Κι αυτοί χειροκροτούν τους νικητές
καθώς περνούν μπροστά τους
με τα ρούχα καθαρά
ρυθμισμένες σα ρολόγια τις καρδιές
κρατούν τα λάβαρά τους
Σκέψη καμιά
λέξη λαλιά
βωή και ύμνος και τραγούδι φροντισμένο
από το άρρωστο μυαλό
που στρώνει βήμα και ρυθμό
σπέρνει θυμό, πίκρα θανάτου, καταχνιά
Για δες, περνούν οι νικητές
και συ σα χάχας να χτυπάς τα δυο σου χέρια
να νιώθεις δέος, θαυμασμό
το φίρερ σα μικρό χριστό
να σου κουρδίζει το μυαλό
να σου ακονίζει τα μαχαίρια
Πάρε το χάπι σου μπορείς
και πέσε ν’ αποκοιμηθείς
μ’ ένα χαμόγελο βλακώδους θαυμασμού
να ονειρευθείς κι εσύ στολή
δόξα, τιμή στη μηχανή
που σου επιτρέπει ν’ αναπνέεις σα νεκρός
Και δίπλα σου φεύγει το φως
μα εσύ περήφανος τυφλός
αηδιάζεις στου “καρκίνου” την ακτίδα
το προτιμάς ηλεκτρικό
γρανάζι στο μηχανισμό
οδοστρωτήρα και της πιο αχνής ελπίδας
Ένα άμετρο σχολικό ποιηματάκι,
για τις παρελάσεις.
28 Οκτώβρη 2010.
Βλαντ.