνό κορμί της… είχα μαγνητιστεί από το σαγηνευτικό της βλέμμα. Φαινόταν τόσο αγνή παρά τη φριχτή της πράξη. Θα μπορούσα να την χάζευα για ώρες αν δεν μεταμορφωνόταν ξανά μπροστά στα μάτια μου.

Η μορφή της πήρε την όψη της φόνισσας και η φρίκη σκοτείνιασε απότομα το πρόσωπο της. Άρχισε να τρέχει σαν παλαβή προς το μέρος μου κρατώντας το μαχαίρι απειλητικά με το αριστερό της χέρι. Πριν το σκεφτώ, είχα είδη σκαρφαλώσει στο δέντρο. Ήμουν αρκετά κουρασμένος για να τρέξω. Εκείνη έκανε το ίδιο, άρχισε να σκαρφαλώνει κρατώντας το μαχαίρι στο στόμα. Την ώρα που είχε και τα δύο της χέρια απασχολημένα με την αναρρίχηση, πήρα την ευκαιρία και την κλώτσησα δυνατά, κατεβάζοντας το πόδι μου με δύναμη στο όμορφο πρόσωπο της. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας… τώρα όμως από τον πόνο. Έτρεχε αίμα από το στόμα της και τη μύτη της. Της είπα «σταμάτα και δεν θα σε πειράξω» μα εκείνη ούρλιαζε, χωρίς όμως να βγει από το στόμα της λέξη ανθρώπινη. Κλωτσούσε με το γυμνό της πόδι τον κορμό της ελιάς μέχρι που μάτωσε άσχημα. Άρχισε να μου πετάει πέτρες αλλά ευτυχώς δεν ήταν πολλές εκεί γύρω και μόνο μία με πήρε λίγο στα πλευρά και με γάμησε στον πόνο.

Θα κατέβαινα να την αντιμετωπίσω αλλά πάντα φοβόμουν τα μαχαίρια και τις υστερικές γυναίκες. Όταν οι πέτρες τελείωσαν δοκίμασε για δεύτερη φορά να σκαρφαλώσει. Τώρα κρατούσε το μαχαίρι στο χέρι της. Εγώ είχα ανεβεί όσο πιο ψηλά μπορούσα και για ακόμα μια φορά βρήκα την ευκαιρία και την κλότσησα με δύναμη στο πρόσωπο. Αυτή τη φορά, την πέτυχα με ακρίβεια στη μύτη. Έπεσε άτσαλα στο χώμα με έναν απαίσιο θόρυβο. Ήταν το χέρι της που απέκτησε μια νέα κλείδωση. Το κρατούσε σφιχτά ξαπλωμένη κατάχαμα και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Την λυπήθηκα. Το πρόσωπο της φάνηκε αθώο ξανά και αγνό. Αν συναντιόμασταν υπό άλλες συνθήκες θα την πλησίαζα και τις μιλούσα. Θα τις μίλαγα και θα της ζητούσα το νούμερο της για έναν καφέ. Αν δεχόταν στο πρώτο μας ραντεβού θα της πρότεινα να τη ζωγραφίσω ολόγυμνη, για να μην διαφθείρουν τα υφάσματα των ανθρώπων την αγνότητα της. Αυτή θα μου άστραφτε ένα χαστούκι και θα έφευγε. Χαμογέλασα καθώς την κοιτούσα και το μυαλό μου έπλαθε σενάρια… το βλέμμα μου έπεσε σε μια μάζα από σάπιους χωρικούς που κατέφταναν με συρτά βήματα βογκώντας και φωνάζοντας κατάρες σε μια ανίερη γλώσσα . Με κοίταξε με παράπονο και με έκανε να νοιώσω ενοχές. Εκείνη άπλωσε τα χέρια της σαν να περίμενε μια τρυφερή  αγκαλιά… «πάρε με μαζί σου» μου είπε κλαίγοντας και εγώ πήδηξα από την ελιά και προσγειώθηκα  πατώντας με δύναμη στο στομάχι της. Έτρεξα για ακόμα μία φορά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.

