η επέτειος του όχι δεν προσέφερε συγκίνηση και φέτος
σωτήριον το έτος δυο χιλιάδες και τρία
ονόματα άθλια… ονόματα γελοία
Ταραμπούρα… περιμένω το Ταραμπούρα… το δύο
που είναι η “τριών Ναυάρχων”?
αιωρείται… βγαλμένος μέσα από ένα κουφάρι
ένα κουφάρι άθλιο που αιμορραγεί τσακισμένο στη βροχή
τρομάζει τον κόσμο η παρουσία του
“δεν συνηθίζεται να συχνάζουν πτώματα σ’ αυτό τον δρόμο”
μια κοπέλα πλαντάζει σε μια άκρη
και το βράδυ θα τον δει στον ύπνο της
και θα ξυπνήσει κλαίγοντας
θα θυμηθεί και την αδερφή της, τη σκοτωμένη
μα εκείνος δεν την ξέρει, δεν την αναγνωρίζει
Ιδέα καμιά αν η μάνα της πέθανε κι αν ζει ακόμα
όλα είναι θολά εδώ πάνω και όλα τραβιούνται
το κουφάρι τον τράβηξε πίσω
η μεταφυσική μας τελείωσε γι’ απόψε
ο πόνος τον κάνει να γελάει
πόνος πολύς και από παντού
ασυνήθιστο θέαμα για το δρόμο μας
Τι ωραία πόλη…
“Πολλοί έρχονται για λίγο και μένουν εδώ για πάντα”
Οι σειρήνες, ακούγονται οι σειρήνες
Τι ωραία που φωτίζεται ο δρόμος
και όσοι τον γνώριζαν
το βράδυ δεν κοιμήθηκαν
θρηνούσαν
και σήμερα
δώδεκα χρόνια ζωντανός μετά τον θάνατο του
τα παιδιά πάνω, να παίζουν στα τρομπόνια τους εμβατήρια
εμβατήρια πατριωτικά, καμιά φορά και κατακόρυφα
ο καφές γλυκός με γάλα
στα μεγάφωνα σιγοπαίζει κάποιο αρχαίο άσμα
σάπια φωνή, θανατερό τραγούδι
συλλογίζεται κοιτώντας το παράθυρο, το κλειστό
τις μεγάλες πλατείες τις ψηλές
να τις κοιτά και το βλέμμα να ανεβαίνει
να βρίσκει τον Θεό
τον κοιτά και η ευχή έρχεται στο μυαλό του
“κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με”
τον κοιτά και ανοίγει το στόμα του
ψελλίζοντας τρεισήμισι λέξεις…
“άντε γαμήσου και ‘συ”
Γιώργος Μικάλεφ