Να το μπροστά μας είναι… η επανάσταση των λαών, της εργατιάς, των πεινασμένων, των απλών ανθρώπων, των προλετάριων… Η ώρα που θα βγουν όλοι οι λαοί στο δρόμο αδελφωμένοι και θα απαιτήσουν ένα καλύτερο μέλλον, ένα μέλλον λαμπρό, πλασμένο από τα όνειρα μιας ασυμβίβαστης γενιάς. Ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχει δυστυχία, πίνα και μιζέρια… όπου δεν θα γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι όπως έγραψε ο αυτόχειρας. Θα είναι αγγελικά πλασμένος…
Το βλέπω… ο κόσμος στους δρόμους, χωρίς σημαίες, οι τηλεοράσεις απόμειναν μονάχες τους, οι καναπέδες πάγωσαν, η εξουσία καταρρέει, το σύστημα σάπισε εντελώς και το φάγανε τα σκουλήκια. Μάχες στους δρόμους, μάχες και φωνές… θα τρέξει και αίμα, γιατί τίποτα δεν πρόκειται να γίνει αν δεν χυθεί αίμα. Όλοι στους δρόμους μια γροθιά. Μια γροθιά που γαμάει κώλους. Μια γροθιά για να εφαρμόσει άψογα στον κώλο της εξουσίας. Μια γροθιά αρκετά σκληρή για να ξεκωλιάσει οριστικά κάθε εξουσιαστή που μας γαμάει τη ζωή.
Οι μονάδες παραγωγής σταμάτησαν να λειτουργούν εδώ και μέρες… κανείς εργάτης δεν πάτησε. Τίποτα δεν λειτουργεί… τίποτα. Οι πλατείες και οι δρόμοι είναι γεμάτοι ανθρώπους χαρούμενους με ένα κοινό σκοπό. Να αλλάξουν τον κόσμο. Όλοι αγκαλιασμένοι και αδελφωμένοι. Την μέρα δίνουν μάχες με την αστυνομία και το στρατό και τα βράδια γλεντάνε στους δρόμους σαν μικρά παιδιά. Σύντομα οι δυνάμεις καταστολής των κρατών αλλάζουν μέτωπο και συντάσσονται με τους επαναστάτες. Μέχρι και οι πόλεμοι σταμάτησαν. Οι πολεμιστές ανακάλυψαν πως οι εχθροί τους δεν είναι τα αδέρφια τους, αλλά αυτοί που τους όπλισαν τα χέρια…
Όλοι μαζί τώρα έξω από τα κοινοβούλια, τα δημαρχεία, τις νομαρχίες τους λευκούς και τους μαύρους οίκους φωνάζουν μανιασμένα. Οι εξουσιαστές είναι μέσα κλειδαμπαρωμένοι και έχουν χεστεί στην κυριολεξία. Οι άντρες ασφαλείας τους προδίδουν. Οι πύλες ανοίγουν, άλλες σπάνε… όλοι είναι μέσα. Το μεγαλύτερο ντου της ιστορίας…
Όλοι οι εξουσιαστές είναι νεκροί. Οι πλατείες γέμισαν κρεμασμένους. Η ανθρωπότητα στήνει γλέντι για μέρες ολόκληρες. Τα κατάφεραν. Η επανάσταση του κόσμου ολάκερου ήταν εφικτή…
Περάσαμε μέρες ολόκληρες γιορτής… μέχρι που μια μέρα…
…τη γαμήσαμε. Όλα ήταν στημένα. Οι καθοδηγητές ήταν όλοι πουλημένοι στην ανώτερη εξουσία που ποτέ δεν θα δει κανείς (θα σας έλεγα γιατί δεν μπορείτε να τη δείτε, αλλά ποιος θα με πιστέψει?). Βγαίνουν στρατιές από το πουθενά… λες και ξεφύτρωσαν από τα έγκατα της Γης. Είναι όλοι οπλισμένοι με όπλα που κανείς δεν έχει φανταστεί. Δεν σκοτώνουν αλλά προκαλούν τόσο πόνο που θα παρακαλούσες να σε σκοτώνανε καλύτερα. Κάποιοι είδαν τα πρόσωπα τους και από τον πανικό κοκάλωσαν και τους συνέλαβαν.
Τα όπλα… που είναι τα γαμημένα τα όπλα? Τη γαμήσαμε… μαζέψαμε όλα όπλα και τα ρίξαμε στον ωκεανό να τα φάνε οι σιδηρές φάλαινες… σκεφτήκαμε πως έπρεπε να εξασφαλίσουμε την παγκόσμια ειρήνη. Μαλακία κάναμε. Πιστέψαμε τόσο πολύ στον σκοπό μας που σχεδόν κανένας δεν έκρυψε ένα όπλο στο καζανάκι της τουαλέτας του.
Μετά από μάχες που κράτησαν δυο βδομάδες ο κόσμος υποτάχθηκε στις στρατιές του νέου κόσμου. Δεν χρειάστηκε να φυλακίσουν κανέναν. Τους εξόντωναν αμέσως όσους έπιαναν.
Όσοι από τον κόσμο είχαν όπλα, εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς από τους πρώτους. Λες και ξέρανε οι γαμημένοι οι στρατιώτες από πριν ποιοι θα κρατούσαν όπλα. Λες και ήταν με κάποιο τρόπο μέσα στα σπίτια και παρακολουθούσαν την ώρα που νομίζαμε πως τους παρακολουθούσαμε εμείς…
Ήμουν στο κρεβάτι μου και κοιμόμουν όταν άκουσα να χτυπάει μανιασμένα το τηλέφωνο. Η Ελένη ήταν. Ευτυχώς με ξύπνησε…
Γιώργος *από το δεύτερο τεύχους του περιοδικού