Κεφάλαιο τέσσερα

Ο θερμοσίφωνας

Δεν ήξερα προς πια κατεύθυνση πήγαινα αλλά μετά από ένα δεκάλεπτο βγήκα σε έναν δρόμο. Εκεί αντίκρισα σε απόσταση πενήντα μέτρων ένα αυτοκίνητο. Όταν το πλησίασα  αρκετά είδα αίματα στο δρόμο που έσταζαν από ένα χέρι που έχασκε απ’ την ανοιχτή πόρτα. Έκανα ακόμα δυο βήματα και σταμάτησα καθώς είδα το χέρι να πέφτει ακρωτηριασμένο στην άσφαλτο. Άρχισε να κινείτε προς το μέρος μου με τα δάχτυλα του να τρέχουν αστεία αλλά απειλητικά. Το πάτησα αρκετές φορές με μανία, πριν προλάβει να με αγγίξει. Πρέπει να θρυμμάτισα κάθε κοκαλάκι του αλλά αυτό ακόμα κινούταν σπαστικά. Τα πάνινα παπούτσια μου είχαν γεμίσει με αίμα. Μου ήρθε αναγούλα και ξέρασα.

Στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε κανένας, ούτε καν ο ιδιοκτήτης του χεριού. Στο βάθος του δρόμου άκουσα τον θόρυβο μιας μηχανής αυτοκινήτου. Επιτέλους, σκέφτηκα, γλίτωσα… κάποιος ζωντανός. Σήκωσα τα χέρια μου καθώς πλησίαζε και ο οδηγός άρχισε να κορνάρει με χαρούμενο ρυθμό. Όταν κατάλαβα ποιος ήταν, έμεινα με ένα χαμόγελο στο στόμα. Ήταν ο καλός μου ξάδελφος, ο θερμοσίφωνας. Τον έλεγαν έτσι γιατί είχε σώμα θερμοσίφωνα. Κατέβηκε και μου φώναξε «ξάδερφε», τον φώναξα και εγώ ξάδερφο και αγκαλιαστήκαμε από χαρά. «Πως έφτασες ως εδώ?» τον ρώτησα, «τι συμβαίνει στην πόλη?» «Γέμισαν οι δρόμοι με αυτουνούς» μου είπε, «σκοτώνουνε ότι βρούνε και το τρώνε με λαιμαργία. Βγήκανε από τα νεκροταφεία… βρικολακιάσανε όλοι οι πεθαμένοι. Χαμός μεγάλος γίνετε. Γυρνάω από το λιμάνι. Μας είπαν πως μόνο από εδώ φεύγουν καράβια για απέναντι, αλλά είναι όλα γεμάτα πεθαμένους». «Και το λιμάνι στην πόλη…» του είπα με απορία. «Εκεί μην τα ρωτάς. Δεν μπορεί να πλησιάσει άνθρωπος.»

Καθίσαμε για λίγο μέσα στο αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ήταν ένα παλιό φιατάκι. Είχε φέρει φαγητό μαζί του… κάτι ταπεράκια με κρέας από χτες και μπόλικα μπισκότα και πατατάκια και άλλα τέτοια, που είχε αρπάξει το πρωί από το super market που καιγόταν. Μου εξήγησε πως γινόταν μεγάλος σκοτωμός και ότι ολόκληρη η πόλη καιγόταν . Εγώ όμως είχα ένα προαίσθημα ότι η γυναίκα μου και το Κατερινάκι θα ήταν ασφαλείς. Το ραδιόφωνο δεν λειτουργούσε και όλες οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας ήταν νεκρές μου εξήγησε. Η καταστροφή του πολιτισμού γινόταν με ταχείς ρυθμούς.

Εκεί που τρώγαμε ακούστηκαν τα βαριά βήματα κάποιου τεράστιου ζώου που έτρεχε. Κοίταξα από το τζάμι και είδα έναν ελέφαντα να τρέχει να ξεφύγει από μια μάζα σαπίλας που είχε γραπωθεί με νύχια και με δόντια από το σώμα του. θα πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά από αυτά τα ζόμπι. Το θηρίο κατάφερε να απελευθερωθεί και ποδοπατούσε τώρα με μανία τους νεκρούς. Ο θερμοσίφωνας δίπλα μου έτρωγε λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Εγώ βγήκα έξω και τότε αντίκρισα μια μορφή στην ράχη του ελέφαντα. Όταν σταμάτησε η μάχη με την πολτοποιημένη πια σαπίλα, ο ελέφαντας με πλησίασε και τότε είδα ξεκάθαρα τον παράξενο καβαλάρη. Κατέβηκε με ένα μεγάλο σάλτο και μου έδωσε το χέρι του. Ήταν ο άνθρωπος ελέφαντας. Το σώμα του ήταν σχεδόν ανθρώπινο μα το κεφάλι του ήταν ίδιο με εκείνη την παλιά ταινία. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω και από κοντά άνθρωπε ελέφαντα», του είπα. Εκείνος υποκλίθηκε αλλά δεν μου μίλησε. Χάιδεψε τον ελέφαντα του με το περίεργο χέρι του και απομακρύνθηκε από κοντά μας γύρω στα τριάντα μέτρα. Ο ελέφαντας με αγκάλιασε με την προβοσκίδα του και με ξάφνιασε. Εγώ τον χάιδεψα και εκείνος δάκρυσε και κοίταξε το αφεντικό του.

Ο θερμοσίφωνας βγήκε από τα αυτοκίνητο κρατώντας φιστίκια και άρχισε να ταΐζει το θηρίο. Και οι τρεις τώρα κοιτάζαμε με απορία τον άνθρωπο ελέφαντα νε στέκετε και να κοιτάει τον ήλιο κατάματα. Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν έξι λεπτά αργότερα, όταν έβγαλε ένα περίστροφο από την τσέπη του, το έβαλε στο περίεργο στόμα του και τράβηξε τη σκανδάλη.

Ο ήλιος είχε πια πέσει όταν καταφέραμε επιτέλους να παρηγορήσουμε τον ελέφαντα. Τα δάκρυα του είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη λιμνούλα στην άσφαλτο. Τότε πρότεινα στον ελέφαντα να τον πάρω μαζί μου και να τον υιοθετήσουμε. Σκέφτηκα πως αν πήγαινα σπίτι μαζί με τον ελέφαντα, η γυναίκα μου θα με αγαπούσε για πάντα. Αλλά έπεσα έξω… ο ελέφαντας ήταν αποφασισμένος να πάει στο λιμάνι και να περάσει απέναντι. Έτσι  κανόνισε με τον θερμοσίφωνα να πάνε μαζί ως το λιμάνι και να δώσουν μάχη με τις ορδές των ζωντανών νεκρών. Μαζί είπαν πως θα μπορούσαν να τα καταφέρουν. Εγώ τους είπα πως είναι τρελοί κι οι δυο τους και συνέχισα το δρόμο μου.

Περπάτησα για καμιά ώρα χωρίς να δω ψυχή, παρά μόνο κάνα φαγωμένο πτώμα εδώ και εκεί. Τουφεκιές ακουγόταν στα δεξιά μου, αλλά ήταν πολύ μακριά και εμένα δεν μου άρεσαν τα όπλα. Ευτυχώς εκεί που είχα αρχίσει να απελπίζομαι βρίσκω στην άκρη του δρόμου ένα πεταμένο ποδήλατο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν ένα νεκρό κοριτσάκι. Δεν  μου άρεσαν ποτέ τα νεκρά κοριτσάκια. Το πήρα χωρίς τύψεις αφού σε εμένα θα ήταν μάλλον πιο χρήσιμο. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και σύντομα έφτασα σε ένα χωριό που δεν γνώριζα. Ήξερα πως μπορεί να μου πεταγόταν από παντού οι σάπιοι, αλλά εγώ έκανα τη βόλτα μου ψάχνοντας για ζωή.

Κεφάλαιο πέντε

Μπαλκόνι με θέα

Τη Ζωή τη συνάντησα σε μια σούδα. Ήταν μια νεκρή τσιγγάνα που διάβαζε το χέρι. Κάποτε είχε διαβάσει και το δικό μου αλλά αρνήθηκε να μου το πει και θα ορκιζόμουν πως την είδα να δακρύζει. Ούτε λεφτά δεν μου ‘χε πάρει. Την αναγνώρισα από το κεφάλι της που είχε μια μεγάλη ουλή. Το γέρικο κορμί της ήταν γυμνό και φαγωμένο. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Της τα ‘κλεισα.

Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα περικυκλωμένος από τσιγγάνες. Φόραγαν ρούχα καλά και χόρευαν όλες με τον ίδιο ρυθμό και τραγουδούσαν «τις έκλεισες τα μάτια, θα σε κάνουμε κομμάτια, θα σε κάνουμε κομμάτια, θα σου ξεσκίσουμε τα μάτια». Το τραγούδι γινόταν φωνές και οι φωνές τσιρίδες, ο χορός γύρω μου να γίνετε όλο και πιο γρήγορος, με όλο και περισσότερο πάθος και ένταση, τα αυτιά μου να βουίζουν, ίδρωσα όλος… το τραγούδι άλλαξε… «ξεσκίστε του τις σάρκες, και βγάλτε του τα χέρια, κόφτε το κεφάλι, και δώστε το στα αστέρια, κόφτε το κεφάλι, με κοφτερά μαχαίρια». Έπεσα στα γόνατα και κρατούσα το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να σπάσει. Τότε ακούστηκαν τα ουρλιαχτά τρόμου των μελαμψών γυναικών καθώς μια πολική αρκούδα βγήκε από την πόρτα ενός σπιτιού και άρχιζε να ακρωτηριάζει τις τσιγγάνες μία-μία. Χέρια, πόδια και κεφάλια σκορπούσαν γύρω μου. Ένα κοριτσάκι εμφανίστηκε ντυμένο ινδιάνος. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και φακίδες. Μου έδωσε το χεράκι της και με βοήθησε να σηκωθώ. Την ευχαρίστησα. Η αρκούδα αφού τελείωσε τη δουλειά της ανέβασε την μικρή στην πλάτη της και έφυγαν για τον Βόρειο πόλο.

Μπήκα στο σπίτι απ’ όπου βγήκε η αρκούδα. Το μόνο φως ήταν αυτό του φεγγαριού και ότι μπορούσε να φέξει ο μικρός φακός που είχα στα κλειδιά μου. Σιγουρεύτηκα πως το σπίτι ήταν αδειανό και ασφάλισα την πόρτα με το σύρτη. Ανέβηκα στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο που είχε μπάνιο. Κλείδωσα την πόρτα και έσυρα και την ντουλάπα μπροστά της για μεγαλύτερη ασφάλεια. Έκανα ένα πολύ σύντομο μπάνιο με παγωμένο νερό. Μετά κοίταξα για ρούχα. Βρήκα καθαρά εσώρουχα στην ντουλάπα. Μόνο κάλτσες πήρα, γιατί οι δικές μου είχαν αίματα πολλά. Πήρα και ένα τζιν και ένα χοντρό πουλόβερ. Έπλυνα τα παπούτσια μου στην μπανιέρα να φύγουν τα πολλά αίματα και τα κρέμασα να στεγνώσουν έξω στο μπαλκόνι όταν θα έβγαινε ο ήλιος. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και νεκρώθηκα αμέσως. Πάντα μου άρεσε να πέφτω για ύπνο όταν είμαι διαλυμένος από την κούραση. Μόνο τότε απολάμβανα πραγματικά τον ύπνο.

Το πρωί με ξύπνησαν φωνές ανθρώπινες. Αφού έπλυνα τα μούτρα μου και κατούρησα, βγήκα στο μπαλκόνι. Τα παπούτσια μου δεν είχαν στεγνώσει τελείως. Κάτω στο δρόμο είχε μαζευτεί μια μάζα από κουμουνιστές. Πρέπει να ήταν γύρω στα εκατό άτομα. Φώναζαν συνθήματα ενάντια στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και άλλες μαλακίες. Μπήκα μέσα απελευθέρωσα την πόρτα και κατέβηκα στην κουζίνα. Ευτυχώς δεν μου χτυπούσε κανείς την πόρτα σήμερα. Πήρα ένα κρουασάν και ένα χυμό πορτοκάλι και ανέβηκα ξανά πάνω. Έβγαλα στο μπαλκόνι μια καρέκλα και έκατσα να φάω το πρωινό μου βλέποντας το θέαμα.

Απέναντι από το σπίτι ήταν ένας λόφος γυμνός από δέντρα που στο βάθος κατέβαιναν ορδές νεκροζώντανων. Οι κουμουνιστές άρχισαν να τους πετάνε γιαούρτια, αβγά και πέτρες και να φωνάζουν συνθήματα… «ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός». Είχε τρελό γέλιο. Δυστυχώς δεν είχα κάμερα μαζί μου. Οι σάπιοι σύντομα ήρθαν μούρη με μούρη με τους κουμουνιστές και άρχισε μια μάχη μεγαλειώδης. Οι κουμουνιστές να χτυπάνε τα ζόμπι με καδρόνια και τα ζόμπι να τους δαγκώνουν και να τους κόβουν κομμάτια. Ούτε δυο λεπτά  δεν περάσανε και σκάνε μύτη οι μπάτσοι από τα αριστερά του δρόμου, όπως τον έβλεπα εγώ απ’ το μπαλκόνι… καμιά πενηνταριά ματατζήδες με όλα τα αξεσουάρ τους.  Τότε ένας νεαρός κουμουνιστής φώναξε στα ζόμπι… «σύντροφοι ας ενωθούμε να χτυπήσουμε τον κοινό εχθρό»… αλλά τα ζόμπι δεν χαμπαριάζανε. Ένα άρπαξε τον νεαρό και του ξερίζωσε τη γλώσσα και ένα άλλο του πίεσε το κεφάλι ώσπου πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Γαμώτο, τέλειωσε το κρουασάν και πεινούσα κι άλλο.

Στα δεξιά εμφανίζονται καμιά πενηνταριά αναρχικοί. Και αυτοί είχαν όλα τους τα αξεσουάρ. Η πρώτη μολότοφ έπεσε μαζί με το πρώτο δακρυγόνο ακριβώς στη μέση της συγκρουόμενης μάζας. Δύο ζόμπι άρπαξαν φωτιά και ένας κουμουνιστής έγινε φλαμπέ. Οι μπάτσοι τώρα έβγαλαν τα γκλοπ και όρμησαν στο πλήθος χτυπώντας όποιον και ότι έβρισκαν. Τα κεφάλια των σάπιων άνοιγαν σαν καρπούζια, τα κεφάλια των κουμουνιστών δεν έλεγαν να ανοίξουν και για αυτό τα χτυπούσαν πιο δυνατά. Πήρα μια γερή ρουφηξιά από το χυμό μου. Ένας κουμουνιστής έριξε δυο κλωτσιές σε έναν μπάτσο και αυτός του ανταπέδωσε τρεις πυροβολισμούς. Τότε έπεσε ομοβροντία πυρών και πολλοί έπεσαν. Οι αναρχικοί πρόλαβαν και έσκυψαν και σηκώθηκαν απαντώντας με ομοβροντία από αναμμένα μπουκάλια με βενζίνη. Φλεγόμενοι μπάτσοι έτρεχαν χοροπηδώντας. Οι πιο ψύχραιμοι τους έσβηναν με μικρούς πυροσβεστήρες. Τα ζόμπι δεν καταλάβαιναν Χριστό από μολότοφ και έτρωγαν συνεχώς κρέας από όλες τις παρατάξεις. Δέκα ζόμπι είχαν πέσει με τα μούτρα σε έναν κουμουνιστή που είχε ψηθεί για τα καλά. Η επόμενη ομοβροντία πυρών έπεσε ταυτόχρονα με μια ομοβροντία μολότοφ. Κανείς δεν απέμεινε όρθιος εκτός από τους σάπιους που έκαναν γερό φαγοπότι. Για μένα δεν νοιαζόταν κανείς. Το ψητό κρέας ήταν ότι καλύτερο για αυτούς.

Ο χυμός μου τελείωσε σχεδόν ταυτόχρονα με το θέαμα. Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω στο δωμάτιο. Ήταν ένας γυμνός άντρας με μια μάσκα λυκανθρώπου. Άρχισε να αυνανίζεται. Τρόμαξα καθώς με πλησίαζε και προσπαθώντας να του ξεφύγω, παραπάτησα και έπεσα από το παράθυρο. Το αριστερό μου πόδι γύρισε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο σαν καλάμι που σπάει. Οι σάπιοι τώρα όρμησαν πάνω μου και εγώ ούρλιαζα και χτυπιόμουνα. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ότι πιο φρυχτό είχα δει τις δύο τελευταίες μέρες. Ο αηδιαστικός επιδειξίας με τη μάσκα του λύκου στεκόταν στο μπαλκόνι και κοιτούσε την αποτρόπαιη σφαγή μου και τον έπαιζε.

Κεφάλαιο έξι

Το λευκό δωμάτιο

Ξύπνησα σε ένα δωμάτιο λευκό. Ήμουν ζωντανός αλλά δεμένος με μια λευκή μπλούζα με λευκά λουριά. Χτυπιόμουν για να λυθώ αλλά τίποτα. Οι τοίχοι ήταν όλοι επενδυμένοι… με λευκά μαξιλάρια υπέθεσα. Μου φάνηκε τόσο αστείο. Τουλάχιστον ήμουν αρτιμελής. Κάποιος πρέπει να με έσωσε. Αλλά γιατί με έδεσαν εδώ μέσα? Τι έκανα λάθος? Το λευκό δωμάτιο είχε μια λευκή πόρτα με ένα κομμάτι τζάμι αρκετά ψηλά. Δύο μάτια με κοιτούσαν επίμονα πίσω από το τζάμι. Πλησίασα κοντά. Τα κοίταξα και εγώ. Ήταν γυναικεία και δακρυσμένα. Τα  ‘ξερα αυτά τα μάτια. Ήταν τα μάτια της γυναίκας μου. Πήγα να ανοίξω το στόμα μου να μιλήσω αλλά πριν προλάβω είχαν φύγει… Δεν πειράζει, παρηγορήθηκα, θα ξανάρθει. Αφού τον άλλο μήνα θα γυρίσει σπίτι και θα ‘μαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια όπως παλιά…

Γιώργος Σάπιος

μπορείτε ακόμα να διαβάσετε από το blog μας τα παραμύθια του Γιώργου… «μάνα μπορώ να πάω έξω και να σκοτώσω σήμερα?» & «ο δράκος: η μανία του λυκανθρώπου» και τα παραμύθια της Ελένης… «a fairy tale» & «ο μαλάκας της παρέας»

το παραμύθι «το χωριό των ζωντανών νεκρών» μπορείτε να το κατεβάσεται σε pdf για την ηλεκτρονική σας βιβλιοθήκη από εδώ